Το προφίλ του Ποιητή
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Έχουν δοθεί πάμπολλοι ορισμοί για την ποίηση. Και θα δοθούν κι άλλοι τόσοι ενδεχομένως. Το αστείο είναι πως οι περισσότεροι από αυτούς ενέχουν μεγάλη δόση αλήθειας. Και έχουν κάτι να μας πουν που πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψιν. Οι ορισμοί δεν κατηγοριοποιούνται εύκολα, δίνουν ποικίλες εικόνες για την ποίηση,δεν έχουν κοινή αφόρμηση. Από την άλλη η ποίηση δεν μπορεί να κλειστεί σε ορισμούς.[1]
Το θέμα είναι πώς ο κάθε αναγνώστης εισπράττει κάθε φορά αυτό που του προσφέρει απλόχερα ο ποιητής. Γιατί η «ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» κατά τον Παυλόπουλο και είναι άπειρες οι αναγνώσεις της. Ακόμα και ένας μόνο στίχος είναι ένα άνοιγμα προς τον κόσμο, ένα παράθυρο που προσβλέπει στη συναισθηματική νοημοσύνη του προσώπου. Τον κάθε στίχο μπορεί να μην τον εισπράττουν όλοι με τον ίδιο τρόπο, αλλά να τον ερμηνεύουν διαφορετικά. Και αυτό είναι θεμιτό και γοητευτικό συνάμα.
Από την πλευρά τώρα του δημιουργού, σαφώς και το ποίημα οφείλει να έχει στόχο, αφού δεν είναι μια τυχαία, αλλά μια έλλογη και συνειδητή κατασκευή όπως και κάθε έργο τέχνης. Τα πρώτα ερεθίσματα δεν μένουν ακατέργαστα, σαφώς και φιλτράρονται όσο χρειαστεί και με έναν ιδιαίτερο τρόπο ώστε να δίνουν ένα αισθητικό αποτέλεσμα. Και να ΄ναι Ανοίκειο, να έχει κάτι διαφορετικό να μας πει. Η εισαγωγή του Νέου είναι ένα από τα σταθερά κριτήρια αναφορικά με την αξία ενός ποιήματος, αφού ως γνωστόν στην Τέχνη μετράει το «πώς» περισσότερο από το «τι».
Όμως εκείνο που πρέπει να βλέπουμε κάθε φορά είναι η ερμηνεία που μας δίνει η τέχνη και εν προκειμένω η λογοτεχνία για τον κόσμο ή ένα μέρος του. Πώς η νέα οπτική μπορεί να επηρεάσει τον εσωτερικό μας κόσμο και αν.
Τι περιμένουμε από ένα ποίημα; Να μας μιλήσει για την ίδια μας την ύπαρξη, να μας χαρίσει συνδέσεις με τον κόσμο γύρω μας, να μας εισάγει σε ένα τέτοιο συναισθηματικό και διανοητικό περιβάλλον, το οποίο θα μας αφορά, να μας εισάγει σε έναν άλλο ρυθμό, να φτάσει μέχρι την ψυχή μας. Να μας προσφέρει συγκίνηση, να μας λούσει με φως και να μας φέρει σε επαφή με την πηγή του.
Η ποίηση είναι η αλήθεια γυμνή. Η ποίηση είναι το διαρκές ταξίδι. Η αέναη περιπλάνηση. Η συνεχής αντίσταση. Μια ιδιάζουσα αισθητική απόλαυση. Η μετατροπή του αόρατου σε ορατό. Κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά. Και όλα αυτά μαζί. Ή παράλληλα.
‘Eνα άλλο σημαντικό κριτήριο, εκτός από την εισαγωγή του Νέου-που θα «μιλήσει» όμως και μέσα μας, θα λέγαμε πως είναι η οικονομία. Ο τρόπος που θα χειριστεί και θα διαχειριστεί το υλικό του για να υλοποιήσει την πνευματική του πρόθεση. Το ποίημα καλό είναι να έχει τέτοια οικονομία ώστε να λειτουργήσει και να είναι δραστικό. Η φλυαρία δεν συνάδει με την αληθινή ποίηση.
Συνεχίζω με κάτι που το συζητώ συχνά με τους μαθητές μου που συμμετέχουν στους Ομίλους για την ποίηση. Έχει στην ποίηση τεράστια σημασία το πώς. Ο τρόπος με τον οποίο λέγεται κάτι και αυτό συνδέεται και με το θέμα της οικονομίας που προαναφέρθηκε. Ενώ κάποιους επιστήμονες, όπως για παράδειγμα τον Δαρβίνο, τους θεωρεί η ανθρωπότητα σπουδαίους για το τι είπαν, στην ποίηση, το Σολωμό, τον Καβάφη και άλλους τους θεωρεί σπουδαίους για το πώς είπαν ό,τι είπαν. Είναι ο συνδυασμός των λέξεων, από τις οποίες δημιουργείται το ποίημα. Όπως είπε χαρακτηριστικά και ο Μαλλαρμέ: «Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, αλλά με λέξεις.»
Aκόμα, δεν μπορούμε να μην εξετάζουμε τι περνάει κάθε φορά ο δημιουργός προκειμένου να ολοκληρώσει το δημιούργημά του. Ποιο είναι το τίμημα που πληρώνει. Η βιογραφία πολλές φορές των ποιητών φωτίζει σημαντικά τo έργο τους. Τα γεγονότα της ζωής τους παίζουν ρόλο με την έννοια ότι τους επηρεάζουν και τους ωθούν στη συγγραφή. Τα παιδικά τους χρόνια, το οικογενειακό περιβάλλον ή μεγάλοι ή αποτυχημένοι έρωτες, οι αρρώστιες και οι ανεπάρκειες, οι εθισμοί, και άλλα είναι μερικά στοιχεία που ανιχνεύονται στις ζωές τους και τους βάζουν σε τέτοιες εσωτερικές διαδικασίες που στο τέλος μεταφράζονται σε αληθινή ποίηση. Κάποιοι πεθάνουν μόνοι, βυθισμένοι στη μοναξιά τους, συντετριμμένοι, συχνά δεν έχουν προλάβει να μεγαλώσουν πολύ.[2] ‘Αλλοι τρελαίνονται και χάνουν την ουσιαστική επαφή με τον κόσμο.
Δεν γίνεται να αγνοήσουμε ό,τι τον συνοδεύει τον ποιητή στη ζωή του σαν να’ ναι ξένο τελείως από την ψυχή του και τη δημιουργία του.
Αναφέρομαι τώρα στον στόχο που θέτει ο ποιητής κάθε φορά. Γιατί θέτει στόχους, έχει προθέσεις, άσχετα με το πώς θα τα εισπράξει ο αναγνώστης. Ο πραγματικός ποιητής θαρρώ πως έχει το αίσθημα της ευθύνης, η ποίησή του έχει πρόσωπο κοινωνικό με την έννοια ότι απευθύνεται στον συνάνθρωπο και θέλει να τον αγγίξει βαθιά μέσα του. Γι΄ αυτό η ποίηση είναι μια πράξη αγάπης, μια ευγενική χειρονομία, ένα ταξίδι στον κόσμο των ιδεών και των συναισθημάτων.
Συνεχίζοντας, ο αληθινός ποιητής εργάζεται σκληρά και έχει πειθαρχία. Δεν είναι αρκετό το ταλέντο στην τέχνη. Χρειάζεται πάλεμα με τις λέξεις, τις σκέψεις, τους τρόπους, με όλα. Κυρίως πάλεμα με τον εαυτό, που πολλάκις ορθώνεται ασύδοτος και άναρχος. Χωρίς πειθαρχία εσωτερική του ποιητή δεν θα επιτευχθεί και η οικονομία στη δομή του ποιήματος που είναι μέγα ζητούμενο.
‘Ενα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον γνήσιο ποιητή είναι η δημιουργία διαχρονικών συμβόλων, «νοητικών εποπτειών» ή αγαλμάτων, όπως θα’ λεγε κι ο Καβάφης.[3] Πρόσωπα που μένουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, που κατακλύζουν τη συνείδηση των αναγνωστών διαχρονικά, που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα μας, αν και μόνο στο χαρτί υπήρξαν. Ο Καισαρίων και ο Μύρων του Καβάφη, ο Λάμπρος του Σολωμού, ο ομηρικός Οδυσσέας. Σημεία αναφοράς, ταξιδεύουν ατόφια μέσα στους αιώνες και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις αυτού που αποκαλούμε Ποίηση.
Κλείνοντας, είναι γοητευτικό να σκέφτεται κανείς την σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία. Είναι δυνατό ένας Ποιητής να μην έχει ποτέ μελετήσει τον θάνατο; H Ποίηση αντικρίζει τον θάνατο κατάματα, όπως και τη ζωή άλλωστε. Γιατί ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, αλλά ταυτόχρονα η θέασή του μπορεί να προκαλεί τρόμο. Και, μεταξύ άλλων, η μεγάλη ποίηση πραγματεύεται τον τρόπο να διαχειριστούμε τον θάνατο.’Η τον μετουσιώνει σε κάτι άλλο. Η μεγάλη ποίηση έχει τα μέσα να μετατρέπει τη φθορά σε φως.
Σημειώσεις
[1]Η ταυτότητα της ποίησης, Ασημίνα Ξηρογιάννη, Vakxikon, https://www.vakxikon.gr/h-taftothta-ths-poiisis/
[2]Για παράδειγμα, ο Μαγιακόβσκη πέθανε στα 34, ο Σέλλευ στα 30, ο Μπάυρον στα 31.
[3]Βλ.Τυανεύς Γλύπτης του Καβάφη.