Οι λογοτεχνικές αναφορές σε πληθυσμιακές μειονότητες στα πλαίσια της εθνικής λογοτεχνίας αποτελούν πάντα ένα πολύπλευρο και ενδιαφέρον αντικείμενο έρευνας, ιδιαίτερα όταν αφορά μία κοινότητα με τόσο μακραίωνη παρουσία στην Ελλάδα, όπως η εβραϊκή. Ως ευαίσθητοι καταγραφείς του τόπου και της κοινωνίας της εποχής τους, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Γιώργος Ιωάννου, δεν θα μπορούσαν να μην καταγράψουν τις κοινωνικές τάσεις και την παρουσία των Ελλήνων Εβραίων στην πραγματικότητα της χώρας.
Οι ερευνητές Μαίρη Μαργαρώνη και Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος στα σχετικά άρθρα τους, Μορφές Εβραίων στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (2012) και Οι Εβραίοι ήρωες στο κειμενικό σύμπαν του Γιώργου Ιωάννου (2006) αντίστοιχα καταγράφουν την παρουσία Εβραίων ηρώων και αναφορές στο εβραϊκό στοιχείο εντός του ελλαδικού χώρου στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γιώργου Ιωάννου. Με αφορμή τις έρευνες αυτές, θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε την εξέλιξη στις αντιλήψεις και τα κοινωνικά τεκταινόμενα σε σχέση με την πληθυσμιακή αυτή ομάδα.
Η παρουσία Εβραίων στον ελλαδικό χώρο καταγράφεται ήδη από τον 6ο αιώνα π. Χ. στην πόλη της Χαλκίδας στην Εύβοια, η οποία θεωρείται και η παλαιότερη κοινότητα (Μάισης, 2013) . Μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι κοινότητες ήταν διάσπαρτες, μειωμένης δυναμικότητας και δεν συνδέονταν ιδιαίτερα μεταξύ τους (Fleming, 2009: 27). Μέχρι την απέλαση των Σεφαραδιτών Εβραίων της Ισπανίας (1492) μετά το διάταγμα της βασίλισσας Ισαβέλλας, η κυριαρχία των Ρωμανιωτών Εβραίων ήταν δεδομένη στις εβραϊκές κοινότητες των ελληνικών πόλεων (Pierron, 2004: 23-24/Fleming, 2009: 25-26). Οι Ρωμανιώτες ήταν σχεδόν πλήρως ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Κατοικούσαν στα Ιωάννινα, την Χαλκίδα, τον Βόλο, την Κόρινθο και αλλού. Οι Σεφαραδίτες ζούσαν περισσότερο στις δικές του χωριστές κοινότητες και μιλούσαν κυρίως την λαντίνο, μία ισπανοεβραϊκή γλώσσα. Με την άφιξη των νεοφερμένων Σεφαραδιτών, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, η επί αιώνες παρούσα στην πόλη εβραϊκή κοινότητα αντιμετώπισε αρχικά με καχυποψία τους ομόδοξους της πρόσφυγες. Με την πάροδο του χρόνου, οι Σεφαραδίτες ενσωματώθηκαν και η γλώσσα και τα έθιμά τους άρχισαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο (Fleming, 2009: 86-90). Ο εβραϊκός πληθυσμός αντιμετωπιζόταν από τον χριστιανικό με καχυποψία λόγω των προαιώνιων αντισημιτικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Οι οθωμανικές αρχές παραχώρησαν προνόμια που τους ευνοούσαν στις οικονομικές τους δραστηριότητες. Σε αντάλλαγμα οι Εβραίοι δήλωναν πίστη και υποταγή στην Υψηλή Πύλη (Fleming, 2009: 36/Pierron: 2004: 31). Τάχθηκαν με το μέρος των Τούρκων κατά τη διάρκειας της Ελληνικής Επανάστασης εξαιτίας του φόβου πως θα χάσουν τα προνόμια τους και την πιθανή εκδικητική συμπεριφορά των χριστιανικών πληθυσμών σε περίπτωση που πετύχει (Fleming, 2009: 36/Pierron, 2004: 31-33). Εκδικητική συμπεριφορά των Ελλήνων κατά των εβραϊκών πληθυσμών αναφέρεται σε περιπτώσεις, όπως oι σφαγές Εβραίων κατά την άλωση της Τριπολιτσάς (Fleming, 2009: 37-38/Pierron, 2004: 29). Στο νου των επαναστατημένων Ελλήνων αποδιδόταν ένα μέρος των ευθυνών και στους Εβραίους του ελλαδικού χώρου ύστερα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς για τον μακραίωνο ξενικό ζυγό. Η πρώτη σημαντική εβραϊκή κοινότητα που προσαρτάται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος είναι της Κέρκυρας με την προσάρτηση των Επτανήσων το 1864 (Fleming, 2009: 62-63/Pierron, 2004: 41-42). Ακολουθούν εκείνες της Θεσσαλίας το 1881 και της Μακεδονίας και της Θράκης με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) (Pierron, 2004: 57-58, 69-72/Fleming, 2009: 59-60). Μελανό σημείο αποτελούν τα γεγονότα της Κέρκυρας το 1891, όταν οι Εβραίοι του νησιού κατηγορήθηκαν για αρπαγή παιδιών από τους χριστιανούς, των οποίων το αίμα χρησιμοποιούσαν για τελετουργικούς σκοπούς (Fleming, 2009: 63/Pierron, 2004: 48-50/Μαργαρίτης, 2005: 33-38) .
Με την προσάρτηση των περιοχών αυτών στο ελληνικό κράτος και τον υπερδιπλασιασμό της επικράτειάς του, περιέρχονται στην δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών και μεγαλύτερες εβραϊκές κοινότητες με μεγαλύτερες και σημαντικότερες της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Η σεφαραδιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης διεκδικεί και πετυχαίνει την αναγνώριση ειδικού νομικού καθεστώτος, το οποίο θα αποτελέσει στη συνέχεια πρότυπο και για τις υπόλοιπες κοινότητες (Pierron, 2004: 146-150/Fleming, 2009: 145-147). Οι σεφαραδίτες Εβραίοι αποτελούν, άλλωστε, το μεγαλύτερο ποσοστό της πολυπολιτισμικής σύνθεσης της πόλης (Fleming, 2009: 109, 137). Η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων πυροδοτεί εκ νέου την αντιπαλότητα μεταξύ των επί αιώνες Εβραίων κατοίκων της Θεσσαλονίκης και των νεοφερμένων, που ενισχύει το χριστιανικό στοιχείο της πόλης (Fleming, 2009: 134/Pierron, 2004: 203-207). Το αποκορύφωμα είναι το πογκρόμ στον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ τον Ιούνιο του 1931 (Fleming, 2009: 147-157/Pierron, 2004: 221-225/Μαργαρίτης, 2005: 39-41). Η εβραϊκή παροικία καταγγέλλει συστηματική αντισημιτική προπαγάνδα από τον τύπο, εθνικιστικές οργανώσεις και κάποτε, την ελληνική κυβέρνηση και προσπάθεια βίαιου εξελληνισμού της πόλης, που είχε ήδη ξεκινήσει με τη πυρκαγιά του 1917 (Fleming, 2009: 147-157/Pierron, 2004: 209-235). Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τους Έλληνες Εβραίους εν μέσω του σχηματισμού μίας νέας εθνικής ταυτότητας, όπου αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως Έλληνες πολίτες πέραν του θρησκεύματος, μία διαδικασία που διακόπτεται βίαια (Fleming, 2009: 214). Η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και άλλων ελληνικών πόλεων μπαίνει στην τελική της ευθεία την άνοιξη του 1943 με την σιδηροδρομική τους μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας. Οι δραματικές εκκλήσεις επιφανών προσωπικοτήτων του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του Ερυθρού Σταυρού ακόμη και της ιταλικής πλευράς πέφτουν στο κενό. Οι κοινότητες της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων και της Κέρκυρας, που ήταν οι πολυπληθέστερες σχεδόν αφανίστηκαν (Fleming, 2009: 174-216/Pierron, 2004: 258-295).
Εβραίοι πυροσβέστες στη Θεσσαλονίκη τού 19ου αιώνα
Η αρνητική στάση των Ελλήνων απέναντι στους εβραϊκούς πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου οφείλεται σε μία σειρά στερεοτύπων που προέρχονται τόσο από ιστορικά γεγονότα όσο και από θρησκευτικές ρίζες. Στην Καινή Διαθήκη, ενώ η πρόσκληση του Χριστού Μεσσία για σωτηρία απευθύνεται πρώτα και κύρια στους Εβραίους, εκείνοι την απορρίπτουν (Ζουμπουλάκης, 2019: 51-52). Στην Κατά Ιουδαίων Γραμματεία της μεσαιωνικής και βυζαντινής πατερικής γραμματειακής παραγωγής συναντούμε κείμενα, όπως οι ομιλίες Κατά Ιουδαίων του Ιωάννη Χρυσοστόμου, που εκφωνήθηκαν στην Αντιόχεια το 386-387 μ. Χ. με αντιιουδαικό περιεχόμενο (Ζουμπουλάκης, 2019: 54-55). Ο Πέτρος Δαμιανός (1007-1072) γράφει ανάμεσα στο 1068 με 1072 έργο με αντιεβραικό περιεχόμενο με τον τίτλο Antilogus contra Judaeos σε τρία μέρη, αν και οι Εβραίοι , κατά τα λεγόμενά του δεν συνιστούν πια απειλή (Ζουμπουλάκης, 2019: 58). Στον 20ό αιώνα μία σειρά Γερμανών θεολόγων (Karl Adam, Karl Echweiler, Joseph Lortz, Gerhard Kittel, Paul Althaus, Emmanuel Hirsch) στηρίζουν τις απόψεις του ναζιστικού καθεστώτος (Ζουμπουλάκης, 2009: 64). Κομβικό ρόλο έπαιξε και η διάδοση των περίφημων Πρωτοκόλλων της Σιώνανά τον κόσμο που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην ακροδεξιά εφημερίδα Ζνάμια της Αγίας Πετρούπολης το καλοκαίρι του 1903 (Ζουμπουλάκης, 2019: 116). Η πρώτη διάθεση αλλαγής της επίσημης εκκλησίας απέναντι στους Εβραίους είναι τα Δέκα Σημεία του Seelisberg στις 5 Αυγούστου 1947 της Διεθνούς συνάντησης για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού που συγκάλεσε κοινή επιτροπή Εβραίων και χριστιανών. Ουσιαστικότερο βήμα αποτέλεσε, ωστόσο, η (Declaratio) Nostra Aetate που ψήφισε η Β΄ Βατικανή σύνοδος στις 28 Οκτωβρίου 1965 (Ζουμπουλάκης, 2019: 66-67). Αιώνια είναι, φυσικά, η ενοχή των Εβραίων κατά τους χριστιανούς για την σταύρωση του Χριστού. Μία σημαντική προκατάληψη με ιστορικό υπόβαθρο συνιστά πως Εβραίοι ήταν συνεργάτες των Τούρκων στον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, που εκτέλεσαν ως αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση (Fleming, 2009: 37/Pierron, 2004: 30). Ένα ακόμη στοιχείο είναι η φιλική τους στάση απέναντι στις οθωμανικές αρχές.
Συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας βάσει γερμανικής διαταγής με σκοπό την καταγραφή τους
Επόμενο είναι η παρουσία Εβραίων στην νέα ελληνική λογοτεχνία να αποτυπώνεται με αρνητικό, κυρίως, τρόπο. Η θυσία ενός χριστιανόπαιδου από τους Εβραίους διαπραγματεύεταιτο νεανικό μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου Ο Διάβολος εν Τουρκία δημοσιευμένο αρχικά στην Αγγλία (1861). Παρόμοιο θέμα συναντάμε στο θεατρικό έργο της Μαρίας Μηχανίδου Η ανθρωποθυσία παρά τοις Ιουδαίοις (1891). Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα πολλοί Έλληνες λόγιοι και επιστήμονες προσπαθούν για την εξάλειψη των προκαταλήψεων κατά των Εβραίων με τον Νικόλαο Πολίτη να ξεχωρίζει για τις λαογραφικές έρευνες και μελέτες του. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πολλοί Έλληνες συγγραφείς συγκινούνται από την τραγωδία του εβραϊκού λαού και κάνουν σχετικές αναφορές στο έργο τους (Γιώργος Ιωάννου, Βασίλης Βασιλικός, Κωστούλα Μητροπούλου, Λιλή Ζωγράφου, Νίνα-Κοκκαλίδου Ναχμία, Νίκος Κοκάντζης, Νίκος Μπακόλας). Ξεχωρίζει το διήγημα του Δημήτρη Χατζή Σαμπεθάι Καμπιλής (1953) (Αμπατζοπούλου, Η Καθημερινή, 3 Μαρτίου 1996). Από την δεκαετία του ’90 αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον γι’ αυτή τη φάση της ιστορίας με πρώτο το βιβλίο του Βασίλη Μπούτου Η συκοφαντία του αίματος (1997) που αναφέρεται στον αφανισμό των Εβραίων της Κέρκυρας. Ακολουθούν τα βιβλία Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα (2009) της Ρέας Γαλανάκη, Εβραία νύφη (2009) του Νίκου Δαββέτα, Ομπρέλες στον ουρανό (2009) της Λουκίας Δέρβη, 10 ώρες δυτικά (2010) του Γιώργου Γλυκοφρύδη και το εκτενές διήγημα Απολυμένη Πέτρα (2009) του Τάσου Χατζητάτση με σαφώς αντικειμενικότερη προσέγγιση (Γκότση, 2010).
Σύμφωνα με την Μαργαρώνη (2012), οι αναφορές Εβραίων στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι λίγες και σποραδικές. Στο σύνολό τους είναι αρνητικές και βασίζονται στις συνήθεις λαϊκές δοξασίες και αντιλήψεις για την ιστορική παρουσία των Εβραίων μέσα στο χρόνο στο επίπεδο που η γλώσσα αντανακλά την νοοτροπία των Ελλήνων απέναντί τους (Φραγκουδάκη, 1987: 23-24/Chomsky, 1975: 4). Ξεκινώντας από την Γυφτοπούλα(1884) συναντούμε την πρώτη γλωσσική αναφορά στους Εβραίους, όπου (Ο Πλήθων) επλάττετο άλλοτε ως Εβραίος πραγματευτής και άλλοτε ως αλήτης Αθίγγανος (Άπαντα, τ. Α, 1997 ́: 624). Ένα από τα στερεότυπα που ακολουθούν το εβραϊκό στοιχείο ανά τον κόσμο είναι εκείνο του εμπορικού δαιμονίου, αλλά και της περιπλάνησης ανά τον κόσμο μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Παλαιστίνης. Οι Εβραίοι ως λάτρεις του χρήματος και κάθε σχετικής ευκαιρίας προς αξιοποίηση, δεν παύουν επισωρεύουν πλούτο με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο σε κάθε τόπο. Η Μαργαρώνη (2012) σημειώνει, επιπλέον, το στερεότυπο της εικόνας του περιπλανώμενου Ιουδαίου στην ελληνική λαϊκή παράδοση (Πολίτης, 1903: 103-105), αλλά και στην παράδοση άλλων χωρών.
Στα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896) βρίσκουμε μία παρόμοια αναφορά γιαδιά τον φόβο των Ιουδαίωνε (Άπαντα, τ. Β΄, 1997: 163), αναφερόμενη στο γεγονός της κλοπής της γαλοπούλας από τον μαστρο-Παύλο και τον φόβο των αντιποίνων από τον ιδιοκτήτη της. Πρόκειται για κλασική αναφορά στην απειλή και εχθρική διάθεση των Εβραίων σε κάθε αλλόφυλο (Αμπατζοπούλου, 1998: 25). Στο Χατζόπουλο (1912) η παρουσία της ονομασίας Ιούδα: Να σχισθή η γη και να τους καταπίη, ως τον Δαθάν και Αβειρών, να τρέμουν επί της γης, ως ο Κάιν, και ν’ αποκτήσουν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα (Άπαντα, τ. Δ, 1997 ́: 419), αρκεί για να αντιπροσωπεύσει την ενοχή ολόκληρου του εβραϊκού λαού για την Σταύρωση του Χριστού. Η παλαιά κατηγορία της ενοχής αυτής τεκμηριώνεται από αντίστοιχες αναφορές στην λαογραφική μελέτη του Νικόλαου Πολίτη(1904: 101-107), Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού-Παραδόσεις, στην ενότητα Ο Χριστός και τα πάθη του. αξιοσημείωτες αναφορές εντοπίζονται και στο έργο του Παπαδιαμάντη, κυρίως στα κείμενά του που αναφέρονται στη Μεγάλη Εβδομάδα. Παράλληλα κατά τον 19ο αιώνα αυτή ηβαθιά ριζωμένη πεποίθηση αποτέλεσε τη βάση για την μετατροπή του αντιεβραϊσμού στην σύγχρονη μορφή του ως αντισημιτισμός(Langmuir, 1990: 275-305/Chazan, 1997/Rürup, 2004: 147-169).
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι υπόδουλοι Έλληνες θεωρούσαν τους Εβραίους εξίσου εχθρικούς και επικίνδυνους με τον Οθωμανό κατακτητή. Η αναγνώριση ενός αλλοεθνούς μπορούσε να γίνει, σε πρώτο επίπεδο, από την ενδυμασία και την εξωτερική εμφάνιση διαμέσου της εμπειρίας. Στο διήγημα Τα Βενέτικα (1912) έχουμε την αστεία περιγραφή ενός παιδιού που πήρε κατά λάθος έναν Εβραίο για ορθόδοξο ιερέα και έσπευσε να τον ασπαστεί: Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει (ο Νικολός τ’ Αγιώτη) τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένια, τον εξέβαλεν ως παπάν, κ’ έσπευσε να βάλη μετάνοιαν τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες, ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανική υπόκλισιν, και λέγοντες: ‘Κάμε και τούτο το παπά μετάνοια, κουζούμ κάμε και τ’ άλλο το παπά μετάνοια…’ (Άπαντα, τ. Δ ́, 1997: 432). Το παιδί, καταγόμενο από την επαρχία δεν γνωρίζει τους πολιτισμικούς κώδικες της πόλης και αποτελεί αντικείμενο χλευασμού για τους υπόλοιπους Εβραίους που παρίστανται. Το λάθος του, όμως, αυτό αποκαλύπτει τις κοινές καταβολές των δύο θρησκειών και κατά συνέπεια την βαθιά ομοιότητα όλων των ανθρώπων, αλλά και τις δύσκολες σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Σκηνή από τον εκτοπισμό των Εβραίων των Ιωαννίνων στις 25 Μαρτίου 1944. Σχεδόν όλοι θα εξοντωθούν μόλις οδηγηθούν στο στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου
Στον Χαραμάδο (1904) οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο καπεταν-Ηρακλής Καλούμπας φτάνει ημέρα Σάββατο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ευρισκόμενος μάλλον σε κάποια βιασύνη να ξεφορτώσει το εμπόρευμα που κουβαλούσε, ανάγκασε-ίσως κατόπιν παρεξηγήσεως- δύο Εβραίους λιμενεργάτες να εργαστούν ξεφορτώνοντας παρά την αργία του Σαββάτου που ισχύει στην εβραϊκή θρησκεία. Ωστόσο, η εβραϊκή κοινότητα της πόλης δεν άφησε το θέμα να περάσει έτσι. Την επόμενη χρονιά αρνήθηκε να παραλάβει το φορτίο του καπετάν Καλούμπα και επιβάλλοντας μία έμμεση απαγόρευση, δεν επέτρεπε σε κανέναν να βοηθήσει στην εκφόρτωση του πλοίου, ώσπου στο τέλος κατέληξε να γίνει εκείνος αποσυνάγωγος. Μέχρι περίπου την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων, οι Εβραίοι είχαν το μονοπώλιο των φορτοεκφορτώσεων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η δύναμη της εβραϊκής παροικίας ήταν πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης, ώστε να δικαιολογεί την αναφορά του συγγραφέα για ουσιαστική εκδίωξη του καπεταν-Καλούμπα από το λιμάνι. Ο πλήρης αποκλεισμός των Εβραίων λιμενεργατών από την εργασία στο λιμάνι μετά την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων (Fleming, 2009: 135), στοίχισε πολύ στην κοινότητα και θεωρήθηκε πως ήταν μέρος της προσπάθειας να σβηστεί το εβραϊκό και πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης, γεγονός που διευκόλυνε και η καταστροφική πυρκαγιά του 1917.
Η συντεχνιακή εμπορική δραστηριότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στηλιτεύεται στο διήγημα Νεκρός ταξιδιώτης (1910). Δύο Έλληνες έμποροι ανταλλάσσουν εμπορεύματα με δύο Εβραίους και οι Εβραίοι τους παραδίδουν όσπρια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό είναι περσινής και προπέρσινης καταγωγής και αμφιβόλου ποιότητας, προκειμένου να κερδίσουν περισσότερα χρήματα ή όπως λέει ο λαός εβραίικα παζάρια (Πολίτης, 1902: 635). Το στερεότυπο του άπληστου, φιλοχρήματου και τσιγκούνη Εβραίου που καταφεύγει σε κάθε είδους απάτες και εγκληματικές πράξεις προκειμένου συσσωρεύσει όσο περισσότερο πλούτο μπορεί είναι από τα παλιότερα και πιο συνηθισμένα (Η κατανόηση των αντισημιτικών εγκλημάτων μίσους…, 2018/Αμπατζοπούλου, 1998). Για τους ίδιους λόγους θεωρούνται και επιδέξιοι έμποροι.
Εβραίοι φυγάδες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους στη συνοικία Κάμπελ της Θεσσαλονίκης φοβούμενοι κι άλλες επιθέσεις, 29 Ιουνίου 1931
Στο μυθιστόρημα Φόνισσα (1903) η ηρωίδα Μαρούσα, Εβραία ή Τουρκοπούλα στην καταγωγή, έχει υιοθετηθεί από χριστιανική οικογένεια σε μικρή ηλικία και έχει βαπτιστεί, επίσης, χριστιανή. Παρόλ’ αυτά, η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας της παρουσιάζουν μία τάση προς τα ελαφρά ήθη της Ανατολής, περιοχή της καταγωγής της σε αντίθεση με το ενάρετο χριστιανικό ήθος (Μαργαρώνη, 2012). Οι ρίζες της καταγωγής δεν ξεχνιούνται.
Η άσκηση της μαγείας στην λαϊκή μας παράδοση αποδίδεται, συνήθως, σε εκπροσώπους άλλων εθνικοτήτων ή μειονοτήτων εντός του ελληνικού εδάφους. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για Τουρκάλες (ή Τούρκισσες), Αρμένιες ή Εβραίες.Ο Παπαδιαμάντης στο έργο του παρουσιάζει σε αρκετά σημεία Εβραίες γυναίκες να ασκούν μαγεία εις βάρος των ηρώων, σύμφωνα με την έρευνα της Μαργαρώνη (2012). Στη νουβέλα Τα ρόδιν’ ακρογιάλια (1908) ο πρωταγωνιστής Στάθης πιστεύει πως έχει πέσει θύμα εξάσκησης μαγείας από τέτοιες μάγισσες, γεγονός που ευθύνεται για την δυστυχισμένη τροπή της ζωής του και πως αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια για να απομαγευτεί: Λοιπόν, δεν μας είπες ( …) ως πόσα ταξίδια έκαμες κατά την Χαλκίδα, πόσες μυζήθρες και πόσα τυριά και βούτυρα εκουβάλησες, κι αν είχες και τίποτε σκουλολίρες παραχωμένες πουθενά … είχαν τύχη να τις φάγουν οι Εβραιοπούλες κ’ οι Χανούμισσες… (Άπαντα, τ. Γ΄, 1997: 283). Αν και διστάζει να αποκαλύψει τις ήδη γνωστές ντροπιαστικές λεπτομέρειες της απομάγευσης, ένας από τους συνομιλητές του αναφέρει πως «Αυτή σ’ έγδυσε, καθώς μου είπαν. Μήπως οι άλλες δε σε είχαν γδύσει; θα πης αλλ’ αυτή δεν σε κατάφερε να βγάλης την κάπα σου και το πουκάμισό σου, και σ’ έβγαλεν έξω στο χαγιάτι, τη νύχτα με το φεγγάρι;… (Άπαντα, τ. Γ΄, 1997: 284).
Όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά ενός μάγου που ασκεί με επιτυχία την τέχνη του και προκαλεί το φόβο των ανθρώπων συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο Εβραίος Ελιέζερ στο μυθιστόρημα Γυφτοπούλα(1884). Ο, επίσης, αρνητικός ήρωας, Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός μαθητεύει κοντά του με τρομακτικά αποτελέσματα:Εις τας ημέρας του πολυχρονεμένου βασιλέως Ιωάννου εζούσεν άνθρωπος ονόματι Γεώργιος Γεμιστός, αγγείον του Σατανά και γεμάτος από κάθε λογής γοητείαν και ασέβειαν. Ούτος γουν ο άθλιος, πηγαινάμενος ποτέ καιρού εις την Ανδριανούπολιν, πολιτείαν της Ρούμελης λίαν μεγάλην και θαυμαστήν, ευρίσκει εκεί έναν πραγματευτήν εβραίον ονόματι Ελιέζερ, όπου εις το φαινόμενον ήτον πραγματευτής, κατ’ αλήθειαν δε ήτον μάγος και ψεύστης. Ούτος γουν ο μισόχριστος εφιλιώθη με τον Γεμιστόν, και παρέλαβεν αυτόν εις τον οίκόν του, διά να τον έχη μαθητήν του, και από αυτόν τον διδάσκαλον της κακίας εδιδάχθη ο Γεώργιος Γεμιστός κάθε είδους πονηρίαν και ανομίαν, εις τόσον οπού ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους δεν εύρεν άλλο σκεύος εκλεκτότερον διά λόγου του, και τον έκαμε πιστόν φίλον και όργανόν του διά να καταργήση (Ω της θεοστυγούς ανομίας! Ίλεως να είσαι εις ημάς, Κύριε!) την αμώμητον πίστιν του Χριστού και να φέρη εις τον κόσμον την άθεον ειδωλολατρίαν. Τέτοια εσοφίσθη ο παμπόνηρος ανθρωποκτόνος να κατορθώση διά μέσου του άφρονος Γεμιστού (Άπαντα, τ. Α ́, 1997: 637). Έτσι, αρχίζει και διδάσκει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τον χριστιανισμό και να ασπαστούν την ειδωλολατρία. Ο Ελιέζερ προχωρά ένα βήμα πιο πέρα από τους άλλους. Επιχειρεί να εξαλείψει τον χριστιανισμό προωθώντας την ειδωλολατρία και στοχεύοντας στην πνευματικό αφανισμό της ανθρωπότητας (Μαργαρώνη, 2012). Δεν αντιμετωπίζει πια μόνο την κατηγορία της ευθύνης για την Σταύρωση του Χριστού ή της εχθρότητας προς τους άλλους. Ταυτίζεται με το απόλυτο κακό που απειλεί να μολύνει τους πάντες, όπου και αν βρίσκεται (Αμπατζοπούλου, 2000: 158-161).
Οικογένεια Εβραίων στη Θεσσαλονίκη το 1917
Η αποτύπωση ενός πραγματικού γεγονότος, της δυσφήμισης της εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας για αρπαγή και σφαγίαση χριστιανόπουλων για τελετουργικούς σκοπούς της θρησκείας τους στο διήγημα Ο αντίκτυπος του νου (1910), φανερώνει τις πεποιθήσεις του συγγραφέα απέναντι στο θέμα. Τα γεγονότα της Κέρκυρας συζητούνται από μία παρέα σε ένα καφενείο στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ακόμη στην πόλη συνυπήρχαν τρεις θρησκείες (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός, ισλαμισμός): του Εβραίου Σαββατίνου Λευί, του Ιταλοκερκυραίου μπαρμπα-Πούπη και του Αθηναίου Λύσανδρου Παπαδιονύση. Ο Σαββατίνος έχει αλλάξει το όνομά του από Σαμπατίν σε Σαββατίνος για να ταιριάζει καλύτερα στο περιβάλλον που βρίσκεται, συνήθη τακτική των Εβραίων της διασποράς. Συναναστρεφόταν άνετα με όλους, αλλά απομονωνόταν την ώρα της προσευχής. Ο Ιταλοκερκυραίος μπαρμπα-Πούπης είχε διφορούμενη στάση απέναντι στους Εβραίους. Από τη μία τρώει και πίνει μαζί τους. Από την άλλη τους καθυβρίζει, όπως και τους Λεβαντίνους και τους Αρμένιους: … είχεν όμως κάμη και πολλούς καυγάδες κατά καιρούς, με Λεβαντίνους, με Αρμενίους και με Εβραίους … Καμμίαν εκ των φυλών τούτων δεν εχώνευεν. Όλους τους ωνόμαζε ‘σκυλιά’ (Άπαντα, τ. Δ΄, 1997: 372).
Στο καφενείο γιορτάζουν όλες τις γιορτές πλην των εβραϊκών: ‘το είχαν δίπορτο’ έκαμναν μαζύ Χριστούγεννα αλλα-Γρέκα, αϊ-Βασίλη αλλα-Γρέκα, και Απόκρηες. Είτα πάλιν, Πάσχα αλλ’ Ιταλιάνα, Πάσχα αλλα-Γρέκα, μαζύ πάντοτε.Αλλ’ ο Σαββατίν ήτο πλέον κερδισμένος απ’ όλους. Και τας εορτάς τας χριστιανικάς, αμφοτέρων των εκκλησιών, μαζύ τους τας εώρταζε, και ποτέ δεν έλεγεν εις τους φίλους του πότε αυτός είχε Φάσκα, πότε Σκηνοπηγίαν, και πότε Πεντηκοστήν… Άλλως, και οι δύο, και μάλιστα ο Παπαδιονύσης, δεν θα ήθελον να συμμετάσχωσι των εορτών του Εβραίου (Άπαντα , τ. Δ΄, 1997: 370).
Όταν η συζήτηση φτάνει στα συμβάντα της Κέρκυρας, λίγο πριν το Πάσχα, οι ευαίσθητες ισορροπίες διαταράσσονται. Ο μπαρμπα-Πούπης εκφράζει τις κρυφές αντιεβραϊκές απόψεις του. Αργότερα η είδηση αλλάζει και γίνεται από κατηγορία ανθρωποκτονίας βιασμού Εβραίας από χριστιανούς. Τότε ο Σαββατίνος αποκαλύπτω το οικογενειακό δράμα της ανιψιάς του, η οποία είναι το φερόμενο θύμα βιασμού από Χριστιανούς στην Κέρκυρα: Τι να πιστεύση κανείς; Προχθές ακόμη ήτον Ρωμηοπούλα, σφαγείσα και αιμορροφηθείσα από Εβραίους, και σήμερον είνε Εβραιοπούλα, βιασθείσα και φονευθείσα από Ρωμηούς… Πώς τόση τύφλωσις!… Πόθεν τόση αντίφασις;… Από κακίαν επισθεύθη το πρώτον, ή από κακήν επίδρασιν απεδείχθη το δεύτερον; Η ανάκρισις φωτίζει τα σκοτεινά, ή σκοτίζει τα φωτεινά;… Οι Εβραίοι προσκυνούν τον Ιεχωβά και τον Χρυσούν Μόσχον, ή οι Χριστιανοί δουλεύουν Θεόν και Μαμωνάν; Τι να είνε;… Τι να συμβαίνη;… Δεν εδόθη εις τους αμυήτους να τα γνωρίζουν αυτά… Ποτέ δεν θα μάθωμεν την αλήθειαν (ό.π.: 379). Ο Σαββατίνος δακρύζει και ο Λύσανδρος καταλήγει Μήπως οι Εβραίοι δεν είνε άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει… (Άπαντα, τ. Δ΄, 1997: 379-380). Η καταληκτική αυτή φράση συμπυκνώνει την άποψη του Παπαδιαμάντη για την ζωή και τους ανθρώπους. Όλοι είναι ίσοι. Κανείς δεν είναι ανώτερος ή κατώτερος ούτε περισσεύει. Η ανθρώπινη μοίρα είναι κοινή για όλους, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων.
Εβραίοι της Θεσσαλονίκης με παραδοσιακές ενδυμασίες διαβάζουν εφημερίδα σε πλατεία της πόλης, 1916
Το αντισημιτικό πογκρόμ του 1891 στην Κέρκυρα είχε σημαντικό αντίκτυπο στον ελληνικό και εβραϊκό πληθυσμό του νησιού, καθώς και στην υπόλοιπη χώρα. Ενώ επρόκειτο για την εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού εβραϊκής καταγωγής, οι φήμες μιλούσαν για μικρό χριστιανόπουλο ή χριστιανόπουλα. Οι διαδόσεις αυτές πυροδότησαν αρνητικό κλίμα για τους Εβραίους, αφού ήδη μεγάλο μέρος των κατοίκων πίστευε πως απολάμβαναν ιδιαίτερων προνομίων και μεταχείρισης. Σύμφωνα με την Μαργαρώνη (Margaroni, 2012), πολλοί φτωχοί αγρότες του νησιού αναγκάζονταν ελλείψει πιστωτικών ιδρυμάτων να δανειστούν από Εβραίους τοκογλύφους με υψηλούς τόκους με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα δάνεια. Οπότε το να εγκαταλείψουν τρομαγμένοι το νησί, θα λειτουργούσε ανακουφιστικά γι’ αυτούς. Πραγματικά, με την φυγή ενός αριθμού Εβραίων επωφελήθηκαν αρκετά πρόσωπα, ανάμεσά τους και υψηλού κύρους. Η χώρα δυσφημίστηκε έντονα στο εξωτερικό (Margaroni, 2012/2014). Παρόμοια γεγονότα, αλλά μικρότερης έντασης, ξέσπασαν τον επόμενο χρόνο στη Χίο με αφορμή την εξαφάνιση ενός μικρού αγοριού χριστιανικού θρησκεύματος (Margaroni, 2014).
Ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος (2006) στο άρθρο του για τους Εβραίους ήρωες στο έργο του Γιώργου Ιωάννου ξεκινά με την γενική διαπίστωση πως οι Εβραίοι υπήρξαν πάντα το στερεότυπο του αρνητικού ήρωα. Οι Εβραίοι βαρύνονται με τις κατηγορίες της φιλαργυρίας, της μοχθηρότητας, της μαγείας και της ευθύνης για την Σταύρωση του Ιησού. Οι άνδρες παρουσιάζονται ως λεπροί, ακάθαρτοι και μάγοι, ενώ οι γυναίκες ως μάγισσες και παιδοκτόνοι (Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, 1962: 448-449). Ο Γιώργος Ιωάννου, πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη, μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή της Παλαιάς Οβριακής, ζει από κοντά τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Η θεματική του περιστρέφεται γύρω από τον διωγμό των Εβραίων κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Οι ήρωες των διηγημάτων του ζουν και δρουν την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσπάθεια να γίνουν αποδεκτοί από τον γηγενή χριστιανικό πληθυσμό, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν παρά για τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά. Η ετερότητά τους καθορίζεται ως επί το πλείστον με θρησκευτικά και εθνικά κριτήρια και πολύ πιο σπάνια με φυλετικά ή κοινωνικοοικονομικά (Κωτόπουλος, 2006).
Η Θεσσαλονίκη, πόλη με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα κατά το παρελθόν και μία πολυπληθή, ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα, πλήρωσε τον μεγαλύτερο φόρο αίματος με την ελληνική κοινότητα της πόλης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, πολλοί Έλληνες υπέστησαν. Ο Ιωάννου στο διήγημα Το ξεκλήρισμα των Εβραίων στη συλλογή Το δικό μας αίμα (1978) τα χριστιανόπουλα πετούν το φαγητό που τους δίνουν οι Εβραίοι γιατί πιστεύουν, όπως τους έχουν πει οι μεγαλύτεροι, βάζουν τα παιδιά σε βαρέλια και τους παίρνουν με βελόνες το αίμα για να ζυμώσουν το μασά (άζυμο ψωμί που τρώνε οι Εβραίοι το Πάσχα). Πέντε δεκαετίες αργότερα η φήμη των γεγονότων της Κέρκυρας καλά κρατεί. Στο διήγημα Εβραίικα μνήματα της συλλογής Για ένα φιλότιμο (1964) οι Έλληνες παίρνουν τα τούβλα και τις πλάκες από τους τάφους των Εβραίων, σβήνουν τα ονόματα ή τις τοποθετούν ανάποδα για να μην φαίνονται και τις χρησιμοποιούν στο χτίσιμο εκκλησιών (Κωτόπουλος, 2006). Οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα αιώνων οδηγούν συχνά ομάδες ανθρώπων σε ακραίες πράξεις και αντιδράσεις, όπως η σύληση ιερών χώρων. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται το διήγημα σχετίζονται με την καταστροφή του εβραϊκού κοιμητηρίου από τους Ναζί. Η εβραϊκή κοινότητα είχε αγωνιστεί για να εξαιρεθεί από το νέο πολεοδομικό σχέδιο μετά την πυρκαγιά του 1917 λόγω του συμβολικού του χαρακτήρα για την κοινότητα και η καταστροφή του τον Δεκέμβριο του 1942 από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής σήμανε την αρχή του τέλους για την κοινότητα της πόλης. Στην καταστροφή του πήραν μέρος πολλοί Έλληνες εργάτες (Pierron, 2004: 235-239, 261-263/Fleming, 2009: 181-182).
Σε κείμενα, όπως το Εν ταις ημέραις εκείναις… (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, 1984) φτωχά παιδιά της χριστιανικής κοινότητας ζηλεύουν την οικονομική κατάσταση των Εβραίων θεωρώντας την σαφώς καλύτερη. Στο Ξεκλήρισμα των Εβραίων οι Εβραίοι αναφέρονται ως τσιγκούνηδες ενώ στο Άδεντρο (Για ένα φιλότιμο, 1964) ένας Εβραίος εκδίδει την κόρη του αποκομίζοντας κέρδος.
Στο φλέγον ζήτημα της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης επικεντρώνονται κυρίως τα διηγήματα Το κρεβάτι (Η σαρκοφάγος, 1971), Ξεκλήρισμα των Εβραίων (Το δικό μας αίμα, 1978) και Εν ταις ημέραις εκείναις (Η πρωτεύουσα των προσφύγων, 1984). Τα τρία διηγήματα παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους, όσον αφορά την περιγραφή των γεγονότων και σε ορισμένα σημεία αλληλοσυμπληρώνονται. Ο αφηγητής έζησε από κοντά τα γεγονότα της εξόντωσης των Εβραίων της πόλης, εφόσον κατοικούσε στην ίδια πολυκατοικία με δύο εβραϊκές οικογένειες: Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. [..] Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και με τις φοβερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά ελάχιστα γνωριστεί (Εν ταις ημέραις εκείναις…, 1984: 59-60). Οι οικογένειες αυτές ήταν φιλήσυχες, αλλά και αποτραβηγμένες από τους υπόλοιπους ενοίκους. Η μητέρα μίας εκ των οικογενειών συνομιλούσε μόνο μερικές φορές στα γαλλικά με την σπιτονοικοκυρά τους: «Μαντάμ Σιντώ», λέγαμε την μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή σπιτονοικοκυρά μας Ασημίνα Κορμπάνογλου, από τα μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας (Εν ταις ημέραις εκείναις…, 1984: 60). Σταδιακά άρχισαν οι περιορισμοί από τις ναζιστικές αρχές, πρώτα με την υποχρεωτική ένδειξη του κίτρινου άστρου: Η Θεσσαλονίκη για αρκετές μέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κινούμενα κίτρινα άστρα (Εν ταις ημέραις εκείναις…, 1984: 62). Στον συγγραφέα και αφηγητή, που ήταν τότε μαθητής, προκάλεσε αλγεινή εντύπωση η είδηση των εξευτελιστικών ασκήσεων που επέβαλαν οι Ναζί σε ομάδα Εβραίων το 1942 στην πλατεία της Θεσσαλονίκης: Το Σάββατο 18 Ιουλίου 1942, στις 8 το πρωί, συγκεντρώνουν όλους τους άρρενες Εβραίους από 18 ως 45 χρονών, στην πλατεία Ελευθερίας, που την είχαν ζωσμένη με πολυβόλα. Τους κρατούν, χωρίς εξήγηση, μες τον ήλιο, όρθιους, ασκεπείς, διψασμένους, ως τις 2 το μεσημέρι. Όποιος τολμάει να καθίσει υφίσταται καψώνι άγριο (Το ξεκλήρισμα των Εβραίων, 1980: 59). Μετά τους συγκεντρώνουν σε γκέτο: Τέλος, δημιουργούν τα προσωρινά γκέτο. Μεταφέρονται άρον-άρον και στριμώχνονται οι Εβραίοι μόνο σε ορισμένες γειτονιές. […] Ζουν πια ο ένας πάνω στον άλλο (Το ξεκλήρισμα των Εβραίων, 1980: 62). Την ημέρα αναχώρησης των Εβραίων για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όλοι στην πολυκατοικία, αλλά και την πόλη, παρακολουθούσαν πίσω από κλειστές πόρτες. Ο συγγραφέας βγήκε για λίγο στην πόρτα, όμως, αμέσως οι δικοί του τον τράβηξαν μέσα. Οι Εβραίοι είχαν ήδη μαζέψει τα πράγματά τους και κατευθύνονταν προς τον σταθμό των τρένων. Κάποια πολύτιμα πράγματα δόθηκαν σε γείτονες και φίλους για φύλαξη. Ο συγγραφέας πήγε στο σχολείο για να μην βλέπει αυτές τις θλιβερές εικόνες: Εγώ ανεβαίνω και ετοιμάζομαι για το σχολείο. Ήμουν πολύ πειθαρχικός, αλλά και ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτή την κόλαση (Εν ταις ημέραις εκείναις…, 1984: 66). Δυστυχώς και πάλι τους βλέπει από το παράθυρο του σπιτιού του. Γυρίζοντας θα γίνει μάρτυρας του πλιάτσικου στα σπίτια και τις περιουσίες τους από τσιγγάνους και ομάδες επιτηδείων παρά τη ρητή απαγόρευση. Ο πατέρας του, που δουλεύει ως οδηγός στα τρένα επιστρέφοντας από τη βάρδια του περιγράφει περίλυπος τα μαρτύρια και τις κακουχίες που υφίσταντο ως την σερβική πόλη Νις, που οδήγησε το τρένο. Από τους γνωστούς του μόνο δύο επιστρέφουν μετά τον πόλεμο. Από την οικογένεια των γειτόνων τους απομένει μόνο το κρεβάτι του γιου, λίγο μεγαλύτερου από τον συγγραφέα. Ο συγγραφέας το διασώζει ως φόρο τιμής σε εκείνον και κοιμάται σε αυτό όλη την νεανική του ηλικία: Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό απ’ το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή που άρχισαν τα μαρτύρια του Ίζου. Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια (Το κρεβάτι, 1979: 150). Όσες προσπάθειες και αν κατεβλήθησαν, δεν στάθηκαν αρκετές για την διάσωσή τους.
Ο Ιωάννου στα τρία παραπάνω διηγήματα μάς δίνει το χρονικό του αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Η κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μία πολυάνθρωπη παροικία, 50.000 περίπου κατοίκων, είχε σχεδόν πάντα κλειστό και συντηρητικό χαρακτήρα (Fleming, 2009: 86-90). Μετά την ένωση της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1913, άρχισε να ταλαντεύεται ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο (Fleming, 2009: 105). Χαρακτηριστική είναι και η σχετική αναφορά του συγγραφέα για τους Εβραίους γείτονες που είχαν περιορισμένες επαφές με τους χριστιανούς. Η χριστιανική κοινότητα φαίνεται να αδιαφορεί και όταν ένας Εβραίος συμμαθητής του συγγραφέα πηγαίνει στο σχολείο φορώντας το αστέρι τα άλλα παιδιά το βλέπουν ως παιχνίδι και του βάζουν στην πλάτη έναν σταυρό. Το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι αρκετά περίπλοκο. Αν και φαίνεται να υπάρχει μία σχετική ανοχή που εξασφάλιζε την βασική ειρηνική συνύπαρξη, προέκυπταν συχνά ζητήματα που περιέπλεκαν τα πράγματα. Ιστορικά η εβραϊκή κοινότητα φαίνεται να υποστήριξε τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και να φοβόταν ιδιαίτερα την νέα κατάσταση με την απελευθέρωση της πόλης το 1912 (Fleming, 2009: 90-97, 110-116/Pierron, 2004: 58-65, 90-96).
Η αδιαφορία και η έλλειψη αλληλεγγύης των Ελλήνων κατοίκων της Θεσσαλονίκης προς τους δοκιμαζόμενους συμπολίτες τους τονίζεται από αρκετούς μελετητές. Ο Mazower αναφέρει πως οι ελληνικές αρχές ούτε βοήθησαν, αλλά ούτε και υπονόμευσαν τους Εβραίους, κάτι που εξυπηρετούσε τα σχέδια τους για τον περαιτέρω εξελληνισμό της πόλης. Σε αυτή την διττή στάση ίσως οδήγησαν και οι μεγάλες ιστορικές περιπέτειες υπό ξένη κυριαρχία που έχει βιώσει ο ελληνικός λαός. Η Arendt (1986: 231) θεωρεί πως οι Έλληνες παρέμειναν αδιάφοροι τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά (Σπένγκλερ-Αξιοπούλου, 1998:14-15). Η Αμπατζοπούλου (1993: 31-32) πιστεύει πως καθυστέρησε η κινητοποίηση των φορέων της πόλης. Ο Pierron (2004: 276) καταλήγει πως όση βοήθεια και αν υπήρξε, δεν ήταν αρκετή για την διάσωσή τους. Προφορικές μαρτυρίες επιζώντων αναφέρουν, επίσης, πολλές περιπτώσεις παροχής βοήθειας χριστιανών προς Εβραίους (Δενελάβα-Εξαδακτύλου, 2010: 150). Η απροσδόκητη συνεργασία που έδειξε η κοινότητα με τις ναζιστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, προφανώς από φόβο, έπαιξε, επίσης, το ρόλο της (Fleming, 2009: 180-181/Κούνιο – Αμαρίλιο, 2006: 74-75). Πολλοί Εβραίοι που είχαν κρυφτεί γύρισαν γιατί ήθελαν να είναι με την οικογένειά τους (Κούνιο – Αμαρίλιο & Ναρ, 2006: 76/ Αμπατζοπούλου, 1994: 118). Τέλος, το γεγονός πως πολλά γηραιότερα μέλη δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά μόνο την λαντίνο γλώσσα της σεφαριδιτικής κοινότητας και δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν εύκολα ως χριστιανοί για να σωθούν (Δενελάβα-Εξαδακτύλου, 2010: 190).
Η παρουσία Εβραίων ηρώων στα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γιώργου Ιωάννου εντάσσεται, σχεδόν στο σύνολό τους, στα πλαίσια της εποχής που γράφονται. Στα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη συναντούμε πολλά από τα προαιώνια στερεότυπα που συνοδεύουν την εβραϊκή φυλή ανά τον κόσμο. Οι Εβραίοι είναι οι δαιμόνιοι, αδίστακτοι έμποροι που κάνουν τα πάντα για το κέρδος. Περιπλανούνται και αρέσκονται στο να εξασκούν την μαγεία είτε οι άντρες είτε οι γυναίκες ιδιαίτερα επιδέξια. Δεν διατηρούν πολύ στενές σχέσεις με τους χριστιανούς και ούτε οι χριστιανοί μαζί τους. Είναι περισσότερο επιφανειακές. Στο διήγημα Ο Χαραμάδος διαπιστώνουμε το σημαντικό μέγεθος της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Η αναφορά στο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Κέρκυρας το 1891 στο διήγημα Ο αντίκτυπος του νου καταδεικνύει όλα τα παραπάνω στοιχεία, καθώς και την αντίθεση του συγγραφέα στα θλιβερά γεγονότα που συνέβησαν τότε. Ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται αρκετά εκτεταμένα στα γεγονότα της ναζιστικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη που οδήγησαν στον αφανισμό της πολυάριθμης εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων της πόλης περιγράφονται ως ανεκτικές. Στις γειτονιές οι σχέσεις είναι, κάποιες φορές, πιο στενές. Οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα κατά των Εβραίων εξακολουθούν να ισχύουν και να ενισχύονται με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Το μένος μίας μερίδας του πληθυσμού κατά των Εβραίων φαίνεται ολοκάθαρα σε περιπτώσεις, όπως η καταστροφή του εβραϊκού κοιμητηρίου μετά την κατάσχεση από τους Ναζί. Η σταδιακή παγίδευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης ως την μεταφορά και εξολόθρευσή της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης δίνεται με μελανά χρώματα. Από την καταγραφή, το κίτρινο αστέρι, τα γκέτο και την μεταφορά, ο συγγραφέας-αφηγητής, παρακολουθεί, συμπάσχει και στηλιτεύει τις συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο 50.000 ανθρώπους.
Η διαιώνιση στερεοτύπων και προκαταλήψεων απέναντι σε διαφορετικούς λαούς και θρησκείες, όπως στην περίπτωση των Εβραίων, δεν παύει να δημιουργεί εντάσεις, παρεξηγήσεις, ακόμη και πρωτόγνωρες τραγωδίες σαν αυτή του Ολοκαυτώματος. Η παρουσία ηρώων εβραϊκής καταγωγής στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Γιώργου Ιωάννου μέσα από τις δύο έρευνες που μελετήσαμε ιχνηλατούν την ιστορική και κοινωνική πορεία τους καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ανεκτικότητας, ανεξιθρησκίας και σεβασμού στην διαφορετικότητα σε όλα τα επίπεδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
Ιωάννου, Γ. (1984). Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Αθήνα: Κέδρος.
Του ίδιου. (1979). Πεζογραφήματα. Για ένα φιλότιμο. Σαρκοφάγος. Η μόνη κληρονομιά. Αθήνα: Ερμής.
Του ίδιου. (1986). Το δικό μας αίμα (6η ανατύπωση). Αθήνα: Κέδρος.
Παπαδιαμάντης, Α. (1997). Άπαντα, τ. Α΄-Δ΄. Αθήνα: Δόμος.
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
Αμπατζοπούλου, Φ. (1994). Εβραίες στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Στο (Παυλίδου Θ.-Μπολτς Ρ., επιμ.) Μην απαλείφεις ποτέ τα ίχνη… Ο ρόλος των γυναικών ενάντια στη γερμανική και ελληνική αντίσταση ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό και τη γερμανική κατοχή. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Της ίδιας. (2000). Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. (2η έκδοση). Αθήνα: Πατάκης.
Της ίδιας. (Η Καθημερινή, 3 Μαρτίου 1996). Πρόσωπα Εβραίων στη λογοτεχνία.
Της ίδιας. (1993). Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Arendt, H. (1986). Eichmann in Jerusalem. Ein Bericht von der Banalität des Bösen. (5. Auflage). München.
Chazan, R. (1997). Medieval Stereotypes and Modern AntiSemitism. Berkeley, Los Angeles & London: University of California Press
Chomsky, N. (1975). Reflections on Language. New York: Pantheon Books.
Γκότση, Γ. (2010). Εβραίοι και ελληνική λογοτεχνία. The Books’ Journal, τ. 2, σσ. 75-77.
Δενελάβα-Εξαδακτύλου, Γ. (2010). Η θέση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης μέσα από τις αφηγήσεις ηλικιωμένων Εβραίων της πόλης. (Μεταπτυχιακή εργασία). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο: Θεσσαλονίκη.
Ζουμπουλάκης, Σ. (2019). Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι. Αθήνα: Πατάκης.
Fleming, K. E. (2009). Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων. (μτφρ. Γάσπαρης Ν.). Αθήνα: Οδυσσέας.
Κούνιο – Αμαρίλιο, Ε.- Ναρ Ν. (1998). Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Κωτόπουλος, Τ. (2006). Οι Εβραίοι ήρωες στο κειμενικό σύμπαν του Γιώργου Ιωάννου. Φιλόλογος, τ. 124, σσ. 233-240.
Langmuir, G. (1990). History, Religion, and Antisemitism. Berkeley, Los Angeles & Oxford: University of California Press.
Μάισης, Μ. (2013). Ιστορία της Εβραϊκής Κοινότητας Χαλκίδας από το 586 π. Χ. ως το 2001 μ. Χ. . Χαλκίδα: Ισραηλιτική Κοινότητα Χαλκίδας.
Μαργαρίτης, Γ. (2005). Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας. Εβραίοι, Τσάμηδες. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Μαργαρώνη, Μ. (2012). Μορφές Εβραίων στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: κοινωνικές συνθήκες και λογοτεχνικές κατασκευές. Στο Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τ. Α΄, σσ. 285-302. Αθήνα: Δόμος.
Margaroni, M. (2012). Antisemitic Rumours and Violence in Corfu at the End of 19th Century. Quest. Issues in Contemporary Jewish History, v. & i. 3.
Ανακτήθηκε στις 21/01/2022 από:
Antisemitic Rumours and Violence in Corfu at the End of 19th Century
Margaroni, M. (2014). The Blood Libel on Greek Islands in the Nineteenth Century. Ιn: (R. Nemes & D. Unowsky, eds), Sites of European Antisemitism in the Age of Mass Politics, 1880-1918 (The Tauber Institute Series for the Study of European Jewry). Hanover & London: University Press of New England, pp. 178-196 & 309-318
Pierron, B. (2004). Εβραίοι και χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα. (μτφρ. Μπενβενίστε Ρ.). Αθήνα: Πόλις.
Πολίτης, Ν. (1902). Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού-Παροιμίαι, τ. Δ ́. Εν Αθήναις: Τύποις Σακελλαρίου.
Πολίτης, Ν. (1904). Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού-Παραδόσεις, τ. Α ́, Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Rürup, R. (2004). Antisemitismus und moderne Gesellschaft. Antijüdisches Denkenund antijüdische Agitation im 19. und frühen 20. Jahrhundert. In: (C. von Braun & E. M. Ziege,Hrsg), Das ‘bewegliche’ Vorurteil. Aspekte des internationalen Antisemitismus. pp. 81-100. Würzburg: Verlag Königshausen & Neumann GmbH.
Σπένγκλερ-Αξιοπούλου, Μ. (1998). Αλληλεγγύη και βοήθεια προς τους Εβραίους της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Κατοχής 1941-1944. Στο( Μπενβενίτσε, Ε., επιμ.) Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην Κατοχή. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Συλλογικό. (1962). Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκλογή, τ. Α΄. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Συλλογικό. (2018). Η κατανόηση των αντισημιτικών εγκλημάτων μίσους και η αντιμετώπιση των αναγκών ασφαλείας των εβραϊκών κοινοτήτων. Πρακτικός Οδηγός. OSCE/ODIHR: Βαρσοβία (Ηλεκτρονική έκδοση)
Ανακτήθηκε στις 22/01/2022 από:
https://www.osce.org/files/f/documents/8/7/385176.pdf
Φραγκουδάκη, Α. (19873). Γλώσσα και Ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Οδυσσέας
* * *
77102
Φλώρινα, Αύγουστος 1987
Κανείς μας δεν ήταν ιδιαίτερα θεοσεβούμενος. Ούτε ο Βαγγέλης ούτε εγώ και νιώσαμε το λιγότερο έκπληξη, όταν γύρω στα τέλη Αυγούστου ο παπα-Γιώργης μας φώναξε στην εκκλησία. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για σπουδές στα γειτονικά Γιάννινα και δεν μας ικανοποιούσε ακριβώς ούτε η σχολή ούτε ο τόπος σπουδών. Ονειρευόμασταν την μεγάλη πόλη, το ανώνυμο πλήθος και τις ατελείωτες πιθανότητες ενός μητροπολιτικού κέντρου. Για την τοπική κοινωνία της πόλης μας, πάλι, είχαμε ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητές μας. Από αποδεκατισμένες οικογένειες, στα όρια της βιοπάλης, απόγονοι κομμουνιστών που ανέβηκαν στα βουνά και με συγγενείς που έζησαν για χρόνια πίσω από το Παραπέτασμα. Κυκλοφορούσαμε επίσημα μαζί εδώ και δύο-τρία χρόνια χωρίς να μας νοιάζουν οι φήμες και τριγυρνούσαμε σε κάθε κακόφημο μέρος.
Με λίγα λόγια, ήμασταν χαμένη υπόθεση. Οπότε πάλι καλά να λέγαμε!
Τον συναντήσαμε στο προαύλιο του ναού της ενορίας. Έκανε ακόμη πολλή ζέστη στον απόηχο του φονικού καύσωνα του Ιουνίου. Φορούσα ένα κοντό τζιν παντελόνι με ξέφτια στα μπατζάκια, αντιγραφή από μία φωτογραφία περιοδικού μόδας για τις ενδυματολογικές τάσεις των νέων στο εξωτερικό. Είχα δέσει κόμπο μία μπλούζα με τιράντες λίγο πάνω από τον αφαλό και ήμουν σίγουρη πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
-Σκεπάσου, καημένη! Θα σε αφορίσει ο Καντιώτης!
Ήταν γνωστό πως ο παπα-Γιώργης ήταν άνθρωπος με χιούμορ, αλλά δεν μας είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα και λόγω οικογενειακού παρελθόντος δεν πατούσαμε ποτέ σε εκκλησίες.
Έκανα πως γέλασα.
-Τώρα που θα φύγετε, έχετε κάπου να μείνετε;
Κοιταχτήκαμε αμήχανοι σαν να μας είχαν αιφνιδιάσει.
-Αν πάτε στα Γιάννινα, πού θα μείνετε; Έχετε βρει σπίτι; Θα σας φιλοξενήσουν κάπου;
-Και σας τι σας ενδιαφέρει , πάτερ; Έτσι κι αλλιώς δεν μας είδατε, δεν μας ξέρετε. Δεν ερχόμαστε στην εκκλησία σας και ούτε πρόκειται!
Ο Βαγγέλης είπε στα ίσα αυτά που σκεφτόμασταν και είχαμε την ελπίδα πως θα μας βοηθούσε να ξεμπερδέψουμε άμεσα.
-Ναι, σιγά, την κάψα σας είχα! Μου έστειλαν αυτό και σκέφτηκα να σας το δώσω.
Μου έδωσε ένα γράμμα και μπήκε ξανά στο ναό.
Πήραμε ξανά το δρόμο για το σπίτι. Κρατιόμασταν από το χέρι και συχνά σταματούσαμε έκπληκτοι με όσα διαβάζαμε. Όλα μας τα προβλήματα έμοιαζαν να λύνονται με τον πιο ανέφελο τρόπο και το μόνο που έμενε ήταν αν θα δεχόμασταν ή όχι.
*
Γιάννινα, Σεπτέμβριος 1987
Έπρεπε να κάνουμε ό,τι έγραφε το γράμμα χωρίς την παραμικρή ερώτηση και αμφισβήτηση. Ακολουθήσαμε πιστά τις οδηγίες. Δεν ειδοποιήσαμε για την άφιξή μας και πήραμε μαζί μόνο δυο αλλαξιές ρούχα. Φτάνοντας στην πόλη, περπατήσαμε από τον σταθμό των λεωφορείων ως το Κάστρο και δεν ρωτήσαμε κανέναν για κατευθύνσεις. Δε ήταν δύσκολο να βρούμε το σπίτι . Ένα παλιό αρχοντικό παραδοσιακής γιαννιώτικης αρχιτεκτονικής στο μέσο του συνοικισμού εντός. Είχαμε ειδοποιηθεί για το πού θα βρίσκαμε το κλειδί. Σηκώσαμε την γλάστρα με το ξερό γεράνι, πήραμε το κλειδί και μπήκαμε σαν κύριοι και αφέντες. Κάποια παραθυρόφυλλα έτριξαν από τα διπλανά σπίτια, αλλά ήμασταν ειδοποιημένοι και γι’ αυτό.
Το χολ ήταν δροσερό και σκοτεινό. Απέπνεε μία ατμόσφαιρα τακτικότητας και αφοσίωσης. Ακριβώς απέναντι στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα κάδρο με ένα μπερδεμένο σύμπλεγμα αριθμών. Ακολουθούσε την αισθητική της μοντέρνας τέχνης, γεγονός που το έφερνε σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο εσωτερικό και την παλιά του επίπλωση.
Μέσα ήταν σαν κάποιος να μας περίμενε. Το τραπέζι ήταν στρωμένο, το φαγητό είχε σερβιριστεί και έμεινε να επιλέξουμε το κρασί που θα το συνοδεύαμε. Αυτή τελευταία συνθήκη έκανε την κατάσταση λίγο παραπάνω από μυστήρια. Αν και το σπίτι φαινόταν να είχε παραμείνει για χρόνια ερμητικά κλειστό, τώρα το παραμικρό δεν μαρτυρούσε αυτή την μακροχρόνια αποχή του από την ζωή.
Ο Βαγγέλης σε ρόλο μεταμοντέρνου καβαλιέρου ανέλαβε το σερβίρισμα του κρασιού. Σίγουρα ήταν πολύ καλύτερο από αυτά που πίναμε στις ταβέρνες της πόλης μας, αλλά δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια πόσο. Το φαγητό ήταν μία συνταγή άγνωστη σε μας, ωστόσο, πολύ νόστιμη και χορταστική. Φάγαμε τόσο που το μόνο που θέλαμε ήταν ένας μεσημεριανός ύπνος.
Μόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ο Βαγγέλης δυσαρεστήθηκε:
-Ωχ, ποιος να ‘ναι τώρα;
Ανασήκωσα τους ώμους και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Στο κατώφλι στεκόταν ένας κουστουμαρισμένος μεσήλικας που κρατούσε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα.
-Νούσιας, συμβολαιογράφος, συστήθηκε. Να περάσω;
Ένευσα θετικά. Ο Βαγγέλης με κοίταξε με την ίδια απορία. Ούτε που ξέραμε τι γινόταν! Καθίσαμε ξανά στο τραπέζι και ο συμβολαιογράφος άνοιξε τον χαρτοφύλακα. Έβγαλε μία δεσμίδα χαρτιά και την ακούμπησε στο τραπέζι.
-Σας άρεσε το φαγητό; είπε.
-Ναι, ήταν πολύ νόστιμο, αν και ασυνήθιστο, απάντησα.
-Είναι παραδοσιακή εβραϊκή συνταγή. Γι’ αυτό.
Έπειτα άρχισε ν’ ανακατεύει τα χαρτιά του για αρκετή ώρα.
-Συγνώμη, μήπως έχετε κάποια εξήγηση για όλα αυτά; Ρώτησα.
-Έχω, αν έχετε κι εσείς λίγο χρόνο.
Του κάναμε νόημα να προχωρήσει.
Ξεκίνησε την ανάγνωση ενός εγγράφου με δυνατή και σταθερή φωνή:
«Εγώ, η Ιουδήθ Ελιγιά, έχουσα σώας τα φρένας και μη έχοντας βιολογικούς απογόνους ή συγγενείς πρώτου βαθμού εν ζωή, κληροδοτώ σε ένα ζευγάρι νέων ηλικίας 18 ετών από την πόλη της Φλώρινας την κινητή και ακίνητη περιουσία μου στην πόλη των Ιωαννίνων στην μνήμη του Φλωρινιώτη ήρωα και πατριώτη που μου την παρέδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, όταν επέστρεψα σε αθλία κατάσταση από το κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Η επιλογή επιθυμώ να γίνει από τον εφημέριο του ιερού ναού της πτωχότερης συνοικίας της πόλης, αρκεί να αποδεχτούν οι δύο νέοι τις αρχικές οδηγίες χωρίς να φέρουν αντιρρήσεις και να έχουν την καλοσύνη να ακούσουν την ιστορία μου»:
Κανένας δεν πόνεσε, ούτε ένα δάκρυ. Τι τους κάναμε; Δεν τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους.
Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν, κύριε, στη μεγάλη πλειοψηφία, νοικοκυραίοι, δεν είχαμε πειράξει κανέναν, αιώνες ολόκληρους ζούσαμε στα Γιάννενα. Δεν μας αγάπησε κανείς…
Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας, χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια… Πάρτε από έναν μπόγο και σε μια ώρα να είστε όλοι στην πλατεία. Τι να πρωτοκάνουμε σε μια ώρα; Ήμασταν εφτά αδέρφια και οι γονείς μου. Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα, ήταν μία τρέλα. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν, να μην πάει ημέρα Σάββατο να προσκυνήσει στην συναγωγή. Φέρε παιδί μου τα παπούτσια να πάω να προσκυνήσω. Μαμά, το καταλαβαίνεις πρέπει να φύγουμε, μας πιάνουν. Εγώ θα προσκυνήσω τον θεό και θα γυρίσω. Τραβώντας την σέρνουμε και την πάμε στην πλατεία του Μαβί. Ο ένας πίσω από τον άλλον, άλλος με παντόφλες, άλλος ξυπόλυτος, άλλος με πυτζάμες, τα μωρά να σκούζουν. Μια κουρτίνα κύριε, καταλαβαίνετε, να την τραβήξουν, να δω ένα δάκρυ, κανένας δεν πόνεσε, λυπούμαι που το λέω. Υποφέρω πιο πολύ, που πήγα στη Γερμανία από αυτούς. Γιατί παρακαλέσαμε πολλούς να μείνουμε κάπου εκτός των εβραϊκών συνοικιών μέχρι να περάσει η μπόρα αλλά δεν μας δέχτηκαν. Θα είχαμε γλιτώσει…
Πέθαναν μωρά και μεγάλοι στο χάνι. Δεν είχαμε τίποτα. Τρεις φορές την ημέρα με τα όπλα στα χέρια στην γραμμή όλοι να μας κάνουν έρευνα. Καθένας κάτι είχε κρύψει για μια δύσκολη ώρα. Στα κοφίνια για τα καρπούζια έβαζαν οι Γερμανοί και οι χωροφύλακες τα χρυσαφικά. Αυτοί που ερχόντουσαν και καθάριζαν του καμπινέδες πρέπει να έγιναν βαθύπλουτοι. Γιατί από πείσμα ρίχναμε τα χρήματα και τα χρυσαφικά στον καμπινέ να τα βρουν οι Έλληνες και να μην τα πάρουν οι Γερμανοί. Μας ‘βαλαν στα τρένα. Εκεί που χωρούσαν δυο άλογα, έβαλαν εβδομήντα πέντε άτομα. Χωρίς φως στο βαγόνι, χωρίς νερό, γέροι, νέοι. Έντεκα μέρες ταξίδι χωρίς φαγητό, νερό, στα παγωμένα βαγόνια.
Τους έβαλαν σε μεγάλα αυτοκίνητα, όσα παιδιά πρόλαβαν και σκαρφάλωσαν τα φόρτωσαν και εκείνα. Κοριτσάκι εγώ, μικρό, πως μπορούσα ν ανέβω; Εκείνη την ώρα είδα την μητέρα μου όρθια στο αυτοκίνητο… Καθώς απομακρυνόταν μας φωνάζει: “προσέξτε, είστε κορίτσια, την τιμή σας”.
Άκουγες Θεέ μου… κλάματα, έβλεπες γέρους με άσπρα μαλλιά να τρέχουν… Με παρατεταμένα τα όπλα άρχισαν να ψάχνουν τις γυναίκες και τους άνδρες και πήραμε το δρόμο της καταστροφής.. Γιατί Θεέ μου, γιατί; Γιατί μας πονάς τόσο πολύ; Από τότε δεν έχω κανέναν. Ούτε τη μάνα μου, ούτε τα αδέρφια μου ούτε κανέναν.
Μείναμε άφωνες, δεν έβγαινε φωνή, είχε κολλήσει η γλώσσα, δεν ήξερες τι να πεις. Μας βάλανε στην γραμμή και εκεί μας έκαναν το τατουάζ στο χέρι. Να εδώ είναι το νούμερο: 77102. Το είχα μάθει και γερμανικά και το φώναζα σε κάθε προσκλητήριο. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος, ήμουν ένα νούμερο. Δεν είχα όνομα, δεν με είχε γεννήσει μάνα, δεν είχα οικογένεια πλέον. Τελείωσε. Από εκεί μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά.
Εκεί ήταν πολλές Θεσσαλονικιές όμηροι, που είχαν πάει γρηγορότερα. Κομμώτριες, δήλωσαν.. Σε παρακαλώ, είπα σε μια κοπέλα που με κούρευε, που μπορεί να πήγαν τους γονείς μου; Θέλεις τόσο γρήγορα να μάθεις; μου είπε. Ναι θέλω, σε παρακαλώ, της απάντησα και μου δείχνει απέναντι.
Βλέπεις αυτή τη φλόγα; – Βλέπω. – Εκεί καίνε την μάνα σου και την οικογένειά σου. Λιποθύμησα. Με συνέφεραν, κακήν κακώς με τράβηξαν και ξημέρωσα σ’ ένα μπλοκ που ήτανε σαν το κοτέτσι. Και το πρωί σηκωνόμασταν η ώρα τέσσερις και κάναμε προσκλητήριο και καταμέτρηση στην βροχή.
Φώναζαν τα νούμερα. Έβρεχε, χιόνιζε, εσύ ήσουν ‘Απελ’, όλα τα μπλοκ. Μας έβαναν στην δουλειά. Τι κάναμε; Σπάζαμε πέτρες, τις φορτώναμε σ ένα βαγονάκι. Γεμάτο το βαγονάκι και εμείς κάναμε την μηχανή. Πέντε κορίτσια αφού το γεμίζαμε το σπρώχναμε να το πάμε ένα χιλιόμετρο και τι να το κάνουμε; Να το αδειάσουμε.
[Επιστρέφοντας πήγα να βρω το σπίτι μου.]** Όταν έκανα να μπω μέσα εμφανίστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι ένας άγνωστος και μου είπε που πας; ‘Στο σπίτι μου’, του απάντησα. Μου λέει, μην προχωρείς, θα σου πω κάτι. Λέω ορίστε. Ξέρεις αν η μαμά σου είχε φούρνο στην κουζίνα; Όλο χαρά εγώ, απάντησα: βέβαια ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;
[Δεν ασχολήθηκα ποτέ ξανά, ώσπου λίγους μήνες μετά με πλησίασε ένας ηλικιωμένος άγνωστος άντρας. Με ρώτησε το όνομά μου και μετά μου είπε πως μπορώ να τα πάρω όλα πίσω νόμιμα. Πήγα την επόμενη μέρα στις ανάλογες κρατικές υπηρεσίες και με διαβεβαίωσαν προς έκπληξή μου πως όλα ήταν εντάξει. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω το όνομά του.Μόνο πως ήταν αντιστασιακός από την Φλώρινα].**
Τελικά ο συμβολαιογράφος έμεινε όλο το βράδυ. Ήπιαμε το υπόλοιπο κρασί σκουπίζοντας τα δάκρυα μας. Κανείς μας δεν ήξερε…
Μόνο το 77102 του κάδρου.
*Αποσπάσματα από την αυθεντική μαρτυρία της επιζήσασας του Ολοκαυτώματος Ρωμανιώτισσας Εσθήρ Κοέν από τα Ιωάννινα.
Πηγή: https://www.janus.gr/2020/12/blog-post.html
** Οι συμπληρώσεις στις αγκύλες είναι δικές μου για χάρη της μυθοπλασίας.
***Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Λογοτεχνικό Δελτίο, τεύχος 22ο , Καλοκαίρι 2022
Η Μένη Πουρνή είναι φιλόλογος – αρχαιολόγος