Μαρκ Στραντ (1934-2014)
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Νιώθω πραγματικά υπέροχα που κατόρθωσα μέσα από πολλούς κόπους και βάσανα να φέρω τον Μαρκ Στραντ σε επαφή με το ελληνικό κοινό. Άξιοι και αγαπητοί ομότεχνοι, ανάμεσα σε αυτούς και η αγαπημένη μου Κατερίνα, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, είχαν μεταφράσει μεμονωμένα ποιήματά του κατά καιρούς. Όμως από το 2019 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν ολοκληρωμένος τόμος με ποιήματά του, σε επιλογή και μετάφραση δική μου και σε πρόλογο του Αναστάση Βιστωνίτη. ‘Ενα βιβλίο που πήρε θετικές κριτικές και αγαπήθηκε από τους αναγνώστες.
Tα ποιήματα που επέλεξα να βάλω στην ανθολογία προέρχονται από το τελευταίο βιβλίο, μια συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του που κυκλοφόρησε το 2014, με τίτλο Collected Poems: Mark Strand (published by Alfred Α. ΚΝΟPF) [1]. H επιλογή από μέρους μου πραγματοποιήθηκε με γνώμονα την ισχυρή αίσθηση που μου άφησαν τα συγκεκριμένα ποιήματα. Είχα κατά νου να δημιουργήσω στην εν λόγω ανθολογία ένα κλίμα που να αντιστοιχεί στο ύφος και το συγγραφικό ήθος του Στραντ όπως εγώ το εξέλαβα και το ερμήνευσα.
Δεν θα μπορούσε ένα λείπει από την Γόνιμη γη ένα κείμενο για έναν τόσο σπουδαίο ποιητή όπως ο Στραντ. Διότι είναι ένας σύγχρονος ποιητής με ένα ευρύ και βραβευμένο έργο που δεν αφήνει αδιάφορο ούτε ασυγκίνητο τον απαιτητικό αναγνώστη του σήμερα. Γεννήθηκε στις 11 Απριλίου του 1934 στο νησί Πρινς Έντουαρντ του Καναδά, αλλά έζησε και δημιούργησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σπούδασε ζωγραφική και λογοτεχνία και στη συνέχεια δίδαξε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ (Υale,Princeton, και Harvard) και της Βραζιλίας αγγλική και συγκριτική λογοτεχνία. Ο Μαρκ Στραντ πέθανε στις 29 Νοεμβρίου του 2014 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, σε ηλικία 80 ετών. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1964 με την ποιητική συλλογή «Sleeping with One Eye Open». Το 1999 τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την ποιητική συλλογή του «Blizzard of One» που εξεδόθη στην Αι όβα .
Διαρκώς μετακόμιζε με την οικογένειά του, επισκέφθηκε πολλές διαφορετικές χώρες, φοίτησε σε πολλά διαφορετικά σχολεία, όμως ποτέ δεν βρήκε το δικό του μέρος. Ενιωθε πως δεν προερχόταν από πουθενά. Είχε, ωστόσο, την τύχη να παραθερίζει τα καλοκαίρια σε ένα υπέροχο μέρος που αγάπησε. Ηταν κοντά στο Χάλιφαξ, λεγόταν Ακτή Αγίας Μαργαρίτας. Εκεί ανακάλυψε τη θάλασσα και γενικά τη φύση. Απ΄ όταν ήταν στο σχολείο ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Επίσης σπούδαζε ζωγραφική όταν γνώρισε τα ποιήματα του Ουάλας Στήβενς που τον ενεργοποίησαν στο να ασχοληθεί πιο συστηματικά με την ποίηση. Το 1960 με υποτροφία σπούδασε Ιταλική ποίηση στην Ιταλία. Λίγο αργότερα κάποια ποιήματά του άρχισαν να εκδίδονται στον «Νew Yorker» και άρχισε να νιώθει ότι επρόκειτο να αφιερώσει τη ζωή του στην ποίηση.
Ο Στραντ ανακηρύχθηκε δαφνοστεφής ποιητής (Poet Laureate) των ΗΠΑ, τίτλο που κατείχε κατά το διάστημα 1990-1991. Σύγχρονη ποίηση, με μοντέρνο βλέμμα πάνω σε διαχρονικά θέματα. Αφηγούμενος μικρές ιστορίες χτίζει ή σκηνοθετεί δικά του μικρά σύμπαντα ή αποδομεί την πραγματικότητα με αμεσότητα, έντονη σουρεαλιστική διάθεση και γοητεία. Πάντα τον απασχολεί το θέμα του εαυτού και πού αυτός τοποθετείται σε σχέση με τους ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω τους. Ένα βαθύ ενδιαφέρον για αυτό που λέμε «ταυτότητα» αναδύεται από την ποίησή του. «Ο Μαρκ Στραντ εθεωρείτο ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ποιητές της γενιάς του, καθώς και επιτυχημένος μεταφραστής και συγγραφέας πρόζας» αναφέρει σε ανακοίνωσή του στην ιστοσελίδα του μετά τον θάνατό του το ίδρυμα Poetry Foundation, που εκδίδει το περιοδικό Poetry. Αναφέρεται δε, ότι η ποίηση του Στραντ χαρακτηρίζεται από γλωσσική σαφήνεια, υπερρεαλιστικά στοιχεία και εμμονή στα θέματα της απουσίας, της απόρριψης, της απώλειας γενικά και του θανάτου ιδιαίτερα. Για τη χρήση στοιχείων υπερρεαλισμού στο έργο του έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του ότι είναι μάλλον αποτέλεσμα του θαυμασμού του για τα έργα του Μαξ Ερνστ, του Ρενέ Μαγκρίτ και του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο.
Ο ποιητής είχε επίσης εκδώσει βιβλία για την τέχνη της κριτικής την οποία επίσης ασκούσε. Δύο χαρακτηριστικά βιβλία που εξέδωσε ήταν :α.«The art of the real »(1983) και β.«William Bailey»(1987). Ακόμα, στο βιβλίο «Ηopper» καταπιάνεται με το πώς συγκινούμαστε από τους πίνακες ζωγραφικής και τα στοιχεία τους. Ο Στραντ περιγράφει τα ανθρώπινα υποκείμενα του Hopper σαν χαρακτήρες που έχουν εγκαταλειφθεί και κατά το διάστημα της αναμονής δεν έχουν ούτε που να πάνε, ούτε μέλλον έχουν, και χρειάζονται παρέα.
Ο Στραντ συνήθιζε να λέει:« Οφείλω την επαγγελματική μου καριέρα ως ποιητής στον Χάρρυ Φορντ». Κατά τη δεκαετία του 60 ο Στραντ έκανε φιλίες που τον επηρέασαν με τους ποιητές Richard Howard, Charles Simic και Charles Wright. Ενας άλλος φίλος και ποιητής που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ήταν ο Joseph Brodsky, τον οποίο συνάντησε τη δεκαετία του εβδομήντα.
O ποιητής μας έχει δηλώσει ότι για να γράψει χρειάζεται τα παρακάτω: ένα μέρος, ένα γραφείο, ένα οικείο δωμάτιο. Καθώς και κάποια από τα βιβλία του εκεί. Και ησυχία απόλυτη. Είναι ένας ποιητής που δηλώνει μέσω του έργου του- με κάθε ευκαιρία – πόσο η γραφή είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.Aκόμα ,σε μια συνέντευξή του στον Bill Tomas για το περιοδικό «Los Angeles» καταθέτει: «Πιστέψτε με …η ιδέα ότι κάποτε θα γινόμουν ποιητής, θα προκαλούσε σοκ στην οικογένειά μου.» Kαι αυτό επειδή, όταν ήταν μικρός, δεν ήταν ποτέ πολύ καλός στα γλωσσικά μαθήματα.
Από τις πρώτες του συλλογές, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογής «Reason of moving»(1968) δημιουργήθηκε γι’ αυτόν η φήμη ότι είναι σκοτεινός ποιητής που τον στοιχειώνει ο θάνατος ,κάτι που ο ίδιος δεν ασπάστηκε ποτέ ως άποψη.
Στα τελευταία του χρόνια ο Στραντ σταμάτησε να γράφει ποίηση και άρχισε να δουλεύει πάνω στα εικαστικά. ’Εφτιαχνε κολάζ με χαρτί και τα εξέθεσε μάλιστα κάποια στιγμή σε γκαλερύ.
Ποια αίσθηση μάς αφήνει η ποιητική του; Με τι καταπιάνεται; Tι τον γοητεύει; Είναι ένας ποιητής «δυνατός», οξυδερκής, με κριτικό νου, που προκαλεί αίσθηση. Με το δικό του λοξό βλέμμα παρατηρεί τους ανθρώπους και τη ζωή, καταγράφει αντιδράσεις, στοχάζεται, ανασυνθέτει την πραγματικότητα με έναν τρόπο μοναδικό, θα τολμούσα να πω, και προτείνει μια νέα. ’Εμπειρος μέσα στη μακρά ζωή του ,έχει αποκτήσει την ικανότητα να παίρνει αποστάσεις κατάλληλες για μια σοβαρή δημιουργία.« ‘Οσο πιο πολύ περπατώ, τόσο πιο μακριά είμαι από όλα», γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Ο λόφος». Κέντρο του πλούσιου έργου του είναι ο άνθρωπος και ο τρόπος που ενεργεί, που σκέφτεται και διάγει. Ανθρωποκεντρικός λοιπόν, αλλά και ανθρώπινος. ’Οχι με τη στενή ουμανιστική έννοια. Αλλά με την έννοια ότι ενδιαφέρεται για την σκέψη, την συμπεριφορά, τα σχέδια, τις πλάνες, τα όνειρα, τους φόβους, τα τρωτά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Tα ποιήματά του δεν πετάνε στα σύννεφα, αλλά ούτε και θάβονται στη γη. Ξέρουν να ακροβατούν σε ανοιχτό ορίζοντα. Ποιήματα καίρια, διαχρονικά και επίκαιρα συνάμα. Φαίνεται να στοχεύουν και να επιτυγχάνουν εν τέλει μια καθολική θεώρηση του κόσμου, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και Περιπλάνησης. Επίσης, ανιχνεύεται μέσα σε αρκετά ποιήματά του το στοιχείο κάποιας μεταφυσικής, αλλά και αυτό είναι «τόσο όσο», σε σωστή δοσολογία δηλαδή ώστε να μην οδηγήσει μοιραία τον αναγνώστη να τον χαρακτηρίσει «γραφικό». Στη «Μετά θάνατον ζωή» γράφει:
Εκείνη στεκόταν δίπλα μου για χρόνια ή ήταν για μια στιγμή;
Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Ισως να την αγαπούσα, ίσως και όχι.
Υπήρχε ένα σπίτι και μετά δεν υπήρχε σπίτι.
Υπήρχαν δέντρα, αλλά κανένα δεν έμεινε.
Όταν κανένας θυμάται τι ήταν εκεί
Eσύ, που οι στιγμές σου έχουν χαθεί,
Που κυματίζουν σαν καπνός στην μετά θάνατον ζωή,
Πες μου κάτι, πες μου οτιδήποτε.
Συχνά στην ποίησή του συναντάμε το ερωτηματικό. Δίνεται η αίσθηση μιας αβεβαιότητας ή μιας αστάθειας. ‘Eνα «ίσως » ή «μάλλον» ή «μπορεί» πλανάται στον αέρα. Στο ποίημα «Οπουδήποτε μπορεί να είναι κάπου γράφει:
Μπορεί να έχω έρθει από τα ορεινά ή ίσως από τα πεδινά, δε θυμάμαι από ποια.
Μπορεί να έχω έρθει από την πόλη, αλλά ποια πόλη σε ποια χώρα είναι πέρα από
μένα. Μπορεί να έχω έρθει από τα περίχωρά μια πόλης, από τα οποία άλλοι έχουν
έρθει ή ίσως μιας πόλης από την οποία έχω έρθει μόνο εγώ.
Ποιος πρέπει να γνωρίζει: Ποιος πρέπει να αποφασίσει αν έβρεξε ή αν έχει λιακάδα;
Ποιος πρέπει να θυμάται; Λένε ότι πράγματα συμβαίνουν στα σύνορα, αλλά κανείς
δεν ξέρει σε ποια σύνορα. Μιλάνε για ένα ξενοδοχείο εκεί όπου δεν πειράζει αν ξέχασες τη βαλίτσα σου-Κάποια άλλη θα σε περιμένει, αρκετά μεγάλη και μόνο για σένα.
Έχει τη γνώση ότι η ποίηση στηρίζεται στις αβεβαιότητες και όχι στις βεβαιότητες. Αριστοτεχνικά «στήνει», εγκαθιδρύει ένα «κλίμα» στα ποιήματα. Εξομολογείται στο ποίημα «Αναπνοή»: «Με το να βρίσκομαι ταυτόχρονα εδώ και πέρα γίνομαι ορίζοντας.» Ο άνθρωπος λοιπόν και ό, τι αυτός κουβαλά αποτελεί κέντρο τούτης της ποίησης που ρέει και αισθάνεται, αλλά παίρνει όλες τις απαραίτητες κα αναγκαίες αποστάσεις ώστε να μην γίνει μελό. Υπάρχει μια ισορροπία των συστατικών του ποιήματος ακόμα κι όταν πραγματεύεται ένα θέμα τόσο βαρύ όσο η θλίψη. Ο ποιητής έχει επίγνωση ότι ο συναισθηματισμός είναι αποτυχία του συναισθήματος. Η υιοθέτηση μιας άκρατης και ανούσιας αισθηματολογίας θα κατέστρεφε τα πάντα.[2]
Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι εντοπίζουμε και μια σειρά από «οικογενειακά ποιήματα», όπως τα «Μάνα και γιος», «Ο γάμος» και ο «Γιος». Διαθέτουν αυτά φοβερή ένταση, αλλά και πύκνωση συνάμα. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν έλειψε ποτέ από τους ποιητές.Το θέμα είναι να εξετάζουμε κάθε φορά πώς αυτό φιλτράρεται δημιουργικά, πώς η ενδεχόμενη πληγή γίνεται πηγή δημιουργίας, πως το ενδεχόμενο τραύμα, η οποιαδήποτε εικόνα ή ανάμνηση του ποιητή (ό, τι πρόσημο κι αν έχει αυτή) δίνει τροφή για δημιουργία ή αποτελεί το έναυσμα αυτής. Και αυτό πιστεύουμε πως ο Μάρκ Στράντ το κάνει θαυμάσια. Πιο αναλυτικά, χωρίς να εκβιάζει το Νόημα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μονοπάτια αυτογνωσίας. Επιλέγει προσεκτικά, ενορχηστρώνει και μεταπλάθει το υλικό του σπέρνοντας αμφιβολίες, υπονοώντας πράγματα, υποβάλλοντας καταστάσεις. Διαβάζεις και φαντάζεσαι σκηνικά πίσω από τις λέξεις, έχεις την ανάγκη να ανιχνεύσεις αλλά και να αναδομήσεις το backround του ποιήματος και να ανακαλύψεις την Αλήθεια του.
Διαβάζοντας τα ποιήματά του Στραντ οδηγούμαστε σε νέους κόσμους, παρασυρόμαστε σε καινούριες εμπειρίες. Υπάρχει μέσα σε αυτά το στοιχείο της ‘Εκπληξης. Ο αναγνώστης μπαίνει αβίαστα στην αναζήτηση του νοήματος ή στην ανακάλυψη του μυστηρίου. Και ενώ ίσως θα περίμενε άλλο «τέλος» για ένα ποίημα, ο Στραντ τον αιφνιδιάζει κλείνοντάς το διαφορετικά άπ’ ότι ίσως θα προσδοκούσε ή θα υπέθετε ο αναγνώστης.
Ακόμα ,τα ποιήματά του προτείνουν και ξανά-προτείνουν πράγματα, δεν επισφραγίζουν κάτι, απλά δημιουργούν μια πραγματικότητα φάντασμα, μια πραγματικότητα μη πραγματική αλλά φανταστική. ‘Αλλοτε πάλι επαναναπροσδιορίζουν την πραγματικότητα μπλέκοντας και αναδιατάσσοντας μοιραία τις εμπειρίες και τις εικόνες. Ο Στραντ δεν κολακεύει τον αναγνώστη, τα ποιήματά του δεν παρακαλάνε τον αναγνώστη, αλλά τον οδηγούν εκεί που αυτά θέλουν. Είναι ίσως εξυπνότερα από κείνον και εκεί έγκειται η μαγεία τους. Σε συνέντευξή του ο Στραντ είχε δηλώσει: «Τα ποιήματα δεν είναι όνειρα. Απλώς δεν είναι. Είναι κάτι άλλο. Οι άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τα όνειρά τους και σκέφτονται ότι είναι ποιήματα, δεν είναι. Δεν είναι ούτε όνειρα ούτε ποιήματα.»
Ο Μαρκ Στραντ δεν σταματά να ενεργοποιεί τον αναγνώστη, να τον φέρνει σε επαφή με το ανοίκειο, το ξένο, προσδίδοντας πάντα στα ποιήματά του μια περίεργη αίσθηση. Κινητοποιεί συνολικά, ξεβολεύει, αναδιατάσσει, φτιάχνει μύθους, λέει παραβολές, ανοίγει ορίζοντες, επεκτείνει συνειδήσεις, αφοπλίζει! Δεν είναι συμβατικός, δεν είναι φλύαρος, δεν είναι ανιαρός, γενικά δεν παριστάνει κάτι που δεν είναι, αλλά απλώνεται, αναδιατάσσεται, ανθίζει.
Η στοχαστική διάθεση είναι διάχυτη παντού. Και αυτή δίνει το στίγμα ενός φωτεινού πνεύματος, μιας υπέροχης νόησης που έλκει, ξεσηκώνει και γοητεύει τον αναγνώστη. Δεν πρόκειται για ποίηση «εγκεφαλική» με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Η ποίηση του Στραντ «βασανίζει» με έναν τρόπο μαγικό συμβάλλοντας στο προχώρημα της σκέψης και την ανάδειξή της.[3]
Και στο τέλος του αυτο-αναφορικού ποιήματος «Η ζωή μου» γράφει: «Συνηθίζω τον θάνατό μου /Η ζωή μου είναι μικρή» Είναι φορές που ο ποιητής θυμάται πληγές, λέει ιστορίες παράξενες («Το κέ ικ», «Το ταχυδρομείο», το «Πλοίο –φάντασμα») Είναι φορές που έντονα αναρωτιέται: «Γιατί αγαπώ ό, τι ξεθωριάζει»; (« O φρουρός»)¬ «Πώς να τραγουδώ;»(«Τα απομεινάρια»).Γίνεται ρεαλιστής σε άλλους στίχους, εναλλάσσοντας τους τρόπους του, αναδεικνύοντας τα χαρίσματα της ποίησής του. Στον «Ταχυδρόμο» διαβάζουμε: « θα ζεις… συγχωρείς»
Το φεγγάρι, το φως, το ηλιοβασίλεμα, τα γράμματα, η παρουσία του άντρα, η παρουσία της γυναίκας, ο γιος, ο θάνατος, οι νεκροί, ο άνεμος, η θλίψη, το χιόνι είναι λέξεις- κλειδιά, αλλά και τα μοτίβα παράλληλα που συναντώνται συχνά στο έργο του, αλλά μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Είναι σαν να αγαπά πολύ ή σαν να έχει εμμονή με κάποιες λέξεις (και κάποιους θεματικούς άξονες) αυτές που προαναφέρθηκαν ως παραδείγματα αλλά και άλλες. Ετσι τις φιλοξενεί με αφοσίωση μέσα στα ποιήματά του, τις χρησιμοποιεί σε άλλο σκηνικό κάθε φορά. Γιατί δημιουργεί σκηνικά και φτιάχνει εικόνες ζωντανές, ηχηρές και εκφραστικές όχι στο όνομα κάποιου στείρου λυρισμού, αλλά με στόχο να διηγηθεί μια ιστορία.
Σουρεαλισμός στα σημεία αλλά συνδυασμένος με μια πνευματικότητα και μια σοφία.
Μια ανασύνθεση του υπάρχοντος κόσμου, και η πρόταση ενός νέου. Ο άνθρωπος, ο ποιητής, που συνδιαλέγεται γόνιμα και μόνιμα με τον Εαυτό (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ποιήματα «Εγκαταλείποντας τον εαυτό μου» και «Ιδιωτικές στιγμές») [4]
Κλείνω τούτο το κείμενο με ένα μικρό απόσπασμα από συνέντευξή μου στο Literature [5] όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο:
H ερώτηση ήταν:
Πες μας το ένα πράγμα που αγάπησες περισσότερο στην ποίησή του και το ένα πράγμα που σε δυσκόλεψε περισσότερο στη μετάφραση.
Aγαπώ όλη την ποίησή του, τον θεωρώ ξεχωριστό και θέλησα να φέρω το ελληνικό κοινό σε επαφή με τη δουλειά του. Αγαπώ τον τρόπο που αναφέρεται στον εαυτό. Όχι στον εγωιστικό ή ναρκισσιστικό εαυτό. Αλλά στη θέση του Εαυτού μέσα στον κόσμο, στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, στις συνδέσεις και τις αλληλεπιδράσεις.
Ήθελα να δημιουργήσω ένα συγκεκριμένο κλίμα μέσα στο βιβλίο, οπότε δυσκολεύτηκα στην επιλογή των ποιημάτων. Ποιήματα που επίσης μου άρεσαν αναγκάστηκα να μην τα συμπεριλάβω στην έκδοση. Το αποτέλεσμα έχει αρμονία και συνοχή, ωστόσο. Δίνεται επιτυχώς το στίγμα της ποιητικής του τέχνης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Kάποια από τα ποιήματα του επιλέχθηκαν είχαν πρώτα δημοσιευθεί σε διάφορα
έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως: Varelaki, Vakxikon, Φρέαρ,
Παρέμβαση, Εμβόλιμον ,Φτερά χήνας.
Ο Ιστότοπος «Poetry Foundation» ,αλλά και η Βικιπέντια στο ανάλογο λήμμα
αποτέλεσαν πηγές μου
[2]
Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει
Η θλίψη ήταν παντού. Ανθρωποι στις γωνιές των δρόμων θρηνούσαν ξαφνικά.
Δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους.
Στα σκοτεινά διαμερίσματα, στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα,
στα τραπέζια που βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου άνθρωποι θρηνούσαν.
Ο σκύλος στο πλευρό του κυρίου του, η γάτα στο περβάζι θρηνούσαν επίσης,
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν πεθάνει, το ίδιο και η πριγκίπισσα,
και ο πρόεδρος της δημοκρατίας, και τα αστέρια της ασημένιας οθόνης.
Ολος ο κόσμος θρηνούσε.
Και ο θρήνος έγινε ένας φαύλος κύκλος
και δεν μπορούσε να σταματήσει.
[3]
Διατηρώντας τα πράγματα ως ολότητα
Μέσα σε ένα πεδίο είμαι η απουσία του πεδίου.
Αυτό είναι πάντα το θέμα.
Όπου κι αν βρίσκομαι,
είμαι αυτό που λείπει.
Όταν περπατώ χωρίζω τον αέρα
και πάντα ο αέρας επανέρχεται
για να γεμίσει τα κενά εκεί
όπου έχει το σώμα μου έχει υπάρξει.
Ολοι έχουμε λόγους που κινούμαστε
Εγώ κινούμαι για να διατηρώ τα πράγματα ως ολότητα
[4]
Εγκαταλείποντας τον εαυτό μου
Εγκαταλείπω τα μάτια μου που είναι γυάλινα αυγά.
Εγκαταλείπω τη γλώσσα μου.
Εγκαταλείπω το στόμα μου που είναι διαρκές όνειρο της γλώσσας μου.
Εγκαταλείπω το λαιμό μου που είναι δούλος της φωνής μου.
Εγκαταλείπω την καρδιά μου που είναι ένα μήλο που καίει.
Εγκαταλείπω τα πνευμόνια μου που είναι δέντρα που ποτέ δεν είδαν το φεγγάρι.
Εγκαταλείπω τη μυρωδιά μου
Εγκαταλείπω τα χέρια μου που είναι δέκα ευχές.
Εγκαταλείπω τους ώμους μου που ήθελαν να με εγκαταλείψουν άλλωστε.
Εγκαταλείπω τα πόδια μου που είναι εραστές μόνο τη νύχτα.
Εγκαταλείπω τα οπίσθιά μου που είναι η σελήνη της παιδικής μου ηλικίας.
Εγκαταλείπω το πέος μου που ψιθυρίζει ενθαρρυντικά λόγια στους μηρούς μου.
Εγκαταλείπω τα ρούχα μου που είναι τείχη που καταρρέουν στον άνεμο
και εγκαταλείπω το φάντασμα που ζει μέσα σε αυτά.
Εγκαταλείπω. Εγκαταλείπω.
Και δεν θα έχεις τίποτα από αυτά γιατί ήδη ξεκινώ ξανά απ’ το μηδέν.
Ιδιωτικές στιγμές
Θέλεις να ρίξεις μια καλή ματιά στον εαυτό σου.
Στέκεσαι μπροστά από έναν καθρέφτη,
βγάζεις το τζάκετ σου, ξεκουμπώνεις το πουκάμισό σου,
ανοίγεις τη ζώνη σου, κατεβάζεις το φερμουάρ του παντελονιού σου.
Τα εσώρουχά σου πέφτουν κάτω.
Βγάζεις τα παπούτσια και τις κάλτσες σου,
αφήνεις τα πόδια σου γυμνά.
Αποσύρεις το εσώρουχό σου.
Αμήχανος, περιεργάζεσαι τον καθρέφτη.
Να’ σαι λοιπόν! Εδώ είσαι!
Κι όμως, δεν είσαι εδώ.
[5] Όλη η συνέντευξη εδώ: «Η Ασημίνα Ξηρογιάννη συνομιλεί με την Χριστίνα Λιναρδάκη για την Προσωρινή Αιωνιότητα του Μαρκ Στραντ» στη στήλη Συνεντεύξεις μεταφραστών(23/9/2019):https://www.literature.gr/i-asimina-xirogianni-synomilei-me-tin-christina-linardaki-gia-tin-prosorini-aioniotita-toy-mark-strant/