Scroll Top

Ποιητική αισθητική και ιδεολογία/ Διερευνώντας αντιεξουσιαστικές όψεις στην ποίηση του Σωτήρη Παστάκα – Του Δήμου Χλωπτσιούδη

εισαγωγή


 Το μεταμοντέρνο επιφέροντας την αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων, επέφερε και την άρνηση του ηρωικού ποιητικού προτύπου, θέτοντας στο προσκήνιο το ατομικό βίωμα αρνούμενο επί της ουσίας τον ρόλο του συνόλου. Μία βασική σύμβαση της αρχαϊκής λυρικής ποίησης ήταν η συλλογική διάσταση του ποιητικού εγώ∙ το εγώ δηλαδή του ποιητή δεν εξέφραζε τον εαυτό του, αλλά το κοινό του, καθιστώντας τον ποιητικό αφηγητή τύπο –κατά το επικό και θεατρικό πρότυπο– κι όχι έναν εξατομικευμένο χαρακτήρα. Η ποίηση, λοιπόν, δεν αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεση, αφορά το κοινόν. Η αυτοβιογραφία του ακροατή/αναγνώστη καθρεφτίζεται στο ατομικό βίωμα του ποιητή, ωθώντας την τέχνη στη σφαίρα του συλλογικού χρόνου. Με υλικό την ατομική εμπειρία και τις κοινωνικές προβολές η ποίηση λειτουργεί ως μια ξενάγηση του κόσμου.

Η ποίηση του Σωτήρη Παστάκα[i] θεμελιώνεται στο ατομικό βίωμα, χωρίς να το μετασχηματίζει σε διαχρονικό. Μέσα από το ατομικό βίωμα ο δημιουργός αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη/ακροατή να στοχαστεί, χωρίς να εκθέτει –φαινομενικά– κάποιο φιλοσοφικό προβληματισμό, υπό την οπτική ενός υποκειμένου που κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Άλλωστε, η ποίηση διαφέρει από τη φιλοσοφία στη συνείδηση του κοινωνικού της ρόλου και της γλώσσας που μεταχειρίζεται. Για τον Αριστοτέλη η ποίηση παρέχει ισχυρές διεξόδους για την απελευθέρωση της συγκίνησης και δίνει μορφή στην εμπειρία της μετάβασης από την άγνοια στη γνώση. Έτσι, ο ποιητής μεταχειρίζεται το ατομικό βίωμα, θέτοντας τον εαυτό του σε κάποια γωνιά της κοινωνικής οντότητας και καλώντας τον αναγνώστη να εντοπίσει τη δική του αυτοβιογραφία μέσα στους στίχους του.

Η βιωματική ποίηση του Σωτήρη Παστάκα με την έμφαση που δίνει στο κοινωνικό, ως χώρο ποιητικής δράσης, ξεπερνά τη λογική της –ανούσιας– εκμυστήρευσης, όπως έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Αν και κινείται στο πεδίο της –λεγόμενης– γενιάς του «ιδιωτικού οράματος» με κύριο υποκείμενο το ποιητικό εγώ, απομακρύνεται από την πρωτοενική επικέντρωση και απλώνει το βλέμμα του στον κοινωνικό χώρο. Μάς προτείνει μια ανανεωμένη εικόνα του κοινωνικού, με τον ίδιο είτε σε θέση πρωταγωνιστή είτε ως παρατηρητή, αλλά πάντα μέσα στο ποιητικό πλάνο. Η ποίησή του απέχει από εκείνη πολλών συνομηλίκων του. Με ήπιους τόνους και μία στιχουργική κίνηση, που θεμελιώνεται στη συνειρμικότητα, εισάγει σχόλια που μετατρέπουν την ατομική εμπειρία σε κοινωνική[ii].

Και εδώ ακριβώς επέρχεται ο κριτικός λόγος προκειμένου να εξερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο χτίζει τη δική του ποιητική πραγματικότητα. Ο κριτικός λόγος δεν μπορεί να εξετάζει την ποίηση ως μία οργανική εξέλιξη των σταδίων της επικοινωνίας του ποιητή με τον κόσμο ή απλά ως μία ηρωοκεντρική βιογραφία του δημιουργού. Η ποίηση ως ιδεολογία εμπεριέχει –ή συγκρούεται– ως ιδεολογία με τον εξουσιαστικό λόγο κάθε εποχής, διαμορφώνει ταυτότητες∙ ο αναγνώστης της λογοτεχνίας βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων∙ συμπλέκει τα δικά του βιώματα με εκείνα των ποιητικών ηρώων. Κοινό παρονομαστή αποτελεί η γλωσσική αντίληψη της εξουσιαστικής ιδεολογίας.

Η ιδεολογία είναι λιγότερο θέμα των εγγενών γλωσσικών δεξιοτήτων μιας δήλωσης∙ είναι η συνάρτηση μιας σχέσης μιας έκφρασης του κοινωνικού της πλαισίου. Μία συγκεκριμένη πρακτική αλληλεγγύης ενσωματώνεται στις δομές οποιασδήποτε κοινής γλώσσας, όση όμως γλώσσα μπορεί να διασχίσει οι διαιρέσεις της τάξης, του φύλου και της φυλής. Εκείνοι που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γλωσσικό πρότυπο των συγκρούσεων μερικές φορές ξεχνάνε ότι η σύγκρουση προϋποθέτει ένα βαθμό αμοιβαίας συμφωνίας (Eagleton, 1991:11-13).

Περισσότερο από κάθε άλλο τρόπο διερεύνησης, η λογοτεχνική κριτική και η θεωρία είναι ένα ισχυρό και απαραίτητο εργαλείο στην αποκάλυψη των ιδεολογικών παρεκκλίσεων (De Man, 1986:11). Και βέβαια, οι θεωρητικές ή κριτικές προσεγγίσεις δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες ούτε κατανοητές έξω από τα κοινωνικά και πολιτικά συγκείμενα της κάθε εποχής∙ έτσι και η κριτική δεν είναι ουδέτερη κοινωνικά ή πολιτικά (Eagleton, 1996). H μεγαλύτερη αμαρτία στον χώρο της κριτικής δεν είναι το να έχουμε μια ιδεολογία, αλλά το να την κρύβουμε στη σιωπή∙ υπάρχει ένα όνομα για την ένοχη σιωπή αυτού του είδους: λέγεται αυτοεξαπάτηση ή κακή πίστη (Barthes, 1980:291).

το ατομικό βίωμα στην ποίηση του Παστάκα


 Στην ποίηση του Παστάκα ξεχωρίζει η εστίαση στο βίωμα, στην εμπειρία. Όλη η ποιητική του περιστρέφεται γύρω από την καταγραφή της ανάδειξης του κόσμου όπως τον αντιλαμβάνεται ο δημιουργός. Εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την πραγματικότητα και καλεί τον ακροατή/αναγνώστη να την ερμηνεύσει μέσα από τους δικούς του ορίζοντες προσδοκίας. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διασταύρωση προϋπαρχόντων λόγων και βιωμάτων. Βίωμα είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο, όπως τον εισπράττουν τα συναισθήματα και οι αισθήσεις.

Η βιωματική ποίηση του Παστάκα θυμίζει τη θέση της Kristeva (1980:66) ότι ο ποιητής είναι το άθροισμα όλων που έχει ζήσει, ακούσει και διαβάσει. Η ταυτότητα του ποιητή είναι το προϊόν των λέξεων της∙ και οι λέξεις/γλώσσα είναι οι εμπειρίες μας κι ο τρόπος με τον οποίο αποκρυπτογραφούμε τον κόσμο μας. Είναι το κέντρο της αφηγηματικής βαρύτητας, που αποτελείται από τους διάλογους, τις πολιτισμικές πεποιθήσεις και τις μεταφορικές, αισθητικές και ρητορικές συμβάσεις που διαθέτει ως μια διαλογική γραφή με στοιχεία ενός δραματικού μονολόγου, ως μια πράξη συνειδητότητας. Αν και οι ποιητικές θέσεις του εαυτού εμπεριέχουν μια λογική διερεύνησης των βιωματικών οριζόντων, εκθέτουν μία ιδεολογική αντίληψη για το κοινωνικό βίωμα∙ αποτελούν μέρος μιας κριτικής αντίληψης –ή αποδοχής– για την κοινωνική συμπεριφορά, τα πολιτισμικά πρότυπα, τα ηθικά πρότυπα και τους ρόλους του φύλου. Η φωνή του ποιητή δεν αποδεσμεύεται από τέτοιες συμβάσεις, δεν είναι απαλλαγμένη από αυτές, αλλά δρα σε αλληλεπίδραση προς τη γλώσσα, την ιστορική και κοινωνικοπολιτική κατάσταση ή με τις αισθητικές συμβάσεις (Mulle-Zettelmann & Rubik, 2005:77).

Το βίωμα στην ποίηση του Παστάκα με επαγωγική λογική αντανακλά το γενικό και καθιστά το ειδικό αφορμή για στοχασμούς. Η ατομική εμπειρία απλώνεται στην κοινωνική[iii] εκφράζοντας τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή[iv]. Εμφανής στην ποίησή του είναι η δίψα για ζωή, για έρωτα, για ταξίδι. Η μοναξιά κι ο θάνατος, η απογοήτευση από τη ζωή ενυπάρχουν με την ίδια δύναμη που διακρίνεται στη ζωντάνια της ποιητικής έκφρασης. Ο ακροατής/αναγνώστης, όμως, του Παστάκα δεν έρχεται απλά σε επαφή με τα βιώματα του ποιητή αλλά και με τα δικά του, αναδεικνύοντας τη σιωπή των πραγμάτων και βρίσκοντας τη φωνή των δικών του εμπειριών. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο αντανακλά το είδωλο των συναισθημάτων του αναγνώστη. Μέσα από το μικρό και το συγκεκριμένο αφήνει τον αναγνώστη να φιλοσοφήσει για το γενικό.

Ο Παστάκας μέσα από το βίωμα στοχάζεται για τη ζωή με μία οικουμενική διάθεση. Στο επίκεντρό του πάντα ο Άνθρωπος με μία πολυκεντρικότητα που συνδέει διάφορες θεματικές πάνω στη συνειρμική κίνηση του στίχου. Εκποιεί την ατομική ανάγνωση του κόσμου, όπως τον εισπράττει η γλώσσα, και καθιστά ορατό το συναίσθημα∙ θέτει ερωτήματα στον ακροατή/αναγνώστη και οξύνει την κριτική προσέγγισή του με βαθιά ενσυναίσθηση[v]. Η ποίηση, άλλωστε, προσφέρει μια γλωσσική εμπειρία και μια κριτική αμφισβήτηση που εδράζεται στο συναίσθημα για το τέλος, και το κάνει με τρόπους που μπορεί να είναι τόσο ταυτόχρονα ενθουσιώδεις όσο και ενοχλητικοί (Bennett&Royle, 2004:287).

Ο Παστάκας υπηρετεί μία ποίηση αιρετικά αντιεξουσιαστική. Αρνείται κάθε εξουσία, ίσως ακόμα και των συναισθημάτων στα οποία προσπαθεί να δώσει η ζωή με τους στίχους του. Η λογοτεχνία ως τέχνη της γλώσσας βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ή «ιδεολογικής» συζήτησης. Η ποίηση για αυτόν είναι η γέφυρα των ανατιναγμένων βιωμάτων που γίνονται λέξεις, μία σκακιέρα μέσα στην κοινωνία, είναι ο αγώνας ενάντια στον κυνισμό (αφασία) και την αβουλία της μοίρας[vi].

Ο ποιητής με τη μετάβαση από το ιδιωτικό στο κοινό αναζητά να αφυπνίσει στιχουργικά τη συνείδηση σφιχταγκαλιάζοντας τα συναισθήματα σε μία φάλαγγα απέναντι στην πλήξη και τη χυδαιότητα της κριτικής ισοπέδωσης. Δεν αποποιείται την καθημερινότητα, αλλά αναζητά την ενηλικίωση της κριτικής σκέψης, ακόμα κι αν αυτό λειτουργεί εξαιρετικά απέναντι στα στερεότυπα της εξουσιαστικής γλώσσας. Η ποίησή του θυμίζει την αλτουσεριανή θέση ότι η ιδεολογία είναι ένα καθαρό όνειρο, κάτι άδειο και μάταιο, μια πλασματική συνάθροιση που αντιπροσωπεύει τη φανταστική σχέση των ατόμων με τις πραγματικές τους συνθήκες ύπαρξης (Althusser, 1977:151-153). Η ιδεολογία δεν είναι παρά ένα σύνολο δογμάτων, αξιών, ιδεών κι εικόνων που συνδέουν οι άνθρωποι με τις κοινωνικές τους λειτουργίες, ώστε να αποτραπούν από μια πραγματική γνώση της κοινωνίας στο σύνολό της (Eagleton, 1976:16-17). Η ποίηση, η οποία με τη ρομαντική της μορφή προοριζόταν να αντιμετωπίσει τις αισθήσεις και να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ φύσης και ατομικού θέματος σε έναν ολοένα και πιο εκβιομηχανισμένο κόσμο, άρχισε να αμφισβητεί τον ανθρωπισμό της στο τέλος της ρομαντικής εποχής. Στην αρχή της ύστερης σύγχρονης ή νεωτερικής εποχής, ο Mallarmé τής έδωσε μια αρνητική και απ-άνθρωπη στροφή που συνεχίστηκε στην ποίηση του Valéry, βρίσκοντας την πιο ριζοσπαστική έκφραση στην Αισθητική του Adorno. Η ερμητική ποίηση και η μοντέρνα τέχνη γενικά αρνούνται να εγκρίνουν τους ανθρωπομορφισμούς του κλασικού και ρομαντικού ανθρωπισμού: ο τελευταίος μετατράπηκε σε ένα βολικό ιδεολογικό καμουφλάζ της αστικής τάξης. Το μοντερνιστικό λυρικό θέμα μπορεί να επιβιώσει μόνο με τη συστηματική άρνηση όλων των ιδεολογικών γλωσσών, μερικές από τις οποίες υπονοούν ότι η ανθρώπινη φύση έχει αντισταθεί σε όλες τις ιστορικές καταστροφές, ότι είναι άθικτη ανάμεσα σε ερείπια πολέμου, κοινωνική αλλοτρίωση, εκμετάλλευση και βιομηχανική ρύπανση (Adorno, 1997).

Και ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η στιχουργική του Παστάκα να αρνηθεί την επικυριαρχία του μοντερνισμού, υιοθετώντας τη μεταμοντέρνα άρνηση αισθητικής διάκρισης της τέχνης σε υψηλή και λαϊκή. Η τέχνη του είναι λαϊκή ως προς τα ποιοτικά στοιχεία με τις στοχαστικές προσεγγίσεις της υψηλής ποίησης[vii]. Η ομορφιά στην ποιητική του Παστάκα είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να επεκτείνεται στο αντίθετό της (Adorno, 1997:273). Ωστόσο, με την άρνηση της διάκρισης σε υψηλή και λαϊκή τέχνη, όπως αυτή εξάγεται μέσα από τη λιτή εκφραστική και το βιωματικό περιεχόμενο, ο δημιουργός αρνείται τη πράξει το αισθητικό αντικείμενο του Kant, θυμίζοντας την Hannah Arendt που έβρισκε την έννοια της καντιανής αισθητικής κρίσης ως βάση πολιτικής φιλοσοφίας. Η αισθητική κρίση, υποστηρίζει η Arendt (1992:105), είναι ακριβώς παρόμοια με τη λήψη ηθικών ή πολιτικών κρίσεων διότι, αντίθετα από τις επιστημονικές και τις φιλοσοφικές κρίσεις, δεν χαρακτηρίζονται από την επιδίωξη να επιβάλλουν συμφωνία, αλλά λειτουργούν ως ελπίδα που έρχεται σε συμφωνία με όλους τους άλλους τελικά.

Μιλώντας όμως για αισθητική και ιδεολογία, δεν αναφερόμαστε σε διαφορετικά πράγματα. Η αισθητική ως ιδεολογία αποτελεί έναν μοναδικό, μη μεταφράσιμο λόγο που διακρίνεται από όλους τους άλλους τρόπους περιγραφής του κόσμου και ο οποίος μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο από όσους συμμετέχουν σε αυτήν (Hoven, 1991:15). Η αισθητική διατηρεί κυρίαρχο ρόλο στη σύγχρονη σκέψη εξυπηρετώντας τόσες πολλές διαφορετικές ιδεολογικές λειτουργίες. Η αισθητική ως ιδεολογία διαμορφώνει τις θέσεις μας για την ελευθερία και τη νομιμότητα, τον αυθορμητισμό και την αναγκαιότητα, την αυτοδιάθεση, την αυτονομία, την ιδιαιτερότητα και την καθολικότητα κοκ. Για τον Eagleton (1991:4), η οικοδόμηση της σύγχρονης έννοιας του αισθητικού αντικειμένου είναι αδιάσπαστη από την κατασκευή των κυρίαρχων ιδεολογικών μορφών της σύγχρονης ταξικής κοινωνίας και μάλιστα από μια εντελώς νέα μορφή ανθρώπινης υποκειμενικότητας που είναι κατάλληλη για αυτή την κοινωνική τάξη.

η ιδεολογία της ποιητικής του Παστάκα

 

 Η ποιητική του Παστάκα διακρίνεται από μία φαινομενικά απέριττη γλώσσα που επικεντρώνεται στο βίωμα. Η αφηγηματική ροή σπάνια διανθίζεται από λυρικές ανάσες[viii] ή ανοικειωτικά ρηματικά σύνολα[ix], ενώ το ατομικό βίωμα λειτουργεί σε μία αλληγορική διάσταση στην αναγνωστική πρόσληψη ή με συμβολισμούς[x]. Μέσα όμως από τα λιτά σχήματα ο δημιουργός με αφορμή κοινωνικά στιγμιότυπα αφήνει τον ακροατή/αναγνώστη να κινηθεί στις στοχαστικές ατραπούς της στιχουργικής του[xi].

Η ελευθερία έκφρασης πηγάζει από τη φυσικότητα της ρητορικής και το καθημερινό λεξιλόγιο[xii] αγγίζοντας μια ελεγχόμενη ελευθεροστομία[xiii] και υποστηρίζοντας την ποιητική ειλικρίνεια[xiv]. Στη ρητορική του ξεχωρίζει η δυναμική χρήση του ρήματος. Μέσα στη λιτότητα του προφορικού λόγου που μετασχηματίζει σε ποιητικό, τα ρήματα ενισχύουν την –ούτως ή άλλως ισχυρή– θέση τους. Καθοδηγούν με αμεσότητα την αναγνωστική πρόσληψη ζωντανεύοντας την αφήγηση. Συνήθως οι προτάσεις του είναι επαυξημένες και σπάνια συνθέτες ή απλές. Η χρήση των δευτερευουσών προτάσεων ενισχύει τον πεζολογικό χαρακτήρα της ποιητικής του. Η συχνή χρήση προθετικών συνόλων αντικαθιστά τα επίθετα που περιορίζονται στο ελάχιστο. Πρόκειται για μία ποιητική που απορρίπτει τον επιτηδευμένο λυρισμό των λογοτεχνικών σχημάτων. Η εκφραστική τούτη ελευθερία όμως τον φέρνει κοντά σε μία ποιητική αντικουλτούρας, ανάγοντας τον ποιητικό αφηγητή (που ταυτίζεται γενικώς με τον ίδιο τον ποιητή) σε αντιήρωα. Η κουλτούρα ως ιδεολογία έχει σημασιοδοτικό χαρακτήρα∙ δεν αποτυπώνει απλώς, αλλά διανέμει σημασίες και δημιουργεί όρους συγκρότησης της συνείδησης (Φρυδάκη, 2003:175).

Και ακριβώς σε αυτό το σημείο έως τώρα η κριτική για το έργο του Λαρισαίου ποιητή, παραβλέπει τον μεταμοντέρνο αντιηρωικό χαρακτήρα του. Συχνά αυτό που λείπει είναι η προσοχή στην εξάρτηση από τον λόγο και τη φαντασία του τι προκαλείται, καθώς και η συστηματική διερεύνηση της πολιτισμικής απόδοσης της ποίησης και των δυνατοτήτων της ως κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού και ψυχολογικού εργαλείου (Mulle-Zettelmann και Rubik, 2005:8).

Το ποιητικό υποκείμενο του Παστάκα δεν είναι κάποιος επικός ήρωας ή κάποιος στοχαστής. Είναι ο καθημερινός άνθρωπος που πονά, ερωτεύεται και αυνανίζεται, καταναλώνει αλκοόλ[xv], αθυροστομεί και στέκει ειλικρινής απέναντι στα συναισθήματά του ζώντας τις εμπειρίες, καλές ή κακές. Το ποιητικό εγώ του Παστάκα είναι μία “αξιολύπητη” οντότητα, καθόλου ηρωική, που την τσακίζει o εξωτερικός κόσμος. Το εγώ του, πέρα από το βίωμα, εκφράζει μια συμπάθεια για τον καθημερινό άνθρωπο, παρά την απουσία κάποιας έκφρασης κοινωνικής αγωνίας ή αναζήτησης. Έρχεται σε αντίθεση προς το εξουσιαστικό πρότυπο του ήρωα∙ πλάθει το έπος του καθημερινού ανθρώπου που παλεύει με τη φθορά και τις κοινωνικές συνθήκες, που θλίβεται και ελπίζει. Κι έτσι, σε μία άλλη ευριπίδεια φιλοσοφική προσέγγιση εκθέτει το νέο φαίνεσθαι, ατομικό ή συλλογικό, ενώ άλλοτε ως σύγχρονος Διογένης προτρέπει σε μία κυνική φιλοσοφική αντίληψη.

Μία εγγενής ειρωνεία πηγάζει από τη στιχουργική του[xvi] που ορίζουν οι αντιθέσεις[xvii]. Η ήπια σαρκαστική διάθεση[xviii] μέσα στον στιχουργικό άξονα διαμορφώνει ένα πεδίο βαθιάς απογοήτευσης. Ο στίχος του με την ποιητική ειρωνεία ή τον σαρκασμό αφήνει την οσμή μιας υποδόριας μελαγχολίας. Είναι η απογοήτευση που αφήνει το ανεκπλήρωτο. Οι νεκροί και ο θάνατος[xix] με τις διαφορετικές όψεις τους[xx] διοχετεύουν μία αίσθηση ματαιότητας πλάι στην κοινωνική κριτική. Ταυτόχρονα, όμως, η ειρωνεία του Παστάκα εξάγει έναν ποιητικό διπολισμό που τον θέτει διαρκώς σε αναζήτηση του κοινωνικού χώρου και του ατομικού είναι[xxi] ή του κοινωνικού ρόλου και της επιθυμίας[xxii]. Η αγωνία του κοινωνικού τραύματος[xxiii] συναντά την υπαρξιακή αναζήτηση με το βλέμμα του ποιητικού αφηγητή στον εξωατομικό χώρο[xxiv] σε μία γλώσσα με πολιτικές αντιεξουσιαστικές αντανακλάσεις[xxv] που ορίζουν μία ποιητική αντιεξουσιαστική[xxvi], η οποία με όχημα τον σαρκασμό αποκαλύπτει ένα ποιητικό υποκείμενο που αρνείται την υποταγή στις μεγάλες αφηγήσεις[xxvii] και τις έτοιμες ιδεολογίες[xxviii].

Η λιτή προσαρμογή της στιχουργικής του και η ελεύθερη έκφρασή του τον απομακρύνουν από την ελιτίστικη αντίληψη για την ποίηση. Ενώ η ποιητική παραγωγή –από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και καθόλη τη διάρκεια του ’90– είχε περιχαρακωθεί (με λίγες εξαιρέσεις) σε εσωτερικές αναζητήσεις, η ποίηση του Παστάκα αναζητούσε διεξόδους στο κοινωνικό. Με μία ρητορική που απομακρύνεται από την εξουσιαστική γλώσσα αναζητά να συνενώσει το άτομο με το σύνολο[xxix]. Ο Παστάκας δεν είναι το αλλοτριωμένο υποκείμενο του Adorno∙ επιλέγει μία οδό μακριά από την κρυπτικότητα και τον δυσνόητο στίχο, μολονότι δεν παύει να λειτουργεί ως εκφραστής μιας κοινωνικής ομάδας[xxx].

Μέσα από μία τέχνη φαινομενικά λαϊκή αντιτάσσεται στην (ψευδο)λαϊκή κουλτούρα της πολιτισμικής κι αποϊδεολογικοποιημένης ισοπέδωσης φέρνοντας στο προσκήνιο τον καθημερινό άνθρωπο, που συχνά τίθεται στο περιθώριο. Δεν είναι ο ήρωας των μεγάλων αγωνιών ή ιδεολογικών αφηγήσεων, αλλά ο μικρός αγωνιστής της ζωής που παλεύει με τα καθημερινά: τον θάνατο, τον έρωτα και το σεξ, τη μοναξιά, τον φόβο για τον γύρω χώρο και τον εσώτερο εαυτό.

Ενώ όμως οι λογοτεχνικές σπουδές υπόσχονται έναν καλύτερο εαυτό κι οι πολιτισμικές έναν καθημερινό εαυτό, ο Παστάκας καλεί τον αναγνώστη να εντοπίσει τον δικό του εαυτό μέσα στο ποιητικό υποκείμενο παρασύροντάς τον με τα δικά του βιώματα. Και εδώ ακριβώς θυμίζει τον Eagleton (1996:289-290) πως όσο ο αναγνώστης απομακρύνεται από την πλούσια εσωτερικότητα της προσωπικής ζωής, της οποίας η λογοτεχνία αποτελεί υπέρτατο παράδειγμα, τόσο πιο μονότονη, μηχανική κι απρόσωπη γίνεται η ύπαρξη. Γιατί η ποίηση του Παστάκα επικαλούμενη τη συναισθηματική και κριτική χειραφέτηση του ανθρώπου, αντιτάσσεται έμμεσα στις αξίες ενός συστήματος σχέσεων κι εξουσίας που υπάγει την κοινωνικότητα της ανθρώπινης ζωής στην προσπάθεια του μεμονωμένου ατόμου.

Οι εικόνες και τα κοινωνικά στιγμιότυπα διαδέχονται το ένα το άλλο με τρόπο συνειρμικό[xxxi]. Εξάγει έναν κοσμοπολιτισμό νεανικής αναζήτησης, που θυμίζει κάτι από τη δεκαετία του ’70, μία διαρκή μετακίνηση στον ελλαδικό κι ευρωπαϊκό χώρο. Δεν είναι ο μετανεωτερικός κοσμοπολιτισμός του ΚΑ’ αιώνα∙ είναι οι εικόνες και τα βιώματα από το ταξίδι που γίνονται φθόγγοι και συναισθήματα[xxxii], σαν ένας ανεπιθύμητος σκύλος που αναζητά το δικό του τραπέζι στα αποφάγια των άλλων. Ο ποιητής χωρίς να απαλλάσσεται από τα δεσμά του, χάνεται στην εσωτερικότητα ενός ατέρμονου ταξιδιού αναζήτησης της ταυτότητας και ψυχικής επεξεργασίας της πραγματικότητας. Τούτη όμως η διαρκής μετακίνηση στην ήπειρο και τη χώρα, το διαρκές ταξίδι, δεν λειτουργούν σε βάρος της εντοπιότητας. Η ιθαγένεια αποτυπώνεται πολύ συχνά με σαφείς αναφορές στη θεσσαλική γη[xxxiii]. Ο ποιητής εκδηλώνει συχνά τη σχέση με τον γενέθλιο τόπο. Η ιθαγένεια αποτελεί στοιχείο της ατομικής του ταυτότητας σε άμεση σύνδεση με τον τόπο καταγωγής, εκδηλώνει τον δεσμό με τον τόπο και την κοινότητα. Η κίνηση στον χώρο και το ταξίδι (συχνά ως συνυποδήλωση) αποτελούν μια πορεία αναζήτησης του εαυτού, ενώ αναμετριέται με το ενδεχόμενο ριζικής αναμόρφωσης των ορατών.

επίλογος


 Το άτομο κι ο ποιητής δεν ζουν έξω από την εμπειρία. Οι εμπειρίες, οι συνθήκες, καθορίζουν αυτό που είμαστε. Και ο Σωτήρης Παστάκας καθοδηγεί την εμπειρία του αναγνώστη στη διερεύνηση των εμπειριών του δημιουργού και την ταύτισή του με το πρωτοπρόσωπο υποκείμενο. Η αντιηρωική διάσταση του μονολογικού ποιητικού χαρακτήρα, ακουμπά στις ιδιωτικές εμπειρίες του ακροατή/αναγνώστη, τροφοδοτώντας νέες οπτικές ερμηνείας του κόσμου. Οδηγεί τον αναγνώστη σε μια βαθύτερη κατανόηση της πνευματικής ψυχής ως μιας συνεκτικής ενοποιημένης οντότητας, αποφεύγοντας να προσφέρει την ψευδή υπόσχεση της απελευθέρωσης του σώματος από τις συνθήκες της ύπαρξής του.

Η ποίηση του Παστάκα δεν προτρέπει σε κάποια ανατροπή. Γνωρίζει καλά ο δημιουργός ότι η ποίηση δεν γεννά επαναστάσεις∙ διαμορφώνει όμως εκείνες τις ατομικές και συλλογικές συνθήκες συνειδητοποίησης ως εύφλεκτο υλικό για την κίνηση της ιστορίας και της κοινωνίας. Η ποίηση με τα απλούστερα υλικά, τους φθόγγους και τα συναισθήματα, εξελίχθηκε στον μόνο τρόπο υπεράσπισης της ποικιλότητας των ανθρώπινων βιωμάτων, ατομικών και συλλογικών, εξερευνώντας τη συμπεριφορά και την κοινωνική πορεία των ανθρώπων, των πράξεων και των προθέσεών τους. Και η ποίηση του Παστάκα βοηθά τον αναγνώστη να αξιολογήσει τη δική του εμπειρία, να εκτιμήσει την προσωπική του ζωή.

Η γλώσσα του δεν είναι κρυπτική ή επιστημονική, αλλά συναισθηματική∙ κινείται στον ρυθμό της προφορικότητας προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου. Για τον Kant, η Αισθητική δίνει μια υπόσχεση συμφιλίωσης μεταξύ της φύσης και της ανθρωπότητας (Eagleton, 1991:2). Η συναισθηματική γλώσσα της ποίησης παράγει συναισθηματικά αποτελέσματα και μια ορισμένη στάση σε εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Η ποίηση του Παστάκα μεταδίδει τις αξίες του δημιουργού μέσα από απλά λογοτεχνικά σχήματα και έναν αισθητό ειρωνικό διάδρομο και χρησιμοποιεί τη γλώσσα χειραγωγώντας τα συναισθήματα.

Η ποιητική του απομακρύνεται συνειδητά από τον φορμαλισμό της αισθητικής ιδεολογίας και το ηρωικό πρότυπο, είτε του εξουσιαστικού λόγου είτε του κοινωνικού περιθωρίου της αντιεξουσιαστικής γλώσσας. Το ποιητικό εγώ του Παστάκα είναι μέλος της κοινωνίας∙ δεν ζει στο περιθώριό της ούτε και έξω από αυτήν, σε κάποιο υπερπραγματικό κόσμο υπαρξιακών αναζητήσεων. Σε αντίθεση με τους αρχετυπικούς ήρωες του Frye (1957), οι ποιητικοί χαρακτήρες πάσχουν, ερωτεύονται, πονούν, χάνουν αγαπημένα πρόσωπα, αλλά αγκαλιάζοντας τα πάθη τους συνεχίζουν να αγωνίζονται για ζωή, χωρίς να είναι ανώτεροι από άλλους ανθρώπους, δίχως να ανήκουν στον υψηλό μιμητικό τρόπο του έπους και της τραγωδίας. Έτσι, όμως με τη διαστολή της μετάβασης από το πραγματικό στο ιδανικό διαχέεται και μία ειρωνική διάθεση.

Ο Παστάκας δεν στοχάζεται για κάποια αόριστη παγκόσμια ανθρώπινη φύση, που ορίζεται από μια εγγενή επιθυμία για τάξη και μορφή, θυμίζοντας τη θέση του Swingewood (1987:6). Ακόμη και αν η ποίηση δεν έχει απαντήσεις στις ερωτήσεις που θέτει, εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας. Επιτρέπει στον αναγνώστη να ξαναδεί το χαμένο ιδανικό της ολότητας στην εμπειρία της ανάγνωσης (Bertens, 2001:14). Η τέχνη είναι η αποθήκη των καταγεγραμμένων αξιών μας. Τις απελευθερώνουν και τις διαιωνίζουν, όταν οι ποικίλες δυνατότητες ύπαρξης εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα κατά την περίπλοκη σφυρηλάτηση της νέας ταυτότητας του αναγνώστη της ποίησης (Richards, 1972:110).

βιβλιογραφικές αναφορές


Adorno, Th. (1997). Aesthetic Theory. (ed.) Gretel Adorno and Rolf Tiedemann. London: The Athlone Press.
Althusser, L. (19692). Ideology and Ideological State Apparatuses and A Letter on Art (1977). In Lenin and Philosophy and Other Essays, trans. Ben Brewster. London: New Left Books.
Arendt. H. (1992). Crisis in Culture: Its Social and Political Significance. In Arendt, H. Lectures on Kant’s Political Philosophy. (ed. Ronald Beiner). The University Of Chicago Press.
Barthes, Ρ. (1980). Η κριτική σαν γλώσσα (1963). απόδ. Ηλιόπουλος Σπ. Το Δέντρο, 16, 289-294.
Bennett, A. &Royle, N. (20043). An Introduction to Literature, Criticism and Theory. Edinburgh: Perason Longman.
Bertens, H. (2001). Literary Theory, The Basics. London & New York: Routledge.
De Man, P. (1986). The Resistance to Theory. Minneapolis: University of Minnesota Press.
Eagleton, T. (1976). Marxism and Literary Criticism. London: Routledge.
Eagleton, T. (1991). Ideology, an introduction. London-New York: Verso.
Eagleton, Τ. (19964). Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. μτφρ. Τζιόβας, Δ. Αθήνα: Οδυσσέας.
Frye, N. (1957). Anatomy of Criticism. London: Princeton University Press.
Hoven, A. (1991:15). Aesthetics, Ideology, and the Position of the Critic. In Theoria, 77, pp. 15-37.
Kristeva, J. (1980). Desire in Language. A Semiotic Approach to Literature and Art. New York: Columbia University Press.
Mulle-Zettelmann, E. & Rubik, M. (2005). Theory into Poetry. New approaches to the lyric. Amsterdam-NewYork: Rodopi B. V. Editions.
Richards, I. A. (1972). Communication and the Artist. In David Lodge (ed. ) 20th Century Literary Criticism. London and New York: Longman [1924].
Swingewood, A. (1987). Sociological poetics and aesthetic theory. New York: Palgrave Macmillan.
Φρυδάκη, Ε. (2003). Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της διδασκαλίας. Αθήνα: Κριτική.


[i] Για τη μελέτη μας αξιοποιήσαμε την ανθολογία «Σώμα διά τριβής, Επιλεγμένα Ποιήματα 1981-2018» (εκδ. Ρώμη, 2018).
[ii] βλ. «το αθόρυβο γεγονός» κομματική συνεστίαση, ένα σύννεφο καπνού, «η μάθηση της αναπνοής» dolce, «ο κοινωνός των αποστάσεων» ο ορισμός των αποστάσεων, η πρώτη μέθη, μία θέση στην ιστορία, ενδυματολογική προσέγγιση, «όρος Αιγάλεω» τα λάθη μου έκτισαν, είναι πολλά στον αριθμό.
[iii] βλ. «η μάθηση της αναπνοής» πατρός παρακαταθήκη, η φωτεινή αλληλεγγύη, «ο κοινωνός των αποστάσεων» Ελλάδα παπάκι, κεφαλή πομπής, «προσευχές για φίλους» upper path, ο δρόμος με τα μπαχαρικά, χαρά το χάραμα.
[iv] βλ. «αλτσχάιμερ αρχομένου» το κόκκινο τραπουλόχαρτο στον δρόμο, δεν φοβήθηκα τη ζωή μου.
[v]βλ. «παραπάτημα στη χαρά» κόκκινο, «τόποι τόπι» Κηφισιά, Ξάνθη, Λάπηθος, Serajevo.
[vi] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» η πρώτη μέθη.
[vii] βλ. «poste restante» αρχαίος διάλογος.
[viii] βλ. «προσευχές για τους φίλους» campari ode.
[ix] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» υπερφίαλος ποιητική.
[x] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» Ελλάδα παπάκι, είδωλο επί των υδάτων, «συσσίτιο» περιφέρομαι από τραπέζι, σε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι, πριν δεκαπέντε χρόνια, το βρώμικο μισοφαγωμένο, και αυτή την μπουκιά φαΐ.
[xi] βλ. «προσευχές για φίλους» η λίμνη της Βουλιαγμένης, «όρος Αιγάλεω» για να φτάσω εδώ ψηλά, τα λάθη μου έχτισαν.
[xii] βλ. «προσευχές για φίλους» χαρά το χάραμα, «χαμένο κορμί» όχι δεν έρχομαι από την Ελευσίνα, «συσσίτιο» φακές κόκκινες σουπίτσα, ανοίγω μία κονσέρβα τόνο.
[xiii] βλ. «νήσος Χίος» τα παυσίπονα βυζάκια σου, «προσευχές για φίλους» campari ode, «όρος Αιγάλεω» ουράνιο τόξο, «χαμένο κορμί» βράδυ Σαββάτου, «συσσίτιο» υποτονθορύζει ο γάτος μου, ο άντρας που τρώει, «ροή ρακής» μουνί μαγκάλι, «τόποι τόπι» Ξάνθη, Ραψάνη, «αλτσχάιμερ αρχομένου» τώρα που αντιστράφηκαν οι όροι και εσύ.
[xiv] βλ. «νήσος Χίος» upper path, «προσευχές για φίλους» άλμα εις τριπλούν, «όρος Αιγάλεω» μ’ αρέσει αυτό που βλέπω.
[xv] βλ. «συσσίτιο» ρακί οροπεδίου Λασιθίου, φρέσκος σολομός Νορβηγίας, έτσι όπως περιφερόμαστε, ο άντρας που τρώει, μυρίζει ψητό της Κυριακή, «ροή ρακής» πίτσα ίντερνετ, «αλτσχάιμερ αρχομένου» ένας άντρας είναι ο ακέραιος αριθμός, το τσίπουρο θέλει μεζέ και παρέα.
[xvi] βλ. «χαμένο κορμί» ένα κοτσάνι μήλου, πέθανα δυο φορές, «αλτσχάιμερ αρχομένου» έπρεπε να αποδεχθείς, είμαι κακός και το γνωρίζετε όλοι σας, «άπολις» Ξ.
[xvii] βλ. «όρος Αιγάλεω» για να φτάσω εδώ ψηλά, μ’ αρέσει αυτό που βλέπω, είναι πολλά στον αριθμό, «χαμένο κορμί» ένα κοτσάνι μήλου, πέθανα δυο φορές, «συσσίτιο» με κριθαρόζουμο, «αλτσχάιμερ αρχομένου» μία αιώρα τεντωμένη, είμαι αλήθεια ζωντανός, τελευταία είμαι χαρούμενος, το τσίπουρο θέλει μεζέ και παρέα, «άπολις» Κ.
[xviii] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» ο ορισμός των αποστάσεων, «όρος Αιγάλεω» ένας γύπας γυροφέρνει, «χαμένο κορμί» έστρωσα το τραπέζι, την καύτρα από το τσιγάρο μου, όχι δεν έρχομαι από την Ελευσίνα, δεν έχω παράπονο, «συσσίτιο» νηστικά σώματα κρέμονται, ανοίγω μία κονσέρβα τόνο, καταναλώθησαν 10 κιλά οίνου, «παραπάτημα στη χαρά» λουλακί, «άπολις» Ε.
[xix] βλ. «νήσος Χίος» upper path, «Χόρχε» τώρα που απέκτησα, εκείνη τη νύχτα, «χαμένο κορμί» ένα κοτσάνι μήλου, «posterestante» το τρίτο, «συσσίτιο» πριν δεκαπέντε χρόνια, «παραπάτημα στη χαρά» κόκκινο, «τόποι τόπι» Ραψάνη, «αλτσχάιμερ αρχομένου» δεν φοβήθηκα τη ζωή μου, «άπολις» Ε.
[xx] βλ. «παραπάτημα στη χαρά» λουλακί, «τόποι τόπι» Κηφισιά.
[xxi] βλ. «όρος Αιγάλεω» τα λάθη μου έκτισαν, «συσσίτιο» μυρίζει ψητό της Κυριακής, πριν δεκαπέντε χρόνια, «σώμα με σώμα» πάλι σε λάθος τόπο βρίσκομαι, «αλτσχάιμερ αρχομένου» είμαι κακός και το γνωρίζετε όλοι σας.
[xxii] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» ενδυματολογική προσέγγιση.
[xxiii] βλ. «νήσος Χίος» upper path, «όρος Αιγάλεω» δεν έχω παράπονο, «συσσίτιο» νηστικά σώματα κρέμονται, έρημοι δρόμοι, το βρώμικο μισοφαγωμένο, φακές κόκκινες σουπίτσα, ρακί οροπεδίου Λασιθίου, «ροή αέρος» πίτσα ίντερνετ, «παραπάτημα στη χαρά» κόκκινο.
[xxiv] βλ. «συσσίτιο» ο άντρας που τρώει, νηστικά σώματα κρέμονται, φρέσκος σολομός Νορβηγίας.
[xxv] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» ο ορισμός των αποστάσεων, μία θέση στην ιστορία, Ελλάδα παπάκι, «όρος Αιγάλεω» τα λάθη μου έκτισαν, για να φτάσω εδώ ψηλά, ένας γύπας γυροφέρνει, «συσσίτιο» ανοίγω μία κονσέρβα τόνο, το βρώμικο μισοφαγωμένο, φακές κόκκινες σουπίτσα, έρημοι δρόμοι, ένα πιάτο γιουβαρλάκια, «αλτσχάιμερ αρχομένου» ένα κόκκινο τραπουλόχαρτο στο δρόμο.
[xxvi] βλ. «ροή ρακής» στραγάλια κεράκι, «παραπάτημα στη χαρά» κόκκινο.
[xxvii] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» ο ορισμός των αποστάσεων, Ελλάδα παπάκι, «χαμένο κορμί» έστρωσα το τραπέζι.
[xxviii] βλ. «συσσίτιο» και αυτή την μπουκιά φαΐ.
[xxix] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» Ελλάδα παπάκι, ο ορισμός των αποστάσεων, «συσσίτιο» νηστικά σώματα κρέμονται, με κριθαρόζουμο, μυρίζει ψητό της Κυριακής, γλυκός τραχανάς σε ταπεράκι, ο άντρας που τρώει, ανοίγω μία κονσέρβα τόνο, «τόποι τόπι» Λάπηθος.
[xxx] βλ. «συσσίτιο» με κριθαρόζουμο.
[xxxi] βλ. «προσευχές για φίλους» άλμα εις τριπλούν, campari ode, η λίμνη της Βουλιαγμένης, χαρά το χάραμα, ο δρόμος με τα μπαχαρικά, upper path, «χαμένο κορμί» όχι δεν έρχομαι από την Ελευσίνα, «συσσίτιο» το βρώμικο μισοφαγωμένο, ανοίγω μία κονσέρβα τόνο, «σώμα με σώμα» πάλι σε λάθος τόπο βρίσκομαι, «παραπάτημα στη χαρά» κόκκινο, λουλακί, «τόποι τόπι» Κηφισιά, Ξάνθη, Ραψάνη, Λάπηθος.
[xxxii] βλ. «ο κοινωνός των αποστάσεων» ο ορισμός των αποστάσεων, μία θέση στην ιστορία ο ορισμός των αποστάσεων, μία θέση στην ιστορία, «παραπάτημα στη χαρά» λουλακί, «τόποι τόπι» Serajevo, Λάπηθος, «αλτσχάιμερ αρχομένου» ένας επιβάτης στο τελευταίο κάθισμα, ένα κόκκινο τραπουλόχαρτο στο δρόμο, δεν φοβήθηκα τη ζωή μου, «άπολις» Ε, Α.
[xxxiii] βλ. «η μάθηση της αναπνοής» αποχαιρετιστήριο δώρο, «ο κοινωνός των αποστάσεων» ενδυματολογική προσέγγιση, «χαμένο κορμί» όχι δεν έρχομαι από την Ελευσίνα, «τόποι τόπι» Ραψάνη, «αλτσχάιμερ αρχομένου» έπρεπε να αποδεχθείς

 
Δήμος Χλωπτσιούδης- MA Δημιουργικής Γραφής-κριτικός ποίησης – φιλόλογος