Scroll Top

Φιλοσοφία και Λογοτεχνία: τοποθετώντας το πλαίσιο μια σχέσης – Του Δημήτρη Κουφογιάννη

Στη φράση Φιλοσοφία και Λογοτεχνία ορίζεται μια σχέση μεταξύ δύο αντικειμένων του γραπτού λόγου. Αυτό το και όμως, το οποίο δύναται να προσδιορίσει τη σχέση των δύο πεδίων, άλλοτε φαίνεται να υπονοεί μια ενωτική σχέση και άλλοτε να δημιουργεί σχίσμα μεταξύ τους. Ποικίλα και πολλαπλής αφετηρίας και κατεύθυνσης είναι τα κριτήρια που επιδιώκουν να συγκροτήσουν μια σαφή, συνεκτική και συμπαγή επιχειρηματολογία είτε ενάντια στη διάκριση, είτε υπέρ μιας ξεκάθαρης αυτοτέλειας Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας ως δύο διαφορετικών ειδών γραπτής έκφρασης. Ο τρόπος που κάποιος θα θελήσει να προσεγγίσει το ζήτημα πιθανότατα να τον οδηγήσει και σε συγκεκριμένα, αν όχι αναμενόμενα συμπεράσματα.
Φιλοσοφία και Λογοτεχνία τοποθετημένες εντός του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν και συγκροτήθηκαν αποτελούν δύο διακριτούς χώρους πνευματικής δραστηριότητας. Έξω όμως από αυτό το πλαίσιο της ιστορικής τους ανάδυσης υπάρχουν τομείς που πρέπει να αναφερθούν προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το ζήτημα.
Εκ πρώτης, διαπιστώνεται ένας καθαρός χωρισμός μεταξύ των δύο αντικειμένων, καθώς φαίνεται πως το καθένα αξιοποιεί διαφορετικά εργαλεία και ως εκ τούτου συνεπάγεται πως επιδιώκεται και η πλήρωση διαφορετικών σκοπών. Η φιλοσοφία σκοπεί να παρουσιάσει μιαν «αλήθεια» παρέχοντας επιχειρήματα, αυστηρή συγκρότηση και συνεκτικότητα, πειθαρχημένη διατύπωση των συλλογισμών και εννοιολογική ευστοχία, με προοπτική την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων. Έτσι, παραμένει ή φαίνεται να παραμένει, πεισματικά αδιάφορη ως προς το αν το κείμενο λογίζεται καλαίσθητο ή όχι.
Από την άλλη η λογοτεχνία στοχεύει στην «ομορφιά» του κειμένου, με απώτερο στόχο την ικανοποίηση της αισθητικής του αναγνώστη. Εδώ δεν υπάρχει αυστηρότητα και πειθαρχία στον τρόπο γραφής, κάθε άλλο. Υπάρχει η υποκειμενική προσέγγιση διατύπωσης του κειμένου, η οποία αντλείται απότη φαντασία του συγγραφέα. Η πλοκή, ο τρόπος αφήγησης, οι χαρακτήρες, οι περιγραφές εικόνων και αναμφισβήτητα η αξιοποίηση της γλώσσας διαμορφώνουν το «ύφος» του έργου. Όλα, μέσω μιας αρμονικής συνύπαρξης συντελούν στη δημιουργία ενός καλαίσθητου αποτελέσματος που «επιθυμεί» να αρέσει.
Η ανάγνωση της σχέσης κάτω από αυτό το πρίσμα οδηγεί σε μια ιεράρχηση των δύο, υποβιβάζοντας την εργασία της συγγραφής λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως, διότι εκτιμάται ότι η φιλοσοφική συγγραφική δραστηριότητα είναι πιο «σοβαρή» από αυτή της λογοτεχνίας. Η συγκεκριμένη αντίληψη ενισχύεται από την υψηλή συγκέντρωση, τη διανοητική ενέργεια καθώς και τη διαμόρφωση ενός διακριτού συστήματος που απαιτεί η εργασία του φιλοσόφου, σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία ενός λογοτέχνη η οποία ελευθερώνει τη φαντασία του κατά τη δημιουργία του έργου προσφέροντας του τρόπον τινά ευχαρίστηση.
Ωστόσο, αν ξεφύγουμε από αυτή την παγιωμένη προσέγγιση, όπου βλέπουμε την Φιλοσοφία και την Λογοτεχνία σαν δύο συγκροτημένες και ξεχωριστές οντότητες οι οποίες διακρίνονται μόνο από τη διεργασία που η καθε μιά απαιτεί, αν δηλαδή θεωρήσουμε το και ως κάτι που ενώνει, θα μπορέσουμε να εξετάσουμε τα κείμενα από μια άλλη οπτική, η οποία θα μας οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Θα ξεφύγουμε από την προσέγγιση που εστιάζει στο κείμενο και το εξετάζει αναζητώντας αν εντός του πραγματώνεται ενεργά η ουσία του ενός ή του άλλου αντικειμένου.[1] Έτσι, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τους τρόπους που συζευγνύονται οι προσεγγίσεις των το φιλοσοφικό της λογοτεχνίας και τη λογοτεχνικότητα της φιλοσοφίας. Τότε θα βρεθούμε στην αντίπερα συμπερασματική όχθη όπου το και θα βρίσκει κοινούς τόπους σε φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα, φωτίζοντας την όποια αμοιβαία επιμειξία διακρίνει.
Ο Φιλίπ Σαμπό στο βιβλίο του Φιλοσοφία και Λογοτεχνία: Προσεγγίσεις και Διακυβεύματα ενός Ζητήματος, μας λέει πως αυτή η διάκριση των δύο καθεστώτων του λόγου είναι ένα ιστορικό κατασκεύασμα που δημιουργήθηκε από την αρχική διάκριση τους σε δύο διαφορετικά γνωστικά πεδία κατά τη διδασκαλία τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και σχολεία. Αν λοιπόν, παραβλέψουμε αυτή την κατηγοριοποίηση και στραφούμε στα κείμενα καθαυτά ίσως μπορέσουμε να εντοπίσουμε κάποια στοιχεία που ενώ, θεωρητικά, ανήκουν στο ένα γνωστικό πεδίο, ενυπάρχουν σε κείμενα που υποτίθεται πως σαφώς εκφράζουν το άλλο.
Από την πλευρά της λογοτεχνίας, θα μπορούσαμε να βρούμε κείμενα το οποία εκτιμάται ότι εκφράζουν ξεκάθαρα αυτό το είδος γραφής και παρόλα αυτά να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα βαθιά στοχαστικό έργο, όπου το ίδιον νόημα του λογοτεχνικού κειμένου δύναται να αναχθεί σε φιλοσοφικό. Ένα τέτοιο έργο, όπως αναφέρει ο Σαμπό, είναι το Ο Θωμάς ο Σκοτεινός του Μωρίς[2] Μπλανσό. Το έργο αυτό «παράγει έναν προβληματισμό μεταφυσικής τάξεως που θίγει το ίδιο το είναι των πραγμάτων και της συνείδησης[…]».[Sabot, 2002.μτφ Γ. Πρελορέντζος 2017:193]. Οι διαλογισμοί του Θωμά μέσα στο κείμενο προσομοιάζουν αναμφίβολα με ζητήματα που συμπίπτουν με την άλφα ή την βήτα υπαρκτή «φιλοσοφία». Εν προκειμένω με του Χάιντεγκερ ή αυτή του Χέγκελ. Παρέχει μια μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων το γεγονός ότι θα ερευνήσουμε το στοχαστικό-φιλοσοφική διερεύνηση του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού έργου αναζητώντας «νοηματοδότηση» σε φιλοσοφικά κείμενα ήδη αναγμωρισμένα.[3]
   Μπορούμε να αναζητήσουμε στοχασμούς που «κρύβονται» στο βάθος των κειμένων λογοτεχνικών συγγραφέων, οι οποίοι ήδη υπάρχουν και έχουν διατυπωθεί σε φιλοσοφικά κείμενα. Η προσέγγιση των κειμένων κατ’ αυτόν τον τρόπο, μας απομακρύνει από μια ανάγνωση τέτοια, όπου τα κείμενα φέρουν μιαν φιλοσοφική αυτοτέλεια. Κατά αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, δεν θα στοχεύαμε σε εκείνα τα σημεία όπου τα λογοτεχνικά κείμενα συγκροτούν από μόνα τους κάτι το «φιλοσοφικό». Αυτό που θα κάναμε, θα ήταν να υποδείξουμε, με ερμηνευτική συνέπεια, τις φιλοσοφικές έννοιες καθαυτές, οι οποίες βρίσκονται συγκροτημένες και προ-διαμορφωμένες σε φιλοσοφικά κείμενα είτε του ιδίου συγγραφέως, που έχει και λογοτεχνική δράση, είτε σε φιλοσοφικά κείμενα διαφορετικών συγγραφέων.
Έτσι όμως θα οδηγούμασταν σε μια εργαλειοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για να κατακτηθεί μια βαθύτερη κατανόηση της φιλοσοφίας κάποιας συγκεκριμένης έννοιας, ενδεχομένως, η οποία γίνεται «απτή» μέσα στις εικόνες της μυθοπλασίας. Σαφώς κατά αυτόν τον τρόπο η λογοτεχνία γίνεται θεραπαινίδα της φιλοσοφίας, καθώς δεν παράγει η ίδια φιλοσοφία, αλλά αξιοποιείται για να φανερώσει μια ήδη υπάρχουσα φιλοσοφική αλήθεια. Δίχως να δεχόμαστε πως η σχέση Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας εξαντλείται σε αυτό το σχήμα οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε.
Το σχήμα αυτό προτάσσει την καταστατική θέση της λογοτεχνίας ως απλό αντικείμενο σκέψης, το οποίο υποτάσσεται ως τέτοιο στη δικαιοδοσία ενός φιλοσοφικού στοχασμού. Κατά αυτόν τον τρόπο οι ερμηνείες παραμένουν εξωτερικές ως προς τα κείμενα, ενώ ταυτόχρονα προσδιορίζουν την ουσία τους. Με αυτό το δεδομένο ως εργαλείο δυνάμεθα να αναγάγουμε λογοτεχνικά αποσπάσματα σε προϋπάρχουσες φιλοσοφικές αλήθειες, με προσδοκία την καλύτερη κατανόηση.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • v Sabot P., 2002, Φιλοσοφία και λογοτεχνία προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος, μτφ. Πρελορέντζος Γ., εκδ. Gutenberg, 2017
  • v Πρελορέντζος Γ., 2016, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960, εκδ. Παπαζήση

[1] Δεν έχουμε σαφείς ορισμούς για τον ακριβή προσδιορισμό του τι ορίζουμε ως Φιλοσοφία και τι ορίζουμε ως Λογοτεχνία. Ούτε κάποιο κονονιστικό πλαίσιο υπάρχει, όπου μέσα στα όρια του να μπορούμε επακριβώς να τοποθετήσουμε αυτό που ονομάζουμε Φιλοσοφία ή αυτό που ονομάζουμε Λογοτεχνία, ώστε να διακρίνονται ασφαλώς.

[2] Μωρίς Μπλανσό (Maurice Blanchot) (22 Σεπτεμβρίου 1907 – 20 Φεβρουαρίου 2003) ήταν Γάλλος συγγραφέας, φιλόσοφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Το έργο του είχε ισχυρή επιρροή κυρίως σε μετά-δομικούς φιλοσόφους.

[3] Την ίδια οπτική μπορούμε να αναπτύξουμε και στα φιλοσοφικά κείμενα, να αναζητήσουμε δηλαδή στοιχεία λογοτεχνίας μέσα τους.