Scroll Top

Αθώος ή Ένοχος της Ιωάννας Πετρίδου | Γρηγόρης Αζαριάδης

Υπεύθυνη στήλης | Ιωάννα Πετρίδου

Αθώοι και ένοχοι, παραβάτες, εγκληματίες, ψυχοσικοί, αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα είναι οι ήρωες των αδημοσίευτων ιστοριών που θα διαβάζουμε εδώ  κάθε 15 μέρες.

Ιστορίες στο συρτάρι ή αποσπάσματα από μελλοντικά βιβλία ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας.

Γρηγόρης Αζαριάδης | Από το βιβλίο που αναμένεται να κυκλοφορήσει

Μεσάνυχτα. Καταιγιστική βροχή. Παγωμένος δυνατός αέρας Η φύση σε κακή στιγμή, ουρλιάζει απειλητικά. Στο χαμηλό υπόστεγο, έξω από τον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έξη άντρες με χοντρά φθαρμένα πανωφόρια, στριμώχνονται γύρω από ένα βαρέλι με φωτιά. Τρίβουν συνέχεια τα χέρια, παλεύοντας να ζεστάνουν τα κόκαλα τους. Μόνα τους εφόδια μια νταμιτζάνα με δυνατό κόκκινο κρασί, ένα καρβέλι ψωμί και λίγα κομμάτια τυρί. 

Οι κουβέντες βγαίνουν με δυσκολία από μέσα τους. Είναι λόγια καρδιάς, λες και πριν μιλήσουν έχουν βουτήξει τη γλώσσα τους στο αίμα παλιών συντρόφων, που χάθηκαν για πάντα. Είναι νόμος οι ηττημένοι να έχουν περισσότερες ιστορίες να πουν. Ιδιαίτερα αν πιστεύουν ότι η ήττα έχει έρθει από κάποιες ανεξήγητες για τους ίδιους αποφάσεις της ηγεσίας τους.

Εδώ και καιρό, μαζεύονται τα βράδια έξω από την εκκλησία του χωριού, μακριά από τα περίεργα μάτια των κατοίκων και κουβεντιάζουν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες χαμένων αγώνων, χαμένων συντρόφων και χαμένων ονείρων… Σκυμμένα κεφάλια, κυρτοί ώμοι, λιγοστές βαριές κουβέντες. Ήττα, παραίτηση, ματαίωση … Τα κατάλοιπα του εμφύλιου σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Νιώθουν μόνοι, εγκαταλειμμένοι, προδομένοι … Πεταμένοι στο περιθώριο της Ιστορίας, σαν τα τουφέκια που αναγκάστηκαν να πετάξουν, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας …

«Αυτοί φταίνε … Μας πούλησαν …»

«Δεν έπρεπε να τους ακούσουμε …»

«Δεν έπρεπε να παρατήσουμε τα όπλα μας, γαμώτο …»

Οι ίδιες συζητήσεις επαναλαμβάνονται, με την ίδια ένταση κάθε φορά. Παράπονο, θυμός, οργή … Όλη η γκάμα των συναισθημάτων βγαίνει στην επιφάνεια. Το μεγαλείο της ήττας σε όλη του την μεγαλοπρέπεια… Και πάντα να κρύβει μια ανομολόγητη επιθυμία «κάποια στιγμή, θα συνεχίσουμε τον αγώνα» …

Ο ένας από τους έξη άντρες φοράει ένα χοντρό μαύρο ράσο κάτω από την κάπα του. Είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τους άλλους. Φαίνεται να έχει μεγαλύτερη ικανότητα να απορροφά τον θυμό και την οργή. Να μπορεί να δει τα πράγματα με πιο καθαρό μάτι. Τις πιο πολλές φορές, ακούει προσεκτικά τους άλλους. Όταν όμως πιστεύει ότι πρέπει να μιλήσει, το κάνει χωρίς δισταγμό. Χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Κι αυτός είναι ο λόγος, που έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων.

«Κάθε φορά που μαζευόμαστε εδώ τα ίδια και τα ίδια … Ο λαός είχε νικήσει. Αλλά, οι μεγάλοι τα βρήκανε μεταξύ τους. Μας πρόδωσε η ηγεσία και δώσαμε τα όπλα … Έχετε δίκιο, σύντροφοι. Αυτά όμως έγιναν. Πάει και τέλειωσε. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο …»

Γεμίζει ξανά το ποτήρι του …

«Δεν κουραστήκατε να θρηνείτε σαν τη χήρα στο κρεβάτι του μακαρίτη ένα χρόνο μετά το θάνατο του ;»

Οι άλλοι τον κοιτάζουν αμήχανα. Σηκώνει το ποτήρι ψηλά.

«Άντε εβίβα ! Στην υγειά των χαμένων ονείρων μας …»

Κατεβάζει το κρασί μονορούφι …

«Υπάρχουν κάποια πράγματα, που μπορούμε ακόμα να κάνουμε …»

«Για την επανάσταση ;»

Αυτός που ρωτάει είναι ένας ψηλός, αδύνατος άντρας με κοκκινόξανθα γένια. Είναι ο αρχηγός της ομάδας των πέντε. Ο άντρας με το ράσο τον χτυπάει στην πλάτη …

«Η επανάσταση, σύντροφε, φοβάμαι ότι έγινε πια ένα μακρινό όνειρο … Και ξέρουμε όλοι ποιος φταίει γι’ αυτό. Ίσως μια μέρα καταφέρουν να το ζήσουν τα παιδιά μας …»

Το βλέμμα του γεμίζει πίκρα και μελαγχολία. Ξαναγεμίζει το ποτήρι.

«Υπάρχουν σας λέω κι άλλα πράγματα, που μπορούμε να κάνουμε …» επιμένει.

«Και ποια είναι αυτά ;» είναι πάλι ο αρχηγός των πέντε.

«Στο χωριό μας και στα γύρω χωριά, έχω μετρήσει εγώ ο ίδιος τριάντα οικογένειες ακέφαλες … Οι χήρες και τα ορφανά με το ζόρι βρίσκουν μια μπουκιά ψωμί για να επιβιώσουν …»

Ο ψηλός άντρας με τα κοκκινόξανθα γένια στρίβει ένα τσιγάρο. Ανάβει. Τραβάει μια γενναιόδωρη τζούρα. Αρχίζει να καταλαβαίνει το νόημα των λόγων του.

«Δίκιο έχεις …» λέει με σκοτεινό βλέμμα «Δεν μπορούμε να περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας θρηνώντας … Κάτι πρέπει να κάνουμε …»

Στρέφεται στον ρασοφόρο.

«Τι έχεις στο μυαλό σου, παπά ;»

«Δέκα χιλιόμετρα από το χωριό είναι μια πέτρινη, διώροφη μονοκατοικία. Απλή, απεριποίητη σχεδόν. Εκεί μένει ο Καρανταούνης με τη γυναίκα του …»

«Ποιος, αυτός ο δοσίλογος ;» τα μάτια ψηλού βγάζουν φωτιά.

«Ακριβώς, Χρήστο,» χαμογελάει πονηρά μέσα στο σκοτάδι ο ιερέας «Ο τύπος πάτησε κυριολεκτικά επί πτωμάτων στην Κατοχή. Θησαύρισε. Και κρατάει όλο το κομπόδεμα στο σπίτι. Τι λέτε, λοιπόν ;»

Το πρόσωπο του ψηλού φωτίζεται από μια ξαφνική λάμψη.

«Κοινωνική απαλλοτρίωση, δηλαδή … Παίρνουμε το χρήμα από αυτό το κάθαρμα και το μοιράζουμε στις οικογένειες, που πεινάνε …»

«Α, γεια σου, παλληκάρι μου,» επικροτεί ο ιερέας, χτυπώντας την πλάτη του «Πρέπει μόνο να ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμα …»

Η μετέωρη φράση του ιερέα προκαλεί ένα μικρό κύμα αμφιβολιών.

«Τι έχεις στο μυαλό σου, παπά ;»

«Πρέπει να δούμε πιο καθαρά, σύντροφοι. Οι μεγάλοι μας έβαλαν να φαγωθούμε. Αδέλφια σκότωσαν αδέλφια, γιοί σκότωσαν τους πατεράδες τους …»

Ο κοντός άντρας απέναντι του, πετάγεται όρθιος. Είναι φανερό ότι η διάθεση του παπά για συμφιλίωση, του προκαλεί ένα ανεξέλεγκτο κύμα θυμού κι οργής.

«Τι θες να πεις τώρα ; Ότι εμείς κι οι άλλοι είμαστε το ίδιο πράγμα ; Ξέχασες τις διαφορές μας κι’ όλας, παπά ; Ξέχασες τα ιδανικά για την κοινωνία που αγωνιστήκαμε ;»

Ο ιερέας του κάνει νόημα να σωπάσει.

«Όχι, σύντροφε. Δεν θα γράψω εγώ την ιστορία του εμφύλιου. Αυτό είναι κάτι που θα το κάνουν άλλοι στο μέλλον. Πιο μορφωμένοι και πιο ικανοί από μας …»

Κάνει μια μικρή παύση. Χαιδεύει τα μακριά απεριποίητα γένια του.

«Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι όλοι οι Έλληνες υποφέραμε από τα λάθη άλλων. Όλοι μας χάσαμε δικούς μας ανθρώπους. Κι αναρωτιέμαι μήπως έχει έρθει η ώρα να χτίσουμε ξανά τις γέφυρες που γκρεμίστηκαν. Να μονιάσουμε ξανά …»

Ο ψηλός τον κοιτάζει συλλογισμένος.

«Σωστά τα λες. Η ιστορία θα γράψει ποιος είναι καθένας μας και τι έπραξε όλα αυτά τα χρόνια. Εμάς πως μας αγγίζει αυτό ;»

Ο ιερέας κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω.

«Καταλαβαίνω ότι κάποιοι μπορεί να μην έτοιμοι για τη συμφιλίωση. Αυτό που λέω εγώ είναι να πάρουμε το χρήμα από τον δοσίλογο και να το μοιράσουμε σε όλες τις οικογένειες του χωριού, που έχασαν τους ανθρώπους τους στον εμφύλιο. Είτε είναι από τη μια μεριά, είτε από την άλλη …»

Ο κοντός πετάγεται πάλι οργισμένος.

«Αυτό που λες δεν πρόκειται να γίνει … Δεν μπορούμε να μπούμε στην ίδια βάρκα με τους …»

Ο παπάς πλησιάζει κοντά του. Τον κοιτάζει με τα μάτια του να προσπαθούν να περάσουν μέσα από τα δικά του και να διεισδύσουν στον εγκέφαλο.

«Η Αρχοντούλα έχασε τον άντρα της κι έμεινε με δυο μικρά. Η Άρτεμις έχασε τον άντρα της κι αυτή κι έμεινε με δυο παιδιά. Η Αρχοντούλα είναι με τους δικούς μας κι η Άρτεμις με τους άλλους … Ποιανής τα παιδιά πεινάνε περισσότερο, σύντροφε ; Και ποιανής τα παιδιά πρέπει να βοηθήσουμε εμείς ; Μπορείς να πάρεις εσύ το βάρος αυτής της απόφασης ;»

Οι υπόλοιποι παρακολουθούν σιωπηλοί. Δείχνουν να έχουν πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Είναι η ώρα του ψηλού, που όλοι δέχονται σαν αρχηγό, να πάρει θέση.

«Ναι, λοιπό. Η Ιστορία θα γράψει την αλήθεια και για μας και για τους άλλους … Όμως συμφωνώ με τον παπά ότι τα χρήματα πρέπει να μοιραστούν σε όλους όσους έχουν χάσει τους ανθρώπους τους … Σε όλους όσους παλεύουν να επιβιώσουν, χωρίς κανείς να τους βοηθήσει …»

Γυρίζει στους συντρόφους του.

«Όποιος έχει αντίρρηση, να το πει … Κι αν θέλει να φύγει τώρα …»

Εκλαμβάνει την σιωπή τους σαν κατάφαση.

«Κι ο μόνος που μπορεί να μοιράσει τα χρήματα είναι ο παπάς. Τα παίρνουμε και τα παραδίδουμε σε αυτόν … Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να καταστρώσουμε ένα σχέδιο …»

Ο ιερέας συνειδητοποιεί ότι έχει φέρει το θέμα εκεί που ήθελε. Τώρα είναι η στιγμή να αναλάβει πρωτοβουλία. Και αποδεικνύεται απόλυτα ενημερωμένος.

«Το ζευγάρι μένει μόνο του. Δεν θέλουν να δίνουν στόχο. Ακόμα και η μονοκατοικία τους είναι ένα συνηθισμένο σπίτι. Έχουν ένα φύλακα στο σπίτι. Μια μέρα τον μήνα, έχει ρεπό. Πηγαίνει στην πόλη. Οπότε, μένουν μόνοι. Είναι ηλικιωμένοι … Αδύναμοι … Δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα».

«Τα λες εσύ αυτά, παπά μου ; Ένας άνθρωπος του Θεού ;»

Η αυθόρμητη απορία έρχεται από έναν από τους υπόλοιπους άντρες. Ο ιερέας του ρίχνει ένα σκοτεινό βλέμμα.

«Ξέρετε ότι δεν ήμουνα πάντα παπάς,» εξομολογείται χαμηλόφωνα «Έτσι το έφερε όμως η μοίρα να ντυθώ αυτό το ράσο. Κι αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι ο δικός μου ο Θεός, αυτός που έχω εγώ στο μυαλό μου, δεν θα είχε διαφορετική άποψη … Ότι κάνουμε το κάνουμε για καλό σκοπό …»

Μια ξαφνική ακολουθία αστραπών, που ξεσκίζει τα σωθικά της νύχτας και λούζει με ένα παράξενο φως τον σκοτεινό ουρανό, μοιάζει σαν θεική επιδοκιμασία του έργου τους.

Η καταιγίδα δυναμώνει. Βροχή και αέρας δυναμώνουν τον ρυθμό στον εφιαλτικό χορό τους. Βλέποντας τη φωτιά στο βαρέλι να πνέει τα λοίσθια, ο ιερέας σηκώνεται.

«Πάμε τώρα μέσα να βγάλουμε τη νύχτα …»

Κατευθύνεται προς το ναό. Οι άλλοι ακολουθούν αμίλητοι, χαμένοι στις σκέψεις τους …

Βιογραφικό Ιωάννα Πετρίδου

Βιογραφικό Γρηγόρης Αζαριάδης