Το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα του Σαρτρ, Η Ναυτία καθιέρωσε τη φήμη του τόσο ως συγγραφέα λογοτεχνικών κειμένων όσο και ως φιλόσοφου. Παραμένει ως σήμερα το πιο γνωστό και πιο πολύ διαβασμένο έργο του. Είναι αναμφίβολα ένα κορυφαίο καλλιτεχνικό επίτευγμα, ενώ την ίδια στιγμή μέσα στο κείμενο εμφανίζεται έντονα το φιλοσοφικό στίγμα του συγγραφέα. Ακόμη και αν Η Ναυτία παρέμενε το μοναδικό έργο του Σαρτρ θα αναγνωριζόταν, ως κάποιος που έγραψε ένα μόνο έργο, αλλά με σπουδαία και διαχρονική αξία.
Η Ναυτία εκδόθηκε το 1938.[1] Το έργο αν και αριστουργηματικό, δεν συναρπάζει με την πλοκή του. Κατ’ ουσία δεν συμβαίνει τίποτα συνταρακτικό. Τίποτα τέτοιο που να «συναρπάσει» τον αναγνώστη. Εντούτοις, κρίνεται ως ένα σπουδαίο πνευματικό επίτευγμα μέσα στις σελίδες του ενυπάρχει η φιλοσοφική προσέγγιση της ανθρώπινης πραγματικότητας από τον συγγραφέα, η οποία προβληματίζει και παρουσιάζει μια νέα οπτική στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το νόημα της ύπαρξης. Τα περιορισμένα γεγονότα, μέσα από τα οποία εκτυλίσσεται η πλοκή είναι μια σκόπιμη επιλογή του Σαρτρ. Στόχος της αφήγησης είναι να παρουσιάσει τη ζωή στην πιο συνηθισμένη της μορφή, επιδιώκοντας μεγαλύτερη και πιο ισχυρή ταύτιση των αναγνωστών με το κείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο απώτερος σκοπός της συγγραφικής επιδίωξης, που είναι η επιθυμία να χαρακτηριστεί το έργο πολύ περισσότερο στοχαστικό, παρά να αποκτήσει χαρακτηριστικά περιπέτειας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός μυθιστορήματος που επιδιώκει να διασκεδάσει. Αν και όπως προαναφέραμε Η Ναυτία δεν επιδιώκει να έχει σύνθετη πλοκή, υπάρχει ωστόσο, μια σειρά από γεγονότα που αναπόφευκτα πρέπει να συνοψίσουμε.
Ο Αντουάν Ροκαντέν, βασικός χαρακτήρας του έργου, ύστερα από μια περιπλάνηση έξι χρόνων στον κόσμο, εγκαθίσταται στην ήσυχη πόλη της Μπουβίλ. Εκεί στόχο έχει να ολοκληρώσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τις περιπέτειες του μαρκήσιου ντε Ρολμπόν, ο οποίος έζησε σε αυτή την πόλη κατά το παρελθόν. Μέσα από την συγγραφή του βίου του Ρολμπόν επιδιώκει να βιώσει και ο ίδιος τις περιπέτειές που θα περιγράψει. Η επιθυμία του για την ολοκλήρωση του έργου φθίνει διαρκώς μέχρι που παραιτείται ολοκληρωτικά από την συγγραφική προσπάθεια.
Κοιτάζοντας την ανθρώπινη ζωή υπό το πρίσμα της ματαιότητας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς μια περιπέτεια. «Κάτι ξεκινά για να τελειώσει: η περιπέτεια δεν επιδέχεται προεκτάσεις αποκτά νόημα με το θάνατό της.» (Σαρτρ 1938:68). Κάποιο γεγονός θα χαρακτηριστεί περιπετειώδες εφόσον η ενεστώσα συνείδηση σκοπεύσει την παρελθούσα συνείδηση[2] του συγκεκριμένου περιστατικού. «Δεν έζησα περιπέτειες. Μου έτυχαν ιστορίες, γεγονότα, συμβάντα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Όμως όχι περιπέτειες. Δεν είναι ζήτημα λέξεων αρχίζω να καταλαβαίνω. […] Τελικά φανταζόμουν ότι κάποιες φορές η ζωή μου μπορούσε να αποκτήσει μια σπάνια και πολύτιμη διάσταση. Δεν χρειάζονταν εξαιρετικές συνθήκες το μόνο που ζητούσα ήταν λίγη ακρίβεια. Η τωρινή μου ζωή δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερα λαμπρό όμως κατά καιρούς, για παράδειγμα όταν υπήρχε η μουσική στα καφέ, θυμόμουν το παρελθόν και σκεφτόμουν: άλλοτε, στο Λονδίνο, στο Μεκνές, στο Τόκυο, έζησα εκπληκτικές στιγμές, έζησα περιπέτειες.[…] Οι περιπέτειες βρίσκονται στα βιβλία.[…] (Σαρτρ, 1938:68) Ο Ροκαντέν κατά την συγγραφή του βιβλίου του πηγαίνει συχνά στη βιβλιοθήκη, εκεί θα γνωρίσει τον Αυτοδίδακτο. Ο Αυτοδίδακτος είναι κάποιος, ο οποίος έχει επιλέξει να αποκτήσει γνώση, μελετώντας όλα τα βιβλία που υπάρχουν στην βιβλιοθήκη ένα προς ένα με αλφαβητική σειρά. Επιδιώκει να συνάψει σχέσεις με τον Αντουάν, δίχως όμως να λαμβάνει την απαιτούμενη ανταπόκριση. Ένα περιστατικό προς το τέλος του βιβλίου με πρωταγωνιστή τον Αυτοδίδακτο είναι το μόνο που ανατρέπει την κατά τα άλλα αναμενόμενη και «απλή» πλοκή του έργου. Ο Σαρτρ σκοπίμως επιλέγει μια πλοκή που δεν ξαφνιάζει, καθώς το ζητούμενο του κειμένου δεν είναι να δημιουργήσει προσδοκίες που θα «γαντζώσουν» τους αναγνώστες έτσι ώστε να συνεχίσουν την ανάγνωση αγκιστρωμένοι από τις προσδοκίες της αφήγησης. Στόχος είναι η ανάπτυξη θεωρητικών υπαρξιστικών προσεγγίσεων οι οποίες δύνανται να ανανεώσουν την οπτική των αναγνωστών ως προς την ανθρώπινη πραγματικότητα. Κατά του μοναχικούς περιπάτους του ο Ροκαντέν έρχεται αντιμέτωπος με τα πράγματα καθαυτά, τον εαυτό του και το νόημα της ύπαρξης γενικότερα. Εκεί είναι που τοποθετείται το συγγραφικό βάρος του μυθιστορήματος. Ο Αντουάν είναι ο υπαρξιστικός ήρωας μέσω του οποίου προμηνύονται οι θεωρίες που ο Σαρτρ θα διερευνήσει πιο επίσημα και διεξοδικά στο κύριο φιλοσοφικό του έργο Το Είναι και Το Μηδέν.
Η προσπάθεια που κάνει ο Αυτοδίδακτος, να αποκτήσει μια καθολική γνώση για τα πράγματα, αντιπροσωπεύει τον παραλογισμό της ιδέας ότι η γνώση είναι πεπερασμένη και είναι εφικτό να αποκτηθεί και να κατακτηθεί στο σύνολό της. Η ανησυχία των ανθρώπων για τα γεγονότα, απαλύνεται αν παρουσιαστεί μια καθησυχαστική, προβλέψιμη, επιστημονική άποψη η οποία μπορεί να προσφέρει μιαν ελάχιστη εξήγηση. Είναι μια μορφή σκόπιμης αυτοεξαπάτησης, όπως κάποιος κακόπιστος[3] εξαπατά την ίδια του τη συνείδηση. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθειαα πόσπασης της προσοχής από τις σκληρές υπαρξιακές αλήθειες της ανθρώπινης πραγματικότητας. ΟΑντουάν, από την πλευρά του επιδιώκοντας να αντιληφθεί τα πράγματα όσο πιο ελεύθερα μπορεί, θεωρεί ότι βρισκόμαστε εγκαταλελειμμένοι σε ένα άθεο σύμπαν, πλήρως απελευθερωμένοι, με ολοκληρωτική ευθύνη των πράξεων μας. Ο Αντουάν βρίσκεται σε απόγνωση, αλλά όσο κι αν θα ήθελε να χάσει τον εαυτό μέσα σε αυτή την απόγνωση δεν μπορεί. Θα συνεχίζει να είναι μια ελεύθερη συνείδηση που ρέπει προς τα πράγματα και αναγνωρίζει τον εαυτό ως απεγνωσμένο, μέσω αυτών.
Καθώς το μυθιστόρημα εξελίσσεται, ο Αντουάν γίνεται όλο και πιο καχύποπτος ως προς τη διάκριση που υπάρχει μεταξύ των πραγμάτων και της συνείδησής του. Συνειδητοποιεί, και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό Της Ναυτίας, ότι δεν υπάρχει καμία διπλή διάκριση μεταξύ του κόσμου και της συνείδησής του. Η ναυτία προκαλείται τη στιγμή που συνειδητοποιεί την άπειρη ελευθερία της συνείδησης η οποία δύναται να προσλάβει τον κόσμο και τις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε αυτόν, μέσα από τα πράγματα καθαυτά, όπως ακριβώς παρουσιάζονται δίχως συσχετισμούς με συγκεκριμένα πρότυπα που οδηγούν σε ασφαλή και γνώριμα συμπεράσματα. Αργότερα, στο Το Είναι και το Μηδέν, απηχώντας τη θεωρία της αποβλεπτικότητας του Χούσερλ, ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι η συνείδηση είναι συνείδηση «του». «Όλη η συνείδηση είναι συνείδηση του κάτι» (Σαρτρ, 1943:16). Ουσιαστικά στο έργο Η Ναυτία, συναντάμε τη θεωρία που αναπτύσσεται στο Είναι και το Μηδέν με πολύ πιο δραματουργικό τρόπο. Το αίσθημα της ναυτίας, αυτό που περιγράφηκε νωρίτερα απλώς ως η συντριπτική και τρομακτική επίγνωση του Αντουάν για το απόλυτο ενδεχόμενο και τον παραλογισμό της ύπαρξης, δεν είναι απλώς μια κατάσταση του μυαλού, αλλά ο ίδιος ο κόσμος.
Μπορεί να ειπωθεί ότι η ναυτία είναι συνείδηση του Αντουάν, ως μια σχέση με έναν κόσμο που παραμένει απροσδιόριστος. Η ναυτία είναι παντού. Διάχυτη, διαρρέει μέσα από όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας, οι οποίες επιβάλλονται από τις ανθρώπινες πρακτικές. Εμφανίζεται όταν η προφανής σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου[4] διαρρηγνύεται και η συνείδηση χάνει τον εαυτό της σε έναν κόσμο όπου τα αντικείμενα παύουν να έχουν τις σχετικές σημασίες που τους αποδίδονται από την ετικέτα τους ή τη λειτουργία τους. Είναι μια αναστολή της ικανότητας, ή της επιθυμίας, να αναγνωρίσει τους προβλεπόμενους σκοπούς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των αντικειμένων. «Αυτό το κάθισμα είναι μια τεράστια κοιλιά που γυρίζει προς τα πάνω, αιμορραγώντας, πρησμένη, με όλα τα νεκρά πόδια της, αυτή η κοιλιά που επιπλέει σε αυτό το κουτί, σε αυτόν τον γκρίζο ουρανό, δεν είναι κάθισμα… Τα πράγματα έχουν ελευθερωθεί από τα ονόματά τους. Είναι εκεί, γκροτέσκα, πεισματάρικα, γιγαντιαία, και φαίνεται γελοίο να τα αποκαλούμε καθίσματα ή να λέμε οτιδήποτε γι’ αυτά» (Σαρτρ, 1936β:229).
Η ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί την κυριότερη προσπάθεια στη χάραξη μιας σταθερής πορείας στους δρόμους της εξέλιξης. Έχει ως στόχο να υπερνικηθούν τα απρόβλεπτα, επιβάλλοντας έννοιες και σκοπούς στον κόσμο παρέχοντας έτσι κάποιου είδους ασφάλεια. Αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με την ονομασία και την κατηγοριοποίηση των πραγμάτων. Με την ονομασία των αντικειμένων, οι άνθρωποι πιστεύουν πως κατά αυτόν τον τρόπο αποδίδεται νόημα σε αυτά, γίνονται πλέον γνωστά και αφαιρείται η άγνωστη ουσία τους που τους προσέδιδε ανώνυμη μέχρι εκείνη τη στιγμή ύπαρξή τους. Αλλά η αλήθεια, σύμφωνα με τον Σαρτρ, είναι ότι τα πράγματα έχουν μόνο νόημα και σκοπό σε σχέση με άλλα πράγματα – λέξεις που συνδέουν αμέσως ένα πράγμα με άλλα πράγματα μέσω της γλώσσας – και το σύνολο έχει μόνο τη σχετική έννοια και το σκοπό που τελικά άσκοπες ανθρώπινες δραστηριότητές προσδίδουν. Τα αντικείμενα απομονωμένα, αποκομμένα από το σύστημα που τα καθορίζει ή το πλαίσιο της έννοιας που τα εξηγεί και τα σημασιοδοτεί, τα αντικείμενα εμφανίζονται ακατανόητα, ιδιόμορφα, παράξενα, ακόμη και ενοχλητικά. «Οι λέξεις είχαν εξαφανιστεί, και μαζί τους η έννοια των πραγμάτων, η μέθοδος χρήσης τους, τα ορόσημα αμοιβής που οι άνδρες έχουν εντοπίσει στην επιφάνειά τους» (Σαρτρ 1936β:231).
Το απρόβλεπτο των άπειρων ενδεχομένων της ανθρώπινης πραγματικότητας για τον Σαρτρ είναι μυστηριώδες. Το να γνωρίζεις τα ενδεχόμενα είναι να γνωρίζεις το άλυτο μυστήριο της ύπαρξης. Όταν η ναυτία παρουσιάζεται οι συσχετισμοί των αντικειμένων απαλείφονται και η γνώριμη λειτουργική ιδιαιτερότητα των πραγμάτων χάνεται. Είναι επομένως, η άπειρη ελευθερία της συνείδησης του Αντουάν που προξενεί ναυτία όταν αποβλέπει στα πράγματα καθαυτά δίχως να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές συμβάσεις που τα καθορίζουν.
«Και τότε, ξαφνικά, ήταν εκεί, τόσο σαφής όσο η ημέρα: η ύπαρξη είχε ξαφνικά αποκαλυφθεί. Είχε χάσει την ακίνδυνη αφηρημένη εμφάνισή της: ήταν η ίδια η ουσία των πραγμάτων, ότι η ρίζα ήταν εμποτισμένη στην ύπαρξη». (Σαρτρ, 1936β) Στο βαθμό που κάθε συγκεκριμένο φαινόμενο, ένα δέντρο για παράδειγμα, συλλαμβάνεται από την ιλιγγιώδη συνείδηση γίνεται αντιληπτό μόνο ως δείκτης του συνόλου, ως υπονοούμενο ενός συνόλου, ως συνέχειά του, ενώ ταυτοχρόνως το εμφανίζει και ενσωματώνεται σε αυτό.
Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε σαφώς ότι μια έστω και περιστασιακή αναγνώριση της πλήρους ελευθερίας και ευθύνης είναι ζωτικής σημασίας, αν ένα άτομο επιθυμεί να πετύχει σε οποιοδήποτε βαθμό μια αυθεντική ύπαρξη αποφεύγοντας βιολογικά ψεύδη που θα το καταστήσουν κακόπιστο. Οι θέσεις του Σαρτρ χαρακτηρίζονται από μια σταθερή απέχθεια και δυσπιστία προς τους ανθρώπους (συνήθως αστούς) που επιδεικνύουν στερεοτυπικές συμπεριφορές, αναζητώντας άλλοθι σε αυτές, αγνοώντας την ευθύνη που τους αναλογεί απέναντι στη ζωή τους, εγκαταλείπουν την ελευθερία τους. Έχοντας κάποτε αναλαμπή της άπειρης ελευθερίας που διαθέτουν, τρομοκρατημένοι και υπό το αίσθημα της ναυτίας απομακρύνονται από αυτήν την κατάσταση, εξαπατώντας τη συνείδηση τους. Το θεμελιώδες σχέδιο αυτών των ανθρώπων είναι να αποφύγουν την ευθύνη που τους αναλογεί σε σχέση με τη ζωή και τον κόσμο, ενεργώντας κακόπιστα. Υποθέτουν ότι έχουν μια αθάνατη ουσία, ότι η ύπαρξή τους είναι αναπόφευκτη και ότι υπάρχουν με θείο διάταγμα και όχι τυχαία. Πιστεύουν ότι οι ηθικές και κοινωνικές αξίες στις οποίες προσυπογράφουν είναι αντικειμενικές, απόλυτες και αδιάψευστες. Η κοινωνία όπως είναι, διαμορφωμένη κατά την άποψή τους, στηρίζεται σε αυτές τις απόλυτες αξίες και θεωρείται από αυτούς ότι αποτελεί τη μόνη δυνατή πραγματικότητα.
Η περιφρόνηση του Αντουάν για τους salauds[5] φτάνει στο ύψιστο σημείο, όταν επισκέπτεται το Μουσείο της Μπουβίλ για να δει τα επιδεικτικά πορτρέτα των αξιοσέβαστων, ευσυνείδητων, νεκρών πια, πρεσβυτέρων της πόλης. Συνειδητοποιεί ότι αυτά τα πορτρέτα είναι ένα μάταιο, παράλογο ψέμα. Απεικονίζουν τους πρεσβυτέρους ως ψηλότερους, μεγαλοπρεπέστερους, πλουσιότερους, πιο σημαντικούς, πιο ουσιαστικούς και απείρως λιγότερο «τυχαίους» από ότι στην πραγματική ζωή. Μέσω αυτής της απεικόνισης οι αριστοκράτες της πόλης προσπαθούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους για την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός Θεού, την αναγκαιότητα της δεδομένης θέσης που κατείχαν στο σύμπαν και την κοινωνία. Πάνω απ’ όλα όμως διαιωνίζουν την αναγκαιότητα των δικαιωμάτων που απολάμβαναν. «[…] Τους άλλους, που θα προσπαθήσουν να ισχυριστούν ότι η ύπαρξή τους ήταν αναγκαία, τη στιγμή που η ύπαρξη αυτή είναι εξίσου τυχαία όσο και η εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη γη, θα τους αποκαλέσω καθάρματα». (Σαρτρ, 1946:66). Οι επιφανείς ευεργέτες αριστοκράτες της πόλης της Μπουβίλ, οι οποίοι απεικονίζονται στα πορτρέτα, το μόνο που κάνουν είναι να διεκδικούν ακόμα και μετά θάνατον, το απόλυτο δικαίωμά τους να παραμένουν άξιοι σεβασμού, διεκδικώντας την εκτίμηση και την αναγνώριση της θέσης τους από τους άλλους, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση της αναγκαιότητας ότι εκπλήρωσαν ευσυνείδητα το ρόλο που τους έχει ορίσει η κοινωνία ή η θρησκεία και πως ανταποκρίθηκαν πλήρως, ταυτιζόμενοι με αυτόν τον ρόλο. Επιβεβαιώνουν διαρκώς την εικόνα ενός εαυτού που πιστεύουν πως έχει κατασκευαστεί και υπάρχει στο μυαλό των άλλων ανθρώπων. Μετατρέπουν το είναι τους σε ένα είναι που γίνεται εξ ολοκλήρου ένα ον-για-τους-άλλους, με σκοπό να αποφύγουν το άγχος της αποδοχής πως είναι ελεύθεροι και απροσδιόριστοι. Αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη που απαιτείται προκειμένου να προσδώσουν ελεύθερα, οι ίδιοι ουσία στην ύπαρξη τους.
Οι περισσότεροι αναγνώστες της Ναυτίας τείνουν να θαυμάσουν τον Αντουάν Ροκαντέν επειδή έχει την ειλικρίνεια να αναγνωρίσει την απεριόριστη και εντελώς περιττή ύπαρξή του σε ένα ανούσιο, άθεο σύμπαν και, πάνω απ’ όλα, για την αντιμετώπιση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει τίποτα που ήταν, είναι ή θα είναι ποτέ με τον τρόπο να είναι αυτό το είναι. Αναγνωρίζει πως δεν θα ταυτιστεί ποτέ με ένα είναι όπως το είναι-καθεαυτό ταυτίζεται με τον εαυτό του. Θα παραμένει ένα είναι-δι-εαυτόν διαφεύγοντας της ταύτισης με τον εαυτό του στο διηνεκές. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο Ροκαντέν είναι υπέρτατα αυθεντικός υπαρξιστής ήρωας που προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του απαλλαγμένος από την κακή πίστη σύμφωνα με τις υπαρξιακές αλήθειες της ανθρώπινης πραγματικότητας. «Ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Ροκαντέν αποτελεί μια ύπαρξη αναυθεντική και παραπλανημένη. Αναμφισβήτητα, προσπαθεί να ταυτιστεί με το δικό του τίποτα σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει από την απροσδιοριστία της ύπαρξης και ως εκ τούτου έχει πέσει στην πιο απελπισμένη έκφανση της κακής πίστης – την πίστη του μηδενισμού.» (G. Cox 2009: 97)
[1] Το χειρόγραφο που οι εκδότες Γκαλιμάρ δέχτηκαν τελικά στις 30 Απριλίου 1937 είχε τον τίτλο Melancholia (Μελαγχολία). Κατόπιν δικής τους προτροπής τιτλοφορήθηκε με τον γνωστό πλέον όνομα Η Ναυτία.
[2] Όταν η συνείδηση στρέφεται προς δικές της παρελθούσες ενέργειες τις οποίες επιδιώκει να αξιολογήσει ή απλώς να κατανοήσει γίνεται ανασκοπημένη συνείδηση, ενώ όταν δραστηριοποιείται αποβλέποντας τον γύρω κόσμο είναι μη-ανασκοπημένη συνείδηση της πραγματικότητας. (Σαρτρ 1936:11).
[3] Τι σημαίνει όμως ότι είμαι κακόπιστος; Σημαίνει ότι λέω ψέματα στον εαυτό μου η συνείδησή μου ψεύδεται. Ψεύδεται διότι αρνείται τον μηδενοποιητικό (κενό) της χαρακτήρα θεωρούμενη ως συνείδηση προϋπάρχουσας ουσίας. Αρνείται να δεχτεί πως η συγκεκριμένη προβολή είναι δική της επιλογή θεωρώντας το προβαλλόμενο θέμα ως προϋπάρχον.
[4] Οι όροι σημαινόμενο και σημαίνον πιο συχνά σχετίζονται με τη σημειωτική, η οποία ορίζεται από τα Λεξικά της Οξφόρδης ως «η μελέτη των σημείων και των συμβόλων και η χρήση ή η ερμηνεία τους». Ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ, Ελβετός γλωσσολόγος, ήταν ένας από τους δύο ιδρυτές της σημειωτικής. Το βιβλίο του Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία που δημοσιεύθηκαν τον εικοστό αιώνα
[5] Χαρακτηρισμός που προσδίδει ο Σαρτρ στους αστούς αριστοκράτες, σε ελληνική μετάφραση «μπάσταρδοι ή καθάρματα».