Scroll Top

Ο φιλοσοφικός στοχασμός στον Καβάφη | Γράφει η  Ασημίνα Ξηρογιάννη

Υπεύθυνη στήλης | Ασημίνα Ξηρογιάννη

Η στήλη αυτή ασχολείται με την ιστορία, τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Φιλοξενούνται κείμενα- θεωρητικά ως επί το πλείστον- που αναφέρονται στην ποίηση, την πεζογραφία και το θέατρο.

Κείμενα  για πεζογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, για σχολές, ρεύματα, θεωρητικά ζητήματα, ζητήματα κριτικής σκέψης και στοχασμού. Η λογοτεχνία σήμερα και πάντα. Η λογοτεχνία που γοητεύει και ασκεί επίδραση πάνω στην γράφουσα, γεννώντας της διαρκώς ποικίλα ερωτήματα που ζητούν απάντηση, αλλά και βοηθώντας την να αντέχει την πραγματικότητα. Η μελέτη και η έρευνα πάντα διαρκούν, έχουν εύρος και ουσία, καλλιεργώντας την ψυχή και τη νόηση.

Γιατί μας ενδιαφέρει πάντα ο Καβάφης; ‘Η μάλλον γιατί ποτέ δεν έπαψε να μας ενδιαφέρει ο Καβάφης; «Επειδή είναι το έργο του διαχρονικό», ακούγεται από παντού η απάντηση. Ένα από τα πολλά στοιχεία που κάνει διαχρονικό το έργο του Καβάφη είναι οι φιλοσοφικές του αναφορές και συνδέσεις. Με μοναδικό τρόπο παντρεύει την ποίηση με τη φιλοσοφία, όπως ακριβώς κάνει και με την ιστορία. Συχνά πιάνεται από μια ασήμαντη λεπτομέρεια- ένα γεγονός ή ένα πρόσωπο- της ιστορίας που χρησιμοποιεί ως αφορμή για το ποίημα. Κατόπιν αριστοτεχνικά περνάει από την ιστορία στην ποίηση εισάγοντας το ανοίκειο βλέμμα.

Ο ίδιος ο Καβάφης, με προσωπική κατάταξη των ποιημάτων του, μίλησε για «φιλοσοφικά ποιήματα», όπως μίλησε και για «ιστορικά» και «ερωτικά». Ο ίδιος λοιπόν έδωσε το στίγμα της ερμηνείας, το κλειδί από το οποίο θα ξεκινήσει κανείς να τον προσεγγίζει. Μέσα από τις φιλοσοφικές προεκτάσεις των έργων του καταλαβαίνουμε πόσο σκεπτόμενος είναι και πόσο ανθρωποκεντρική είναι η ποιησή του. [1]

Ο Τίμος Μαλάνος αναφέρει χαρακτηριστικά στην μελέτη του για τον ποιητή: «[…] Η κριτική διάθεση του στοχασμού συχνά  μεταμορφώνεται σε φιλοσοφική διάθεση. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει να αντικρίζουμε ως έναν φιλόσοφο τον Καβάφη». Επίσης σημειώνει: «Λέγοντας ένας καβαφική ποίηση, συγχρόνως εννοεί και μια ποίησης σκέψης».[2] Ο Βρισιμιτζάκης κινείται σε παρόμοιο κριτικό πλαίσιο λέγοντας:«Οι συγκινήσεις του, όσο φυσικές και να είναι, μένουν πάντα εντελώς εγκεφαλικές. ΄Η μπορεί να πει κανείς ότι ο Καβάφης δεν αισθάνεται πλέον παρά με τρόπο διανοητικό».[3]

Ο αναγνώστης είναι σε θέση να αντιληφθεί πως ο ποιητής προτείνει στάσεις ζωής [4], που αφορούν κιόλας τους εφήβους, καθώς και τρόπους για να υπάρξει ο άνθρωπος. Εδώ έγκειται, μεταξύ άλλων και ο γνήσιος διαχρονικός  χαρακτήρας που χαρακτηρίζει τα ποιήματά του. Στο ποίημα «’Ενας γέρος» που «σκηνοθετεί» δημιουργεί την κατάλληλη εκείνη ατμόσφαιρα για να συλλογιστούν οι αναγνώστες πάνω στην νιότη, τη ζωή, τον θάνατο που πλησιάζει. Είναι έντονη η πίκρα που έχει το ποιητικό υποκείμενο όταν αντιλαμβάνεται πως η ζωή του έφυγε χωρίς να τη ζήσει όπως θα επιθυμούσε. Τότε που είχε «και δύναμι, και λόγο κι εμορφιά» δεν τα εκμεταλλεύτηκε ώστε να απολαύσει τη ζωή του. Αισθάνθηκε μάλιστα πως τον ξεγέλασε η Φρόνησι που πάντα του έβαζε φρένο και δεν τον άφηνε να δράσει ελεύθερα. Τα γηρατειά ως θέμα σε συνδυασμό και με την ιαματική δύναμη που διαθέτει η Τέχνη εμφανίζονται και στο γνωστό ποίημα: «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή· 595μ.Χ.» που στην ουσία αποτελεί έναν δραστικό εσωτερικό μονόλογο:

Διαβάζω:  «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι./ Δεν έχω εγκαρτέρηση καμία./ Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/που κάπως ξέρεις από φάρμακα ·/νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω./ Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.-/Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,/που κάμνουνε-για λίγο-να μη νιώθεται η πληγή». (1921)

Στοχάζεται λοιπόν πάνω στην σπουδαιότητα της τέχνης της ποιήσεως και της παρηγορητικής λειτουργίας της. Η Φαντασία με το εύρος και τον πλουραλισμό που διαθέτει, αλλά και ο Λόγος θα απαλύνουν κάθε πόνο, κάθε απογοήτευση, κάθε δισταγμό και θα δράσουν  στην ταλαιπωρημένη ψυχή όσων υποφέρουν. Εδώ δεν μπορούμε να μην ανακαλέσουμε τον Αλμπέρ Καμύ και τη ρήση του: «Έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια»  Αλλά και ο φιλόσοφος Νίτσε θα το διατυπώσει ανάλογα: «Η αλήθεια είναι άσχημη. Και έχουμε την Τέχνη για να μην αυτή μας σκοτώσει .»

Στα «Παράθυρα» και «Τα τείχη» ο ποιητής μοιάζει – στα πλαίσια μιας διακειμενικής διάθεσης- να συνδιαλέγεται με τον μύθο του Σπηλαίου που έχει διατυπώσει ο Πλάτωνας, μύθος με πλούσιους συμβολισμούς. Ενώ στο πρώτο ποίημα το ποιητικό υποκείμενο αναζητά διέξοδο, ψάχνει για να βρει τα παράθυρα, ωστόσο, αναρωτιέται μήπως το φως γεννήσει μια νέα τυραννία και αν μπορεί να αντέξει τελικά την όποια αλήθεια του αποκαλυφθεί. Στο δεύτερο ποίημα όλο το νοηματικό βάρος πέφτει σε κείνο το «ανεπαισθήτως». Χωρίς καν να το αισθανθεί, το ποιητικό υποκείμενο απομονώθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο άλλοι ανενδοίαστα τον έκλεισαν σε φυλακή χωρίς το ίδιο να το καταλάβει.

«[…]A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω./Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον./ Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».

Θα εκφραστεί απαισιόδοξα, θα θέσει διλήμματα όπως αυτό που αφορά στο μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι, θα ερεθίσει το νου με την εναλλαγή διαύγειας και υπαινικτικότητας, θα γίνει  αυτοαναφορικός για την τέχνη που υπηρετεί, θα συμπυκνώσει νοήματα και φιλοσοφικές κατευθύνσεις. \Ομως, φιλτράρει τόσο καλά  όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία, και έχει μια τέτοια αίσθηση οικονομίας καθώς χτίζει, καθώς δομεί τα ποιήματά του, που ο αναγνώστης νιώθει σαν να βιώνει ένα είδος κάθαρσης και διανοητικής απόλαυσης, και όχι πεσιμισμό ή μελόδραμα. Είναι μια αποστασιοποίηση που βασίζεται στη δραματικότητα  και στη θεατρικό στήσιμο και που συνάδει με την υφή της φιλοσοφικής διάθεσης. Κάποιοι μελετητές βρήκαν δε ομοιότητες ανάμεσα στην αποστασιοποίηση του Καβάφη και  την «τεχνική της αποξένωσης του Μπρεχτ».[5]

«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος να δεχτείς την αποτυχία και τη συμφορά. Με το κεφάλι ψηλά να υπερνικήσεις τα εμπόδια, χωρίς μελοδραματισμούς και ηττοπάθεια. Απαιτείται κυρίως αξιοπρέπεια». Αυτά συμβουλεύει στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». Σε πολλά ποιήματα είναι λοιπόν προτρεπτικός, παραινετικός και διδακτικός ο Καβάφης. Η φωνή του αντέχει μέσα στο χρόνο και ηχεί στα αυτιά και των συγχρόνων που αναζητούν έναν προσανατολισμό στη ζωή και στη σκέψη. Ιδιαίτερα τα φιλοσοφικά του ποιήματα, τα οποία αφορούν και τους νέους, τους μαθητές που έχουν ανάγκη αυτήν την παραίνεση.

Και με την ίδια ψύχραιμη οπτική μας χαρίζει το  «Όσο μπορείς», στο οποίο προτείνει στον αναγνώστη να μην εξευτελίζει τη ζωή του κάνοντας λανθασμένες επιλογές.  Ο ανόητος συγχρωτισμός με πρόσωπα που δεν τον αφορούν μπορεί να αλλοιώσει την ποιότητα της ζωής του, να την κάνει  «μία ξένη, φορτική», να την αλλοτριώσει. Και αυτό το ποίημα έρχεται να  επιβεβαιώσει  τη σκέψη πως στην ουσία ο Καβάφης υποβάλλει το θέμα της ελεύθερης επιλογής. Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι όμως; Oι φόβοι, οι φοβίες, τα εμπόδια δεν λείπουν από τις ζωές μας. Μέσα στο μακρύ ταξίδι μοιραία θα υπάρχουν και «Κύκλωπες» και άλλα τέρατα, όπως λέει και στην Ιθάκη του.  Το θέμα είναι ποια στάση κρατάμε απέναντι σε όλα αυτά, πώς τα διαχειριζόμαστε μέσα μας, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο ώστε να κάνουμε βήματα στην πρόοδο σε  όλους τους τομείς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Θησέας Τσιατσίκας, Ο σχολικός Καβάφης, Δελφοί 1994, σ. 36

[2]  Τίμος Μαλάνος, Κ.Π. Καβάφης 1980, Δίφρος σ.105

[3]  Γιώργος Βρισιμιτζάκης, Το έργο του Κ.Π. Καβαφη, Ίκαρος σ. 14

[4] Για παράδειγμα στα ποιήματα: «Τα παράθυρα», «Τα τείχη», «’Οσο μπορείς», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» .

[5] Τον Καβάφη με τον Μπρεχτ έχουν συσχετίσει οι: α. Γιώργος Βελουδής (εφημερίδα «Το Βήμα» της 25-4-1973) . Γιάννης (στο βιβλίο του «Kαβάφης και Ιστορία» γ.Μιχάλης Μερακλής (στο Αφιέρωμα στον Καβάφη, στο περιοδικό «H Λέξη» (σελ.334-347), με τον τίτλο «Μπρεχτ και Καβάφης»

Βιογραφικό Ασημίνα Ξηρογιάννη