Μεθοδολογικώς, Η δημιουργική γραφή επιδιώκει πάνω απ’ όλα να δημιουργήσει επαρκείς, οξυδερκείς αναγνώστες – και λιγότερο συγγραφείς. Πώς μπορεί να καταστεί κανείς καλύτερος αναγνώστης; Ποσοτικώς, διαβάζοντας όλο και περισσότερο. Ποιοτικώς, αποκτώντας τις –στοιχειώδεις, έστω- γνώσεις θεωρίας.
Επιστημολογικώς, επειδή διακηρύσσουμε την πίστη μας στην αδιάρρηκτη ενότητα θεωρίας-πράξης: τούτο σημαίνει πως δεν κατανοούμε τη δημιουργική γραφή ως μια απλή, ενστικτώδη εξάσκηση, ακόνιση ικανότητας – πόσο μάλλον ως άσκεπτη εξάσκηση. Την ίδια στιγμή, δεν θεωρούμε τη θεωρία ως κάτι γενικόλογο, απροσδιόριστο, αφηρημένο, κλεισμένο στο υψηλό κάστρο του δυσνόητου. Πιστεύουμε στο ενιαίο των δύο, μάλιστα αυτή ακριβώς η ενότητά τους εμπλουτίζει και τα δύο σκέλη και τα καθιστά περισσότερο έγκυρα και αξιόπιστα.
Το σημείο συνάντησης των δύο ειδών λόγων άρνησης του εμπειρικού χαρακτήρα που προαναφέραμε είναι ο θεωρητικός αντιδογματισμός: δεν επιδιώκουμε την εισαγωγή ή την αποδοχή μιας θεωρίας που δημιουργεί τετελεσμένα, δηλαδή μια θεωρία ως σχήμα οριστικής, τελεσίδικης ερμηνείας. Κατακτούμε πολλές προσλήψεις, οπτικές και τις αξιοποιούμε συνδυαστικά, αποδεχόμενοι τη συνύπαρξη και την πολλαπλότητά τους μέσα στα κείμενα – στα κείμενα που διαβάζουμε και στα κείμενα που συγγράφουμε.Ο πλούσιος εικοστός αιώνας έφερε στο επίκεντρο της επιστήμης και της τέχνης κυρίως τον άνθρωπο και την κοινωνία. Τούτο συνέβη, μεταξύ άλλων, λόγω της όσμωσης των επιστημονικών πεδίων. Βλέπουμε, λόγου χάρη, στις πολιτισμικές σπουδές να έχουμε κερδίσει την ενδελεχή μελέτη όψεων της ανθρώπινης εμπειρίας που παλαιότερα δεν θεωρούνταν σημαντικές, ή «σοβαρές» (φαγητό, καθημερινή ζωή, μουσική, σινεμά κ.ο.κ.): πρόκειται ακριβώς για τις όψεις που έφερε διαρκώς στο επίκεντρο η λογοτεχνία. Ταυτόχρονα, στο λογοτεχνικό σώμα συνήθως πρωτοαναφέρονται –με σημαντικό βαθμό ελευθερίας- οι μειονοτικοί, καταπιεσμένοι λόγοι: οι λόγοι (και συχνά, οι φυσικές υπάρξεις) των γυναικών, των μαύρων, των μεταναστών, των αλλόγλωσσων, των μη ετεροκανονικών σεξουαλικώς – αποτελεί μέρος της λειτουργίας των ελάσσονων λογοτεχνιών όπως τις αναφέρουν και εννοούν οι Ντελέζ-Γκουατταρί.
Η λογοτεχνία, λοιπόν, κέρδισε από την όσμωσή της με την ανθρωπολογία, την ψυχαναλυτική θεωρία, την πολιτική, την Ιστορία και τα άλλα θεωρητικά πεδία ενώ ταυτόχρονα τα τροφοδότησε με παραδειγματικό υλικό. Κατά έναν τρόπο, προανήγγειλε ορισμένα πεδία, εκείνα με τη σειρά τους της προσέφεραν εργαλεία ερμηνείας ενώ χρησιμοποίησαν τις δικές της αναπαραστάσεις.
Aσφαλώς όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να συμβούν μόνο σε παραδείσια τοπία. Συγκεφαλαιώνουμε επίσης δύο ειδών παγίδες/παρενέργειες
Α) Γράφω λογοτεχνία σαν να γράφω θεωρία. Είναι νομίζω μια «ασθένεια» που χτυπάει τους ιδιαίτερα διαβασμένους και καταρτισμένους θεωρητικά ανθρώπους, ειδικά τους πανεπιστημιακούς: ξεκινάμε να γράψουμε fiction και καταλήγουμε να γράφουμε δοκίμιο, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα υβρίδιο μεταξύ των δύο –δίχως να σημαίνει πως τα υβριδιακά είδη είναι απευκταία. Η γλώσσα γίνεται αναπόφευκτα υπερβολική, στυλιαρισμένη ή «ξύλινη», ψυχρά επιστημονική. Ταυτόχρονα, οι χαρακτήρες λίγο περισσότερο ιντελεκτουέλ απ όσο θα έπρεπε να είναι ˑ εδώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια μέτρηση για το πόσα μυθιστορήματα γραμμένα από πανεπιστημιακούς έχουν ως κεντρικούς ήρωες πανεπιστημιακούς.
Β) Γράφω θεωρία σαν να γράφω λογοτεχνία
Επειδή Νίτσε και Φουκώ εμφανίζονται δυστυχώς μία φορά στα εκατό χρόνια, η Θεωρία Λογοτεχνίας πρέπει να είναι ακριβής και διαυγής, μολονότι στηρίζεται αρκετά σε ενδεχομενικότητες και συνεκδοχές. Η αοριστολογία (που τείνει προς την αερολογία), και ο προσωπικός συναισθηματισμός μπορεί να μοιάζουν ηδονικά για εκείνον που τα ασκεί, δεν είναι ωστόσο ουδόλως ωφέλιμα για τη λογοτεχνία, τη θεωρία της, συχνά δε και για το νευρικό μας σύστημα.
Μπορούμε λοιπόν να συγγράψουμε λογοτεχνία χωρίς να γνωρίζουμε θεωρία;
Στον 21ο αιώνα, η απάντηση είναι μάλλον όχιˑ τουλάχιστον μη γνωρίζοντας τα στοιχειώδη. Σκεφτείτε πως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς (προ)υπήρξαν μανιώδεις αναγνώστες, το λιγότερο της κλασικής λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας της εποχής τους. Εάν υποστηρίζουμε πως ο καλός συγγραφέας προέρχεται από τον καλόν αναγνώστη, αναπόφευκτα ο σημερινός επαρκής αναγνώστης διαθέτει και ορισμένες γνώσεις θεωρίας. Κατά δεύτερον, την απάντηση τη δίνει η πρακτική που επικρατούσε πριν την εμφάνιση συστηματικής θεωρίας: πάρα πολλοί συγγραφείς κατέγραφαν σε βιβλία ή άρθρα τις σκέψεις τους γύρω από το τι σημαίνει να γράφω, πώς γράφω, πού στοχεύω, τι συνιστά καλή λογοτεχνία κ.ο.κ. Κατά έναν τρόπο, η θεωρία ασκείτο ήδη χωρίς να κατονομάζεται, ιδίως από τους αξιόλογους συγγραφείς, δηλαδή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους.
Καταληκτικά: προφανώς η μελέτη και η εντρύφηση στη θεωρία της λογοτεχνίας δεν θα παράγει στρατιές από εξπέρ στο αντικείμενο, ούτε θα αναβαθμίσει καθοριστικά τους wannabe συγγραφείς. Ωστόσο, στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής σπουδής στη δημιουργική γραφή, όπου εντρυφούμε στη σύνολη λειτουργία της μηχανής που συναπαρτίζεται από τα μέλη γραφή-ανάγνωση-λογοτεχνία είναι αδικαιολόγητο να μη γνωρίζουμε στοιχειώδη πράγματα για την κατασκευή αυτής της μηχανής και να μένουμε μόνο στη λειτουργία της.
*το κείμενο εκφωνήθηκε στη στρογγυλή τράπεζα «Θεωρία και Συγγραφή» που διοργανώθηκε στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής στη Φλώρινα (Σεπτέμβρης 2019).