«18 Φεβρουαρίου 1948. Η Ταξιαρχία Αόπλων Ρούμελης, υπό την αρχηγία του Γιώργου Γούσια, ξεκινά να μεταφέρει εφεδρείες για τον Δημοκρατικό Στρατό από τη Βράχα προς τη Μακεδονία. Χίλιοι τριακόσιοι επίστρατοι από την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων και της Θεσσαλίας, απειροπόλεμοι, ανεκπαίδευτοι, δίχως ρουχισμό, τροφή και όπλα, διασχίζουν τον κάμπο των Φαρσάλων, πέφτουν στη λίμνη Κάρλα, περνούν τον Πηνειό, φτάνουν στις πλαγιές του Ολύμπου, ανεβαίνουν στις κορυφές των Πιερίων και διαφεύγουν στη Μακεδονία, ενώ οι δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού τούς καταδιώκουν ανελέητα. Οι απώλειες είναι συντριπτικές. Στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Το χιόνι των Αγράφων παρακολουθούμε τις τριάντα επτά μέρες της βασανιστικής πορείας τους».
Στο παραπάνω κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Χατζημωυσιάδη (το προηγούμενο βιβλίο του οποίου, τα Έξοδα Νοσηλείας, βραβεύτηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο 2021 ως προάγον σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, εξ ημισείας με το Τζίντιλι του Δημήτρη Χριστόπουλου) παρουσιάζεται ευσύνοπτα το ιστορικό γεγονός που αποτελεί την «πρώτη ύλη» του μυθιστορήματος. Ωστόσο –το ξέρουμε όλοι ως αναγνώστες της λογοτεχνίας– οποιαδήποτε απόπειρα περιχαράκωσης ενός λογοτεχνήματος στο «τι γίνεται», στο τι συνιστά την αφορμή, το θέμα ή το αντικείμενο αναφοράς του, έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση προς την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας. Από την άλλη, δεν μπορείς ποτέ να μιλήσεις για κάποιο λογοτεχνικό έργο ως ένα κείμενο. Κανένα κείμενο δεν στέκεται μόνο του, διακεκομμένο κι ανεξάρτητο από άλλα. Κάθε κείμενο είναι –εκόν άκον– διακείμενο, συνδέεται με άλλα κείμενα, τα οποία μεσολαβούν τη γνώση, διαμορφώνουν την οπτική, επηρεάζουν το συναίσθημα και επιδρούν καταλυτικά στο πώς αντιλαμβανόμαστε, κατανοούμε, αλλά επίσης γράφουμε και διαβάζουμε το παρελθόν και το παρόν μας (και εικάζουμε το μέλλον μας). Κατά συνέπεια, κάθε γραφή είναι συν-γραφή. Δεν είναι ποτέ αποκλειστικά πράξη ατομική. Είναι συλλογική εν τη γενέσει της.
Έτσι και το βιβλίο για το οποίο συζητάμε, το οποίο έρχεται να προστεθεί στον μυθιστορηματικό όμιλο/ομιλία για τον ελληνικό εμφύλιο· στη «λογοτεχνία του τραύματος» (Κοτζιά, 2020· πβ. Αποστολίδου, 2003, 2010· Ραυτόπουλος, 2012), δίπλα σε μυθιστορήματα όπως αυτά του Αλεξάνδρου, του Κοτζιά, του Πατατζή, της Ζέη, του Μηλιώνη , του Βαλτινού, του Χαρτοματσίδη και πολλών άλλων. Συλλογική όμως είναι και κάθε ανάγνωση, η οποία είναι αναπόδραστα συν-ανάγνωση, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά. Υπό το φως των παραπάνω, θα ξεκινήσω παραθέτοντας κάποιους εγνωσμένους συν-αναγνώστες μου στο μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη. Αρχικά ο Θουκυδίδης. Γράφοντας για τις εμφύλιες συγκρούσεις εν γένει, με αφορμή τη συγκεκριμένη στην αρχαιότητα, αναφέρει ότι οι συμφορές που επιφέρουν θα γίνονται πάντα, όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Ο πόλεμος θα είναι πάντοτε δάσκαλος της βίας, ερεθίζοντας τα πνεύματα του πλήθους. Και προσθέτει μια εξαιρετικά οξυδερκή παρατήρηση της εμφύλιας σύγκρουσης που κατέγραφε ο Θουκυδίδης, με επίσης διαχρονική, ωστόσο, ισχύ: καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ᾽ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος. [3.82.5]καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾽ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 3. 82.4-5). Στη μετάφραση του Άγγελου Βλάχου, «Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. [3.82.5] Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη».
Μια κατάσταση, απαράλλαχτη σχεδόν, αποτυπώνεται με καταπληκτική (κι ενίοτε σκληρή) ενάργεια στο μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη. Η σκόπιμη απομάκρυνση από την εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων, την οποία περιγράφει ο Θουκυδίδης, κατέχει κομβική θέση στις σελίδες του μυθιστορήματος του Χατζημωυσιάδη, καθώς οι λέξεις, οι έννοιες, η γλώσσα, εν γένει, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά και σε αυτόν τον εμφύλιο ως μέθοδος “de propaganda fide”: ως μέσο προαγωγής της πίστης, όργανο χειραγώγησης, αλλά και τρόπος «δικαίωσης»/«δικαιολόγησης», στον εαυτό και στους άλλους, ακραίων, απάνθρωπων και αδικαιολόγητων, ίσως, σε άλλες περιστάσεις, συμπεριφορών.
Η πορεία του Τάγματος των Αόπλων Ρούμελης χαρακτηρίστηκε «λαϊκό διαμάντι στην ιστορία του απελευθερωτικού μας αγώνα», με τα λόγια του συγγραφέα Πέτρου Ανταίου (κατά κόσμον Σταύρου Γιαννακόπουλου), όπως παρατίθεται στην προμετωπίδα του έργου του Χατζημωυσιάδη, ενώ από άλλους «φάλαγγα συμμοριτών» που υπέστη πανωλεθρία από επίθεση του «ημετέρου πεζικού», όπως διαβάζουμε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας της εποχής (εφ. Ελευθερία, 6 Μαρτίου 1948). Ακρωνύμια όπως ΕΛΑΣ, ΔΣΕ, ΕΔΕΣ, ΕΑΜ, ΤΕΑ, ΜΑΥ μεταβάλλονται σε πεδία όπου διεξάγεται ένας σημασιολογικός και ιδεολογικός πόλεμος, εξίσου κρίσιμος – ίσως και περισσότερο από ό,τι οι αιματηρές συγκρούσεις. Ένας πόλεμος διεκδίκησης και προσδιορισμού τού ποιοι είναι ημέτεροι και ποιοι οι άλλοι· ποιοι συναποτελούν το έθνος, αξιώνοντας το επίθετο «εθνικός» και ποιοι εργάζονται εναντίον του ως «αντεθνικοί»· τι σημαίνει δίκαιο, ασφάλεια, δημοκρατία, ελευθερία, πατρίδα, και ποιοι μάχονται γι’ αυτά· ποια είναι, εν τέλει, η πραγματική Ελλάδα και ποια τα «παιδιά της».
Ως αποτέλεσμα αυτής της διαφιλονικίας επί της σημασίας λέξεων, καθώς και των συνδεδεμένων με αυτές πράξεων, επέρχεται αναπόφευκτα η σύγχυση, η αμφιβολία, η διάψευση, το ψυχικό και το σωματικό τραύμα, ο θάνατος. Ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος, στην πρώτη ιστορία του έργου, ο οποίος εντάσσεται στις τάξεις των ανταρτών για να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, αρχίζει σταδιακά να αισθάνεται εγκλωβισμένος σε ένα αδιέξοδο, τόσο εξαιτίας αυτών που βλέπει να συμβαίνουν στα «έμπεδα» της Βράχας, το «Κέντρο Εκπαίδευσης» των ανταρτών, όσο και αυτών που λέγονται:
Ως τώρα είχε μάθε να ορίζει τις δικές του πράξεις και να δίνει τις δικές του σημασίες: ήθελε να πιει νερό, έπινε νερό· πονούσε στο πόδι του, έλεγε “πονάω”. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, οι λέξεις είχανε νόημα, οι πράξεις είχανε σκοπό· τώρα όλα γίναν στο μυαλό του κουβάρι μπερδεμένο – ξέφτια και κομμένα νήματα οι σκέψεις του, πουθενά μια άκρη. Σαν εκείνη φορά που είδε στο χωριό του θέατρο σκιών: Στην αρχή χάρηκε με τον Καραγκιόζη, τον Χατζηαβάτη και τον μπάρμπα-Γιώργο σαν όλα τα παιδιά, μα ύστερα κάτι άρχισε να τον ενοχλεί. Ο Καραγκιόζης στεκόταν μόνος του μπροστά στο πανί, μια σκιά, αλλά πίσω του κρυβόταν κάποιος άλλος, ένας άνθρωπος κανονικός, με σάρκα και οστά, κοιλιά και στόμα, που τον κρατούσε, τον κινούσε και μιλούσε για λογαριασμό του. Δεν του άρεσε αυτό. Παραξενεύτηκε ο πατέρας του σαν τον είδε να γυρίζει νωρίς νωρίς στη στάνη. (σ. 32)
Τα τεκταινόμενα στα έμπεδα, στην πορεία των αμάχων, αλλά και σε όλη την περίοδο του Εμφυλίου προβάλλουν ως ένα θέατρο σκιών, στο οποίο κυριαρχούν οι κατασκευασμένες κατηγορίες, οι μηχανορραφίες για ανέλιξη στην κομματική ιεραρχία, η διαφθορά, η επίφαση, η φερεφωνία, ο ψευδεπίγραφος λόγος, ο εκφυλισμός. Αυτό που έχει σημασία, στον ευρύτερο αυτό παραλογισμό, είναι να λέει/διακηρύσσει/ομολογεί κανείς αυτό που «θέλουν να ακούσουν» (σ. 34). Ο νεαρός ήρωας το αντιλαμβάνεται κάπως αργά, προκρίνοντας, ως αντίβαρο στον παραπειστικό ή αναληθή λόγο, τη σιωπή: «Έκλεισε το στόμα του κι έπαψε να πασχίζει. Σαν να το πήρε απόφαση: δεν τους ένοιαζε η αλήθεια. Ένα μάθημα θέλανε να δώσουν στους επίστρατους· αν δεν πιάναν αυτούς, θα βρίσκαν σίγουρα άλλους – όλο και κάποιες κατηγορίες θα ‘χανε να τους φορτώσουν» (σ. 36). Κι αυτό γιατί ισχύει ως κανόνας κάτι που αναφέρεται σε άλλο σημείο του έργου: «οι μεγάλες ήττες θέλουν τους φταίχτες τους και οι νέες αυλές θέλουν τους αυλικούς τους» (σ. 134).
Ο λόγος καθίσταται, έτσι, κομβικό στοιχείο (δια)πραγμάτευσης στο μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη. Η πρωτοκαθεδρία αυτή του λόγου με οδήγησε αναπόφευκτα, λίγο – πολύ, στον δεύτερο συν-αναγνώστη μου, έναν από τους σημαντικότερους διανοητές του 20ου αι., τον Ρώσο Μιχαήλ Μπαχτίν. Κατά τον Μπαχτίν, το μυθιστόρημα είναι ένα πολυ-υφολογικό, πολυγλωσσικό και πολυφωνικό φαινόμενο. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος που συνθέτει ποικίλες φωνές, γλώσσες και ύφη. Το «κύριο αντικείμενο του μυθιστορηματικού είδους που το “προσδιορίζει”, που δημιουργεί την υφολογική ιδιοτυπία του, είναι ο άνθρωπος που ομιλείκαι ο λόγος του» (Μπαχτίν, 1980, σ. 198). Ο ομιλών, κατά τον Μπαχτίν, είναι αρχικά αντικείμενο λογοτεχνικής αναπαράστασης (μέσω του λόγου του ίδιου του συγγραφέα), είναι ένα κοινωνικό άτομο, ιστορικά συγκεκριμένο και προσδιορισμένο, και άρα ο λόγος του είναι μια κοινωνική (και όχι ατομική) διάλεκτος, και τέλος, σε διάφορους βαθμούς, είναι ένας «ιδεολόγος» : τα λόγια του είναι πάντοτε ένα ιδεολόγημα. Με τους όρους του μελετητή: «μια ιδιαίτερη στο μυθιστόρημα γλώσσα αντιπροσωπεύει πάντοτεμια ειδική θέαση του κόσμου, που επιδιώκει μια κοινωνική σημασία» (Μπαχτίν, 1980, σ. 198-199).
Αυτή η «πολυγλωσσία» ή «πολυφωνία» είναι ιδιαίτερα αισθητή στο έργο του Χατζημωυσιάδη, αντανακλώντας μια ευρύτερη κοινωνική και ιδεολογική «ετερογλωσσία» (Holquist, 1990). Εντάσσονται, έτσι, στο μυθιστόρημα μια σειρά από γλώσσες, καθεμιά με τα δικά της μορφικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, η ετεροδιήγηση του αφηγητή, η οποία, ωστόσο, δεν αξιώνει την παραδοσιακή «παντογνωσία». Αντίθετα, προσφέροντας ένα κοινό συνεκτικό υπόβαθρο, επιτρέπει στα έξι τμήματα του έργου (Οι ασύρματοι, Χειμερινή Ολυμπιάδα, Εκκαθαρίσεις, Μοναχά Σωτήρης, Ολοκαυτώματα, Πιο θάνατος) να αναδυθούν ισότιμα ποικίλες άλλες φωνές. Αυτό επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση της εσωτερικής εστίασης των χαρακτήρων στα παραπάνω τμήματα: του Κυριάκου, του Χαράλαμπου, τουΟυλιόπουλου, του Γούσια, της Σωτηρίας, του Αβράμη, του Γεωργιάδη.
Η ποικιλία αυτή των φωνών, αποτέλεσμα της μεταβαλλόμενης αφηγηματικής εστίασης, εμπλουτίζεται από ένα μεγάλο σύνολο κειμενικών λόγων που εντίθενται στον κειμενικό κορμό: κουβέντες, διηγήσεις, φήμες, παραμύθια, κηρύγματα, κατηγορίες, διακηρύξεις, διαταγές, μηνύματα, μεταβιβάσεις εντολών, απόρρητες πληροφορίες, εξομολογήσεις, ομολογίες, μαθήματα «ιδεολογικής διαφώτισης», με το αντίστοιχο περιεχόμενο και τις υφολογικές επιλογές: από τα κορακίστικα, τη γλώσσα που χρησιμοποιούν δύο ερωτευμένοι νέοι για να επικοινωνούν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί (σ. 24), μέχρι το απρόσωπο ύφος στις υπηρεσιακές «ελληνικούρες» (σ. 62) ή τα ελληνικά της κομματικής ορθότητας. Επιπλέον, ο αναγνώστης εντοπίζει στο μυθιστόρημα τα χνάρια πολλών άλλων κειμένων: γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, πρωτογενές ιστορικό υλικό, αλλά και λογοτεχνικά κείμενα, όπως, εντελώς ενδεικτικά, μας παραπέμπει η «μυστική μαργαρίτα», η «τόση δα ανυποψίαστη ομορφιά», η «εύθραυστη και αδύναμη, που αντιστέκεται στα χιόνια και στις βόμβες» (σ. 98) ή ο «θαυμαστός» καινούργιος κόσμος που ανατέλλει (σ. 140), μια ευτοπική γη της επαγγελίας, της οποίας γρήγορα αποκαλύφτηκαν οι ουτοπικές συντεταγμένες.
Το ίδιο το μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη, ως λόγος κατεξοχήν πολυφωνικός και περικλείων τους προαναφερθέντες, αποτελεί ταυτόχρονα την άρθρωση άλλης μίας φωνής, διεκδικώντας τη δική της «αλήθεια». Μια αλήθεια, βεβαίως, κατασκευασμένη, που, ωστόσο, είναι «φιλοσοφώτερη» και «σπουδαιότερη» της ιστορικής, για να παραφράσουμε τον Αριστοτέλη (Ποιητική, ΙΧ, 2-4). Κι αυτό γιατί, ακόμη κι αν αναφέρεται φαινομενικά στα μυθοπλαστικά «καθ’ έκαστον», παρουσιάζει («κατά το εικός και αναγκαίον») ζητήματα καθολικά και διαχρονικά. Μέσα, δηλαδή, από τις επιμέρους μυθοπλαστικές μικροϊστορίες των χαρακτήρων, την αντίληψη, τη δράση, τα πάθη και τα παθήματά τους, ο αναγνώστης αποκτά πρόσβαση σε μια βαθύτερη αλήθεια, κι όχι απλά αληθοφάνεια, των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Συνοψίζοντας, κατά τη δική μου ανάγνωση του έργου του Χατζημωυσιάδη, πέρα από τη συγκεκριμένη θεματική του,προβάλλεται η δύναμη της γλώσσας ως μέσου αντίληψης κι αναπαράστασης του κόσμου, ως μέσου επικοινωνίας, αλλά και ως μέσου κατασκευής ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων και «αφηγημάτων». Τα ιδεολογικά υλικά, οι γλωσσικοί αρμοί και η ευρύτερη διαδικασία δόμησης παρόμοιων αφηγημάτων προσεγγίζονται από τον συγγραφέα με ιστορική γνώση, αφηγηματική δεξιοτεχνία και ψυχολογική ενσυναίσθηση, σε μία πρόζα έντονα ποιητική και συνάμα τραγικά ρεαλιστική. Στον φυσικό, λευκό καμβά που προσφέρει αθέλητα το χιόνι των Αγράφων, γράφεται, εν τέλει, ένα κομμάτι της ιστορίας της χώρας, αλλά και της ανθρώπινης κατάστασης. «Τούτη η πορεία δεν ήταν απλώς μια πορεία, ήτανε κάτι παραπάνω» (σ. 144), παρατηρείται εύστοχα στο μυθιστόρημα· αυτό το «παραπάνω» που μόνο λογοτεχνικά κείμενα αξιώσεων, όπως αυτό, μπορούν να ψηλαφήσουν.
Βιβλιογραφία
Holquist, M. (1990). Dialogism: Bakthin and is world. London: Rouledge.
Αποστολίδου, Β. (2003). Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981. Αθήνα: Πόλις.
Αποστολίδου, Β. (2010). Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων. Αθήνα: Πόλις.
Κοτζιά, Ε. (2020). Ελληνική Πεζογραφία 1974-2010: Το μέτρο και τα σταθμά. Αθήνα: Πόλις.
Μπαχτίν, Μ. (1980). Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής. Μτφ. Γ. Σπανός. Αθήνα: Πλέθρον.
Ραυτόπουλος, Δ. (2012). Εμφύλιος και λογοτεχνία. Αθήνα: Πατάκης.
* Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων. Αθήνα: Κίχλη, 2021