Οι βασικοί θεματικοί άξονες και τα συχνότερα σύμβολα της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, έχουν, ομολογουμένως, επισημανθεί από τη μέχρι τώρα σχετική βιβλιογραφία, ιδίως μετά τη διατριβή του Αθανάσιου Γκότοβου[1] και έως τον συλλογικό τόμο: Μνήμη του Ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου που εκδόθηκε με την επιμέλεια του καθηγητή Π. Μαστροδημήτρη.[2] Η εισήγησή μου στοχεύει στο να συμπληρώσει την εικόνα, σε ό,τι αφορά ορισμένες επιμέρους πτυχές του έργου, αναδεικνύοντας, παράλληλα, κάποια εκφραστικά μοτίβα και τεχνικές σχηματικού λόγου, για τα οποία (μολονότι συχνά μέσα στο έργο και, άρα, χαρακτηρισικά από γλωσσοϋφολογική άποψη για το ποιητικό ιδίωμα του Βρεττάκου) δεν έχουν γίνει, όσο ξέρω, παρά ελάχιστες επισημάνσεις.
***
Ξεκινώ με τον Ταΰγετο, το γενέθλιο βουνό ή το κατ’ εξοχήν βουνό, με το οποίο όλοι γνωρίζουμε το πόσο δεμένος είναι ο ποιητής Βρεττάκος. Σε μιαν από τις πολλές συνομιλίες του με το ίδιο το βουνό, του απευθύνει τους εξής στίχους:
Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μια π έ τ ρ α στερεή
ν’ ακουμπώ το χ α ρ τ ί μου. [ ]
*
Η μοίρα
μού επέτρεψε απ’ όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ, να έχω
κ’ εγώ στο σ ύ μ π α ν μια π έ τ ρ α.
Και σε άλλο σημείο τού λέει, πάλι μεταφορικά:
Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κ τ ί σ μ α τ α
πάνω σου.[3]
(Ποιήματα για το ίδιο βουνό, Γ, 386, 387, 378)
Βεβαίως, ως προς το δέσιμό του με τον Ταΰγετο, έχουν προηγηθεί μεταφορικές και παρομοιαστικές εκφράσεις πολύ πιο έντονες, σε συνδυασμό, μάλιστα, με κάποιο σχήμα υπερβολής:
ΈΤΣΙ μου στάθηκε ο Τ α ΰ γ ε τ ο ς: ΌΠΩΣ, ο κόρφος
της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ώς να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ώς να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά ΣΑΝ ωκεανός,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
(Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος, Α, 181)
Με μιαν ωραία μεταφορά αναφέρεται και στις κυματιστές ή δαντελένιες κορυφογραμμές των βουνών. Συνομιλώντας με “το ποτάμι Μπυές”, στις όχθες του οποίου βρέθηκε αυτοεξόριστος στην Προβηγκία, παρατηρεί:
[ ] μές στον καθρέφτη σου
σάλευαν οι δ α ν τ έ λ ε ς των βουνών και γίνονταν
κι αυτές ποτάμι.
(Το ποτάμι Μπυές, Β, 417)
ή, ακόμη πιο ποιητικά, συνομιλώντας με τον Ταΰγετο:
Η ουράνια δ α ν τ έ λ α,
η σχεδόν κ υ μ α τ ί ζ ο υ σ α,
των γραμμών σου [ ]
(Ποιήματα για το ίδιο βουνό, Γ, 382)
πβ. και:
Είδες άδειο τον ουρανό, ανηφόρισες
κ’ ιχνογράφησες τα βουνά. Οι γραμμές του,
μου θυμίζουν το χέρι σου. Ένα χέρι απλωμένο
που επιπλέει στο φως, κ υ μ α τ ί ζ ο ν τ α ς
την άκρη της πένας σου. [ ]
(Τα βουνά, Β, 138)
***
Το βουνό, με τη χλωρίδα του, την πανίδα του, τα νερά του, αλλά κυρίως το ύψος του, είναι το σύνηθες σκηνικό όπου η θέαση του ποιητή απλώνεται σε όλον τον κόσμο, στο σύμπαν, στο στερέωμα ή στο άπειρο. Η κριτική μίλησε ήδη για «μια συμπαντική θεώρηση», για ένα «πανεποπτικό αντίκρυσμα του κόσμου». Χαρακτηριστικοί, εν προκειμένω, είναι και οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων ή συλλογών ποιημάτων (ορισμένους από τους οποίους θα τους συναντήσουμε πιο κάτω, μιλώντας για τα ίδια τα ποιήματα). Η θέαση του ποιητή είναι εξίσου ‘μακροσκοπική’ και ‘μικροσκοπική’, αγκαλιάζει το σύμπαν τόσο ως μακρόκοσμο όσο και ως μικρόκοσμο.
Ιδού τι λέει σχετικά ο ίδιος ο ποιητής (σε ένα απόσπασμα από την ομιλία του κατά την τελετή της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών[4]): «[ ] Πέρα από τον κόσμο αυτόν με τα απάνθρωπα δρώμενά του, υπάρχει και ο κόσμος του φυσικού μας περιβάλλοντος με την πανσπερμία των έμβιων όντων του και την πολυποικιλία των φαινομένων του, που συναποτελούν και εκφράζουν το βάθος και τη σοφία αυτής της δημιουργίας. Η φύση είναι κι αυτή ένας δάσκαλος. Και μπορώ να ειπώ πως αυτή υπήρξε ο καλύτερος δάσκαλός μου. [ ] Με έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή στο σύνολό της. Μου είπε πολλά και της είπα πολλά. Με έμαθε να βλέπω πέρα από τις επιφάνειες. Να γίνω ένας θρησκευόμενός της. Ν’ αντιληφθώ πως και το ματάκι ενός μικρού πουλιού ακόμη, με το φωτεινό του αχανές, είναι μια πόρτα που μας εισάγει στο βάθος του κόσμου. Χώρισα τη ζωή σε δύο πόλους. Στο ιερό το βεβηλωμένο ανθρώπινο πρόσωπο και στην εκπληκτική φυσική τελειότητα και ομορφιά και μίλησα εξίσου και στα δύο με την ίδια αφοσίωση. Δεν εγνώρισα τη φύση μέσ’ απ’ τον άνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο μέσ’ απ’ τη φύση. Δεν ξέρω αν διαφορετικά θα είχα ονειρευτεί και απαιτήσει να έχει και ο άνθρωπος την τ ε λ ε ι ό τ η τ α ενός λ ο υ λ ο υ δ ι ο ύ.»
Σχετικά με αυτή την τελειότητα, ας ξεκινήσουμε τη μικροσκοπική θεώρηση του ποιητή με το εξής:
[ ] Μι’ αλυσίδα από ατελείωτους γ α λ α ξ ί ε ς
συνεργάστηκαν, διασταύρωσαν κάτω
στη γη φωταψίες’ το σ ύ μ π α ν ολόκληρο
πήρε μέρος στη γένεση αυτού του γ α ρ ύ φ α λ λ ο υ.
Κι αυτό που ακούω είναι οι φωνές
των μαστόρων του μέσα του.
(Γένεση, Γ, 421)
(Εξάλλου, μετά την αναχώρησή του απ’ αυτόν τον κόσμο, οραματίζεται πως:
[ ] Μπορεί και πάλι να υπάρξω.
Μπορεί να βγω σα λ ο υ λ ο ύ δ ι
στη ραγάδα μιας πέτρας σ’ έναν άλλο π λ α ν ή τ η.)
Μια άλλη μικροσκοπική κατάδυση, με αγιογραφικές προεκτάσεις (εν προκειμένω, ένα κατέβασμα που ακόμη και η στιχική διάταξη του ποιήματος θέλει να υποδηλώσει):
Κατεβαίνω μέσα σ’ ένα λ ο υ λ ο ύ δ ι
με μια σκάλα πολύ πιο μεγάλη
από κείνη που είδεν ο Ιακώβ
να κατεβαίνουνε άγγελοι
απ’ τον ουρανό.
Κατεβαίνω
και πάντοτε
απέχω
απ’ το τέρμα του, όσο
απέχουνε τ’ άκρα του σ ύ μ–
π α ν τ ο ς μεταξύ τους.
(Διαπλανητική περιπλάνηση, Β, 461)
Αναλύοντας τη μοριακή υπόσταση ενός λουλουδιού, ενός φύλλου ή μιας σταγόνας, η σύγχρονη Φυσική[5] απέδειξε ότι τέτοιες κολοσιαίες αποστάσεις χωρίζουν μεταξύ τους και τα άτομα μέσα σε κάθε μόριο. Η μαθηματική τάξη και οι αριθμοί, και μάλιστα οι μουσικοί, χάρη στα οποία στέκει τόσο ο ουρανός όσο και ένα ρόδο, αποδεικνύονται ανεπαρκείς στο μέτρημα του βάθους μιας σταγόνας ‘ ομολογεί (στο τελευταίο από τα παραθέματα που ακολουθούν) και ο ποιητής, αν και γνώστης των μουσικών αριθμών.
[ ] σκάφτω ένα φ ύ λ λ ο χλόης να θάψω
μέσα μιαν ά β υ σ σ ο.
(Διάλειμμα, Β, 65)
Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει
τίποτα. Ούτε ο υ ρ α ν ό ς έναστρος,
ούτε ρ ό δ ο. Προπαντός ένα ποίημα.
Κ’ ευτυχώς ότι μ’ έκανε η μοίρα μου
γνώστη των μουσικών αριθμών [ ]
(Οι μουσικοί αριθμοί, Β, 427)
Οι αριθμοί μου εξαντλήθηκαν μετρώντας το βάθος
της σ τ α γ ό ν α ς που στάλαξε πάνω απ’ το φύλλο
του δέντρου στο χέρι μου. Ξανάρχισα πάλι
και πάλι εξαντλήθηκαν. [ ]
(Το βάθος της σταγόνας, Β, 64)
Από τη μια μεριά «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» κι από την άλλη ο άνθρωπος (και η αντίληψή του γι’ αυτόν τον κόσμο με τη ματιά του ποιητή, ο οποίος, μάλιστα, διερωτάται: Ποιος είναι άραγε | απ’ τους δυο μεγαλύτερος: ο κόσμος ή ο άνθρωπος;). Την ένωση του ανθρώπου με το σύμπαν διασφαλίζουν διάφορες πύλες διόδου, όπως τις αντιλαμβάνεται ο ποιητής, με προεξάρχουσα τα μάτια (στα μάτια, μάλιστα, της αγαπημένης του ο ποιητής βλέπει τη σοφά σταθμισμένη πράξη του σύμπαντος, και μάλιστα, όπως βλέπει κανείς έναν κήπο απ’ το φράχτη του):
Τα κ ύ τ τ α ρ ά μας λοιπόν
δεν είναι παρά
στοιχεία και φώτα
συναγμένα απ’ τα τέσσερα
σημεία του σ ύ μ π α ν τ ο ς.
(Τα κύτταρά μας, Β, 184)
*
Τα μ ά τ ι α σου ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΣΑΝ μια γλυκιά μέρα.
ΣΑΝ ένα πρωί.
ΣΑΝ ένας ορίζοντας,
που δίνουν και παίρνουν μέσα του οι ανταύγειες
φτιάχνοντας θαύματα. [ ]
Στα μ ά τ ι α σου
ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ βλέπω τη σοφά σταθμισμένη
πράξη του σ ύ μ π α ν τ ο ς σ’ όλη τη δόξα της
κι από τόσο κοντά ˙ ΟΠΩΣ βλέπει κανείς
έναν κήπο απ’ το φράχτη του.
(Μικρογραφία τελειωμένη, Β, 53)
(Σημαδεύω με μικρά κεφαλαία το όπως, ή το μοιάζουν σαν, το νομίζω πως, αλλού: το θαρρώ πως / θαρρείς, δίπλα στο σαν, το καθώς και άλλα, για να δείξω την ποικιλία στους δείκτες της παρομοίωσης που χρησιμοποιεί ο Βρεττάκος).
Τα μάτια- πράσινος κήπος ως ένας ξεχωριστός κόσμος, δίπλα στη θάλασσα και τον ουρανό, επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα, αλλά και τα μάτια ως ζυγαριά όπου ζυγίζονται ήλιοι, φεγγάρια, αστέρια και ολόκληρο το στέρεο σύμπαν :
Έχω τ ρ ε ι ς κ ό σ μ ο υ ς. Μια θ ά λ α σ σ α, έναν
ο υ ρ α ν ό κι έναν πράσινο κήπο: τα μ ά τ ι α σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας
έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.
(Ο πράσινος κήπος, Β, 57)
Τα μ ά τ ι α σου: μια ζυγαριά που παρ’ όλο
το βάρος τους πάνω της ζυγίζονται ή λ ι ο ι,
φ ε γ γ ά ρ ι α κι α σ τ έ ρ ι α και σύννεφα και όρη
και δάση και θάλασσες˙ χωρίς να λυγίσει.
Τα μ ά τ ι α σου, αντίθετα, σηκώνουν το στέρεο
σ ύ μ π α ν ψηλότερα.
(Ισορροπία, Β, 54)
Σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του ποιητή, εκτός από άλλες πύλες διόδου του σύμπαντος, που κατονομάζει ο ίδιος, όπως τ’ αφτιά και οι πόροι του σώματος, τον κυρίαρχο ρόλο παίζει άλλοτε η ψυχή και άλλοτε η καρδιά του ποιητή (μάλιστα, η σύγκριση του τρόπου με τον οποίο οι ήλιοι του σύμπαντος βομβαρδίζουν την ψυχή του με τον τρόπο που τα πρωτόνια βομβαρδίζουνε το άτομο, δεν είναι παρά η αξιοποίηση μιας μεταφοράς που χρησιμοποίησε πρώτα η επιστήμη).
[ ] τ’ α υ τ ι ά μου
και οι π ό ρ ο ι μου ˙ αόρατοι οδοί που το σ ύ μ π α ν
εισρέει διαρκώς, μεταγγίζοντας την αιώνια
εγρήγορση [ ]
(Κόπωση, Β, 443)
[ ] ΚΑΘΩΣ τα π ρ ω τ ό ν ι α
βομβαρδίζουνε το ά τ ο μ ο
ΕΤΣΙ βομβάρδιζε την ψ υ χ ή μου το κράτος
των η λ ί ω ν του Θεού και σήκωσε μές
στην κ α ρ δ ι ά μου πανύψηλα αισθήματα– κύματα
φως [6], χοροστρόβιλους. [ ]
(Η επική ποίηση, Β, 24)
Σε άλλες περιπτώσεις, ο ποιητής αισθάνεται την καρδιά του είτε ως αντηχείο των ήχων που παράγονται στην άβυσσο του απείρου :
Δε θ’ άρχιζε μήτε θα τέλειωνε τ’ ά π ε ι ρ ο
χωρίς την κ α ρ δ ι ά μου. Τότε, δε θά ‘χε
πού να ρίξει τους ήχους του. Δε θά ‘χε στέρνα.
Δε θά ‘χε δίχτυ να κρατήσει τ’ αστέρια του.
Είναι η κ α ρ δ ι ά μου ένα α ν τ η χ ε ί ο εκεί
που τελειώνει η άβυσσο ˙ σαν ένας ήλιος
κούφιος, σκαμμένος ˙ σαν μια
χοάνη στο βάθος.
Είναι το με-
γαλύτερο κόκκινο σ π ή λ α ι ο του σ ύ μ π α ν τ ο ς.
(Το βάθος της καρδιάς, Β, 55)
είτε και ως ένα σπήλαιο σιωπής στο σύμπαν από την οροφή του οποίου, κάποια μεσάνυχτα, θ’ αρχίσουν να πέφτουν, ως φωτεινοί σταλαχτίτες, τα ποιήματα που δεν έχει γράψει ώς τώρα (o χαρακτηρισμός σπήλαιο υπάρχει και στο προηγούμενο παράθεμα, όπως και ο χαρακτηρισμός στέρνα, που θα τον συναντήσουμε και πιο κάτω):
Το χαρτί, το τραπέζι, το χέρι μου.
Περιμένω. Όπου νά ‘ναι, θ’ αρχίσουν να πέφτουν.
Η ψ υ χ ή μου, δεν είναι παρά
ένα σ π ή λ α ι ο σιωπής, που από πάνω του κρέμονται
αμέτρητοι
φωτεινοί σ τ α λ α χ τ ί τ ε ς. Πόσοι αιώνες χρειάστηκαν
για να γίνουν δεν ξέρω ˙ είναι τα π ο ι ή μ α τ α
που έχω να γράψω.
Ξέρω πως όσα
είναι τα κύματα κι όσα τ’ αστέρια
είναι τα ποιήματα που έχω να γράψω.
(Ώρα 12 τη νύχτα, Β, 26)
***
Εννοείται ότι η επικοινωνία, η διέλευση (δική του η λέξη: Β, 467) από τον ανθρώπινο κόσμο στον συμπαντικό και αντίστροφα, αλλά και η παρουσία του ενός μέσα στον άλλον είναι διαρκής και αδιάκοπη. Ιδού κάποια στιγμιότυπα:
Αν ήταν να σου
προσφέρω ένα κ ρ ί ν ο
θά ‘βαζα έναν
μίσχο
στον έ σ π ε ρ ο.
(Αν ήταν, Β, 131)
[ ] Απ’ τη μια το λ υ χ ν ά ρ ι μας
κι απ’ την άλλη ο έ σ π ε ρ ο ς, ΘΑΡΡΟΥΣΕ κανείς
ΟΤΙ έκαναν σήματα μεταξύ τους. Κι ακόμη
ΠΩΣ ήτανε απ’ τα ύψη που ακούγονταν , ίδια
παντού, από κάτω τ η γ η ς κ’ έως τ ο έ ν α σ τ ρ ο τ έ λ ο ς,
σαν απόσπασμα ενός αιώνιου ρυθμού
τ ο κ ο υ δ ο ύ ν ι α π’ τ ο π ρ ό β α τ ο.
(Πανάρχαιο ειρηνικό δείπνο, Β, 449)
Θα διεξέλθω, επί τροχάδην, δύο ποιήματα, που χαρακτηρίζονται για τη θεατρική τους σκηνοθεσία, με τη σκηνική δράση να πραγματοποιείται στον ανθρώπινο κόσμο αλλά με προεκτάσεις σε ένα φυσικό ή υπερφυσικό σύμπαν: Στο πρώτο, ο λαβωμένος στρατιώτης, πεσμένος στο χιόνι, κάνει νόημα στους συστρατιώτες του να του βγάλουν το δαχτυλίδι και να το στείλουν στην αγαπημένη του. Είναι ακόμη ζεστός και χαμογελαστός. Μόνο το φρέσκο γ α ρ ο ύ φ α λ ο, στο στήθος, \ ζερβά, πάνω απ’ τ’ άσπρο πουκάμισο υποδηλώνει τη ματωμένη πληγή (ένας από τους πολλούς συμβολισμούς αυτού του λουλουδιού στην ποίηση του Βρεττάκου). Όταν, όμως, ύστερ’ από λίγο, ξεψυχά και πέφτει πάνω του το ζεστό δάκρυ των συντρόφων του, το χιόνι φουντώνει: χιόνιχε, χιόνιζε | σ’ όλο τ ο ν κ ό σ μ ο. | Είχε το σύμπαν | σκύψει θαρρείς και χιόνιζε κ’ έκλαιγε | κ’ έσταζε πάνω στην άσπρη του ακίνητη | μάσκα:
Μας τον φέρανε λαβωμένονε.
Το γέλιο του ίδιο. Τα μάτια, τα χέρια του
δεν έδειχναν τίποτα. Το μέτωπό του ήταν ήρεμο,
φορτωμένο, όπως πάντοτε. Το χιόνι στα γένια του
είχε καθίσει ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ απαράλλαχτα
ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ κάθονταν και πάνω στα δέντρα.
Ένα φρέσκο γαρούφαλο μόνο, στο στήθος,
ζερβά, πάνω απ’ τ’ άσπρο πουκάμισο.
Μας έκανε νόημα κ’ εμείς
καταλάβαμε. Του πήρα το χέρι,
γονάτισα, έπιασα το ένα του δάχτυλο:
«Το χρυσό δαχτυλίδι μου να το πάτε στην Α
στην πόλη Ω».
(Το τελευταίο μικρό της γράμμα τον είχε
βρει τις προάλλες στο χίλια διακόσια
είκοσι ύψωμα. Γράφοντάς του τον έλεγε
πάντα: «λουλούδι μου».)
Πάνω μας χιόνιζε. Σ’ όλων τα πρόσωπα
βημάτιζε η θλίψη: κάτι δάκρυα χοντρά
που καίγαν το χιόνι, κρεμιόνταν στα μάγουλα
κ’ έσταζαν πάνω του. Κ’ εκείνη την ώρα
πιο ζεστό πράγμα σ’ όλο τον κόσμο
δεν ήταν ΘΑΡΡΩ ˙ γιατί χιόνιζε, χιόνιζε [7]
σ’ όλο τον κόσμο.
Είχε το σ ύ μ π α ν
σκύψει ΘΑΡΡΕΙΣ ΚΑΙ χιόνιζε κ’ έκλαιγε
κ’ έσταζε πάνω στην άσπρη του ακίνητη
μάσκα: «Λουλούδι μου!»
(Ο νεκρός, Β, 84)
Στο δεύτερο ποίημα, όταν η χαροκαμμένη μάνα (έχει πρόσφατα χάσει το γιο της) μπαίνοντας στο σπίτι της, με λυμένη τη μαύρη μπόλια της, κοντεύει να σωριαστεί, στην απέναντι εικόνα, μια άλλη μάνα, φορώντας κόκκινη μαντήλα, η Παναγία, τη βλέπει,| τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς, | θα της πέσει το βρέφος της. Θέλει να την | βοηθήσει, αλλά [ ] | δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ α υ τ ό ν | τ ο ν κ ό σ μ ο για μια στιγμή το παιδί της:
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξη μήνες.
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
ΣΑ ΝΑ σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας,
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ώς κάτου το πάτωμα. Στον τοίχο, αντικρύ της,
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει ΘΑΡΡΕΙΣ,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντήλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά ˙ το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ α υ τ ό ν
τον κ ό σ μ ο για μια στιγμή το παιδί της.
(Δύο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες, Β, 88)
Έτσι, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που, σε ποιήματα ποιητικής, ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, λ.χ. ότι:
[ ] κατά βάθος, η π ο ί η σ η
είναι μ ι’ α ν θ ρ ώ π ι ν η κ α ρ δ ι ά φ ο ρ τ ω μ έ ν η
όλον τον κόσμο.
(Ο κόσμος κ’ η ποίηση, Β, 31)
όπως και ότι:
Γράφοντας, προσπαθώ να μπάσω στις λέξεις μου
την ημέρα με την αγάπη της. Τον ήλιο, τ’ αστέρια,
τα πράγματα’ όλα να στρέφονται, ΟΠΩΣ
και μ έ σ α σ τ ο σ ύ μ π α ν, μ έ σ α σ τ η ν π ο ί η σ η.
(Ανασύνθεση, Β, 25)
*
[ ] Κ ά θ ε σ τ ί χ ο ς μ ο υ π α ί ζ ε τ α ι
π ρ ώ τ α σ τ ο σ ύ μ π α ν.
(Το ρυάκι των στίχων, Β, 144)
***
Ανάλογες εικόνες δημιουργεί ο ποιητής και σε ό,τι αφορά άλλα μεγάλα θέματα-σύμβολά του, όπως λ.χ. ο ΗΛΙΟΣ, το ΦΩΣ και ο ΟΥΡΑΝΟΣ. Διακρίνουμε, και πάλι, τη μεγάλη και τη μικρή εικόνα. Ό,τι, ενπροκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ειδικότερα, είναι ο συνδυασμός των τριών αυτών μεγάλων θεμάτων-συμβόλων με το υγρό στοιχείο, μια και όλα διαχέονται ή ρέουν με τον ίδιο τρόπο: ως σταγόνες βροχής ή ψιχάλες, ως φλέβες νερού, ρυάκια ή ποτάμια, αλλά και λιμνάζουν με τον ίδιο τρόπο, ως λίμνες ή ως στέρνες. Ακόμη ειδικότερα, το φως και ο ουρανός, στη μικρή τους εικόνα, διαμοιράζονται σε αχτίνες και ευθείες γραμμές, ακόμη και σε κλωστές ή και σε κοτσάνια, σε μαλλί ή και στριμμένο μετάξι, κάποτε και σε κομμάτια με τη μορφή πέτρας ή αγάλματος [8].
Μια ελάχιστη δειγματοληψία, δεδομένου ότι υπάρχουν χωρικοί περιορισμοί. Πρώτα-πρώτα, σχετικά με τον ήλιο, στον οποίο αφιερώνει τους περισσότερους στίχους του και ουκ ολίγα ποιήματα, ο «ηλιολάτρης» Βρεττάκος τού αναγνωρίζει:
[ ] Μου είναι αρκετό
νά ‘σαι εσύ στο στερέωμα κ’ εγώ
όρθιος κάτω από σένα και να χαίρομαι
τη φ ω τ ι ά σ ο υ που υπήρξε της κ α ρ δ ι ά ς
και του ν ο υ μου η π η γ ή [ ]
(Ωδή στον ήλιο, Β, 404)
[ ] Ε σ ύ ε ί σ α ι ό λ α. Όταν μιλώ στο άπειρο ή στο ελάχιστο,
στο κοντινό ή στο μακρινό, [ ]
όταν μιλώ στο θαλασσί ή στα χέρια ή στα μάτια
όπου σε βάθος μέσα τους βρίσκεται ανεστραμμένο
το σύμπαν με όλα του τα φώτα, ώς τις εσχατιές του,
μιλώ στο ίδιο και το αυτό πράγμα. Κι ό τ α ν μ ι λ ώ,
Ε σ ύ μ ι λ ά ς σ ε ό λ α, μ έ ς α π ό μ έ ν α.
(Ωδή στον ήλιο, Β, 406)
Η π έ ν α είναι μ έ σ α μ ο υ μεταφερμένη από πάνω,
απ’ τα υψίπεδα τ ο υ φ ω τ ό ς. Οι κινήσεις της στο χαρτί
ταυτίζονται με τους χτύπους των φλεβών του μετώπου μου,
ταυτίζονται με το λάγγεμα της ίριδας των ματιών μου
όταν βλέπουν τ ο ν ή λ ι ο κι ακόμη, με τους παλμούς
των κυττάρων μου, όταν αγαπάω τον κόσμο
περισσότερο απ’ τις δυνάμεις μου.
(Συγγραφή, Β, 429)
Σκέφτεται, μάλιστα, την Παραίτηση από το (καθιερωμένο) αλφάβητο, μια και, όπως λέει στο ομότιτλο ποίημα,
[ ] Γράφω «σπίτι» «βουνό»
και γ ρ ά φ ε τ α ι «ή λ ι ο ς». Σα νά ‘ναι ρινίσματα
ήλιου που έλκονται όλα τα γράμματα,
ή λ ι ο ς ο ι λ έ ξ ε ι ς, ή λ ι ο ς ο ι έ ν ν ο ι έ ς τους
σ’ όλες τις γλώσσες.
(Παραίτηση από το αλφάβητο, Β, 209)
Περνάμε στον ουρανό ˙ πρώτα, η μεγάλη εικόνα:
[ ] Μικρός εωσφόρος του φωτός στου Ευρώτα τις ροδοδάφνες,
έπαιρνα δίπλα τα βουνά βρεγμένος από το φεγγάρι
με δυο άσπρους κρίνους στην καρδιά μ’ εφτά σημαίες στα χείλη
κι απάνω από των γερακιών τις ατελεύτητες μοναξιές
επόπτευα τ ο σ ύ μ π α ν θησαυρίζοντας τοπία κι αλλοτινά φώτα
στη μνήμη μου.
Ήτανε τότε που ο ο υ ρ α ν ό ς μού ανέμιζε την άπλα του,
πέρναγε πάνω απ΄ τα βουνά και με μεθούσε με το τίποτα [ ]
(Ανάμνηση από τον Ταΰγετο, Α, 185)
ή
[ ] ο ο υ ρ α ν ό ς
άνοιγε τη βεντάλια του πάνω προς το α τ ε λ ε ύ τ η τ ο,
σκορπώντας ευαγγελισμούς παντού [ ]
(Το ποτάμι Μπυές, Β, 415)
Κι ακόμη:
Με ανακαλύπτεις και σε ανακαλύπτω.
Δυο κόσμοι ατελεύτητοι: Ο υ ρ α ν ο ί που διαδέχονται
ο ένας τον άλλο. Τοπία που κρύβουνε πίσω τους
άλλα τοπία. Ήλιοι κι αστέρια σε σχήματα
ποταμιών, που διαγράφοντας λάμπουσες
μεγάλες
στροφές
κατεβαίνουν
στα βάθη μας ˙
Ας μας άφηνε ο Θεός
δέκα αιώνες φωτός αντιμέτωπους!
Δεν τελειώνει ο άνθρωπος
όπως κι ο κόσμος.
(Αντιπαράσταση, Β, 49)
Ή:
Ήρθες προχτές και μου αντάλλαξες
το παρόν με το μέλλον. Κατάκλυσες
με φως τα τετράδια μου. Τόσος πολύς
ουρανός που περίσσεψε, τι να τον κάνω;
Λογαριάζω να γράψω λοιπόν το Αναγνω-
στικό της χαράς. Το «Ήλιος και Ζωή» για τ’ αγράμ-
ματα
παιδιά του αιώνα μου.
Ένα
βιβλίο – βουνό, να γυρίζουν
στον ήλιο τη μέρα ανάμεσα στ’ άστρα
τη νύχτα οι σελίδες του.
(Το αναγνωστικό «Ήλιος και Ζωή», Β, 29)
Ο ουρανός στη μικρή εικόνα:
Πάνε τώρα δυο μήνες. Δεν κάνω άλλο τίποτε.
Τα χέρια μου βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση:
Ξεφορτώνω ο υ ρ α ν ό σ τ ι ς ψ υ χ έ ς τ ω ν α ν θ ρ ώ π ω ν.
(Χωρίς διάλειμμα, Β, 43)
Ή:
[ ] Αδιάκοπα, τώρα, νερό θ α λ α σ σ ί
αναβλύζει η κ α ρ δ ι ά μ ο υ. [ ]
Πολύς ο υ ρ α ν ό ς
καταστάλαξε μέσα μου.
(Ο άνθρωπος και τα φαινόμενα, Β, 23)
Ή:
Πού θα πάει αυτό, Θεέ μου; Είναι φ λ έ β ε ς ο ι ρ ί ζ ε ς
μ ο υ
βυθισμένες στην κοίτη τ’ ο υ ρ α ν ο ύ – π ο τ α μ ο ύ;
(Η ανησυχία της υπόγειας βοής, Β, 36)
Κι άλλος ουρανός σε μικρογραφία:
[ ] θα σκίσω τ ο ν ο υ-
ρ α ν ό σ ε σ ε λ ί δ ε ς
να σου
σκεπάσω τον πόνο
μ’ ένα μου ποίημα.
(Το ατίθασο αίμα, Β, 39)
Ή:
Κι εσύ σ τ η ν α γ κ ά λ η σ ο υ,
κρατούσες μ ι α δ έ σ μ η ο υ ρ α ν ο ύ, που μου σκέπαζε
το πρόσωπο πλάι σου.
(Το τελευταίο όνειρο, Β, 108)
Ή (όπως το βλέπει στ’ όνειρό του):
[ ] Κι άξαφνα, εκεί που διαβάζω, απαλαίνει
η ατμόσφαιρα γύρω μου γ α λ α ν ί ζ ε ι ανεπαίσθητα.
Έχεις μπει στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσεις.
Όλα γίνονται διάφανα. Προχωρείς μ’ έ ν α π έ π λ ο
ο υ ρ α ν ο ύ στο κεφάλι.
(Η αναμονή και το όνειρο, Β, 115)
***
Το ΦΩΣ και το ΝΕΡΟ τα ανάγει ο Βρεττάκος σε παραγωγικά στοιχεία της ποιητικής του έκφρασης. Απευθυνόμενος στην ποίησή του, γράφει:
[ ] Ήσουν ν ε ρ ό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φ ω ς, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
(Οι μικροί γαλαξίες, Β, 48)
[ ] με τις λ έ ξ ε ι ς, που όπως το πηγαίο
ν ε ρ ό, χορεύουν μέσα μου.
(Το ποτάμι Μπυές, Β, 416-417)
Και σε άλλο ποίημα ποιητικής:
Ν ε ρ ό μ ο υ, βυθίσου. Όταν θά ‘ναι καιρός
θα μας στείλουν μήνυμα.
[ ]
Πιο μέσα. Ακούγεσαι. Ακόμα. Βυθίσου
νερό μου, βυθίσου, βυθίσου.
[ ] Προσπαθώ να το κλείσω αυτό το νερό
που κλονίζει τη στέρνα του σαν ένας χρυσός
σπασμός ήλιου στα βάθη μου. Προσπαθώ, αλλ’ αυτό
αναβρύζει, θυμώνει, χτυπά τα τοιχώματα,
βουίζει.
[ ] Είναι ασύλληπτη η δύναμη αυτού του νερού
που τινάζεται μέσα μου νά ‘βγει στον κόσμο.
Αυτού τ ο υ ν ε ρ ο ύ. Αυτού του α γ α π ώ.
(Ησύχασε ποίηση, Β, 163)
Πάλι σε ποίημα ποιητικής:
Δεν ξέρω αν η ρέουσα αρχή του λόγου μου είναι μέσα μου.
Τη φωνή μου συμπλήρωσαν άλλες φωνές ˙ όπως είναι
τ ω ν ν ε ρ ώ ν που έχω ακούσει, του ανέμου
σε μι’ άπειρη ποικιλία αποχρώσεων [ ]
Δεν ξέρω
αν τις λέξεις μου ˙ ‘χτιστες όπως τις πέτρες ˙
τις διακίνησε ο Κόσμος κ’ έχτισε φως.
(Συνδημιουργία, Β, 436)
Ή:
Ρέει προς τα έξω η ψ υ χ ή μου, ν ε ρ ό
που στάει στο χαρτί ή φως που κλαδώνεται
στον ορίζοντα. [ ]
Αδιόρατοι νόμοι σε αδιόρατα πράγματα
ρυθμίζουν σ’ αυτό το αέναο σύμπαν
το φ ω ς και την π ο ί η σ η.[9]
(Οι νόμοι της φωτεινής διαδικασίας, Β, 435)
Ή:
[ ] Περισσεύει το φως και μέσα στο τίποτα
και ρ έ ε ι προς τα έξω. Περνά στην κ α ρ δ ι ά μου,
φ λ ε β ί ζ ε ι στο χέρι μου, ζ η τ ά ν α τ ο ε ι π ώ,
να το γράψω.
Αλλά πώς:
Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είναι απ’ του κόσμου
τον πλούτο πιο λίγες. Πιο λίγες απ’ τα
γεγονότα της άνοιξης. [ ]
Προσπαθώ ν’ απο-
χτήσω
μια επαφή με το φ ω ς, μ’ αυτές τις αμέτρητες
λ έ ξ ε ι ς που λάμπουν, μια επαφή με τη γ λ ώ σ σ α
που θα ‘γραφα ένα προσκλητήριο, σαν την ανα-
τολή του ηλίου:
Με στίχους– αχτίνες.
Με στίχους– σπαθιά. Με στίχους– αγάπη.
(Η γλώσσα και το προσκλητήριο, Β, 34)
Διερωτάται ακόμα:
[ ] Πόση [ψυχή] απομένει μέσα μου ακόμη δεν ξέρω,
δεν ξέρω ποια θά ‘ναι η στερνή της
λέξη– σταγόνα, το ποίημα– τετελεσται.
(Οι νόμοι της φωτεινής διαδικασίας, Β, 435)
***
Με το φως, επικρατέστερο στην ποίησή του από το νερό, δημιουργεί ο ποιητής Βρεττάκος και πολλές άλλες μεγάλες ή μικρές εικόνες, για μερικές από τις οποίες υπαινίχθηκα κάποια πράγματα αλλά στις οποίες τα χωροχρονικά πλαίσια δεν μου επιτρέπουν να επεκταθώ. Πολύ περισσότερο, που το φως συνδέεται με την «κυρίαρχη ιδέα του ποιητικού σύμπαντος του Βρεττάκου», που είναι η αγάπη’ με το οποίο και θα κλείσω.
Το ποίημα με τον εμβληματικό τίτλο “Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος” τελειώνει με τους στίχους:
[ ] Έτσι
μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Π ο ί η σ η και η Α γ ά π η!
(Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος, Α, 181)
Για την αγάπη, έκτοτε, ο ποιητής μας έγραψε ουκ ολίγους εμβληματικούς στίχους, λ.χ.:
«Αδελφοί μου!
μια λέξη μόνο είναι η κορφή και η ποίηση και η γνώση…»
Και γράφω στα τετράδιά μου μόνον αυτό, «Α γ ά π η».
(Η πορεία στην κορφή, Α, 179-180)
Ή:
«…Λοιπόν, το στερέωμα είναι α γ ά π η.
Ποτέ δε θα πέσει…»
(Το άνοιγμα της πόρτας, Β, 154)
Ή:
[ ] Ακόμη και μια
σταγόνα α γ ά π η ς σ’ ένα βιβλίο
είναι ένα έπος.
(Η επική ποίηση, Β, 24)
Ή:
Απ’ όλα τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο
γίνεται ο λόγος. Δίχως χρώματα, αέρα, χώμα, νερό,
δίχως ήλιο, δεν γίνεται. Δεν γίνεται δίχως
τα ενενήντα στοιχεία κι ένα ακόμη: α γ ά π η.
Κι α γ ά π η. Και πάλι α γ ά π η ˙
Για όλα
όσα υπάρχουν στον κόσμο και φτιάχνεται
ο λόγος, α γ ά π η.
(Ο λόγος, Β, 224)
Θεωρούσε, μάλιστα, πως το χρυσό κλειδί για να νιώσει κανείς την απλότητα του λόγου της ποίησης, το προσφέρει η αγάπη.
Ανθισμένο κλαδί που να φτάνεται
θέλω το λόγο μου. Κι όχι μόνον η μουσική
του Ορφέα να συνδιαλέγεται ειρηνικά
με τ’ αγρίμια. Να συλλαβαίνονται
οι λέξεις μου όπως απ’ το βλέμμα το φ ω ς.
Το χρυσό κλειδί της απλότητας
του λόγου προς όλα τα πλησίον μας
πλάσματα το έχει η α γ ά π η.
(Το χρυσό κλειδί, Β, 465)
Από το Παλέρμο, άρρωστος, απάντησε σε γράμμα του Ρίτσου με ποίημα όπου υπογράμμιζε
[ ] ότι το δυνατότερο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο
δεν είναι όπως νομίζουμε ο θάνατος. Είναι η α γ ά π η.
Γιατί και ο ήλιος δεν θα υπήρχε αν έλειπε
απ’ το σύμπαν των εσχατιών η έλξη
από το κέντρο του. Γιατί αρμονία σε όλα,
απ’ τα μικρά ώς τα μέγιστα, από το ταπεινό
γεράνι του νοσοκομείου, σε ολόκληρο
το φάσμα της δημιουργίας, ίσον α γ ά π η.
Κι είπα
γι’ αυτό πως το λαμπρότερο πράγμα σ’ αυτό τον κόσμο
δεν είναι όπως νομίζουμε ο ήλιος. Είναι η α γ ά π η.
(Απόκριση)
Σε ένα από τα τελευταία ποιήματά του, όταν πια διαισθάνεται πως δεν είναι μακριά η αναχώρησή του απ’ αυτόν τον κόσμο, εύχεται να του στείλει ο ήλιος ένα αμάξι χρυσό με ηνίοχο ολόρθη στο λευκό ποδήρη χιτώνα της την αγάπη:
Η στερνή μου αποχώρηση θα γίνει
από τούτο εδώ το σημείο γι’ αυτό
δεν θα πρέπει να απομακρύνομαι.
Θα μου στείλει ο ή λ ι ο ς ένα αμάξι χρυσό,
δίχως άλογα, φως ζευγμένο στο φως
με ηνίοχο ολόρθη στο λευκό ποδήρη χιτώνα της την α γ ά π η.
(“Το χρυσό αμάξι”, Το Χρυσό Αμάξι, 50)
Σύμφωνα και με τους δίκαιους χαρακτηρισμούς που του απέδωσε η κριτική, ως «ανθρωπιστής», προ πάντων, και «ειρηνιστής», «εραστής της αλήθειας και της ελευθερίας», χωρίς κάποιου είδους ταξική ή κομματική εξάρτηση, ο ποιητής Βρεττάκος μάς προσκαλεί σ’ ενός μόνον είδους στράτευση:
Επιστρατέψετε την
αιωνιότητα, ανάβοντας το άστρο: «Α γ ά π η».
Επιστρατέψετε την
αιωνιότητα, ανάβοντας [10]
ψηλότερα απ’ όλα, πάνω απ΄το έτοιμο
βάραθρο, το άστρο: «Α ν θ ρ ώ π ι ν ο μ έ τ ω π ο!»
Το βαθύτερο μήνυμα της ποίησης-αγάπης του εμπνέει αισιοδοξία:
Σ’ έναν κόσμο που τίποτα δεν ξέρει από φως,
ήταν βέβαιο πως δεν θα με γνώριζαν.
Είχα έρθει απ’ το μέλλον με πρόσωπο
αλλιώτικο κ’ εκεί που ο πόλεμος λεγόταν
ειρήνη, δεν είχα τόπο. Ωστόσο το μέλλον
εκείνο θα ρθεί. Κ’ οι πύλες θ’ ανοίξουν,
συνοδευόμενη από παιδικές φυσαρμόνικες,
να περάσει η πομπή με την π ο ί η σ η – α γ ά π η
που από αιώνα σε αιώνα δεν θα πάψει
να ραίνει το χώμα με φως.
=(“Αποκατάσταση”,Το Χρυσό Αμάξι, 18)
(*) Αδημοσίευτη εισήγηση στο «1ο Επιστημονικό Συνέδριο: Νικηφόρος Βρεττάκος, από την Πλούμιτσα στην αιωνιότητα» (Γύθειο, 9-10 Δεκεμβρίου 2017). Θερμές ευχαριστίες στους διοργανωτές, και προσωπικά στον Μανώλη Στεργιούλη, για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω σ’ αυτό το τόσο ενδιαφέρον συνέδριο.
[1] Αθαν. Γκότοβος, Το Μυθικό και Ιδεολογικό Σύμπαν της Ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, Αθήνα, 1989, Εκδόσεις Φιλιππότη.
[2] Μνήμη του Ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991), Επιμέλεια Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Αθήνα, 1993.
[3] Πλάγια στοιχεία, αραιά, μικρά κεφαλαία ή άλλου είδους υπογραμμίσεις σε λέξεις των παραθεμάτων είναι όλες δικές μου.
[4] Μνήμη του Ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (cit.), σσ. 69-70.
[5] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο μάθημα της «Φυσικής ή φυσικής ιστορίας» ο Βρεττάκος, ως γυμνασιακός μαθητής, είχε την υψηλότερη βαθμολογία σε σύγκριση με τα άλλα μαθήματα (βλ. Ευαγγελία Μπέτα-Δρογκάρη & Κώστας Δρογκάρης, Νικηφόρος Βρεττάκος και Γύθειο, Αθήνα, 2013, Εκδόσεις Παπαζήση, σ. 91).
[6] Σημαδεύω με υπογράμμιση τα λεγόμενα ‘παραθετικά σύνθετα’, αποτέλεσμα ‘χαλαρής σύνθεσης’ δύο ομοιόπτωτων φράσεων ουσιαστικού με σχέση συντακτικής παράθεσης. Έχω δείξει, σε ειδική μελέτη (βλ. Θανάσης Νάκας & Ζωή Γαβριηλίδου, Δημοσιογραφία και Νεολογία: Τίτλοι- ευρήματα για θέματα- εκπλήξεις, 42009, Πατάκης), με ποιον τρόπο συμπυκνώνουν την περιγραφή κι εξυπηρετούν τον συμβολισμό. Η συχνότητά τους στον Βρεττάκο είναι αξιοπρόσεκτη (βλ. και όσα παραδείγματα ακολουθούν, με τα οποία πβ. και: «Ο Ταΰγετος είναι ένα βουνό». Δεν το ανακάλυψα, | βρίσκονταν δίπλα μου όταν γεννήθηκα | και παράστεκε. Αργότερα μόνον | ονειρεύτηκα πως μπορούσε να γίνει | μιαν εκκλησία– κέντρο της γης. || Να σημαίνει η καμπάνα του, ραίνοντας | με άνθη όλα τα έθνη της. (Τα άνθη των ήχων, Γ, 181) ▪ [ ] Τα παιδιά | το ξέρω πως μέσ’ από τα | βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν | λουλούδια και πως θα μιλούν | για το θαύμα– ζωή, κοιτώντας | τον κόσμο μέσ’ απ’ τους στίχους μου. (Ποιήματα για το ίδιο βουνό, Γ, 378) ▪ [ ] Όταν φεύγω είναι μόνο να φέρω νερό, | λουλουδάκια– μηνύματα στα παιδιά, | λίγο ηλιόλαδο στις πληγές. Φτάνω ώς πίσω | κι απ’ το έσχατο βουνό, ξανεμίζομαι | στον ορίζοντα– όριο του θεού | μα δε φεύγω. (Καταυλισμός, Β, 440) ▪ Αδελφά δέντρα [ ] | θαρρώ πως με βλέπετε ως | έναν ξένο μοναχικό που έχει ανάγκη | (ένα χέρι που βλέπει στο κλαδί σας ένα άλλο | χέρι ν’ απλώνεται) που άλλο δεν έχει | εκτός τη θωπεία των στοιχείων– πηγών, | ζωής και φωτός, και του μένουν ακόμη | λίγα λόγια συμπάθειας απ’ το μέλλον [ ] (Παλιό φιλικό δάσος, Β, 452) ▪ Παίρνω και βγάζω περίπατο την ψυχή μου | κάθε που αρχίζει να σκληραίνει το χαμόγελό της. | [ ] Την οδηγώ σαν ένα ελάφι κάθε που διψά | μπρος στον τρεχούμενο, λαμπρό μαστό της αιωνιότητας, | ανανεώνει το αίμα– φως μέσα της κ’ επιστρέφει | στη ζωή πάλι, μ’ έναν | καινούριο τόνο αθανασίας στο χαμόγελό της. (Έξοδος, Β, 455) ▪ [ ] Καρφιτσώνω τα χρώματα των φωνών, | είτε απ’ τα χείλη των αδελφών– γειτόνων μου | του πλανήτη μας, είτε κι απ’ τον βαθύ | ουρανό που ενυπάρχει σε όλα γύρω μας | φαινόμενα ή πλάσματα [ ] (Γραφή, Β, 430) ▪ [ ] Της καρδιάς του | τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων | του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης– Οδυσσέας, | που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του. [ ] (Ένας άλλος πολίτης, Β 466) ▪ [ ] Έλα, λοιπόν, | Μίλησέ μου απ’ το μέλλον, φίλε, που υπάρχεις | μέσα μου τώρα. Φίλε– προέχταση. | Είμαι κ’ εγώ λίγο νήμα στο νήμα σου. (Συνομιλία έξω από το χρόνο, Β, 71) Βλ. και σημ. 8 (κλωστές– αχτίνες), όπως και σημ. 10 (άγγελος– αντάρτης). Ο Βρεττάκος, ως προς αυτό το είδος του νεολογισμού, πρωτοτυπεί ακόμη περισσότερο, βάζοντας στη θέση του δεύτερου / προσδιοριστικού ουσιαστικού ένα ονοματοποιμένο ρήμα: ποίημα-τετέλεσται (δες πιο κάτω).
[7] Γι’ αυτού του είδους το επαναληπτικό σχήμα, και την εντύπωση που δημιουργεί, βλ. Θανάσης Νάκας, “Αθροιστική επανάληψη/επαναδίπλωση”, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα (Πρακτικά της 16ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του απθ, 4-6 Μαΐου 1995), σσ. 470-481.
[8] Ενδεικτικά και τα εξής: Το φως μπαίνει στο σώμα μου όπως οι αχτίνες | από τα τζάμια των εκκλησιών | αναζητώντας τον εσταυρωμένο. (Β, 416) ▪ «Δε χωράω πουθενά.| Και δεν είσαι κ’ εδώ να ψαλιδίσεις το φως | που ξεβγαίνει απ’ το στήθος μου» (Β, 17) ▪ [ ] ήξερα πως | δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες | του ήλιου το φως. Ενώ τώρα, κοιτάζοντας | μές από τόση διαύγεια τον κόσμο, | μές από σένα [ ] τώρα | μπορώ | ν’ αρθρώσω την τάξη του σ’ ένα μου ποίημα. || Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω | σ’ ευθείες το φως. (Β, 32) ▪ [ ] Δε χωρούσεν η αγκάλη μου, στριμωχνόταν το φως, | τα κοτσάνια του έσπαζαν, ρυτιδώναν με κόκκινες | γραμμές τον αγέρα | οι μικρές | παπαρούνες που μού ‘πεφταν. (Β, 130) ▪ [ ] Απ’ τα φύλλα κρεμόταν |το φως σε κλωστές. (Β, 187) ▪ Ψαλιδίσαν τις άκρες της στέγης μου τόσα | χελιδόνια, σπαθίσαν* [*πβ. Κι ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα (Α, 181)] το φως στα παράθυρα, | ένα-δυο τους περάσανε μέσα σχεδόν | παρασέρνοντας μάλιστα και λίγες κλωστές- | αχτίνες μαζί τους (Β, 107) ▪ Τις μέρες αυτές | γιορτάζει το χώμα σου. || Στρατιές λουλουδιών | ανεβαίνουν να βγουν | στο φως απ’ τα βάθη σου. || Κλωστούλα- κλωστούλα | υφαίνεις τον ήλιο. Σκεπάζεις τη γη | με μπόλιες πολύχρωμες. || Κόψε μου, Πλούμιτσα, | ένα φουστάνι | γιατί έρχεται η άνοιξη | και πρέπει στις είκοσι | έξι να βγάλω | το Ρόδο το Αμάραντο | σεργιάνι στο σύμπαν. (Α, 292) ▪ [ ] ψυχή μου [ ] Γίνου κάτι άλλο. Κάτι σαν την αφή | του ήλιου στα δάχτυλα | του τυφλού. | Κλείσου τώρα και γνέσε, | μαλλί του ήλιου, το αίμα σου, | ζώσε τον κόσμο. Γίνου κλωστές, | ώρα να υφάνουμε. (Β, 78) ▪ Ένας ορίζοντας Πνεύμα και κρούσταλο | Περνάει από πάνω σου τ’ όμορφο τόξο του. | Κ’ εσύ να μην έχεις ούτ’ ένα φεγγίτη | να βγάλεις το χέρι σου, μαζεύοντας λίγο | μετάξι απ’ τον ήλιο, να βάλεις στα χείλη σου | ένα χαμόγελο. | Να περάσει από πάνω του | ένα πουλί, να στάξει στα πέντε σου | δάχτυλα ανάμεσα ένα κελάιδημα. (Β, 112) ▪ [ ] Βαθιά στην καρδιά μου | σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι. | Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ, | κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες | εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που | μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες | να ορίζεις το βήμα σου. || Γιατ’ είχες | τα χέρια σου | φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το | λατομείο του ήλιου. || Απ’ αύριο | θ’ αρχίζω να χτίζω. (Β, 16) ▪[ ] Ώρες- ώρες, θαρρώ θα μπορούσα | να σκαλίσω το φως του ήλιου σε αγάλματα. (Β, 42).
[9] Σχετικά με το φως και το νερό ως παραγωγικά στοιχεία της ποιητικής του έκφρασης, πβ. και τα εξής: Χτυπάνε την πόρτα μου. Θά ‘ναι η ποίηση πάλι. | Πες της να φύγει. [ ]| Πες | στου κόσμου το φως να μην επιμένει.| Δεν είμαι μέσα. (Β, 164) ▪ [ ] Θέλω να γίνω ενός άλλου | είδους νερό. Μιαν άλλου είδους γλώσσα. | Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου | μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε, | προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο | και βαθύτερα μες στις καρδιές σας, ΚΑΘΩΣ | τις μαύρες στοές της γης | κατεβαίνοντας | ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του. (Β, 33) ▪ Κάνει μια κίνηση νερού το σεντόνι σου. | Μες στις πτυχές του η σιωπή και το φως | ρυακίζουνε όπως οι άγραφοι στίχοι. [ ] (Β, 113) ▪ [ ] τρέχει | στο μαξιλάρι μου φως διακλαδίζεται, ρέει | στο στήθος μου, φτάνει στα πόδια. Όλοι οι στίχοι | μούσκεψαν μέσα μου (Β,141) ▪ [ ] Αυτή | η βροχή της αγάπης όπως ο ήλιος | ποτίζει το χόρτο ποτίζει, ΘΑΡΡΕΙΣ, | το χαρτί και το σώμα μου (Β, 423).
[10] Απαιτείται ξεχωριστή, εκτενής μελέτη του ‘σχηματικού λόγου’ στην ποίηση του Βρεττάκου. Για ορισμένα από τα γνωστά ‘ρητορικά σχήματα’ δεν γίνεται εδώ παρά ελάχιστος λόγος. Για παράδειγμα, πολύ συχνά είναι τα σχήματα λεξικής και φραστικής επανάληψης, όπως η ‘επαναφορά’ τού: επιστρατέψετε την αιωνιότητα, ανάβοντας το άστρο… ή η επαναφορά τού: γιατί σήμερα ο ήλιος (είναι ένας) και η ‘αλυσιδωτή επαναστροφή’: ο ήλιος ~(ο ήλιος) κι εγώ ~(εγώ) και τα πλάσματα στο ακόλουθο ποίημα (βλ. σχετικά, Θανάσης Νάκας, Σχήματα <Μορφο>λεξικής και Φραστικής Επανάληψης, α΄, 22007, Πατάκης):
Η ψυχή μου ανεβαίνει, τραβάει κατακόρυφα,
άσπρο βέλος που φεύγει μές από αμέτρητα
γαλανά δαχτυλίδια.
Γιατί σήμερα ο ή λ ι ο ς,
ο ή λ ι ο ς κ ι ε γ ώ,
εγώ και τα πλάσματα,
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας ίλιγγος
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας άγγελος–
αντάρτης
που τρέχοντας ξέφυγε απ’ τη
γεωγραφία του σύμπαντος.
(Πρωί, Β, 179)
Ένα ακόμη (μεταξύ πολλών άλλων) χαρακτηριστικό παράδειγμα επαναφοράς: Μοιάζουνε οι στίχοι μου με τη χρυσή επαφή του ήλιου πάνω στο χιόνι | μοιάζουνε με την καλοσύνη του βλέμματος των αλόγων | μοιάζουνε με το βάρος της αυγής πάνω στις μαργαρίτες | μοιάζουνε με το βάρος της ελπίδας πάνω στην καρδιά | μοιάζουνε με την ήσυχη βροχή πάνω από τ’ αφοσιωμένα πρόβατα. (Μοιάζουνε οι στίχοι μου, Α, 159). Και, βέβαια, το πλέον εμβληματικό παράδειγμα επαναφοράς δεν είναι άλλο από την επανάληψη (6Χ4)+2 φορές της φράσης τ’ όνομά σου στο γνωστό “Μεγαλυνάρι” (Α, 293-294).