«…- Για εξήγησέ μου επιτέλους ποιος είναι ο σκοπός σας;
– Να καταστραφούν τα πάντα, να μην υπάρχουνε πια έθνη, ούτε κυβερνήσεις, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θεός, ούτε θρησκεία.
– Καταλαβαίνω αλλά πού θα οδηγήσει κάτι τέτοιο;
– Στην κομμουνιστική κοινωνία, σ’ έναν κόσμο καινούργιο, στον οποίο όλα θα ξεκινούν από την αρχή.
– Και πώς θα το πραγματοποιήσετε, πώς λογαριάζετε να δράσετε;
– Με τη φωτιά, με το δηλητήριο, με το μαχαίρι. Ο ληστής είναι ο αληθινός ήρωας, είναι ο εκδικητής τού λαού. Είναι ο επαναστάτης που ενεργεί χωρίς φράσεις παρμένες από τα βιβλία. Με μια σειρά από τρομερές απόπειρες πρέπει να τρομοκρατήσει τους ισχυρούς και να ξυπνήσει το λαό…»
(Εμίλ Ζολά, Germinal).
Φαινομενικά, μετά το 1815, η Γαλλική Επανάσταση μοιάζει να φιμώνεται. Αναφλέγεται όμως, μέσα στην καρδιά και στη συνείδηση των ανθρώπων. Επιζεί.
Η Παλινόρθωση δεν αναθεώρησε την κατάργηση των κοινωνικών προνομίων (κατ’ εξοχήν των φεουδαρχικών δικαιωμάτων). Η εθνική περιουσία δεν επιστράφηκε στους πρώην ιδιοκτήτες της και -μολονότι δεν είχε πάντα διανεμηθεί δίκαια και αρκετές φορές είχε περιέλθει στα χέρια των πλουσίων- το επαναστατικό κεκτημένο διατηρήθηκε στο θέμα αυτό, όπως διατηρήθηκε και η αρχή των δικαιωμάτων τού ατόμου με την εγγύηση του Χάρτη τού 1814. Όταν η κυβέρνηση τού Καρόλου Ι΄ φανεί έτοιμη να εφαρμόσει μια νέα αντιδραστική πολιτική, η απάντηση θα είναι μια άμεση εξέγερση η Ιουλιανή Μοναρχία, και η επιστροφή στην τρίχρωμη σημαία.
Ήδη, το 1828, ο F. Buonarroti, γράφει την «Ιστορία τής συνωμοσίας για την ισότητα τής επονομαζόμενης τού Μπαμπέφ¹» όπου αφηγείται την συνωμοσία των ‘Ίσων’, τα σχέδιά τους για ένα είδος ‘Βανδέας των πληβείων’², την αποτυχία τους και την εκτέλεσή τους. Επρόκειτο για ένα κίνημα ‘κομμουνιστικό’ οπωσδήποτε, με στόχο την κοινοκτημοσύνη πιστό στη φράση τού Ζαν Ζακ Ρουσσώ: «Είστε χαμένοι, αν λησμονήσετε ότι οι καρποί ανήκουν σε όλους αλλά η γη σε κανέναν». Η επιτυχία που είχε το βιβλίο αυτό και το παράδειγμά του υπήρξαν τεράστια. Ο Louis Auguste Blanqui, ο αμετανόητος επαναστάτης, που όλοι τον αγάπησαν εκ των υστέρων, ήταν ενθουσιώδης αναγνώστης του. Στα 1871, στις 26 Μαρτίου, το Παρίσι τον εξέλεξε πρόεδρο τού καινούργιου δημοτικού συμβουλίου ενώ ήταν ακόμα φυλακισμένος, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα.
Το νόημα που αποκτά πλέον ο επαναστατικός ουμανισμός είναι η νομιμοποίηση τής βίας, όταν αυτή τίθεται στην υπηρεσία τού δικαίου, τής ισότητας, τής κοινωνικής δικαιοσύνης. Μιας βίας όπου ο επαναστάτης μπορεί να είναι ή ο δράστης ή το θύμα της γιατί όταν κανείς κατεβαίνει στο δρόμο, μπορεί να νικήσει, μπορεί όμως και ν’ αφήσει εκεί την τελευταία του φωνή διαμαρτυρίας. Αλλά το θάρρος τής βίας -θάρρος να πεθαίνει κανείς ή να σκοτώνει- δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό παρά μόνον όταν είναι το μόνο μέσο για ν’ αλλάξει η μοίρα των ανθρώπων και να γίνει πιο ανθρώπινη, πιο αδελφική. Η Επανάσταση είναι η βία στην υπηρεσία ενός ιδεώδους. Ανάλογες όμως είναι βέβαια και οι ρίζες τής Αντεπανάστασης μα και τής όποιας αντίδρασης…
*
Αυτά στη Δύση. Στη Ρωσία, την ίδια εποχή, με ακρίβεια μιας ανάσας, στα 1868-69, ο Νετσάγιεφ, εμβληματική φιγούρα τού Ρώσικου μηδενισμού, συμμετέχει στο φοιτητικό επαναστατικό κίνημα στην Αγία Πετρούπολη, και το 1869 έρχεται σε επαφή στη Γενεύη με τον εξόριστο Ρώσο Αναρχικό, Μιχαήλ Μπακούνιν, και αναπτύσσει μία βραχεία συνεργασία μαζί του. Το ίδιο έτος γράφει την Κατήχηση τού Επαναστάτη, η οποία διακηρύσσει τον πιο βίαιο, ωμά φονικό και εντελώς amoral επαναστατικό ακτιβισμό. Τον Σεπτέμβρη τού 1869 επιστρέφει στη Μόσχα και γίνεται ο ιδρυτής μια ολιγομελούς επαναστατικής ομάδας, με το όνομα ‘Δικαιοσύνη τού Λαού’, γνωστή και ως ‘Εταιρεία τού Τσεκουριού’. Το θεμέλιό της ήταν οι αρχές τής Κατήχησης και η απόλυτη υποταγή των μελών στον αρχηγό. Όταν ο Ι. Ιβάνοφ, φοιτητής και μέλος τής ομάδας, εναντιώνεται στις μεθόδους τού Νετσάγιεφ, αυτός οργανώνει την εκτέλεσή του, την οποία μάλιστα διαπράττει ο ίδιος, παρόντων κι άλλων μελών τής ομάδας. Μετά την εξιχνίαση τού εγκλήματος, ο Νετσάγιεφ διαφεύγει στην Ελβετία, όμως 67 μέλη τής ομάδας συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο δικαστήριο.
Κι εδώ κάπου έρχονται οι ‘Δαιμονισμένοι’ τού Ντοστογιέφσκι, που ασχολούνται με όλα αυτά τα θέματα. Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1871, ορμώμενο από τη δολοφονία του φοιτητή Ι. Ιβάνοφ. Είναι απίστευτη η χρονική συγκυρία: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ κυκλοφορούν την ίδια χρονιά που επιβάλλεται στο Παρίσι η Παρισινή Κομμούνα!
Οι ήρωες των ‘Δαιμονισμένων’ διακηρύσσουν:
«…Ο καλύτερος τρόπος για να εξαπατήσεις τον κόσμο είναι να κηρύξεις ανοιχτά το δικαίωμα στην ατιμία… Ποιες ιδέες; Σαχλαμάρες δράση χρειάζεται μόνο. Θα τα ρημάξουμε όλα τίποτα δεν θα μείνει όρθιο: Να η ισότητα τα ρέστα είναι σαχλαμάρες!.. Όλοι θα είναι σκλάβοι και ίσοι μέσα στη σκλαβιά… Άρα θα πρέπει να ισοπεδώσουμε: Θα ρίξουμε το επίπεδο τής εκπαίδευσης. Και τού ταλέντου… Όσοι έχουν κάποιο ταλέντο θέλουν να πάνε μπροστά: Θα φιμώσουμε λοιπόν τον Κικέρωνα, θα τυφλώσουμε τον Κοπέρνικο και θα ξεπαστρέψουμε τον Σαίξπηρ… Να το σύστημά μου: Τίτλοι, οφίτσια, καρέκλες: Γραμματέας… Ταμίας… Πρόεδρος… Και ο φόβος τής γνώμης: Τρέμουν μην τους πούνε αντιδραστικούς κι αναγκάζονται να είν’ επαναστάτες. Δεν έχουν δική τους γνώμη. Άρα θα σκέφτονται όπως θέλω εγώ… Κι αν κάποιος έχει πολλές αρετές τον καθαρίζουμε κι αυτόν, ή τον ρίχνουμε στη φυλακή… Ακόμα και οι πολύ όμορφοι θα καταργηθούν!.. Και κάτι ακόμα: Βάλε τέσσερις να σκοτώσουνε τον πέμπτο -γιατί τάχαμου είναι σπιούνος- και θα ‘ναι όλοι τους, για πάντα, δεμένοι με το αίμα…»
Δεν έχει νόημα να ειπωθούν εδώ περισσότερα γι’ αυτό το αριστούργημα. Αρκεί να αναφερθεί απλώς πως ο Hingley Ronald (1978), στο έργο του «Dostoyevsky His Life and Work» υποστηρίζει ότι· «Οι Δαιμονισμένοι συνιστούν τη μεγαλύτερη επίθεση τού Ντοστογιέφσκι στον Μηδενισμό και είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα τής ανθρωπότητας -πιθανόν και το ανώτερο επίτευγμά της- στην τέχνη τής πεζογραφίας». Γνώμη που είχε διατυπώσει ήδη και ο Albert Camus, ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε με τη θεατρική προσαρμογή τού κολοσσιαίου αυτού μυθιστορήματος, δημιουργώντας έτσι τους δικούς του αριστουργηματικούς ‘Δαιμονισμένους’ –‘Les Possédés’– σχεδόν ένα αιώνα μετά· το 1959. Θα λέγαμε πως συνιστούν και τη μεγαλύτερη επίθεση στον πανίσχυρο Δαίμονα, Karl Marx· τον οποίον ο Camus δεν διστάζει να αποκαθηλώσει από τη θέση τού ‘προφήτη’, τοποθετώντας στη θέση του τον Ντοστογιέφσκι: «Για πολύ καιρό πιστεύαμε πως ο Μαρξ ήταν ο προφήτης τού 20ου αιώνα. Τώρα ξέρουμε πως η προφητεία του έχει ξεφτίσει. Και ανακαλύπτουμε ότι ο αληθινός προφήτης είναι ο Ντοστογιέφσκι: Προφήτεψε τη βασιλεία των μεγάλων Ιεροεξεταστών και τον θρίαμβο τής Δύναμης πάνω στη Δικαιοσύνη»
Κι ερχόμαστε στο σήμερα: Στην παρούσα έκδοση των ‘Δαιμονισμένων’ τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, ο οποίος -από τον περασμένο αιώνα- «δουλεύοντας μανιακά μέρες, μήνες, χρόνια πάνω σ’ αυτό το μεγαλειώδες έργο» βασισμένος στο μυθιστόρημα τού Ντοστογιέφσκι μα και στην θεατρική προσαρμογή τού Camus, δημιούργησε το λιμπρέτο τής ομώνυμης όπερας που παρουσιάστηκε σε μια μεγάλη παραγωγή τής Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που έκανε πρεμιέρα στις 22/4/2001.
Και τώρα, 20 χρόνια μετά, εκδίδει το κείμενο αυτό, πρώτη φορά σε βιβλίο, δίνοντάς μας με σοβαρότητα και με τον μεγαλύτερο σεβασμό, ένα σύγχρονο θεατρικό έργο έτοιμο ν’ ανέβει επί σκηνής. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο: «Η παρούσα έκδοση, μού δίνει τη δυνατότητα να κάνω κάποιες μικρές λεκτικές επεμβάσεις εδώ κι εκεί, ώστε το κείμενο να διαβάζεται ακόμα πιο άνετα μόνο του και εντελώς αυτονομημένο χωρίς τη μουσική. Ανοίγοντας έτσι και πάλι ένα μονοπάτι για τους αυθεντικούς Δαιμονισμένους τού πρωτοτύπου: Μια ελάχιστη προσφορά για τα διακόσια χρόνια φέτος από τη γέννηση του Ντοστογιέφσκι.»
Τι καλύτερο δώρο για τα διακοσιοστά γενέθλια τού Ντοστογιέφσκι, που γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου τού 1821.
Είναι συναρπαστικό αυτό το θεατρικό έργο τού Αδαμόπουλου. Είναι ο ήχος, είναι ο ρυθμός, είναι τα φυσικά πλησιάσματα των λέξεων, είναι τα effets τής αναγωγής τους. Ο λόγος του -ζωηρός και λιτός- έχει ακόμα, όχι βέβαια την αυστηρή ηθική, μα κάτι απ’ τη γλυκύτητα, το λύγισμα, το ‘σπάσιμο’ το σχεδόν χριστιανικό, τού Μάρκου Αυρηλίου. Το ύφος του πάλλεται, σκίζεται από μέσα, αλλά συχνά -πιστός πάντα τόσο στον Ντοστογιέφσκι όσο και στον Camus- μιλά και με τη φωνή τής γαλήνης. Η τέχνη τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου έχει κάτι κοινό με τον Ντοστογιέφσκι: Λατρεύει τη Συμφωνία -που είναι ένα μουσικό έπος- μα κινείται το ίδιο άνετα και στο δρόμο των πιο λεπτών παραλλαγών τής απλής κι εσώτερης μονωδίας. Κι ενώ γνωρίζει καλά και καταπιάνεται πολύ σοβαρά μ’ ένα τέτοιο μνημειώδες έργο μια δαιμονική μουσική συμφωνία, υπάρχουν στιγμές που νομίζουμε πως τον ακούμε να παίζει σ’ ένα μονόχορδο όργανο και δεν τον απασχολεί πια η πολυφωνία σαν ολάκερη η ύπαρξή του να έχει συμπυκνωθεί, άφοβα κι επιδέξια, σ’ έναν και μόνον ήχο τής ψυχής.
Στήνει τόσο φυσικά τα πρόσωπά του, που ο ίλιγγος κλέβει το αίμα απ’ το κεφάλι μας, παγώνει το δέρμα, δεν αφήνει περιθώριο για μιμητικές υπεκφυγές. Όλα τα πρόσωπα είναι σώμα, στόμα: Τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, μιλούν, φτύνουν (ενίοτε και αίμα…). Το στόμα τους είναι μια ηθική πληγή. Νιώθουμε με ένταση το δράμα τής συνύπαρξης με όλα τα πρόσωπά του. Εισπνέουμε το είναι, την ανάσα, το γυμνό τους φως, τα αδιέξοδα, μα και το ζοφερό τους σκοτάδι. Είναι τόσο βαθιά μεθυστική, οργιαστική, αυτή η ολοζώντανη θεατρική αίσθηση που εισπράττουμε διαβάζοντας το έργο! Και συνάμα είναι -αλλοίμονο- τόσο επίκαιρη, καθώς παντού γύρω μας βλέπουμε διαρκώς να θριαμβεύει η Δύναμη πάνω στη Δικαιοσύνη…
Στους τωρινούς αυτούς ‘Δαιμονισμένους’, η θεατρική ευφυΐα τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, μάς κάνει να βιώνουμε ασφυκτικά, σε κάθε σελίδα, τον διαρκώς επαναλαμβανόμενο φαύλο κύκλο τής τυφλής βίας και τής μηδενιστικής άρνησης των πάντων. Τελειώνοντας ωστόσο τον πρόλογο τού βιβλίου του, ο συγγραφέας αφήνει μια φωτεινή χαραμάδα ελπίδας -υποκλινόμενος και πάλι με σεβασμό στον μεγάλο Ρώσο κλασικό: «Ίσως οι αναγνώστες να ψυχανεμιστούν κιόλας την τραγική ελπίδα τού Ντοστογιέφσκι που πασκίζει να γιατρέψει την αίσθηση τής ταπείνωσης με την ταπεινότητα, και τον μηδενισμό με την αυταπάρνηση. Ίσως…»
* ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ‘Οι Δαιμονισμένοι’/Εκδόσεις Οδός Πανός 2021
¹ Filippo Buonarroti, «Histoire de la conspiration pour l’égalité dite de Babeuf».
² O όρος αναφέρεται στην αντεπαναστατική εξέγερση των χωρικών της Βανδέας (Δυτική Γαλλία), που ξεσηκώθηκαν με την υποκίνηση των ευγενών (1793), χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ανάλογες τέτοιες εξεγέρσεις κατά των εκάστοτε κυβερνώντων σημειώθηκαν και τα κατοπινά χρόνια, μέχρις ότου καταπνίγηκαν οριστικά από τον Ναπολέοντα Α΄ το 1800.