Scroll Top

Ο ποιητικός ουμανισμός του Δημήτρη Κοσμόπουλου – Του Δήμου Χλωπτσιούδη

    O Δημήτρης Κοσμόπουλος εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε ώριμη ηλικία. Μολονότι εντοπίζονται δημοσιεύσεις του σε περιοδικά νωρίτερα, η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδίδεται μόλις το 2003. Με ύφος, σαν έτοιμο από καιρό, με την προσωδία, τη ρυθμική και τη θεματική, διαφοροποιήθηκε αμέσως από τους συγχρόνους του. Είναι νωρίς ακόμα να προχωρήσουμε σε μία περιοδολόγηση της ποιητικής του παρουσίας, καθώς η πληθωρική του παρουσία δείχνει ότι έχει να προσφέρει ακόμα πολλά.
Κάθε προσπάθεια ένταξής του σε γενιά είναι επικίνδυνη. Η ένταξη σε μια γενιά ορίζεται ταυτόχρονα από τη βιολογική ηλικία, την πρώτη εμφάνιση στα γράμματα και από τα κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά στην ποιητική τους Η ίδια η έννοια της γενιάς δέχεται σημαντικές επικρίσεις (Peyre, 1948∙ Πολίτου, 1982) και κατατίθενται πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις για τις νέες ποιητικές τάσεις χωρίς τη χρήση του όρου γενιά (Αϊναλής, 2016∙ Δημητρούλα, 2017∙ Λαμπρόπουλος, 2017), παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα που παρατηρούνται (Χλωπτσιούδης, 2019). Υπό αυτό το πρίσμα όμως ο Κοσμόπουλος ούτε μπορεί να ενταχθεί στη γενιά του ’80, όπου ανήκει βιολογικά, καθώς εμφανίστηκε στα γράμματα πολύ αργότερα από τους συνομηλίκους του, κι ούτε μπορεί να ενταχθεί στην –αποκαλούμενη και αθέατη– γενιά του ’90, παρά την τότε πρώτη εμφάνιση με δημοσιεύσεις σε περιοδικά, ακριβώς λόγω των ποιοτικών διαφορών του∙ ούτε όμως στη ρευστή ηλικιακής εκπροσώπησης ποίηση της αγανάκτησης (Χλωπτσιούδης, 2019α), τόσο λόγω της απόστασης από το 2004 όσο και κυρίως εξαιτίας των διαφορών του στα κατά ποιόν μέρη της ποιητικής του (μύθος, λέξη, διάνοια). Αν και η βιβλιογραφία προτείνει διάφορα μοντέλα γενεαλόγησης χωρίς έμφαση στο έτος γέννησης (Vaillan, 2015), αντιμετωπίζοντας ως ενιαία ομάδα διάφορες βιολογικές γενιές με κέντρο αναφοράς ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός (για παράδειγμα η ισπανική γενιά του ’37, η κυπριακή του ’74 κ.ά.τ), την αυτοσυνείδηση και την υποστήριξη από προηγούμενες γενιές (Moraru, 2009:259-260), ο Κοσμόπουλος ακολουθεί ένα δικό του δρόμο, παρά τα κοινά σημεία αναφοράς προς άλλους Έλληνες ποιητές που υιοθετούν την παραδοσιακή φόρμα.
Τόσο ιδεολογικά όσο και στη ρητορική του ποιητικού κειμένου ο Κοσμόπουλος, με τον δικό του προσανατολισμό, αναδεικνύει μια συγκρατημένη έκφραση του συναισθήματος και την υπόρρητη εξαγωγή της συγκίνησης, με τη χρήση πρωτογενών υποκειμενικών περιγραφών. Ο Κοσμόπουλος σταθεροποιεί στη συμπαγή φόρμα τα ερωτήματα για την ύπαρξη και τη θέση του ατόμου στην ιστορία. Ξεχωρίζει η επιλογή του να προχωρά σε ολοκληρωμένες ποιητικές συνθέσεις, ως αυτόνομα τμήματα κάθε ποιητικής συλλογής. Και τούτο δείχνει μία φροντίδα και μία ενιαία σύλληψη για κάθε έργο, προσπερνώντας συχνά τα αποσπασματικά ή μεμονωμένα ποιήματα. Η ενιαία σύλληψη έχει τη δική της σημασία όχι μόνο ως αισθητική αντίληψη για την ποίηση, αλλά και ως επιρροή από την παραδοσιακή και μοντερνιστική αισθητική των μεγάλων ποιητικών αφηγήσεων[i].
Η ποιητική του διατηρεί ένα βαθύ εσωτερικό ρυθμό. Θα ήταν λάθος να δούμε μόνο τη μετρική αρμονία ως ρυθμική. Ετούτη εξάγεται πρωτίστως από την τοποθέτηση των λέξεων και τη λειτουργική σχέση της εικόνας προς το στοχαστικό περιεχόμενο. Γιατί ακριβώς η ποίηση του Κοσμόπουλου ψηλαφεί το ατομικό βίωμα μέσα στο συλλογικό αποτύπωμα, εκφράζοντας την πίστη του στη συνέχεια της γλωσσικής (και άρα ποιητικής) παράδοσης του τόπου. Ο ρυθμός του ορίζεται από τις περιόδους διάχυσης των εικόνων και των βιωμάτων του ποιητικού αφηγητή μέσα σε έργα απροσδιόριστα, σαν ένα πολυφωνικό ορχηστρικό κείμενο.
Η πλούσια εικονοποιία καταδεικνύει μία προσήλωση στο φυσιολατρικό στοιχείο της ελληνικής υπαίθρου. Απουσιάζουν τα πολυάνθρωπα κάδρα και σπάνια εντοπίζονται περισσότερα από το πρωτοπρόσωπο υποκείμενο και το δευτεροενικό αντικείμενο ή τη Μάνα και επωνύμους της ιστορίας, της αγιολογίας ή της λογοτεχνίας. Η σκηνοθεσία και η λεκτική κινητικότητα στις συνθέσεις πλάθουν μία ποιητική σκηνή που μετατρέπει τον ακροατή σε θεατή. Η εναλλαγή στις ποιητικές φωνές με τη μονολογικότητα του πρωτοενικού υποκριτή και τις απευθύνσεις στο βουβό β΄ ενικό[ii] ή τις κλητικές προσφωνήσεις[iii], προσδίδουν μία θεατρική πολυφωνικότητα στον ποιητικό χώρο. Συχνοί είναι και οι κατεξοχήν διάλογοι[iv] και οι ερωτήσεις[v] που ενισχύουν τη σκηνική διάσταση της ποιητικής του.

Η ιδεολογία των έργων του Κοσμόπουλου

Παρά τη θερμή υποδοχή του ποιητή από την κριτική, από την αρχή ακόμα της παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα, εκείνη μάλλον στάθηκε μουδιασμένη απέναντι στην εξέταση της ιδεολογικών όψεων του έργου του. Παρά την ολοφάνερη σύνδεση με την παράδοση, δεν εντοπίζονται επιμέρους αναλύσεις για το ιδεολογικό πλέγμα που σκεπάζει την ποιητική του παρουσία. Ο κριτικός όμως δεν αντιλαμβάνεται –ή δεν πρέπει– την ποίηση και την πεζογραφία ως μία οργανική εξέλιξη των σταδίων της επικοινωνίας του ποιητή με τον κόσμο ή ως μία ηρωοκεντρική βιογραφία του ποιητή μέσα από τους στίχους του, γιατί τότε δεν καταφέρνει ούτε να λύσει προβλήματα λογοτεχνικά ούτε να εντοπίσει το νέο, εκείνο που ωθεί προς τα μπρος την ποιητική τέχνη, εκείνο που ξεπερνά τις κυρίαρχες θέσεις περί αισθητικής (Todorov, 2007). Στόχος της κριτικής είναι να απελευθερώσει την καλυμμένη, κρυφή αλήθεια του έργου, να διαμεσολαβεί τη σημασία του, το νόημα και, ως εκ τούτου, τη θέση του στον κόσμο (Adorno, 2000). Για τον Althusser (1999:83-85) η ιδεολογία είναι εσωτερικά ενοποιημένη γύρω από μία συγκεκριμένη προβληματική. Η λογοτεχνία εμπεριέχει ιδεολογία και την διαμορφώνει με τη σειρά της∙ κοινός παρονομαστής η γλωσσική αντίληψη της εξουσιαστικής ιδεολογίας. Ούτε βέβαια οι θεωρητικές προσεγγίσεις είναι ιδεολογικά ουδέτερες ούτε η κριτική ουδέτερη κοινωνικά ή πολιτικά (Eagleton, 1996), επειδή η ένοχη σιωπή οδηγεί στην αυτοεξαπάτηση (Barthes, 1980:291).
Ο Κοσμόπουλος, από την αρχή, μένει σταθερά προσηλωμένος σε μία ποίηση ελληνική. Μακριά από εθνικιστικές κορώνες, προσπερνά τον μετανεωτερικό κοσμοπολιτισμό και προσανατολίζεται εκ νέου στην εθνική παράδοση, κάτι που επισημαίνει και ο Βαγενάς (2010). Ο δημιουργός χαρτογραφεί την εθνική συνείδηση αρνούμενος τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό, τον οποίο συνδέει με τον μεταμοντέρνο κοσμοπολιτισμό. Έχει διαμορφώσει μία ιδιαίτερη σχέση επίδρασης και διακειμενικότητας με τα έργα της λογοτεχνικής παράδοσης και τα αξιοποιεί ως βάθρο στοχαστικό. Ο πολυκεντρισμός[vi] του περιεχομένου συνδέεται με τα δαιδαλώδη μονοπάτια του ελληνικού πολιτισμού. Στην ουσία προτείνει έναν εθνικό ουμανισμό, που αγκαλιάζει τον άνθρωπο, με τη χριστιανική αντίληψη τολμούμε να πούμε, πάνω στα χνάρια του εθνικού πολιτισμού. Ο Κοσμόπουλος δεν επιζητεί να μεταστρέψει τον αναγνώστη, τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα∙ κι εμείς άλλωστε όπως σημειώνει ο Κητς «δυσπιστούμε στη λογοτεχνία που έχει προφανή σχέδια για εμάς».
Όλα όμως στην ποιητική του υπηρετούν έναν ελληνοκεντρισμό, εγκαταλείποντας το μεταμοντέρνο αφήγημα. Μοιάζει να προσπαθεί να ανασυστήσει στον ΚΑ’ αιώνα τις δομές που κατεδάφισε ο μοντερνισμός. Είναι η μετανεωτερική εθνική οπτική που αντιτάσσεται στην παράδοση του μοντέρνου, βρίσκοντας ερείσματα στα ερείπια που το τελευταίο άφησε πίσω του, σε όσα εκείνο αμφισβήτησε. Η στροφή στην προμοντερνιστική φόρμα, θυμίζει εκείνο που ο Hawthorn (1992) σημείωνε για τον μοντερνισμό, ότι επιχειρεί να καταγράψει μία βαθιά νοσταλγία για μία προγενέστερη εποχή, όταν η πίστη ήταν άκαιρη και η εξουσία ανέπαφη.
Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να αποφύγει τις επιδράσεις της μεταμοντέρνας ποίησης. Το έργο του μοιάζει να αρνείται την καντιανή διάκριση υψηλής και λαϊκής τέχνης∙ στην ποιητική του συγχωνεύονται η παραδοσιακή φόρμα και η λαϊκή κουλτούρα με τη σύγχρονη γλώσσα. Αποδομεί την παράδοση με τη μη ρεαλιστική γλώσσα του που διατηρεί βαθιές επιρροές στον μεταϋπερρεαλισμό, με αλληγορίες και συμβολισμούς. Θυμίζει τη θέση του Baudrilliard (1981) για την ανάδειξη μιας κουλτούρας υπερπραγματικότητας στην οποία οι διακρίσεις μεταξύ των όρων διαβρώνονται.
Ο ποιητής ως αγωγός εκφράζει μέσα από το δικό του φίλτρο το ευρύτερο κοινωνικό συναίσθημα και με το γλωσσικό του πρίσμα διαθλά τις αγωνίες της κοινωνίας. Για τον Althusser (1999) η ιδεολογία συνδέεται με τους τρόπους παραγωγής και για τον Macherey (1978) κανένας ποιητής δεν είναι ελεύθερος∙ περιορίζεται από τις συνθήκες παραγωγής και τη γλώσσα που διαμορφώνουν οι κοινωνικές συνθήκες και η ιδεολογία της εποχής. Η ιδεολογία εγγράφεται στο λογοτεχνικό κείμενο και έργο του κριτικού είναι να αναλύσει το συχνά συγκεκαλυμμένο ή κρυμμένο ιδεολογικό υπόβαθρο της δουλειάς (Bennett & Royle, 2004:305). Για τον Goldmann κάθε λογοτεχνικό έργο είναι έκφραση ενός οράματος για τον κόσμο ως προϊόν της συλλογικής συνείδησης μιας ομάδας, εκφράζοντας την κοινωνική και ιστορική εξέλιξη της ομάδας (Hawthorn, 2016:149-150).
Η ποιητική του Κοσμόπουλου αντιτίθεται αισθητικά στη μαζική κουλτούρα. Οι δομές του συναισθήματος της στιχουργικής του συναγωνίζονται τόσο προς τα προτάγματα αξιών και πεποιθήσεων όσο και προς τις κυρίαρχες αισθητικές αξίες. Αρνείται τη διαμόρφωση της νέας αισθητικής από την πολιτιστική βιομηχανία. Αναζητά έναν νέο δίαυλο επικοινωνίας με το πολιτιστικό παρελθόν, κοιτώντας το μέλλον και τον άνθρωπο. Χωρίς εξάρσεις εθνικισμού αναζητά τον διάλογο με το λογοτεχνικό και ιστορικό παρελθόν. Η ποίηση του Κοσμόπουλου είναι διαλογική, γιατί διαλογική είναι η γλώσσα και η ζωή. Ο διάλογος αποτελεί βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας και της ζωής, τεκμήριο ότι το υποκείμενο είναι ζον, καθώς εμπλέκεται σε διάλογο με ένα περιβάλλον, το δοκιμάζει με την ικανότητά του και αναμένει την ανταπόκρισή του (Bakhtine, 1981). Η ερμηνεία ως διάλογος είναι η μόνη που μας επιτρέπει να ξαναβρούμε την ανθρώπινη ελευθερία.
Ο Κοσμόπουλος συνδιαλέγεται με τη λογοτεχνική παράδοση[vii], την αρχαιότητα[viii] και την ιστορία του τόπου[ix]. Έχοντας αφομοιώσει την παραδοσιακή ποίηση (ξεχωρίσαμε ορισμένα σονέτα[x]), την αξιοποιεί μέσα στα νέα προτάγματα, άλλοτε με εθνικό προσανατολισμό και άλλοτε με υπαρξιακό, μέσα σε μία πολυκεντρική στιχουργία. Η ίδια η ποίησή του μέσα στο σύγχρονο πνεύμα της παραμένει “μολυσμένη” από τις προγονικές φόρμες, ή –όπως έλεγε ο Barthes (2008)– συνάγεται από την ίδια την ιστορία των λέξεων, καθώς οι απαρχαιωμένες έννοιές τους διατηρούν μία φασματική παρουσία στη σύγχρονη χρήση τους, ακόμα και όταν θεωρεί κάθε δημιουργός ότι είναι ασφαλές να τις χρησιμοποιήσει.
Ο δημιουργός προχωρά σε μία ιδιαίτερη “συνάντηση” με προγενέστερους δημιουργούς ως σύζευξη ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν (Σουλογιάννη, 2015). Προβαίνει σε έναν ποιητικό ή διακειμενικό διάλογο, με λογοτέχνες που τον “σημάδεψαν” κι έχει συστηματικά μελετήσει (όπως αποκαλύπτουν και οι σχετικές δημοσιεύσεις του[xi]), όπως τον Ηλία Λάγιο[xii], τον Μιχάλη Γκανά[xiii] και τον Γιάννη Κοντό[xiv] ή τον Σολωμό[xv], τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη[xvi], τον Κρυστάλλη[xvii], τον Βιζυηνό και άλλους δημιουργούς που εισήχθησαν στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο[xviii] ή ο Εγγονόπουλος[xix]. Και έχει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις συλλογές «κατόπιν εορτής» και «κρούσμα» ο τρόπος με τον οποίο ο νεότερος ποιητής επιλέγει να συνομιλήσει με την πολιτισμική κληρονομιά που διαχειρίζεται σε επίπεδο θεμάτων και ύφους, παραβιάζοντας τα χωροχρονικά όρια.
Κανένας ποιητής, κανένας καλλιτέχνης οποιασδήποτε τέχνης, δεν σημασιοδοτείται πλήρως από μόνος του. Η ποίηση δεν αποτελεί ξεχείλισμα προσωπικής συγκίνησης και εμπειρίας, αλλά υπέρβαση του ατομικού μέσω μιας αντίληψης της παράδοσης που μιλά μέσα από τον ποιητή∙ τα καλύτερα μέρη της δουλειάς του δεν είναι τα πιο πρωτότυπα, αλλά εκείνα στα οποία η φωνή των προγόνων του ακούγεται καθαρότερα μέσω του ίδιου (Eliot, 2003). Η σπουδαιότητα, η αποτίμηση, ισούται με την αποτίμηση της σχέσης του με νεκρούς ποιητές και καλλιτέχνες. Δεν μπορούμε να τον αξιολογούμε μεμονωμένα∙ πρέπει να τον τοποθετήσουμε για αντίθεση και σύγκριση ανάμεσα στους νεκρούς (Eliot, 1919:15).

το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση του Κοσμόπουλου

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ένας από τους λίγους σύγχρονους ποιητές που συνομιλεί με τέτοια φυσική ευχέρεια με την εκκλησιαστική υμνογραφία (Ελευθεράκης, 2013). Έχει αφομοιώσει τον βιβλικό λόγο και τα δογματικά/θεολογικά προτάγματα, με αποτέλεσμα ο ποιητικός του λόγος να ενσωματώνει με φυσικότητα το θρησκευτικό στοιχείο, χωρίς, ωστόσο, το τελευταίο να καθιστά την ποίησή του θρησκευτική[xx], αν και με τον καιρό το θρησκευτικό στοιχείο αυξάνεται. Αυτή παραμένει υπερβατική κι ιδεαλιστική, αλλά με έναν τρόπο που ξεπερνά τη θρησκευτική οντολογία, διατηρώντας ανοιχτές οδούς επικοινωνίας μεταξύ της παράδοσης, του δημοτικού τραγουδιού και της θρησκείας, με θεματικό επίκεντρο τον ίδιο τον Άνθρωπο[xxi].
Ως αναπόσπαστο τμήμα του λαϊκού πολιτισμού το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματώνεται λειτουργικά στη ρητορική του ποιητικού κειμένου, υπηρετώντας την ιδεολογία του. Τόσο η θρησκεία όσο και η τέχνη αποτελούν τρόπους συμβολικής ιδιοποίησης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, αναπαριστώντας τον κόσμο που τον περιβάλλει και ερμηνεύοντάς τον. Για τον Cassiser το σύμβολο είναι μια εκφραστική μορφή, επιφορτισμένη με σημασία μη αιτιολογήσιμη από τη φύση της∙ η συμβολική λειτουργία διαπερνά όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού.
Και το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματωμένο από αιώνες στη λαϊκή κουλτούρα, αποτελεί ένα ρητορικό διακείμενο που λειτουργεί ως δομικό στοιχείο στους ορίζοντες κάθε αναγνώστη, λόγω του έτοιμου συναισθηματικού του φορτίου. Συνδέεται με τα βιώματά του μέσω κοινωνικών παραστάσεων ή κοινών ιδεών και αποκτά έναν συλλογικό χαρακτήρα συνδέοντας τον δημιουργό με το κοινό σε δεύτερο επίπεδο. Δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο συνειρμών με τη δική του συναισθηματική αυταξία (Χλωπτσιούδης, 2019β), προκαλώντας το κριτικό ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται στην ποίηση και στον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στη θεματολογία της νέας χιλιετίας. Το θρησκευτικό στοιχείο προσδίδει μία διαχρονική επέκταση στις αγωνίες που εκθέτει, αναζητώντας απαντήσεις για το υπαρξιακό τραύμα. Η χριστιανική ενσωμάτωση στην ελληνική (και τη δυτική γενικότερα) κουλτούρα είναι ιδιαιτέρως βαθιά. Όπως και η θρησκεία, η λογοτεχνία δουλεύει κυρίως με συναίσθημα και εμπειρία. Ήταν αξιοθαύμαστα προσαρμοσμένη για να φέρει σε πέρας το ιδεολογικό έργο που η θρησκεία σταμάτησε (Eagleton, 1996:21-22).
Ο Κοσμόπουλος επικοινωνεί με την παράδοση μέσω της θρησκευτικής διακειμενικότητας, του υπαινιγμού, της αναφοράς σε πηγές, την επίδραση και τέλος την οικειοποίηση. Το θρησκευτικό στοιχείο είναι ένα διακείμενο με σταθερό συναισθηματικό βάρος. Οι θρησκευτικές πηγές παρέχουν στον ποιητή θέματα, ενώ η επίδρασή τους τον καθοδηγούν γλωσσικά (Hirst, 2004:17) και ιδεολογικά. Η επίδραση, υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να σημαίνει αρμονία στη στάση και τις ιδέες που προβάλλουν τα διαλεγόμενα μεταξύ τους κείμενα, μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση του κειμένου της παράδοσης και του χριστιανικού μύθου, από τον λογοτέχνη. Η εκκλησιαστική παράδοση –όπως και η ιστορική κι η μυθολογική– προσφέρουν εφόδια στον ποιητή να εκφράσει τις ανησυχίες του (υπαρξιακές, πολιτικές, κοινωνικές), καθώς φέρουν έναν εγγενή συμβολισμό και είναι προσλαμβάνονται άμεσα από τον αναγνώστη/ακροατή. Ενισχύουν την έκφραση της απελπισίας, του πόνου, των παθών και της τιμωρίας.
Η ποίηση, ως προβολή της γλώσσας, μεταχειρίζεται κάθε υλικό που της παραδίδεται, προχωρώντας σε ευφάνταστες δοκιμές στη γλώσσα και σε πειραματισμούς που αποαυτοματοποιούν τον καθημερινό λόγο, εισάγοντας σάρκες της λαϊκής γλώσσας και του λαϊκού πολιτισμού στην ποιητική γλώσσα. Στην περίπτωση του Κοσμόπουλου η εκκλησιαστική παράδοση λειτουργεί ως συνδετικός δεσμός μεταξύ της ποίησης και της λαϊκής κουλτούρας, ως ήθος και κοινόν βίωμα. Το θρησκευτικό στοιχείο διατηρεί μέσα από τη μακραίωνη επιβίωση το δικό του ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος και δημιουργεί στον αναγνώστη τους δικούς του συνειρμούς. Με τη συμβολική του δύναμη γίνεται ένας άξονας μεταφοράς μηνυμάτων και εικόνων.

η μνήμη και ο τόπος

Ο Κοσμόπουλος στέκεται στο δημιουργικό ύψος των περιστάσεων, και όπως σημειώνει ο Ψυχοπαίδης (2019:17) για την τέχνη, βυθίζεται στο βάθος των αναγκών και αναζητά αυτά που δεν ξέρει, επινοώντας όσα νοσταλγεί. Επιχειρεί να δαμάσει την αγωνία και το απρόβλεπτο της ζωής σε έναν ισορροπημένο αισθητικά κόσμο και να αναμετρηθεί με τη φυσική πραγματικότητα[xxii]. Η σχέση του με την ύπαιθρο και τη φύση διακρίνεται στη φυσιολατρική διάσταση της εικονοποιίας του που ενσωματώνει χαρακτηριστικά της ποίησης της περιφέρειας. Ένας αξιοπρόσεκτος πλούτος φυσικών παραστάσεων (χλωρίδα και πανίδα) εμπλουτίζουν την εικαστική του. Το λυρικό στοιχείο διαποτίζει τη στιχουργική του αναδύοντας μία νότα αισιοδοξίας που πηγάζει από τη φωτεινότητα των εξωτερικών χώρων με ελεγειακά συχνά χαρακτηριστικά. Αν και το φυσικό στοιχείο συχνά εκτίθεται μέσα από μία νεορομαντική διάσταση, ουσιαστικά αναδεικνύεται ένα ασυνείδητο όραμα “ειρηνικής” συνύπαρξης του “ανθρώπινου” με το “φυσικό”, σε αντιδιαστολή προς την αντιπεριβαλλοντική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την καταστροφή από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
Έντονη είναι η παρουσία του βιώματος της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας[xxiii]. Πρόκειται για μια θεματική αρκετών ποιητών της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής εποχής και συνδέεται με τη διαπίστωση ότι το έργο τους φέρει αισθητά και διάχυτα ίχνη της τοπικής καταγωγής και ταυτότητάς τους. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας να γίνεται κλειδί της συνολικής αντίληψής τους για τον κόσμο, τον ιδιωτικό και τον δημόσιο, τον ατομικό και τον συλλογικό, τον βιωμένο και τον ιστορικό (Γαραντούδης, 2000). Ως ιθαγένεια νοείται η ποιητική αίσθηση του γενέθλιου τόπου σε αντίθεση προς το άστυ και την εκεί μοναξιά[xxiv] κι αλλοτρίωση. Ο ποιητής αγωνιά να αποτυπώσει την ιστορική μνήμη και να διασώσει το βίωμα της εποχής του. Το ιδίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας, ως υποδόρια ανάγκη του δημιουργού να έρθει σε επαφή με τη γενέτειρα, εκφράζεται τόσο με τις φυσιολατρικές εικόνες (σε απόλυτη απουσία αστικών εικόνων) όσο και με την υιοθέτηση της παραδοσιακής φόρμας. Η ίδια η στροφή του ποιητή προς τον έμμετρο λόγο αισθητοποιεί το δίπολο άστυ-ύπαιθρος.
Ο τόπος, η ιστορία, η εποχή θέμα κινούνται γύρω από ένα αξιακό σύστημα που βλέπει να καταρρέει. Μέσα από το στοχαστικό περιεχόμενο αναδύεται ένας έντονος συναισθηματισμός που συμπλέει με την κοινωνικοϊστορική εμπειρία και τη σχέση με τα πρόσωπα και ιδίως τη Μάνα, ως ένα ελεγειακό απόσταγμα του σύγχρονου διπολισμού. Συγκρούονται ψυχικά ο τόπος καταγωγής –με όλη την συναισθηματική οικειότητα που προσφέρει, καθώς είναι δεμένος με την παιδική αθωότητα και προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας– με την πόλη του παρόντος –ανοίκεια, μοναχική με έντονους/αγχώδεις ρυθμούς ζωής που καταπιέζουν τον ενήλικα δημιουργό. Τούτα δημιουργούν μια ποιητική ανασφάλεια προκαλώντας απογοήτευση και ενοχές.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πολύ συχνή εμφάνιση της Μάνας[xxv] (πάντα με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα), κάτι που αποτελεί ένα στοιχείο που αποτυπώνει μία άλλη οπτική την εντοπιότητας. Η μάνα ως πρόσωπο ιερό συνδέει τον ποιητικό αφηγητή με τον τόπο καταγωγής και την παιδικότητα ή την αναζήτηση της παιδικής αθωότητας σε μία εποχή αλλοτρίωσης από τις παραδοσιακές αξίες και το έθνος, ως υπαρξιακή οντότητα του πολιτισμού και της ιστορίας. Βέβαια πολύ συχνά προσωποποιεί και άλλα προσηγορικά ουσιαστικά θέτοντας το πρώτο γράμμα ως κεφαλαίο. Τα κεφαλαία γράμματα καθιστούν τις λέξεις ως κύρια ονόματα, δίνοντας έμφαση σε αυτές, και λειτουργούν ως σκηνοθετική οδηγία απαγγελτικού επιτονισμού τους.

Η πληθυντική εικονοποιία του Κοσμόπουλου

Η ποίηση του Κοσμόπουλου συντελεί ένα αισθητικό γεγονός με τη χεγκελιανή έννοια∙ συνδέει διαλεκτικά τον υλικό κόσμο με τον πνευματικό μέσα από μία στιχουργική πολυσήμαντη, που κινείται με τα πολλαπλά σημαινόμενα σε παράλληλα νοηματικά και ερμηνευτικά επίπεδα. Συντελεί μία οντότητα απροσδιόριστη και ανοιχτή σε ερμηνείες. Επίκεντρο της ερμηνείας είναι η αποκάλυψη της δικής μας ανθρωπολογικής κατασκευής (Iser, 1989:250). Εξάλλου το ποιητικό νόημα είναι ένα εμπρόθετο αντικείμενο (Eagleton, 1996:111) ή μια μορφή της –χεγκελιανής– ιδέας (Husserl, 1964). To ποιητικό κείμενο του Κοσμόπουλου καλεί τον αναγνώστη/ακροατή να καλύψει τα κενά∙ το κείμενο είναι γεμάτο νύξεις και προκλήσεις για τη μετουσίωση της γλώσσας και της εικόνας σε νόημα (Eagleton, 1996:124). Είναι η ανταπόκριση του αναγνώστη που –με τη νιτσεϊκή ερμηνεία– αναδεικνύει τις γλωσσικές αμφισημίες και τον μεταφορικό λόγο.
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις που εισάγονται στο κείμενο το καθιστούν ανοιχτό. Η ανάγνωση της ποίησης του Κοσμόπουλου δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά απαιτεί μια σωρευτική διαδικασία νοηματοδότησης, μέσα από τα υπερρεαλίζοντα χαρακτηριστικά της γλώσσας του[xxvi] και τη συνειρμική κίνηση του στίχου[xxvii] ή την πλουραλιστική εικονοποιία του[xxviii]. Απροσδιόριστα σημεία ή αμφισημίες, συνυποδηλώσεις και μεταφορές, επιτρέπουν διαφορετικές ερμηνείες. Το ποιητικό κείμενο μπορεί μεταφέρει μία πληθώρα σημασιών και ερμηνειών. Tο έργο δεν καθορίζεται από την πρόθεση των συμφραζομένων, αλλά από τη φύση του είναι ελεύθερο από κάθε τέτοιο περιορισμό.
Το ποιητικό κείμενο του Κοσμόπουλου δεν αποτελεί κάποιο κλειστό σύμπαν∙ αλληλεπιδρά με τον αναγνώστη. Μέσα από τη στιχουργική του αναδεικνύεται μία ζωηρή πλαστική εικόνων γεμάτη φως και κίνηση, που περιορίζει την ένταση της απογοήτευσης και της αγωνίας για το υπαρξιακό τραύμα. Η ποίησή του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό που θεμελιώνεται στον γλωσσικό πειραματισμό. Με τόλμη συνδέει τη φυσιολατρία που συναντάμε στην ποίηση της περιφέρειας με τη συνειρμική κίνηση και τον πληθυντικό λόγο μιας γόνιμα αφομοιωμένης ποιητικής έκφρασης. Η δύναμη της εικόνας μαγεύει τον ακροατή/αναγνώστη με τα υπερρεαλίζοντα χαρακτηριστικά της και τη μεταφορική χρήση του λόγου, δημιουργώντας στίχους με πολλαπλά σημαινόμενα. Το πλούσιο εικαστικό αντικείμενο όμως διατηρεί λειτουργική θέση στην ποιητική πλοκή και τον στιχουργικό ρυθμό ορίζοντας το πληθυντικό ανάγνωσμα ως έναν εξπρεσιονιστικό καμβά ερμηνειών.
Εικαστικά διακρίνεται μία αφομοιωμένη επιρροή από την ποιητική του Σαχτούρη∙ ο θάνατος είναι διαρκώς παρών είτε άμεσα είτε συνυποδηλωτικά. Ο εξπρεσιονιστικός χαρακτήρας του σαχτουρικού συμβολικού διπόλου ουρανού και γης διατηρείται στο πλαίσιο του διαλόγου με το παρελθόν. Ο ουρανός στην ποιητική του Κοσμόπουλου είναι ο προορισμός του ανθρώπου, σε μια προσπάθεια εγκατάλειψης του χώματος που τον συνδέει με τον πόνο και τη θνητότητα. Στην πραγματικότητα ο Κοσμόπουλος συνδέει τον σαχτουρικό εξπρεσιονισμό με τη χριστιανική φιλοσοφία. Πλήθος εικαστικών συμβόλων οριοθετούν το δίπολο πνευματικού και επίγειου∙ χθόνια και αέρινα αντικείμενα διαμορφώνουν δύο αντιθετικά επίπεδα ελευθερίας-υποταγής, παρελθόντος-παρόντος, ζωής-θανάτου, πνεύματος-ύλης. Ο δημιουργός ενσωματώνει γόνιμα τις διαφορικές αντιθέσεις της αρχαιοελληνικής και χριστιανικής φιλοσοφίας, που όρισαν τον ελληνικό (και δυτικό) πολιτισμό. Είναι οι ίδιες αντιθέσεις που συχνά συναντάμε και στον Παπαδιαμάντη, έναν δημιουργό που έχει επηρεάσει βαθιά τον Κοσμόπουλο. Ενίοτε υιοθετεί μία γλώσσα αρχαΐζουσα, πάνω στο παπαδιαμάντειο ύφος[xxix]∙ μολονότι πρόκειται για μια γλώσσα “σκληρή”, ετούτη μαλακώνει στο ποιητικό αμόνι της έμμετρης έκφρασης και της “ζωηρής” εικονοπλασίας.
Τα εικαστικά του αντικείμενα μέσα στην πολλαπλότητα των σημαινομένων αναδεικνύουν την πρωτότυπη προσέγγισή τους. Η συχνή χρήση των δέντρων[xxx] και του δάσους, του χώματος, των φιδιών, της πέτρας[xxxi] ή του τάφου[xxxii], ξεπερνούν την απλή φυσιολατρική εικαστική και λειτουργούν ως σύμβολα χθόνια. Αντίθετα, τα πουλιά, με την τόσο συχνή παρουσία τους και τα σύννεφα[xxxiii] ή τα άστρα και το φεγγάρι[xxxiv] με τον άνεμο[xxxv], λειτουργούν ως αλληγορικές αναπαραστάσεις της ελευθερίας που αποζητά το ποιητικό υποκείμενο ή του πνεύματος ενίοτε και του θείου. Τα πουλιά[xxxvi] ή συνυποδηλώσεις τους εκφράζουν τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, την απογοήτευση του ποιητή ή ακόμα και την ποίηση ως μεσολαβητή μεταξύ πνεύματος και ύλης. Έντονες είναι και οι εικόνες με το υγρό στοιχείο, θάλασσα[xxxvii], λίμνη ή ποταμό σε μία φυσιολατρική εκδοχή της ελληνικής υπαίθρου. Παράλληλα συχνά χρησιμοποιούνται ζώα, όπως το ελάφι[xxxviii], το φίδι[xxxix] ή ο λύκος[xl], ο πάνθηρας κ.ά.
Το φυσικό τοπίο της ελληνικής υπαίθρου εμφανίζεται τόσο οικείο, όπως το συναντάμε στην ποίηση της περιφέρειας. Το φυσικό περιβάλλον με την ιστορική ανθρώπινη παρουσία και παρέμβαση ενσωματώνεται αβίαστα στη στιχουργική του. Δεν εκτίθενται ως ένα “αξιοθέατο”, αλλά ως μία βιωμένη εμπειρία. Αποτυπώνεται μία ισχυρή εσωτερική/γενετική σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το περιβάλλον, μία βιωματική σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος της υπαίθρου –και του μικρού ή μεσαίου αστικού χώρου– με το φυσικό περιβάλλον και τα ανθρώπινα δημιουργήματα με τα δικά τους ιδιαίτερα ιστορικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Σαν όνειρο αναδύονται εικόνες μεταμορφώνοντας τον θάνατο σε ποιητική του πένθους[xli]. Ο τόπος είναι η ελληνική ύπαιθρος∙ όχι κάποιος ου-τοπικός χώρος, αλλά εν-τόπιος[xlii], φανταστικός στη νοηματική συμπλοκή του και υπαρκτός στη βιωμένη εμπειρία του, γεννώντας εκθαμβωτικές εικόνες. Αυτή ακριβώς η φυσιολατρική διάσταση της ποιητικής του είναι από τον συνδέει και με την ποίηση της περιφέρειας. Η ποιητική σκηνή είναι γεμάτη σκιές και μαύρες εγχαράξεις που διασπώνται από φωτεινά σημεία. Η νύχτα και το μαύρο πέπλο του θανάτου γεμίζουν το κάδρο του. Οι εικόνες του δεν μεταφράζονται σε μία συμβατική αισθητική, μα σε μία α-λειτουργική διαχείριση του καλλιτεχνικού αισθήματος. Οδηγούν σε έναν νηφάλιο εσωτερικευμένο στοχασμό, αφήνοντας τον ακροατή/αναγνώστη να εισέλθει με τρόπο ενεργητικό στο πολιτικό πεδίο δράσης και να βιώσει την αγωνία του δημιουργού. Ο ποιητής εικονογραφεί τη σιωπηρή επανάληψη της ατέλειωτης πράξης που στοιχειώνει τη ζωή στην ύπαιθρο. Συνδυάζει αρμονικά οργανικά κι ανόργανα φυσικά στοιχεία. Ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον, μετασχηματίζεται σε μια ευπαθή μεμβράνη, στην επιφάνεια της οποίας πραγματοποιούνται πολλαπλές συγκρούσεις. Εκφραστικότητα, απλότητα και τολμηρές λεκτικές επινοήσεις[xliii] συνδέονται λειτουργικά με το συναισθηματικό υλικό, ντομάτας μία γερά δομημένη αισθητική ταυτότητα.

Επιλογικά

Ως αισθητικό αντικείμενο η ποιητική του Κοσμόπουλου αποκαλύπτει μία σχέση οικειότητας και αγάπης για ό,τι τον περιβάλλει ως πολιτισμός (γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, κοινωνία), με καλλιτεχνική αυτογνωσία. Αυτή η βαθιά οικειότητα με τα πράγματα αισθητοποιεί και τον περιβάλλοντα –κοινωνικό και φυσικό– και ιδίως τον πολιτιστικό χώρο. Η ποίησή του συχνά αποκτά τη μορφή ενός προσκλητηρίου νεκρών ή ένα αφιερωματικό ανθολόγιο αγαπημένων ποιητών∙ ένα μνημόσυνο ποιητικό για τους πλέον συγγενείς του ποιητικά λογοτέχνες. Ωστόσο, ο θάνατος δεν δημιουργεί ένα πένθιμο περιβάλλον. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Κοσμόπουλος το παρελθόν και ο γλωσσικός πλούτος του, προσμοιάζουν με ένα αγιολόγιο της εθνικής λογοτεχνικής παράδοσης, με ιδιαίτερη μνεία στους πλέον λυρικούς δημιουργούς, εκείνους που είχαν τον βαθύτερο διάλογο με τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση.
Ο Κοσμόπουλος στην -έως τώρα- ποιητική του πορεία ακολουθεί τον δρόμο του διαλόγου με προγονικούς λογοτέχνες. Η διακειμενικότητα είναι ίσως εκείνο το στοιχείο που χαρακτηρίζει πιο πολύ από κάθε άλλο δημιουργό το έργο του. Διακείμενα και συγκείμενα, θρησκευτικά ή αυτοαναφορικά, αφιερωματικά ή μότο, διέρχονται σε όλο το έργο του. Η διακειμενικότητα όμως λειτουργεί ως ένα μέσο, προκειμένου να θέσει το κύριο ζήτημα που τον απασχολεί, τον χρόνο και την ανθρώπινη θνητότητα.
Το υπαρξιακό τραύμα διαπερνά όλο του το έργο. Ο ίδιος ο τίτλος της τελευταίας του συλλογής, «θέριστρον», αποτελεί μία άμεση αναφορά στη θνητότητα και την αγωνία για τον χρόνο. Επικαλείται τη μνήμη, την τιμή στο παρελθόν και έναν πρωτότυπο εθνικό ουμανισμό ως τα μόνα που μπορούν να ξεπεράσουν την εφήμερη ύπαρξη. Όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα της υπαρξιακής διάστασης. Αυτό ακριβώς υπηρετούν και οι σύγχρονες αναφορές μέσα στην παραδοσιακή φόρμα με μία γλώσσα άλλοτε λαϊκή κι άλλοτε σύγχρονη κι ενίοτε πιο κοντά στη θρησκευτική αρχαΐζουσα.
Η ποίηση του Κοσμόπουλου αναπλάθει το ανθρώπινο δράμα με τρόπο καθολικό. Διερευνά την υπαρξιακή συνθήκη σε όλο το ανθρώπινο βάθος των σχέσεών της με τη θρησκεία, άλλους ανθρώπους, τη Μάνα και τον Πατέρα, την ίδια την ποίηση ως μια διαρκή αυτοαναφορική οντότητα. Στοχάζεται για τη σχέση της ατομικότητας με την εθνική κι ιστορική συλλογικότητα κι αναζητά την ενίσχυση των αμυντικών της γραμμών μέσα από την ποιητική γλώσσα.

Βιβλιογραφία


Adorno, Th. (2000). Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας, πρόλ.-μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου. Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2002).
Adorno, Th. (2000β). Αισθητική θεωρία. μτφρ.-εισ Αναγνώστου, Λ. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Αϊναλής Ζ. (2016), Γραμματολογικά και άλλα τινά, ηλεκτρ. περ. bibliotheque.gr (22/07/2016) – http://www.bibliotheque.gr/article/57664.
Althusser, L. (1999). Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Στο Θέσεις (σσ. 69-121). Ξ. Γιαταγάνας (μτφ). Αθήνα: Θεμέλιο.
Βαγενάς, Ν. (2010). Για την ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου. Θέματα Λογοτεχνίας, 44, 203-207.
Bakhtine, M. (1981). The dialogic imagination by M. M. Bakhtine. trans. Emerson, C. & Holquist, M. Texas: Austin University of Texas press.
Barthes, R. 2008). Η απόλαυση του κειμένου. μτφρ. Χατζηδάκη, Φ. & Κρητικός, Γ. Αθήνα: Ράππα.
Barthes, Ρ. (1980). Η κριτική σαν γλώσσα (1963). απόδ. Ηλιόπουλος Σπ. Το Δέντρο, 16, 289-294.
Baudrilliard, J. (1981). Simulacres et simulation. Paris: Calilee.
Bennett, A. & Royle, N. (20043). An Introduction to Literature, Criticism and Theory. Edinburgh: Perason Longman.
Γαραντούδης, Ε. (2000). H ποίηση του Πρόδρομου Mάρκογλου. Τα ποιήματα της πόλης και το βίωμα της εντοπιότητας. Eντευκτήριο, 49, (Iανουάριος-Mάρτιος), 40-47.
Δημητρούλια, Τ. (2017). Η ποίηση της νέας χιλιετίας ή η δοκιμασία του καινούριου. Απολογισμός μιας δεκαπενταετίας, περιοδικό Τα Ποιητικά, 25https://www.digital.govostis.gr/flip/1178/i-poiisi-tis-neas-xilietias-i-i-dokimasia-toy-kainoyrgioy.html.
Ελευθεράκης, Δ. (2013). Κριτική στο Κρυπτόλεξο του Δ. Κοσμόπουλου. Κείμενο βιβλιοπαρουσίασης στο Σπίτι της Κύπρου στις 20/9)
Eagleton, T. (1991). Ideology, an introduction. London-New York: Verso.
Eagleton, T. (1996). Literary Theory, An Introduction. Oxford: Blackwell Publishing. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Eagleton, Τ. (1996). Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. μτφρ. Τζιόβας Δ. Αθήνα: Οδυσσέας.
Edmund Husserl, E. (1964). The Idea of Phenomenology. The Hague.
Eliot, T.S. (1919). Τradition and individual talent.
Eliot, T.S. (2003). Δεν είναι η ποίηση που προέχει. μτφρ. Μπεκατώρος, Στ. Αθήνα: Πατάκης
Σουλογιάννη, Άλ. (2015). Δημήτρης Κοσμόπουλος, Κατόπιν εορτής. Τα Ποιητικά, 17, Μάρτιος.
Eliot, T.S. (19513). Selected essays. London.
Hawthorn, J. (1992). A concise glossary of contemporary literary theory. London: Edward Arnold.
Hawthorn, J. (2016). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο, μία εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. Ηράκλειο: πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Iser, W. (1989). From reader response to literary anthropology. Baltimore: John Hopkins university press.
Λαμπρόπουλος, Β. (2017). Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της αριστεράς, περιοδικό τα ποιητικά, 26 (Ιούνιος 2017) – http://lambropoulos.classics.lsa.umich.edu/pdf/papers-gr/lambropoulos_2017_i-krisi-tis-poiisis-kai-i-melancholia-tis-aristeras.pdf (05/01/2019).
Macherey, P. (1978), A Theory of Literary Production. London: Routledge & Kegan Paul.
Moraru, V.-D. (2009). Les générations dans l’histoire littéraire. Ανέκδοτη διδακτορική διατριβή. Québec: Université Laval – https://corpus.ulaval.ca/jspui/bitstream/20.500.11794/20813/1 /26155.pdf.
Peyre, Η. (1948). Les générations littéraires, Paris: Boivin.
Πολίτου-Μαρμαρινού, Ε. (1982). Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά και η σχέση της με τη “Γενιά του 30”. Παρουσία 1. σσ. 23-30.
Todorov, Tz. (2007). Le Nouvel Observateur, 2201, 11/1/2007.
Vaillan, A. (2015). Génération (littéraire), ATALA Cultures et sciences humaines n° 18. In Découper le temps II. Périodisations plurielles en histoire des arts et de la littératurehttps://www.lycee-chateaubriand.fr/wp-content/uploads/sites/2/2017/09/Atala18-Vaillant-2.pdf.
Χατζηβασιλείου. Β. (1987). Το “αγροτικό σύνδρομο” στη νέα ποιητική γενιά. Δύο περιπτώσεις: Βαγγέλης Κάσσος – Ηλίας Κεφάλας, εφημ. η εβδόμη (23/08/1987).
Χλωπτσιούδης, Δ. (2019). Ο ρόλος, η οργάνωση και η λειτουργία εργαστηρίων Δημιουργικής Γραφής: η διδασκαλία του ποιητικού λόγου σε ενήλικες. Ανέκδοτη διπλωματική εργασία. Φλώρινα.
Χλωπτσιούδης, Δ. (2019α). Ποίηση της αγανάκτησης. Μανδραγόρας (ηλεκτρ. περ., 23 Ιουλίου).
Χλωπτσιούδης, Δ. (2019β). Το θρησκευτικό στοιχείο ως μέσο ποιητικής έκφρασης. Πρακτικά, 4ου Διεθνούς Συνεδρίου «Δημιουργική Γραφή». Φλώρινα.
Ψυχοπαίδης, Γ. (2019). Άστατος καιρός. Αθήνα: Κέδρος.

[i] βλ. ενιαία σύλληψη του «λατομείου», «του νεκρού αδελφού» εγκοίμησις Ηλία Παναρίτη στρ (ΠΒ), «πουλιά της νύχτας» homo adorans και το «θέριστρον» που διασπάται σε ποιητικές συνθέσεις.
[ii] βλ. «λατομείο» χελιδόνι, «του νεκρού αδελφού» είσαστε, πτήση 765 Χίος-Αθήνα, βραδινός σκοπός, η καθημερινή ζωή στην αρχαία Πύλο, απόσπασμα βιογραφικού σημειώματος, τι είπε το πουλί στον ξένο, όπου την 23η Σεπτεμβρίου 1849, «κατόπιν εορτής» δελτίον σώματος Γεωργίου Βιζυηνού 15η Απριλίου 1892 Δρομοκαΐτειον θεραπευτήριον, ο Ιωσήφ Μαντελστάμ στο Βορονέζ Απρίλιος 1937, Τρίπτυχο ανεπίδοτο και αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο Απρίλιος 1987 ΙΙΙ, Γιαννης Ρίτσος, ελκόμενος βράδυ της 11ης Νοέμβριου 1990, ο Ηλίας Λάγιος, Πρωτοχρονιά του 1895 εν Αθήναις, σχεδόν όλη η συλλογή «θέριστρον».
[iii] βλ. «λατομείο» καταδύσεις επιτρέπονται μέχρι την επόμενη στάση, λάμπα πετρελαίου, όστρακο, «πουλιά της νύχτας» σινιάλο, «βραχύ χρονικό» επιτύμβιο, «κρούσμα» απόσταγμα του ονείρου, 1989 γενική πρόγνωση, Φιλαδέλφειος διαγωνισμός 1886, μαρτυρώ χαμένα, «κατόπιν εορτής» δελτίον σώματος Γεωργίου Βιζυηνού 15η Απριλίου 1892 Δρομοκαΐτειον θεραπευτήριον, ο νόθος δεκαπεντασύλλαβος ονόματι Ρώμος Φιλύρας Δρομοκαΐτειον θεραπευτήριον, 1934, «θέριστρον» χαιρετισμός Ι, δέσμιο, +24.6. 2017.
[iv] βλ. «του νεκρού αδελφού» Άη Γιάννης ο κρυφός, Σταμάτης πίνοντας κονιάκ στο κρύο του ύπνου καφενείο, Κώστας Κρυστάλλης περπατώντας σε όνειρο, «πουλιά της νύχτας» το δέντρο που μιλούσε, οδός περίπου Κηφισίας, βρέχει θάλασσα, αγαθά της κινητής τηλεφωνίας, νόκεν Ι & ΙΙ, «βραχύ χρονικό» φύσημα Ι, σφύριγμα, +2.9.06, το γενέσιον του Προδρόμου, υστερόγραφο της +7.1.1996, «κρούσμα» ταύτα ουκ ήσαν εν βίβλω, ράκη τοιχογραφίας 1980-1990, Φιλαδέλφειος διαγωνισμός 1886, μαρτυρώ χαμένα, αποκαθήλωσις Ν.Α. «κατόπιν εορτής» ο Κώστας Κρυστάλλης παραμονή Χριστουγέννων 2013 εν Αθήναις, τρίπτυχο ανεπίδοτο και αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο Απρίλιος 1987 ΙΙ, «θέριστρον» curriculum graecopitheci, ριζίτικο, τώρα να φέρω κερί Σάββα Παύλου, τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό, 16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., θερινό ηλιοστάσιο Ι.
[v] βλ. «λατομείο» η μηχανή του Τηλέμαχου, «του νεκρού αδελφού» μαύρη φωνή, τώρα, τύχαι Τηλεμάχου υιού Οδυσσέως, «πουλιά της νύχτας» ανώνυμο, σινιάλο ΙΙ, «βραχύ χρονικό» sostenuto, «κρούσμα» i grandi maestri, ράκη τοιχογραφίες 1980-1990, «θέριστρον» θερινό ηλιοστάσιο Ι.
[vi] βλ. «λατομείο» καταδύσεις επιτρέπονται μέχρι την επόμενη στάση, πάπυρος, όστρακο, υδράργυρος, εωθινό, «πουλιά της νύχτας» νόκεν Ι, σινιάλο, παραμονή του Αγίου μου.
[vii] βλ. «λατομείο» ο πετροκότσυφας στο συναξάρι της 29ης Αυγούστου, Εφέστιον Β, «πουλιά της νύχτας» Μαρούσι Ολυμπιακό χωριό, 27/6/04, +14.1.87, ανώνυμου, πουλιά της νύχτας, «βραχύ χρονικό» σφύριγμα, φυσίγγιον αίματος, «του νεκρού αδελφού» νύκτωρ, ολική έκλειψη, μεγάλη δίψα του βουνού, αίνιγμα, Πάροδος, Ασμάτων.
[viii] βλ. «λατομείο» η μηχανή του Τηλέμαχου, όστρακο, φινιστρίνι, «του νεκρού αδελφού» η καθημερινή ζωή στην αρχαία Πύλο, η καθημερινή ζωή στην αρχαία Πύλο ΙΙ, η ώρα της Βαγδάτης, Τύχαι Τηλέμαχον υιού Οδυσσέως, «θέριστρον» τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό, αντίφωνο, view point Δερύνεια.
[ix] βλ. «λατομείο» δελτίον νυκτός της 19ης Μαΐου 1825, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη διάβασις, «του νεκρού αδελφού» πτήση 765 Χίος Αθήνα, εντάφιο, όπου την 23η Σεπτεμβρίου 1849, άσμα για τα παιδιά του ’20, «βραχύ χρονικό» φυσίγγιον αίματος, ο Κύπρου Κυπριανός της 9ης Ιουλίου 1821, «κρούσμα» ράκη τοιχογραφίας 1980-1990, «κατόπιν εορτής» ο Διονύσιος Σολωμός στην Κέρκυρα.
[x] βλ. «λατομείο» στάσιμο, «του νεκρού αδελφού» μαύρη φωνή, «βραχύ χρονικό» sit jus, σονέτο του καμμένου δέντρου, όρθρου, φυσική ιστορία, ρυτό, «κατόπιν εορτής» ο Διονύσιος Σολωμός στην Κέρκυρα Φεβρουάριος 1857, το Χριστός Ανέστη του Κώστα Κρυστάλλη, τρίπτυχο ανεπίδοτο καὶ Αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο, σχεδόν όλη η συλλογή «θέριστρον».
[xi] βλ. συλλογή δοκιμίων Κοσμόπουλος, Δ. (2006). Τα όρια της φωνής. Αθήνα: Κέδρος.
[xii] βλ. «πουλιά της νύχτας» σινιάλο, «βραχύ χρονικό» sit jus, αναμονή, «κατόπιν εορτής» dailleurs je suis poete, ο Ηλίας Λάγιος, Πρωτοχρονιά του 1895, εν Αθήναις, «θέριστρον» ριζίτικο.
[xiii] βλ. «κρούσμα» Ηλίας Λ, Χρήστος Β, Σταμάτης Π, «πουλιά της νύχτας» το άλογο.
[xiv] βλ. «λατομείο» Σκυθών ερημία 1986, «θέριστρον» τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ).
[xv] βλ. «κατόπιν εορτής» ο Διονύσιος Σολωμός στην Κέρκυρα Φεβρουάριος 1856 & Φεβρουάριος 1857.
[xvi] βλ. όλη η συλλογή «κρούσμα».
[xvii] βλ. «του νεκρού αδελφού» Κώστας Κρυστάλλης περπατώντας σε όνειρο, «κατόπιν εορτής» Ὁ Κώστας Κρυστάλλης, παραμονή Χριστουγέννων 2013, εν Αθήναις, το Χριστός Ανέστη του Κώστα Κρυστάλλη τελευταίο Πάσχα, 2014, «θέριστρον» αιδ’ εισ’ Αθήναι 2017.
[xviii] βλ. «κατόπιν εορτής» Δελτίον Σώματος Γεωργίου Βιζυηνού, ο Μιχαήλ Μητσάκης εἰς τὸ Δρομοκαΐτειον Θεραπευτήριον, ο νόθος δεκαπεντασύλλαβος ο Ρώμος Φιλύρας.
[xix] βλ. «κατόπιν εορτής» ο Βελισάριος αναμεσίς στους άγρια λυσσαγμένους Προσοφθάλμιο, Rio dei Greci, dailleurs je suis poete, χαρτίον.
[xx] βλ. «λατομείο» Παρασκευή, «του νεκρού αδελφού» ψυχοπαράσκευο, η ώρα της Βαγδάτης, λεπτομέρεια, τα «πουλιά της νύχτας» αφ’ εσπέρας ο όρθρος, όμως η πιο κρυστάλλινη πηγή είναι η σελήνη, τρίπτυχο για τη Μαρία τη Μαγδαληνή Ι-ΙΙΙ, παραμονή του Αγίου μου, «βραχύ χρονικό» φύσημα ΙΙ, το γενέσιον του Προδρόμου, υστερόγραφο της +7.1.1996, ψάλτης συμπανηγυρίζων μετ’ αδελφού θανόντος μηνών προ εξ, το τραγούδι του ληστή VI, «κρούσμα» ταύτα ουκ ήσαν εν βίβλω, αποκαθήλωσις, Ν.Α., «κατόπιν εορτής» Γιαννης Ρίτσος, ελκόμενος βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1990, «θέριστρον» 16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., αντίφωνο, φυτό ουράνιο, +24.6. 2017, δευτερόλεπτο, όρθρος.
[xxi] βλ. «Θέριστρον» τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό.
[xxii] βλ. «λατομείο» το στάσιμο, «του νεκρού αδελφού» απόσπασμα βιογραφικού σημειώματος, τι είπε το πουλί στον ξένο, άλλος χρώματα, αίνιγμα, «πουλιά της νύχτας» νόκεν Ι, «βραχύ χρονικό» σφύριγμα, σλαβονικό διάψαλμα, το τραγούδι του ληστή V.
[xxiii] βλ. «λατομείο» παντούμ, υδράργυρος, «του νεκρού αδελφού» ανεπίδοτο, πλατεία Ομονοίας, 23 Αυγούστου 2002, «βραχύ χρονικό» ουδέν κρυπτόν, του Προδρόμου, στο μαγαζί, «κρούσμα» μαρτυρεί τω πατρί, και ιδού μέγας καπνός, «κατόπιν εορτής» ο Κώστας Κρυστάλλης παραμονή Χριστουγέννων 2013 εν Αθήναις, «θέριστρον» έκτη Σεπτεμβρίου.
[xxiv] βλ. «λατομείο» Εφέστιον Γ, «του νεκρού αδελφού» πλατεία Ομονοίας, «βραχύ χρονικό» υστερόγραφο της +7.1.1996.
[xxv] βλ. «λατομείο» κουρά, το σπίτι του νεκρού, η μηχανή του Τηλέμαχου, ο Τηλέμαχος ακούει το κύμα, papillo Machaon, υδράργυρος, αναγνωστικό, αγίας Μαύρας ΙΙ, «του νεκρού αδελφού» του Προδρόμου, άλλος χρώματα, άνοδος, παραμύθι, απόσπασμα βιογραφικού σημειώματος, Αη-Γιάννης ο Κρυφός, άσμα για τα παιδιά του ’20, λεπτομέρεια, όπου την 23η Σεπτεμβρίου 1849, «πουλιά της νύχτας» αφ’ εσπέρας ο , ορθρινό της Δευτέρας, να θυμόμαστε το ταξείδι, Αμερικανίς λοχίας στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ, «βραχύ χρονικό» υστερόγραφο της +7.1.1996, το τραγούδι του ληστή Ι, γαιάνθρακας Ι & ΙΙ, «κρούσμα» 1989, ράκη τοιχογραφίας 1980-1990, «κατόπιν εορτής» Γιάννης Ρίτσος, ελκόμενος βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1990, «θέριστρον» 16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., Κέλτης στη Νέα Υόρκη 2017, Currah, μεθυσμένος Κέλτης εν άσματι, Αγία Φωτεινή Ιλισσού.
[xxvi] βλ. «λατομείο» Εφέστιον Β, Εφέστιον Γ, ο Τηλέμαχος ακούει το κύμα, το χρυσό πουλί, υαλογραφία, «του νεκρού αδελφού» το ξύλο της βροχής, τύχαι Τηλεμάχου υιού Οδυσσέως, «πουλιά της νύχτας» η ύψωσις των εικόνων, «βραχύ χρονικό» αρχή, sostenuto, περί μεθόδου, deux ou trois choses que je sais d’ elle.
[xxvii] βλ. «λατομείο» οθόνη, το κατώι, «του νεκρού αδελφού» είσαστε, άλλος χρώματα, «βραχύ χρονικό» Σοφία, κατ’ έπος, οι πρόκες.
[xxviii] βλ. «λατομείο» Εφέστιον Α, ηχολήπτης, αμφιλύκη ΙΙ, αντίλυτρο, κοτσύφι, «του νεκρού αδελφού» ασμάτιον, πνευστό τραγούδι της επιστροφής, «βραχύ χρονικό» το τραγούδι του ληστή III-V.
[xxix] Όλη η συλλογή «κρούσμα».
[xxx] βλ. «λατομείο» αμφιλύκη, «του νεκρού αδελφού» η καθημερινή ζωή στην αρχαία Πύλο ΙΙ, παράκληση, ψυχοπαράσκευο, πλατεία ομονοίας, άνοδος, γερμένος, όπου την 23η Σεπτεμβρίου 1849, «πουλιά της νύχτας» να θυμόμαστε το ταξείδι, «βραχύ χρονικό» Σοφία ΙΙ, ο Κύπρου Κυπριανός της 9ης Ιουλίου 1821, τρεις φίλοι, τη επιφωσκούση, «κρούσμα» 1989-1992, βάφει το δάχτυλο, «κατόπιν εορτής» ο Νίκος Καρούζος, στο νοσοκομείο Υγεία βράδυ της 15ης Οκτωβρίου 1990, Τρίπτυχο ανεπίδοτο και αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο Απρίλιος 1987, «θέριστρον» φυτό ουράνιο, +24.7. 2017, δευτερόλεπτο, view point Δερύνεια.
[xxxi] βλ. «λατομείο» Εφέστιον Α, ο πετροκότσυφας στο συναξάρι της 29ης Αυγούστου, το χρυσό πουλί, αγίας Μαύρας, διαφημιστικό, αντίλυτρο, τελειόφοιτος Α’ δημοτικού, «του νεκρού αδελφού» μεγάλη δίψα του βουνού, απόσπασμα βιογραφικού σημειώματος, πάροδος, μανάκω, «πουλιά της νύχτας» Τιμοθέου και Ανδριανής, ανώνυμο, «κατόπιν εορτής» ο Ηλίας Λάγιος, Πρωτοχρονιά του 1895 εν Αθήναις, εαρινὸ μέλισμα του Δ.Π. Παπαδίτσα Απρίλιος 1987, «θέριστρον» ιστορία, χαιρετισμός Ι.
[xxxii] βλ. «λατομείο» λάμπα πετρελαίου, «του νεκρού αδελφού» γερμένος.
[xxxiii] βλ. «λατομείο» παιδικό τραγούδι, «του νεκρού αδελφού» παράκληση, έβλεπα, λεπτομέρεια, «πουλιά της νύχτας» Μαρούσι Ολυμπιακό χωριό, «βραχύ χρονικό» όρθρου, στο μαγαζί, αναμονή, «θέριστρον» πρόσληψη 2017.
[xxxiv] βλ. «λατομείο» Ελένη της Σκιάθου 1995, υδράργυρος, φινιστρίνι, τελειόφοιτος Α δημοτικού, «του νεκρού αδελφού» 23 Αυγούστου 2002, ολική έκλειψη, «πουλιά της νύχτας» να θυμόμαστε το ταξείδι, σινιάλο, ανώνυμο, «βραχύ χρονικό» σφύριγμα, το τραγούδι του ληστή V, δίτροπον, «κρούσμα» απόσταγμα του ονείρου, eadem sed aliter, «θέριστρον» φυτό ουράνιο.
[xxxv] βλ. «λατομείο» λάμπα πετρελαίου, «του νεκρού αδελφού» ψυχοπαράσκευο, είσαστε, άλλος χρώματα, μεγάλη δίψα του βουνού, αίνιγμα, «πουλιά της νύχτας» σινιάλο ΙΙ, παραμονή του Αγίου μου, «βραχύ χρονικό» ουδέν κρυπτόν, λίθινο, «κατόπιν εορτής» τρίπτυχο ανεπίδοτο και Αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο. Απρίλιος, 1987, «θέριστρον» ειρκτή.
[xxxvi] βλ. «λατομείο» κουρά, ο πετροκότσυφας στο συναξάρι της 29ης Αυγούστου, το σπίτι του νεκρού, σμήνος, κλιμακηδόν Ελένη, εωθινό, Παρασκευή, αντίλυτρο, το χρυσό πουλί, «του νεκρού αδελφού» πτήση 765 Χίος-Αθήνα, παράκληση, πλατεία ομονοίας, εντάφιο, έβλεπα, γερμένος, και άλλα πουλιά, τι είπε το πουλί στον ξένο, Άη-Γιάννης ο κρυφός, μαύρη φωνή, τυχαία Τηλεμάχου υιού Οδυσσέως, ταξίμι ζεϊμπέκικο, «πουλιά της νύχτας» αφ’ εσπέρας ο όρθρος, το δέντρο που μιλούσε, υδατοκίνητο, αγαθά της κινητής τηλεφωνίας, τρίπτυχο για την Μαρία τη Μαγδαληνή ΙΙ & ΙΙΙ, παραμονή του Αγίου μου, πουλιά της νύχτας, «βραχύ χρονικό» αρχή, υστερόγραφο της +7.1.1996, τρεις φίλοι, «κρούσμα» 1989, «θέριστρον» σκοπός του χωματόδρομου, view point Δερύνεια, Ελένη παντοτινή, ταχαδέση, έκτη Σεπτεμβρίου, ex silentio.
[xxxvii] βλ. «λατομείο» εφέστιον Γ’, Ελένη της Σκιάθου 1995, πάπυρος, «του νεκρού αδελφού» μαύρη φωνή, αίνιγμα, γερμένος, «πουλιά της νύχτας» κυρία της νύχτας πρώτη, σινιάλο, σινιάλο ΙΙ, «κρούσμα» σιγησάτω το κρούσμα, i grandi maestri, βάφει το δάχτυλο, «κατόπιν εορτής» d’ ailleurs je suis poete, ο Νίκος Καρούζος, στο νοσοκομείο Υγεία. βράδυ τῆς 15ης Οκτωβρίου 1990, ο Ηλίας Λάγιος, Πρωτοχρονιά του 1895, εν Αθήναις, «θέριστρον» view point Δερύνεια, ο αέρας των νεκρών, ιστορία, χαιρετισμός Ι, έκτη Σεπτεμβρίου, δέσμιον.
[xxxviii] βλ. «του νεκρού αδελφού» εντάφιο, πνευστό τραγούδι της επιστροφής, «θέριστρον» Ελένη παντοτινή.
[xxxix] βλ. «κρούσμα» 1989 γενική πρόγνωση.
[xl] βλ. «βραχύ χρονικό» το τραγούδι του ληστή V.
[xli] βλ. «λατομείο» papillo Machaon, «του νεκρού αδελφού» είσαστε, ξέρω τη λύπη, το πρώτο, «πουλιά της νύχτας» οδός περίπου Κηφισιάς, «βραχύ χρονικό» επιτύμβιο, Σοφία ΙΙ, «θέριστρον» ριζίτικο, τώρα να φέρω κερί Σάββα Παύλου, ο αέρας των νεκρών.
[xlii] βλ. «βραχύ χρονικό» το τραγούδι του ληστή VII, περνούν στρατιώτες.
[xliii] βλ. «του νεκρού αδελφού» η καθημερινή ζωή στην αρχαία Πύλο, «βραχύ χρονικό» κλήδονας, ρυτό, κρυφή κάμερα.

* Δήμος Χλωπτσιούδης, MA Δημιουργικής Γραφής, κριτικός ποίησης | φιλόλογος