Στην Αειθαλή Μνήμη του Καθηγητή Θανάση Νάκα
“Life is a matter of being born; but Art is a question of being alive“
E. Ε. Cummings
Ο Βασίλης Φαϊτάς (γεν. 1942) στη Θεσσαλονίκη, έχοντας εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές την τελευταία δεκαετία, επανήλθε πρόσφατα με την τελευταία συγγραφική του κατάθεση, το «Σκάκι με την αιωνιότητα» (Μανδραγόρας, 2021)[1]. Η λυρική φαντασία του ποιητή, αδιάκοπα εξελισσόμενη μέσα στο χρόνο, χαρτογραφεί την αέναη απόπειρα για νοηματοδότηση του Εαυτού και του απροσμέτρητου Κόσμου. Συνολικά, το γοητευτικά ιδιότυπο λυρικό όραμα του Φαϊτά – στην τομή ποίησης και φιλοσοφικής θέασης- παλμοδοτείται αδιάλειπτα από την εναγώνια και «ατέρμονη αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης παρουσίας μέσω της σύνδεσής της (..) με τα περάσματα στην άλλη διάσταση».[2]Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τέχνη της Ποίησης υποβάλλεται ως ο κατεξοχήν σηματωρός στην υπαρξιακή περιπέτεια.
1. Η ποίηση ως κοιτίδα αθωότητας.
Με αφετηρία την παλαιότερη συλλογή «Υστερόγραφα για το αύριο»(2010), η οποία αποτελεί και το έναυσμα για την πιο γόνιμη περίοδο του συγγραφέα, τίθενται οι βασικότερες ορίζουσες του λυρικού ιδιώματος. Στη συλλογή αυτή γίνεται εναρκτήρια λόγος για ποικίλες εκφάνσεις της ποιητικής αποστολής: «Όσο υπάρχω κάτω απ’ το υγρό/ βάρος των άστρων/ πρέπει να μιλήσω/ για τις χίμαιρες του κύτταρου/ (..) για τη φωνή μας που εκβάλλει στο τίποτα/ κι ακόμα/ θέλω να σού μηνύσω(..) για τη ζωή που κείτεται μισοβυθισμένο καράβι (..)/ κάτω απ’ τη σκόνη των άστρων».[3] Από πολλούς στίχους απορρέει το γνήσιο συγκινησιακό υπόβαθρο του ποιητικού βλέμματος : « Με το αίμα μου γράφω/ για σένα που με κοιτάς στα μάτια σαν ανοιγμένη καρδιά/ μικρού παιδιού»[4]. Η λυρική ενόραση του γράφοντος υποκειμένου εκπηγάζει από την πρωταρχική, εδεμική αθωότητα: «Μετά από τόση αποσύνθεση, τόσο κακό/ η καρδιά μου ακόμα είναι νέα/ γνέφει στον πρωτόπλαστο άνθρωπο/ έκπληκτο βρέφος/ αντικρίζει το πρώτο πουλί».[5] Με την κιβωτό της ποίησης, ο αναγνώστης στοχάζεται με θάμβος για την εγκόσμια περιπλάνηση και την κατάπλου της ψυχής στο κοσμικό Στερέωμα: «Μια μικρογραφία είμαι του χάους/ τα χρόνια μου στη γη/ μα το αίμα μου χύνεται στους γαλαξίες».[6] «Μια θαμμένη άνοιξη η ψυχή μου/(..) φυλακισμένη στο κουκούλι/ μιας μετέωρης στιγμής/(..) γυρεύει την πρώτη της ρίζα».[7]
2. « Παλλόμενη σήραγγα που οδηγεί στο ανείδωτο»[8]
Στην επόμενη συλλογή επιτελείται η εκδίπλωση ενός διάπυρου κοσμολογικού οράματος. Με τον εύγλωττο τίτλο «Συνάντηση με το Σύμπαν» (2011), σημειοδοτείται το προσφιλέςάνοιγμα στον Κόσμο και η διαπλάτυνση των πεπερασμένων ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη η συλλογή ρυθμολογείται από κοσμολογικές εικόνες- πάγιους τόπους της προσωκρατικής φιλοσοφίας και κυρίως της ηρακλείτειας μεταφυσικής: «ο κόσμος έκθετο βρέφος/ χορδή που αέναα πάλλεται»[9] (..)/ εδώ είναι ο τόπος μας / τα υποστατικά της θάλασσας αιωρούνται/(..)οι αλήθειες ξεχειλίζουν/ ποτάμι συσπειρωμένο το αόρατο»[10]. Ο αναγνώστης καλείται να ατενίσει το Σύμπαν με τον τρόπο που τον πρωτοαντίκρισαν οι προσωκρατικοί και τη συναφή μετατόπιση του επίκεντρου του ενδιαφέροντος από τον θεό στον άνθρωπο: «Η καταγωγή της ζωής/ κρατάει απ’ το μηδέν/ και το θάνατο ενός αινιγματικού θεού/ ενώπιον της απεραντοσύνης αίνιγμα εγώ».[11] Πρόκειται για περιπτώσεις που «ο ποιητής στοχάζεται για τον άνθρωπο ως ένα θνητό κομμάτι της φύσης, ως μία κουκκίδα ζωής μέσα στο άπειρο σύμπαν».[12] Αισθητή είναι και η επιρροή της δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας: «ένα γοερό κλάμα ακούγεται ανάμεσα στις χυμένες διαστάσεις/στο πανδαιμόνιο των πυρήνων».[13] Επιπλέον, η αστραπογενής κατά τον Ηράκλειτο ροϊκότητα πυροδοτεί τον λυρικό οίστρο: «Μέσα μου η αφυπνισμένη νιότη / γεννά αστραπές/ βροχή μετεωριτών από υπερκόσμια μουσική». Η μουσικότητα των ποιημάτων γίνεται έκδηλη με ποικίλους τρόπους: με ομοιόαρκτα και ομοιοτέλευτα, σχήματα επανάληψης, την εγκατασπορά προσωδιακών μονάδων, αλλά συχνότερα όπως στο επόμενο δίστιχο, δυνάμει των εύχυμων παρηχήσεων, συνηχήσεων και πλειάδας υπερβατών: «Μακριά κολυμπούν γαλήνια/ τα εκμαγεία των θρύλων».[14] Η εμμελής υποβλητικότητα επιτυγχάνεται κυρίως με τους διασκελισμούς και την απουσία της στίξης, η οποία, σύμφωνα με την παρατήρηση του Δ. Χλωπτσιούδη, «δημιουργεί μία αίσθηση στιχουργικής ρευστότητας και συνέχειας των πάντων». [15]
3. Ο ποιητής ως «πλοηγός αντικατοπτρισμών» [16]
Στην επόμενη συλλογή, «Ρους και ροή» (2014), το λυρικό υποκείμενο αναμετράται κυρίως με την κομβική έννοια του Χρόνου : «Κάποιοι λένε πως έφτασα / από μια διακύμανση του άχρονου/ λένε πως είμαι η φαντασία του εαυτού μου [17]/(..) μετάσταση προσωρινότητας /αποπλάνηση φανταστική η ζωή (..) και η αιωνιότητα αέρινη σκέψη περαστική»[18]. Στους ακόλουθους στίχους που ανακαλούν την εμπεδόκλειο ρήση «φυγάς θεόθεν και αλήτης» αποτυπώνεται η διαπόρευση στον εγκόσμιο χωροχρόνο: «εγώ επινόησα τον εαυτό μου/ ιθαγενής του απείρου/ εδώ μ’ εξόρισε η βαρύτητα»[19]. Έτσι, σ’ ένα πλατωνικών καταβολών ποιητικό όραμα με τον ουρανό ως «μετέωρη γέφυρα επαναπατρισμού του θαύματος»[20], μεταπλάθεται η ατελεύτητη νοσταλγία για την επιστροφή πίσω στις απαρχές: «ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλο είμαι/ μια μαγεμένη ηχώ (..)/ μια λευκότητα που ξεθωριάζει/ πάλλεται ψαύοντας μια εύθραυστη βεβαιότητα / το άγγιγμα μιας μνήμης μακρινής» [21]
4. « Ψηλά ένα ισόβιο εκεί / αδιαπέραστο»[22]
Στη συλλογή με τον πρωτότυπο τίτλο «Ο Αλχημιστής του Χάους» (2015), το ποιητικό υποκείμενο ως «ροολαμπής άνοιξη»[23] προσοικειώνεται την κοσμική αγνωσία. Ήδη από το ποίημα «Ρους και ροής» της ομότιτλης συλλογής εξεικονίζεται η αείρροη ερμητικότητα του ποταμού της ζωής: «έχει πολλές πατρίδες το ποτάμι/ κυλάει (..)/φορτωμένο εποχές και ανθρώπους / αυτό που αφήνει πίσω/ στιγμές νερού/ σύντομες ανθισμένες νύχτες/ τη ροή ανεξάντλητου μυστικού»[24]. Με τη συλλογή αυτήόπου «η σοφία καθελκύεται στο πέραν»[25], συντελείται η μεταρσίωση σε κοσμοθεωρητικές ατραπούς με πιθανό φιλοσοφικό έρεισμα από τη γνωσιολογία του Αριστοτέλη για το πρωτογενές κινητήριο κέντρο: «η βάρκα μου διασχίζει/ τη γύρη που συνεχίζει να πέφτει/ με το μισό πανί/ υψωμένο/ και το άλλο μισό σύννεφο με οδηγεί/ στο απρόσμενο/ στο πρώτο κινούν».[26] Στο ποίημα «Καρουζέλ»[27], η κεντρομόλος τοπιογραφία απηχεί ίσως την αναξαγόρεια περιχώρησιν[28]: «Η ζωή γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της / καρουζέλ / στο κέντρο μια απειροελάχιστη οπή/ (..) κινεί τα πάντα/ για να επιστρέψουν στο άπειρο» (..)/ Υπάρχει στο αόρατο κέντρο κάτι το τελειωτικό/ πηγή ανερμήνευτη/ συμπαντική νοημοσύνη».[29] Οι συχνές μνείες στο άπειρο συνηχούν πιθανά με την αναξιμάνδρεια φυσική φιλοσοφία [30]. Τέλος, η απόπειρα προσπέλασης της γνώσης του κόσμου παραμένει εσαεί εν προόδω, καταξιώνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη: «Ψυχή τρεμάμενη του εκτυφλωτικού γαλάζιου/ τι θα’ σουν σ’ έναν κόσμο/ γεμάτο βεβαιότητες/ και λεία νοήματα;»[31].
5 . Ο άνθρωπος ως «σωματίδιο του φανταστικού»[32]
Εάν στην προηγούμενη συλλογή ο ποιητικός φακός ήταν στραμμένος στους μαιάνδρους της αρχαϊκής κοσμογονίας, στις δύο επόμενες συλλογές, «Στο καφέ Εντροπία» (2017) και «Το δάκρυ του Ηράκλειτου» (2018), η προσοχή μετατοπίζεται προς τη βαθύτερη κατανόηση του φάσματος της ανθρώπινης υπόστασης, την παροδικότητα του ανθρώπινου βίου και το αρχετυπικό δίπολο ζωή –θάνατος. Η υπαρξιακή μοναξιά συνιστά θεμελιακή συνθήκη της ανθρώπινη ζωής: «γύρω μαίνεται πανσπερμία μοναξιάς/ διάττοντες σπόροι εμείς/ μαθαίνουμε ν΄αγαπάμε και να λησμονούμε».[33] Ο αναγνώστης συμφιλιώνεται με την κρυπτικότητα του συμπαντικού ταξιδιού με όχημα τις παράδοξες λεκτικές συνάψεις: «ταξιδεύω στο παρελθόν μου/ αιμοσφαίριο του κενού περιπλανιέμαι/ ανάμεσα σε κείνο που πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια μου/ και το κρυπτογράφημα του ανέλπιστου». Με πληθώρα αντιθέσεων και οξύμωρων κωδικοποιείται ευθύβολα η αντινομικότητα και το εγγενές παράλογο της ζωής. Έτσι, για το ποιητικό υποκείμενο «στις ακτές / ένα ακατάπαυστο τέλος ανανεώνεται», ενώ «η νίκη άλλο δεν είναι/ παρά η μάσκα της ήττας/ στο βάθος του μονοπατιού».[34] Ο ερμητισμός της ανθρώπινης συνθήκης αισθητοποιείται με προσφυείς και αλλεπάλληλες μεταφορές: «το σώμα σου μουσείο του χρόνου(..)/ φυλές που σε γέννησαν το κατοικούν/ η άβυσσος πατρικό σου σπίτι αποικία ονείρων/ αδέσποτα μονοπάτια με θέα το απροσπέλαστο».[35] Τέλος, η ένθεη καταγωγή της ψυχής χρησμοδοτείται ως αδήριτη βεβαιότητα : «δραπέτης της αύρας του Θεού ο άνθρωπος/ συμπαντική νότα/ σ’ ένα ταξίδι φαντασίας».
Για την ποιητική συνείδηση, η ανθρώπινη οντότητα, παρά την εφημερότητά της, παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: «Κρεμόμαστε ανάμεσα στο χρόνο και το διάστημα/ φευγαλέες συλλήψεις/ γονίδια μυστηρίου και έκστασης»[36]. Η βάσανος της οδύνης μοιάζει να δικαιώνεται ως ένα είδος προπαρασκευής για το πέρασμα στην αντίπερα όχθη: «Ο πόνος υπάρχει για να είμαστε έτοιμοι/ όταν θα πλησιάζει/ η αρχαία σοφία των βημάτων/ εκείνου που δεν έχει τίποτα άλλο να πάρει από εσένα/ παρά ένα σώμα διάτρητο/ από μετεωρίτες και νότες».[37] Η επίσης οριακή και εκστατική εμπειρία του έρωτα γεφυρώνει ευφρόσυνα με τις ακρώρειες του επέκεινα: «Έρωτα που κοιμάσαι στο κρεβάτι μας/ (..) υπάρχει πάντα ένα τυφλό σημείο/ τίποτα εκεί δεν έχει όνομα/ τ’ άστρα αρχέγονες μποτίλιες λάμπουν πάνω μας/ ρέοντας στην παλίρροια μας γνέφουν οι απόντες».[38] Το ευφορικό ερωτικό αίσθημα προσφέρει τη φευγαλέα δυνατότητα να διαγράφεται το μηδέν της ζωής: «κι όσο ακόμα το ματωμένο ρολόι/ χτυπά στο στήθος μου/(..) θέλω να’ μαι η πρώτη/ ερωτευμένη σφαίρα που θα πυροβολήσει το κενό». [39] Με τους ακόλουθους στίχους αποκρυσταλλώνεται η προαιώνια λειτουργία της ποιητικής τέχνης ως απόλυτης παραμυθίας ενώπιον της ακατάλυτης φθοράς του χρόνου: «Κάποτε η ζωή επινόησε το χρόνο/ για να οδηγήσει τον εαυτό της στη αθανασία».[40]
6. « Ολογράμματα του παντοτινά φευγαλέου» [41]
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις δυο προαναφερθείσες συλλογές, όπως και στην πιο πρόσφατη, στο επίκεντρο τίθεται η ίδια ποιητική γλώσσα και τα όριά της στην αναζήτηση και απόδοση απώτατου νοήματος: «Κείτομαι εδώ στη ρίζα της γης/ πύλη του σύμπαντος / μαθαίνω μία νέα γλώσσα/ ν’ ανεβώ ψηλά / πάνω απ’ τους κυματισμούς των δασών/ διασχίζοντας τις ταλαντώσεις του σκότους/ να δω το νόημα της Ιθάκης».[42] Δεδομένου ότι «ο άνθρωπος έρχεται από αμετάφραστες πραγματικότητες»,[43] ο ποιητικός λόγος δεν δύναται παρά να εμφορείται από τη σιβυλλική ιδιοπροσωπία, την αμετάφραστη προέλευση του ανθρώπου : «Ήχοι και λέξεις(..)/ στον ίσκιο τους ρέουν κατοπτρισμοί του αόρατου/ φωνές και ονόματα / θραύσματα χαώδους αλήθειας».[44] Γενικότερα, το φυσικό τοπίο διεγείρει σταθερά τον ποιητικό στοχασμό, αποτελώντας απαρασάλευτο καθρέφτη του γριφώδους και του αδιόρατου: «Ένας παντοτινός άνεμος περνά/ απ’ τις ρίζες στις κορφές των δέντρων/ σείοντας το άγνωστο».[45] Στη ρομαντικών αποχρώσεων, χρυσοφαή νύχτα τελεσιουργούνται η όλβια ενδοσκόπηση και η ρεμβώδης περισυλλογή: «Η νύχτα χωράει όλες τις περιπλανήσεις/ διάφανη/ μεταμορφώνεται σε μυθικό πλοηγό/ για το πέραν»[46]. Η στίλβουσα, μυστηριακή νύχτα αποτελεί πλοηγό για τη φιλοσοφική ενατένιση: «Στις πλανόδιες νύχτες/ το σύμπαν μοιάζει παρτιτούρα θαυμάτων/ οδύσσεια γλώσσα απροσπέλαστη του Όντος».[47]
Η ποιητική κατάθεση του Β. Φαϊτά, παρά την ευδιάκριτη φιλοσοφική της εμβέλεια, δεν διολισθαίνει εν τέλει στην άμουση εγκεφαλικότητα. Με τις συχνές αποστροφές και το α’ πληθυντικό πρόσωπο, ο αναγνώστης καθίσταται άμεσος κοινωνός των κραδασμών της ποιητικής ευαισθησίας. Βασικοί μοχλοί εκτύλιξης της ποιητικής ενόρασης αναδεικνύονται ο πλούσιος μεταφορικός λόγος, οι ευφάνταστες εικόνες και η υπόκωφη μουσικότητα. Στο ακόλουθο δίστιχο, η διερώτηση της ποιητικής φωνής ηχοποιείται με τη συνήχηση του α, την παρήχηση των ρ, κ και τ συν τα ομοιοτέλευτα: «σπαραχτικά ερωτηματικά / ο άνεμος μες στα κλωνάρια».[48] Με την επόμενη εκτενή εικόνα- παρομοίωση συμβολοποιείται η εγγύτητα των ορίων της ζωής και του θανάτου: «Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή / λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά(..)στο τέλος του ορίζοντά του / απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του/ στη φωνή που το καλεί/ καθώς το σώμα πριν να φύγει/γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα/ ουράνιες καμπύλες αντικατοπτρισμών».[49] Η ζέουσα εικονοποιία ανακαλεί την εύγλωττη τοποθέτηση του Δ. Χλωπτσιούδη για μια «συμπαντική εικαστική που δίνει μια αίσθηση κίνησης (..) ένα εικονοπλαστικό ψηδιφωτό [που] διαστέλλει το ποιητικό του σύμπαν».[50] Αξίζει να σημειωθεί ότι η περικειμενική ζώνη των τομιδίων είναι ιδιαίτερα φροντισμένη και φιλοτεχνημένη από σημαίνοντες δημιουργούς όπως ο Απόστολος Γιαγιάννος, συμβάλλοντας εξίσου στην όλη εικονοπλαστική δυναμική των συλλογών.
Στην τελευταία ποιητική συλλογή, το «Σκάκι με την αιωνιότητα» (2021), η ποιητική μυθωδία προτάσσεται ως πυλώνας αυτοσυνειδησίας: «Αποκύημα φαντασίας μιας ολότητας/ο κόσμος/ ακτινοβολεί το ανεκπλήρωτο πέραν»[51]. «Αίμα του αισθητού αφανούς/ το Είναι/ υπήρξε πριν το χάος/ θα υπάρχει και μετά το τέλος»[52]. Στους επόμενους στίχους με σαφή μεταγλωσσική στόχευση ο αναγνώστης μετέχει του διαιώνιου προβληματισμού για τις κοσμικές καταβολές και τον περίπλου της ύπαρξης : «Ποίηση το μυστήριο που κατοικεί στον άνθρωπο[53](..)/ γέφυρα ανάμεσα στους αστερισμούς/ η ύπαρξη/ δραπετεύει/ από τον Άλφα της Ανελέητης Άγνοιας/ προς τον ανεξερεύνητο Άλφα της Λήθης»[54].
Καταληκτήρια, ο λόγος συνολικά για μία ποιητική πένα η οποία «βυθομετρά την υπέρβαση του Είναι»[55] και παρηγορεί με τρόπο λιτό, εικονοφιλικό και εξόχως αποφθεγματικό: «Η Γαία γνωρίζει το τέλος /κι ανθίζει»[56]. Tαυτόχρονα, εξακοντίζονται αιχμές για την τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα και την προϊούσα κοινωνική σήψη: «Νεάντερταλ με γραβάτες (..) πηγαινοέρχονται/ αχθοφόροι κομματιάζουν τον ουρανό/ στραγγαλίζουν αγάλματα(..)/ η ιστορία απορημένη στα χέρια μου» .[57]
7. « Η αλχημεία των λέξεων επιμηκύνει / τηναιωνιότητα»[58]
Συνολικά, το λυρικό όραμα του Β. Φαϊτά, μπολιασμένο με στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο, συνιστά «ένα λέγειν που λειτουργεί ταυτόχροναως donner à voir, φανέρωμα και αποκάλυψη του ανθρώπου και του κόσμου, με τον ποιητικό λόγο να συλλαμβάνει τη ζωή και την ύπαρξη(..)».[59] Η μέθεξη στα ενδότερα ενός καλειδοσκοπικού αναγνωστικού σύμπαντος μπορεί να ειδωθεί ως μία προνομιακή «οδός αυτοπραγμάτωσης»», «ένα αγώνισμα οντολογικής ελευθερίας»[60]. Ο ταλανιζόμενος από τις δυσκολίες της βιοτής άνθρωπος, πλασμένος με «σώμα φτιαγμένο από ρεμβασμούς»[61], εγκολπώνεται την παραμυθία μέσα από την πλησμονή της ανάγνωσης: «πανάρχαιες ψυχές/ απ’ τις σελίδες των βιβλίων/ σκαρφαλώνουν/ φεγγοβολώντας τον ανθό των νοημάτων»[62]. Στους χαλεπούς καιρούς που διάγουμε η φωτεινή καταγωγή του ανθρώπου διατρανώνεται με την απαράμιλλη αίγλη της Ποίησης: «Όλα είναι έγερση/ συσσωρευμένο θαύμα / το τέλος δε θα το δει κανείς /κι εγώ σημείο χορδή/ ομφάλιος λώρος με το φως με δένει» [63].
Βιβλιογραφικές αναφορές
Kirk , G.S. – Raven, J.E.- Schofield, M. (42001), Οι προσωκρατικοί (μτφρ. Δ.Κούρτοβικ), Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Λιτσαρδάκη, Μ. (2019), Ποίηση και Φιλοσοφία. Από τηνπαλαιά διαμάχη στη σύγχρονη λυροσοφία, Θεσσαλονίκη: Ρώμη.
Σαντζίλιο, Κ. (2016), «Ο αλχημιστής του χάους», Μανδραγόρας 54, σ. 168.
Σκαρτσής, Σ.Λ. (2016), «Ο αλχημιστής του χάους» , Μανδραγόρας 54, σσ. 167-168.
Χλωπτσιούδης, Δ.Α.(2017), «Αποκωδικοποιώντας την πολυεπίπεδη ποίηση του Βασίλη Φαϊτά», Ένεκεν 45, σσ. 225-230.
[1] Ο Φαϊτάς πρωτοεμφανίσθηκε στα γράμματα το 1966 με τη συλλογή Άποικοι της νύχτας. Κατόπιν το εξέδωσε τη συλλογή Γράμματα στον κόσμο (1980). Μετά από εκδοτική παύση μίας εικοσαετίας, το 2010, κυκλοφόρησε η συλλογή Υστερόγραφα για το αύριο. Ποιήματα (1980-1984). Όλες οι ποιητικές συλλογές έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.
[2] Σαντζίλιο (2016:169).
[3] Υστερόγραφα για το αύριο, Αθήνα: Μανδραγόρας 2010, σ. 41 (Στο εξής ΥΑ).
[4] ΥΑ 13.
[5] ΥΑ 40.
[6] ΥΑ 26.
[7] ΥΑ 29.
[8] Συνάντηση με το Σύμπαν, Αθήνα: Μανδραγόρας2011, σ.41 (στο εξής ΣΣ).
[9] ΣΣ 28.
[10] ΣΣ 37.
[11] ΣΣ 31.
[12] Χλωπτσιούδης (2017: 231).
[13] ΣΣ 18.
[14] ΣΣ 25.
[15] Χλωπτσιούδης (2017: 227).
[16] Ρους και ροή, Αθήνα: Μανδραγόρας 2014, σ.22 (Στο εξής ΡΡ).
[17] ΡΡ 10.
[18] ΡΡ 11.
[19] ΡΡ 15.
[20] ΡΡ 12.
[21] ΡΡ 16.
[22] Ο Αλχημιστής του Χάους, Αθήνα: Μανδραγόρας 2015, σ.15 (Στο εξής ΑΧ).
[23] ΑΧ 22.
[24] ΡΡ 27.
[25] ΑΧ 18.
[26]ΑΧ 13. Για το πρώτο κινούν που διατρέχει όλη τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, βλ. ενδεικτικά Τὰ Φυσικὰ (258a-b).
[27] ΑΧ 24.
[28] Για την έννοια της περιχώρηση στον Αναξαγόρα, βλ. fr.12 Diels &Kranz.
[29] ΑΧ 27.
[30]Για το Άπειρο στη θεωρία του Αναξίμανδρου, βλ. ενδεικτικά στον τόμο των Kirk et alii, Οι προσωκρατικοί, Αθήνα: ΜΙΕΤ 42001, σσ.118-126.
[31] ΑΧ 32.
[32] ΑΧ 33.
[33] «Στο καφέ Εντροπία», Αθήνα : Μανδραγόρας 2017, σ.13 (Στο εξής ΚΕ).
[34] ΚΕ 34.
[35] ΚΕ 31 .
[36] ΚΕ 42.
[37] Από Το δάκρυ του Ηράκλειτου, Αθήνα: Μανδραγόρας2018, σ. 39 (Στο εξής ΔΗ).
[38] ΚΕ 15.
[39] ΥΑ 41.
[40] ΚΕ 38.
[41] Σκάκι με την αιωνιότητα, Αθήνα: Μανδραγόρας 2021, σ. 59 (Στο εξής ΣΑ).
[42]ΔΗ 42.
[43]ΔΗ 31.
[44] ΔΗ 19.
[45] ΚΕ 23.
[46] ΚΕ 23.
[47] ΚΕ 15.
[48] ΚΕ 19.
[49] ΔΗ 41.
[50] Χλωπτσιούδης (2017: 227).
[51] ΣΑ 50.
[52] ΣΑ 46.
[53] ΣΑ 27.
[54] ΣΑ 38.
[55] Σαντζίλιο (2016: 168).
[56] ΔΗ 19.
[57] ΚΕ 36.
[58] ΣΑ 19.
[59] Από το δοκίμιο της Μ. Λιτσαρδάκη Ποίηση και Φιλοσοφία. Από την παλαιά διαμάχη στη σύγχρονη λυροσοφία, Θεσσαλονίκη: Ρώμη 2019, σ. 120.
[60] Σκαρτσής (2016: 168).
[61] ΡΡ 17.
[62] ΑΧ 36.
[63] Από τον ποίημα ΑΧ 37.