Ο Μιχάλης Πιερής έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή στις 3 του Νοέμβρη 2021 σε ηλικία 69 ετών. Γεννήθηκε στην Εφταγώνια της Κύπρου και σπούδασε φιλολογία και θέατρο στη Θεσσαλονίκη και στο Σίνδεϋ. Η συμβολή του στη μελέτη της μεσαιωνικής, αναγεννησιακής και νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Υπήρξε από τους πιο επιφανείς μελετητές της καβαφικής και σεφερικής ποίησης, ενώ έχει προσφέρει θεμελιακό έργο στο πεδίο της φιλολογικής έρευνας και ερμηνείας για το έργο του Κορνάρου, του Μαχαιρά, του Μόντη και του Σινόπουλος. Το λογοτεχνικό του έργο (ποίηση, διήγημα, θέατρο, μετάφραση, διασκευή), έχει μια πανελλήνια αποδοχή αλλά και διεθνή απήχηση. Συνέδεσε τ’ όνομά του με το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τις πιο δημιουργικές στιγμές του. Εμπνευστής του Θεατρικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΘΕΠΑΚ), ήταν η ψυχή του Πολιτιστικού Κέντρου και του Πολιτιστικού Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η επίδρασή του Πιερή στα πολιτιστικά δρώμενα της Κύπρου και του ελληνισμού ήταν μεγάλη.
{+ Διαβάστηκε από τον Μιχάλη Πιερή την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 2018, στην μεσαιωνική αίθουσα Καστελιώτισσα της Λευκωσίας}
Η απόφαση να μιλήσω για τη νέα ποιητική συλλογή του Κώστα Γουλιάμου ήταν εύκολη για δύο λόγους. Πρώτο γιατί εκτιμώ την ποίησή του την οποία παρακολουθώ από το 1981, οπότε και τον είχα γνωρίσει στην Αθήνα όπου πήγα για έρευνα στο Αρχείο Καβάφη. Και, δεύτερο, γιατί καθώς είμαστε σχεδόν συνομήλικοι (είναι τρία χρόνια νεότερός μου), είχαμε μια παράλληλη τροχιά και μια παρόμοια αθηναϊκή πνευματική εμπειρία γνωρίζοντας ίδιους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων και δημοσιεύοντας στα ίδια λογοτεχνικά έντυπα.
Αναφέρω δύο στοιχεία, ας τα πούμε εξωτερικά, που δείχνουν αυτή την κάπως συγκυριακή, επικοινωνία και συνάφεια.
Το ένα είναι η αφιέρωσή που ο Κώστας μου έκανε στο αντίτυπο που μου χάρισε της ποιητικής του συλλογής Νευρασθενικά Τοπία, αυτήν που του εξέδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις στον «Μουσικό Αύγουστο» το 1981. Η αφιέρωση αυτή προσδιορίζει την απαρχή της γνωριμίας μας που σημαίνει κιόλας ότι ο Κώστας Γουλιάμος ανήκει στους πρώτους φίλους-ποιητές που έκανα στην Αθήνα φτάνοντας εκεί από το Σίδνεϋ στα τέλη του 1980 (πάνε δηλαδή κοντά 40 χρόνια από τότε).
Το δεύτερο στοιχείο είναι η εικόνα του εξωφύλλου της ποιητικής συλλογής που παρουσιάζουμε απόψε, Η Ομιλία της Νύχτας. Η εικόνα αυτή είναι καμωμένη από ένα κοινό μας φίλο, τον ποιητή, μεταφραστή και ζωγράφο, Αλέξανδρο Ίσαρη, με τον οποίο συνδεθήκαμε εκείνη την εποχή (της αθηναϊκής εμπειρίας). Ένα άλλο έργο του Ίσαρη, εμπνευσμένο από την ποίηση του Καβάφη κοσμεί το εξώφυλλο δικού μου καβαφικού βιβλίου (το Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του «Μέσα»-«Έξω» στην ποίηση του Καβάφη).
Το τί θέλω να υπαινιχθώ με αυτά τα φαινομενικώς άσχετα περιφερειακά στοιχεία, είναι ότι στον χώρο της τέχνης λειτουργούν κάποιες νομοτέλειες (συναπαντήσεις, γνωριμίες, συνευρέσεις, συμπτώσεις), το νόημα των οποίων δεν το αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως, αλλά το συλλαμβάνει μετά από χρόνια.
Ο Κώστας Γουλιάμος εμφανίζεται με έκδοση ποιητικής συλλογής το 1976, δηλαδή πριν από 42 χρόνια. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή Ματικάπια. Ακολουθεί μια πορεία κατά την οποία εναλλάσσει την ποίηση με κείμενα πολιτικού στοχασμού με αντικείμενο την επικοινωνία και τον πολιτισμό, εκδίδοντας άλλες τρεις ποιητικές συλλογές:
την Εντροπία (1977)
τα Νευρασθενικά τοπία που κυκλοφόρησε το 1981 από το Μουσικό Αύγουστο του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ παράλληλα παρουσιάστηκε από τον συνθέτη οπτικά, ακουστικά και μουσικά στις ομώνυμες εκδηλώσεις που είχε διοργανώσει.
Και, φυσικά, η πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή, με τίτλο Η ομιλία της νύχτας που εξεδόθη πέρσι από τον εκδοτικό οίκο Cutenberg.
Περνώντας στα ενδότερα της ποιητικής του περιοχής, ξεκινώ, προκαταρκτικά, με μιαν σχεδόν αφοριστικού χαρακτήρα παρατήρηση. O Κώστας Γουλιάμος, με την ποίησή του (εννοώ με το είδος της ποίησής του), αλλά και με την λοιπή πνευματική του παρουσία, συνιστά έναν τύπο λόγιου ποιητή, o oποίος ανανεώνει την πίστη μας στον τύπο του διανοούμενου πολίτη, στον οποίο, συν τοις άλλοις, έχει δοθεί και η δωρεά της ποίησης.
Θέλω να πω μ’ αυτό ότι ο Κώστας Γουλιάμος δεν είναι ένας ευκαιριακός ποιητής, όπως δεν είναι ευκαιριακός διανοούμενος. Αλλά ένας γνήσιος poetas doctus (κατά τη γνωστή ορολογία), όχι μόνο επειδή με το έργο του προϋποθέτει έναν ισχυρό, ρητό ή και λανθάνοντα, διάλογο με την προγενέστερη ποίηση, αλλά και επειδή σε υποχρεώνει να ομιλήσεις γι’ αυτήν με τους δικούς της όρους, τους όρους της ποίησης που διαλέγεται με το είδος της. Αυτός είναι ο τύπος της διακειμενικότητας που έχει προκρίνει ο ποιητής για τον οποίο έχουμε μαζευτεί απόψε εδώ.
Και αντιλαμβάνεστε τι εννοώ καθώς βρισκόμαστε σε ένα χώρο όπου εύκολα εμφανίζονται διάφορα «αλαλάζοντα κύμβαλα» (χρησιμοποιώ επίτηδες μια φράση του Μιχαήλ Ψελλού που αφορά σε ανάλογη παρακμιακή εποχή) τα οποία αυτοπροβάλλονται ως σπουδαιοφανείς διανοούμενοι, απλούστατα επειδή δεν είναι σε θέση να διακρίνουν ανάμεσα στη λογιοσύνη και στον κομπογιαννιτισμό. Η λογιοσύνη δεν είναι θέμα αυτοπροσδιορισμού, είναι θέμα πολύχρονης και επίπονης μαθητείας και μιας πολύχρονης πορείας στο χώρο των γραμμάτων, ή όπως αλλιώς το είπε ο Καρυωτάκης: «Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία, είκοσι χρόνια παίζοντας έχασα τη ζωή».
*
Επικεντρώνομαι τώρα στη συλλογή «Η ομιλία της Νύχτας» ξεκινώντας από μια πρώτη καθοριστική εντύπωση που αφήνει η ανάγνωσή της.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που σου απαγορεύει να την προσπελάσεις με άνεση, άρα δεν σου επιτρέπει να την ερμηνεύσεις μονοδιάστατα, καθώς η κοίτη της είναι στρωμένη με σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επικαιρικά, άρα ζώντα και εύκολα αναγνωρίσιμα και άλλα που για έναν αγύμναστο αναγνώστη μοιάζουν απροσπέλαστα ή απλώς σκοτεινά.
Επομένως η αναγνωστική οδοιπορία στην ποιητική περιοχή που ορίζει η συλλογή αυτή, είναι μια οδοιπορία ειδικών συνθηκών, καθώς το ποίημα θέτει τους όρους του προκειμένου να υπερασπιστεί το νόημά του από γρήγορες ή εύκολες ερμηνείες. Η διακειμενική σκοπιά είναι σαφής και προβεβλημένη. Τόσο με την επεξηγηματική σημείωση όπου δηλώνονται τα έργα απ’ όπου αντλήθηκαν οι στίχοι που βρίσκονται σε πλάγια μορφή στο κείμενο (Όμηρος, Ευριπίδης, Αριστοτέλης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Γονατάς, Παπαδίτσας, Βαγγέλης Κάσσος, Βαγγέλης Τασιόπουλος και Giordano Bruno), όσο και με τις εντός κειμένου πυκνές αναφορές σε πρόσωπα και σε έργα.
*
Η σύγχρονη πολιτική ιστορία αποτελεί πιστεύω την πιο διάφανη ποιητική ύλη της συλλογής, ονομάζεται αλλά δεν υπομνηματίζεται με κραυγαλέο τρόπο. Κρυμμένη στα σωθικά της ποίησης, δεν προσφέρεται για την εύκολη συνθηματική αποκρυπτογράφηση.
Τα σήματα που ανακαλούν την επίκαιρη πολιτική ύλη (π.χ. της τραγωδίας της Κύπρου ή της τραγωδίας των προσφύγων της Συρίας, και μάλιστα ανάκατες με μνήμες του εμφυλίου) είναι πολλά.
Οι λέξεις «πρόσφυγας» και «οδοιπόρος» συγκροτούν ένα επανερχόμενο μοτίβο. Διαβάζω πρόχειρα:
Είναι η λίθινη εποχή της μήτρας των προσφύγων
οι απεγνωσμένες τους κραυγές
καθώς σφάζονται στην κίτρινη άμμο της Ευρώπη
από επάρατους δήμιους –ποντίκια αξιοθρήνητα
γεμάτα όνειρα χάους και λάσπης- (σελ. 14)
Από πού έρχονται βρεγμένοι οι οδοιπόροι;
Πώς βάσταξαν μιαν αυτόβουλη θυσία; (σελ. 15)
προσπαθείς να μην ξεχάσεις
τη ληστεία της πατρίδας
την άλλη μια νύχτα του πρόσφυγα (σελ. 26)
τα σκληρά βουνά της θάλασσας
που καταπίνουν οδοιπόρους
και μεγαλώνουν τις τύψεις μας (σελ. 27)
καθώς διαχέεται το φως της νύχτας
-Δείπνο της Τετάρτης των Τεφρών-
σε πρόσφυγες απόκρυφων συμβάντων
σε οδοιπόρους
που χάνονται και ξαναβρίσκονται
και όλα μοιάζουν
μόνο μια διαδρομή
μόνο φως
στο ελάχιστο σύμπαν της σελήνης (σελ. 31)
Κάθε οδοιπόρος κρύβει την αλήθεια του
Ξενιτεύεται για μιαν άλλη μάχη
-ούτε σπίτι μήτε δέντρο-
αφήνει το σκυλί στην αυλή του να γαβγίζει
και τρέχει εξαγριωμένος
στον προθάλαμο ενός γυάλινου ουρανοξύστη (σελ. 35)
Το ίδιο πολλά είναι και τα επανερχόμενα σήματα της Κύπρου κυρίως οι κατεχόμενες Μόρφου Κερύνεια και Αμμόχωστος.
το «Κάστρο της Κερύνειας» (σ. 23)
«η κατοχή στην ανέσπερη σελήνη της Κύπρου» (σ. 24)
«στ’ αχανή περιβόλια της Μόρφου στον ουρανό» (σ. 38)
«σε μια νήσο πληγή
με σακατεμένα όνειρα και σπάνιους λίθους
σαν φοβερός σεισμός (σ. 39)
«και ό,τι άγγιξες
στη Μόρφου στην Κερύνεια στην Αμμόχωστο
δεν γίνεται πάλι πορτοκάλι ούτε λεμονιά (σ. 43)
«ένα μακρύ ποτάμι είναι η Μόρφου» (σ. 45)
Πυκνές είναι και οι αναφορές στη γενέθλια γη της Μεσσηνίας, σύχνασε ιστορικά τόπια στα οποία παίχτηκε το δράμα του Εμφύλιου σπαραγμού.
Αλλού συναντάς οριακά ερωτήματα του τύπου «αλήθεια υπάρχει χρόνος στα ρολόγια;»
Και η απάντηση ακούγεται ως αυτο-υπονόμευση, αφού ξεκινά μ’ εκείνο το «ή μήπως…», προκαταβάλλοντας την αμηχανία και την αμφιβολία: «ή μήπως μας κυβερνά / ο μέλανας δρυμός της βαρύτητας / που βάλθηκε να θερίσει τη χλωροφύλλη / των ηλεκτρονικών μας σπλάγχνων»
Συνοψίζω ορισμένους κύριους χαρακτήρες της συλλογής.
α) Η αίσθηση (για μένα είναι πεποίθηση) ότι δεν πρόκειται για χωριστά ποιήματα που έχουν ενταχθεί σε μια συλλογή, αλλά για μιαν ενιαία ποιητική σύνθεση, που αν επιμείνεις να τη συναναστρέφεσαι θα αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι το ενιαίο αφηγηματικό και λυρικό της σχέδιο.
β) Ενώ εύκολα θα μπορούσε να πάει προς την κατεύθυνση ενός εύκολου καταγγελτικού λόγου, την προφυλάσσει ο ελεγειακός και λυρικός τόνος που εκλύεται από μια βασανισμένη μνήμη και μια κατασταλαγμένη θλίψη.
γ) Η διακειμενικότητα δεν γίνεται με σκοπό να εμπλουτιστεί (θα έλεγα να στολιστεί) το κείμενο με λογοτεχνικές αναφορές. Αλλά έχει ένα δυναμικό ρόλο. Βοηθά στην εξέλιξη του μύθου και στο βάθεμα του μύθου, μη επιτρέποντας στον αναγνώστη να προσπελάσει το κείμενο μένοντας στην ασφάλεια της επιφανειακής ανάγνωσης. Απαιτεί μια καταβύθιση στην ιστορία του είδους για να ερμηνευθεί έτσι και η σύγχρονη πολιτική ιστορία μ’ ένα σύνθετο και προϊδεασμένο τρόπο.
δ) Άλλος βασικός χαρακτήρας της συλλογής είναι αυτός της αυτοαναφορικότητας όχι όμως αυτής που στοχεύει στην αυτοπροσωπογραφία, αλλά αυτής που έχει ως στόχο την πριμοδότηση μιας τέχνης που σχολιάζει τους ποιητικούς της τρόπους. Για το θέμα αυτό θα έλεγα ότι μια καλή εργασία στο πεδίο της κατανόησης της ποιητικής τέχνης του Γουλιάμου θα ήταν η καταγραφή και ο σχολιασμός εκείνων των σημείων του κειμένου όπου συναντούμε στοιχεία που αφορούν στην ποιητική. Στοιχεία δηλαδή που αφορούν στη σύλληψη του ποιήματος, ή καλύτερα στην «τεχνική της έμπνευσης» όπως μας έμαθε ο Κ. Θ. Δημαράς να ονομάζουμε αυτού του είδους την κριτική και ερμηνευτική προσέγγιση.
Ωστόσο και καθώς αυτή η υπόθεση εργασίας δεν μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο μιας ομιλίας όπως η αποψινή, νομίζω ότι μπορούμε να καταφύγουμε στη συμπυκνωμένη απάντηση που έχει δώσει ο ίδιος ο ποιητής στο ερώτημα αν «υπάρχει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός με τον οποίο εκφράζεται ποιητικά». Διαβάζω ένα χωρίο από συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εξόρμηση» τον Δεκέμβριο του 1983 το οποίο τιτλοφορώ με μια δική του φράση: «αυτό που σε απειλεί πρέπει να εκφράσεις».
Διαβάζω όλο το σχετικό χωρίο:
«Η σύλληψη δεν είναι κάτι προκατασκευασμένο. Ωστόσο, από κάπου καθορίζεται. Έχει αφετηρία. Συγκεκριμένες εικόνες, π.χ. ένα τρένο, μια πλατεία, ένα άγνωστο πρόσωπο που είδαμε μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου, μπορούν να γίνουν στίχοι. Ακόμα και το χρώμα και ο ήχος και αυτές οι οσμές είναι μια ανοιχτή πρόκληση για να φανταστείς το διαφορετικό. Με λίγα λόγια, αυτό που σε απειλεί πρέπει να εκφράσεις. Κι ο καθένας εκφράζεται με διάφορους σχηματισμούς της γλώσσας. Προσωπικά, έχω μια ερωτική, θα έλεγα, σχέση με την αφαίρεση. Με την αφαίρεση που, όπως και στα μαθηματικά, ξεκινά από πραγματικά δεδομένα. Ψάχνω, λοιπόν, για το υπόλοιπο. Να το εκφράσω, να του δώσω σχήμα. Πιστεύω, δηλαδή, ότι με την αφαίρεση προχωρά κανείς πέρα από κάθε συμβατικό επίπεδο. Άλλωστε, είναι αυτή που δημιουργεί και τη διαφορετική συνείδηση στις αισθήσεις, τα πάθη, τις ιδέες, τα συναισθήματα. Πρόκειται, λοιπόν, για ρηγματικό μηχανισμό κι έχω ανάγκη από τέτοια ρήγματα.»
(Eξόρμηση, 3-4 Δεκ. 1983)
ε) Ένας άλλος χαρακτήρας της ποίησης που μας προσφέρει η «Η Ομιλία της Νύχτας» είναι αυτός που συνδέεται με τον υπερρεαλισμό. Όχι ότι η ποίηση αυτή σε παρασύρει προς μιαν ανεξέλεγκτη υπερρεαλιστική δίνη. Μολονότι δηλωμένη η αγάπη του προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, νομίζω ότι ο υπερρεαλισμός του Γουλιάμου είναι ελεγχόμενος, με την έννοια που η αναρχούμενη γλωσσική ευφορία του Σκαρίμπα υπακούει σ’ ένα αναγνωρίσιμο ρυθμικό σύστημα (και είναι γνωστή η αγαπητική σχέση του Γουλιάμου με τη γλώσσα του Σκαρίμπα). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τον υπερρεαλισμό του τον έχει καθυποτάξει σ’ ένα ποιητικό σύστημα όπου το άλογο στοιχείο συνδυάζεται οργανικά με το έλλογο, σε βαθμό που να αποφεύγονται οι γλωσσικές και εικονοποιητικές ακρότητες.
στ) Τέλος, θα έλεγα ότι ένας άλλος, κύριος χαρακτήρας της ποίησης αυτής είναι η στοχαστική ελεγεία, εννοώ ότι στη συλλογή «Η ομιλία της Νύχτας» κυριαρχεί ο ελεγειακός τόνος με στοιχεία μιας κατασταλαγμένης και σχετικά νηφάλιας οργής.
Επιβεβαίωση αυτού του στοιχείου, είναι και το γεγονός ότι η η συλλογή έχει ένα σαφέστατο ελεγειακό τέλος, όπου κυριαρχεί το μοτίβο μιας επανερχόμενης προστακτικής για καταφυγή στον φιλεύσπλαχνο και όχι στον «μνησιπήμων» (όπως θα τον ονόμαζε ο Σεφέρης) ύπνο: τέσσερις φορές ακούμε τη φράση «Κοιμήσου Σοφία», μία την παραλλαγή της «μην κλαις Σοφία» και μία τη μεταφορική της εκδοχή («Κοιμήσου αγρίμι μου»).
Τέλος, το ποίημα εκβάλλει σ’ ένα ποιητικό χωρίο από τον πλατωνικό Τίμαιο, υπογραμμίζοντας έτσι τη φιλοσοφημένη σκοπιά του ποιητή που είναι ένας τρόπος να κοιτάξει κατάματα, με τα «ένδοξα μάτια των τυφλών» τ’ ανοιχτά «τραύματα της ιστορίας».