Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Αύγουστο του 2021 στο Culture Book»

7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιήτριες και ποιητές που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.

Οι συμμετέχοντες ποιήτριες και ποιητής για τον μήνα Αύγουστο είναι: Αχιλλέας Αναγνώστου, Φιλαρέτη Βυζαντίου, Χρήστος Διαμαντής, Καλλιόπη Ζιάκα, Σοφία Θεοδοσιάδου, Σωτήρης Νούσιας, Νίκος Αντ. Πουλινάκης, Λίλια Τσούβα. Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Αχιλλέας Αναγνώστου

Τι μένει

Η βαναυσότητα
Θαρρεί πως λύνει
Προβλήματα
Της ανθρωπότητας

Η ανθρωπότητα
Καλείται να επιλύει
Προβλήματα
Της βαναυσότητας

Η βαναυσότητα
Θαρρεί πως λύνει
Προβλήματα
Που αδυνατεί η αγνότητα

Μα δεν υπάρχει αγνότητα

Η αγνότητα
Επιλύει τα
Προβλήματα
Της βαναυσότητας

Μα δεν υπάρχει αγνότητα

§

 

Φιλαρέτη Βυζαντίου

ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ…

Και σηκώνεται η μέρα όμορφη
δροσερή
μέσα στα αραποσίτια
σαν χορτασμένη από έρωτα γυναίκα
Και χαμογελά γλυκά
με μια ελαφριά κοκκινάδα στα μάγουλα
και γιομάτα τα μάτια
θερμές υποσχέσεις
Και κρατάει στα χέρια της λόγια
λόγια μελωμένα
σαν από κόσμο
αλλιώτικο
πιο αγνό και αναμάρτητο
πιο ανθρώπινο

Και την κοιτάζω κι εγώ
η στυφή και άχαρη
η μικρή και επικίνδυνη
η πεινασμένη και αγριεμένη
έκθαμβη την κοιτάζω
και ζηλεύω
την μεγαλοσύνη της
και κλαίω
που δεν της είμαι άξια
που δεν τίμησα τη γέννα της
που βγήκα λειψή στον κόσμο
Και κλαίω
που ακόμη δεν έγινα
ολόκληρος άνθρωπος

Και σκύβω βαθιά μέσα μου
στα άπατα νερά της ψυχής μου
και πνίγομαι
κάθε πρωί πνίγομαι
στα ανεξήγητα
στα θολά
στα αμίλητα
Και τότε
ακούω τη φωνή μου
λυσσασμένη να απαιτεί
να ζητά
να κραυγάζει
Μα δεν καταλαβαίνω
τούτη τη γλώσσα της
την τραχιά και αδυσώπητη
Και ταράζομαι
και πάλι κλαίω

Μοίρα του ανθρώπου
Μοίρα μου
δεμένη σε έναν Καύκασο
από μοχθηρούς θεούς
και ανελέητους καιρούς
άσε με
να φιλιώσω με ό,τι ροκανίζει
τα λυπημένα σπλάχνα μου
άσε με να ειπωθώ
λεύτερος άνθρωπος ξανά…

§

Χρήστος Διαμαντής

άτιτλο

αν γνωριζόμασταν (σήμερα)

θα σου έδινα δώρο
την Μικρά Αγγλία

και δεν θα χρειαζόταν

κλείσιμο ματιού/
χούφτωμα στα κρυφά

ή ότι άλλο

θα καταλάβαινες
ότι πάμε (μόνο) στα σοβαρά

και εγώ (ελπίζω)

όμως,
εμείς είμαστε χρόνια μαζί

και μπορούμε
να δακρύσουμε αγκαλιά
στην έξοδο

κινηματοθέατρο Καρδίτσας
βράδυ Πέμπτης
προς Παρασκευή
στη φθηνή προβολή των πέντε ευρώ

και μπορώ να σου πω
πόσο ζηλεύω (που)
δεν έγραψα
εγώ τη μουσική

και μπορείς και να με φιλήσεις
(εσύ)
και μετά νάνι
και την άλλη μέρα σχολείο

(από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή “Απλότητα”)

 

§

 

Καλλιόπη Ζιάκα

Literature Street (2.032 χιλιόμετρα Βόρεια της Σαντορίνης)

Της άγνοιας το ένστικτο, το μοιραίο,
στους ανοίκειους τόπους
Της υγρασίας το γλαυκό,
στου ποταμού την κάθοδο
με τη χροιά την ανάγλυφη,
οδηγούν στην οδό αιωνόβιων ποιητών.

Τις νύχτες, σαν τα σεντόνια γίνουν ασύλληπτα σε ανθρώπου μάτι,
αποκαθηλώνει πάντα το ίδιο με μια της κατάδυση.
Έρπεται μέχρι τον τοίχο των αφιερωμάτων.
Ξεσκονίζει τρομαγμένη τον χρόνο απ’ τις προθήκες
στα σπλάχνα του.
Ευλαβικά τον σιγουρεύει στη χούφτα της,
οσφραίνεται μια στιγμή το δανεικό του ταξίδι·
κάποιο πρωτόγονο μούδιασμα ερεθίζει τ’ αόρατα άκρα.
Τη φθορά του φυλάσσει στη λήκυθο με τ’ άλλα κτερίσματα.

Παίρνει έντρομη τον δρόμο της επιστροφής
Πιστή στου τοίχου της το σκάμμα·
την μπρούτζινη προθήκη τοποθετεί εμπρός της
απομονώνει τον λυγμό.
Την έκφραση φορεί την πρώτη.

Αστράφτει το βρεγμένο πανί στην αφελή φυγή μιας δίνης.
Αψυχολόγητη μια κούνια κρέμεται πάνω από το νερό
ο συριγμός της μαρτυρά το σκουριασμένο της στερέωμα.
Κάθε μέρα γίνεται ένα χιλιοστό πιο υφάλμυρη
γέρνοντας στο βάρος των ερωτικών υποσχέσεων.
Κανείς δεν επιστρέφει να επιβεβαιώσει το απαραβίαστο·
Λυγίζουν οι ιτιές στης γέφυρας το πρόωρο μοιρολόγι.
Ντρέπεται για τη μαρμαρωμένη, ασεβή έκφρασή της.

Κάθε στριγκλιά των σιδερένιων κρίκων βυθίζει κι από ένα πλήκτρο
στο κουφάρι του πιάνου.
Επιβλητικός ο ήχος.
Αβάσταχτος.
Την προθήκη τραβά πιο κοντά.
Μάταια.
Πάντα θα έχει το δικαίωμα να κυλά ο Βίλνα.

Τον πέτρινο τάφο απόψε δέξου.
Την τέφρα μην σκορπίσεις.
Του μεταιχμίου μη δοκιμάζεις τα όρια· θα σε καταπιεί
η άβυσσός του.
Το τάμα λησμόνησε, δε πρόκειται να έρθει.

Το επόμενο πρωί το υδάτινο ίχνος την πρόδωσε.

§

Σοφία Θεοδοσιάδου

Έρωτας

Γυμνός καπνός
στα μάτια σου μια ηλιαχτίδα ακροβατεί
Σε θέλω
Άρωμα πεύκου στα βήματα μου
Σε ακολουθώ

Γίνομαι φως μέσα από τη ματιά σου
Γίνομαι αέρας μ’ ένα φιλί σου

Περπατώ με τις λέξεις σου στην αγκαλιά μου
Βουτάω στο ηλιοβασίλεμα της σκέψης σου

Αναπνέω ξανά.
Βαθιά.
Τη μυρωδιά της θάλασσας.

§

Σωτήρης Νούσιας

Μεταμορφώσεις

Ρόπτρο βαρύ
Κρούομαι
Στις πόρτες της υποταγής
Περαστικός ευκάλυπτος
Με κόκκαλα που τρίζουν σαν κεραμίδια
Χαρτοκόπτης ποιημάτων πληρωτέων σε εκδότη πειρατή
Κυάλια για μάτια, βυθόμετρο για ψυχή
Μεγάλη η θάλασσα της ποίησης
Λίγα τα βότανα για να τραφώ
Παγίδες με σειρήνες λήθης
Υπεκφυγή αυλαίας στο μονόλογο
Ο υπαινιγμός μου ξεβιδώνει τις αρθρώσεις
Να μοιάζω ασπόνδυλος
Μάζα άμορφη σε κλίκα πνευματώδη
Να γυρίζω τα γρανάζια για λίγο χρυσαφί
Λίγο μπλέ
Κι η ποίηση λιωμένη
Σιδερωμένη
Λάδι
Σε κοινό λιοτρίβι
Να με τυραννά
Δε με έσωσες
Να λέει

(Ιανουάριος 2018)

§

 

Νίκος Αντ. Πουλινάκης

«Ιλιγγιώδη λευκότητα»

Ακατάπαυστα γδύνει τα φιλιά μου.
Κι ύστερα αρχίζει να με τραβά
στον δαφνώνα των σπλάχνων της.
Με επιστρατεύει για να ζωγραφίσω
την ιλιγγιώδη λευκότητα
αγέννητων αναστεναγμών.

§

Λίλια Τσούβα

Ο Μπόρχες στην Κνωσό

 

Στον λαβύρινθο θέλησε να μπει
ο Μπόρχες
ένα καλοκαίρι στην Κνωσό.
Η Αριάδνη είχε προ πολλού πεθάνει
το μέρος ήταν σκοτεινό
κι ο μίτος
δύσκολο να χρησιμοποιηθεί
απ’ την πολυκαιρία.
Εκείνος
τους κόμπους των λέξεων έλυσε
με το σπαθί του.
Με τα κλειστά του μάτια
διάβασε το παρελθόν.
Ο Μινώταυρος τον περίμενε
στο τέλος της διαδρομής.
Ευχαριστώ, τού είπε.
Ασύλληπτος ο χρόνος
κι η μοίρα του ανθρώπου δεδομένη.
Δεν ξέρω γιατί χρειάστηκε
ένα τέρας
και τόσοι αιώνες
για την αλήθεια αυτή.
Σίγουρα θα σου άρεσε
ένα ποτήρι δροσερό νερό
και λίγο γλυκό καρπούζι
ύστερα από τέτοιον άθλο.
Κι έχει μια ζέστη θάνατο.

Και βιάστηκε να τον κεράσει.