Scroll Top

Σχόλια στο περιθώριο του ποιήματος «Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη – Του Λεωνίδα Γαλάζη

Το ποίημα «Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947» περιλαμβάνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Η νύχτα των κήπων, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.[1] Πρόκειται για το τελευταίο ποίημα της συλλογής, σε σύνολο 68 ποιημάτων. Επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε αυτό το ποίημα, δεδομένου ότι εντοπίσαμε ένα πλέγμα γνωρισμάτων που το καθιστούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, όπως είναι ο διάλογος της ποίησης με την ιστορία και τον θρύλο, τα στοιχεία παραμυθιού, ο διάλογος των θρησκειών, το εξωλογικό και εξωπραγματικό στοιχείο, η διακειμενικότητα, καθώς και η σύζευξη διάφορων μετρικών μορφών, όπως είναι ο δημοτικοφανής δεκαπεντασύλλαβος, ο ελεύθερος στίχος και το πεζόμορφο ποίημα.
Στις σημειώσεις του βιβλίου, ο Κυρ. Χαραλαμπίδης παρέχει στον αναγνώστη πληροφορίες σχετικά με την πηγή της έμπνευσής του, που ήταν ένα δημοσίευμα στον ιστότοπο SigmaLive (18/5/2020), το οποίο αποτελούσε επεξεργασμένη αναδημοσίευση από την εφημερίδα Νέος Κόσμος της Μελβούρνης. Στο άρθρο αυτό, υπό τον τίτλο «Η θαυματουργή ελληνοτουρκική προσευχή στη Γαληνόπωρνη που έσπασε την ανομβρία»,[2] παρατίθεται μαρτυρία του εκ Ριζοκαρπάσου Αντώνη Πίτρακκου, ομογενούς της Αυστραλίας, όπως αυτή δόθηκε σε συνέντευξη στην ερευνήτρια Stephanie Jacobs, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής. Η Γαληνόπωρνη, που είναι «το ανατολικότερο τουρκοκυπριακό χωριό της Κύπρου», γειτνιάζει με το Ριζοκάρπασο και τη Γιαλούσα.[3] Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, οι κάτοικοι του χωριού ήταν λινοβάμβακοι και μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Με βάση τη μαρτυρία του Α. Πίτρακκου, μετά από παρατεταμένη ανομβρία το 1947, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Γαληνόπωρνης ζήτησαν από τις αρχές του γειτονικού Ριζοκαρπάσου να πραγματοποιηθεί κοινή δέηση χριστιανών και μουσουλμάνων στα ερείπια του ναού της Αγίας Άννας, που βρισκόταν στη Γαληνόπωρνη. Ας σημειωθεί εδώ ότι, μολονότι δεν εντοπίσαμε δημοσιεύματα στον κυπριακό Τύπο, με ειδική αναφορά στο γεγονός αυτό, αντλούμε από διάφορες εφημερίδες την πληροφορία ότι η ανομβρία ήταν παρατεταμένη και κατά το έτος 1946.[4] Το αίτημα των κατοίκων της Γαληνόπωρνης έγινε δεκτό και, ακολούθως, μετά από την κοινή δέηση του ιερέα του Ριζοκαρπάσου και του χότζα του πρώτου χωριού, στην παρουσία των κατοίκων των δύο κοινοτήτων, ακολούθησε παρατεταμένη βροχόπτωση. Η αναζήτησή μας επιπλέον μαρτυριών για το πιο πάνω γεγονός δεν απέδωσε καρπούς. Ωστόσο, έχουμε εντοπίσει την πληροφορία ότι οι κοινές δεήσεις των κατοίκων των δύο χωριών είχαν εθιμικό χαρακτήρα και πραγματοποιούνταν τόσο πριν όσο και μετά το 1947, μέχρι το 1963, όταν απαγορεύθηκε στους μουσουλμάνους της Γαληνόπωρνης να συμμετέχουν σε αυτές.[5] Το γεγονός ότι η κοινή δέηση χριστιανών και μουσουλμάνων δεν πραγματοποιήθηκε μία φορά, το 1947, αλλά διοργανωνόταν επανειλημμένα, κάθε φορά που υπήρχε ανομβρία, τεκμηριώνεται από αφήγηση του Ζαχαρία Κληρίδη στον Κυριάκο Χατζηιωάννου.[6]
   Στον τίτλο του ποιήματος δίνεται το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό ποίημα που δομείται με την εναλλαγή πεζόμορφων, έμμετρων μερών και στροφικών ενοτήτων σε ελεύθερο στίχο. Όπως διαπιστώνουμε από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1961-2017, ο Κυρ. Χαραλαμπίδης εφάρμοσε τον συνδυασμό πεζόμορφης ποίησης και ελεύθερου στίχου στα εξής τρία ποιήματα: α) «Ιστορία του πολιτοφύλακα» (Αμμόχωστος Βασιλεύουσα) β) «Τα κύματα» (ό.π.) και γ) «Στη θάλασσα των πολυνέκρων» (Θόλος). Εξάλλου, τα ακόλουθα ποιήματα, από τη συλλογή Μεθιστορία, είναι εξ ολοκλήρου πεζόμορφα: α) «Πρόσκληση σε δείπνο» β) «Άρδανα II» και γ) «Μάκελλον».[7] Τέλος, στην ποιητική συλλογή Η νύχτα των κήπων (2022) εντοπίζουμε τρία πεζόμορφα ποιήματα, χωρίς πρόσμειξη με άλλες μετρικές μορφές. Πρόκειται για τα επιστολικά ποιήματα «Μάρκος τῳ Κοΐντῳ χαίρειν» και Κόϊντος τῳ Μάρκῳ χαίρειν» και το ποίημα «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας» (σσ. 45-49, 95-96).

   Στην 1η πεζόμορφη ενότητα του ποιήματος αποδίδεται με λαϊκότροπη αφήγηση η δυσφορία των μουσουλμάνων κατοίκων της Γαληνόπωρνης εξαιτίας της παρατεταμένης ανομβρίας. Μετά από θεϊκό μήνυμα, ο κάτοικοι αποφασίζουν να ζητήσουν τη βοήθεια του Αποστόλου Ανδρέα και της Παναγίας. Ο ενδοκειμενικός ποιητής-αφηγητής ερμηνεύει αυτή την απόφαση ως μία ένδειξη της ελληνικής καταγωγής των κατοίκων του χωριού, στην οποία παραπέμπει ακόμη και το όνομα του χωριού (Γαληνόπωρνη < γαληνή + πωρνή [αυγή]). Το προσφιλές στην ποίηση του Χαραλαμπίδη μεταγλωσσικό σχόλιο εκφέρεται με λυρικούς τόνους και με τη χρήση ενός εμφανούς διακειμένου από τους «Μοιραίους» του Κ. Βάρναλη: «[…] στα χρόνια τα παλιά, ελληνικά ξυπνούσε η Γαληνόπωρνη σε γαληνήν αυγή – αυγή σαν γάζα τ’ ουρανού (το λέει ο ποιητής)[8] στο χρώμα κρόκου μακεδονικού, που τ’ όνομά της πλημμυρούσε αγρούς […]» (σ. 116).
Η 2η ενότητα του ποιήματος, που είναι και η εκτενέστερη («Κανοναρχούσε … τη μάνα») (σσ. 116-118) δεν είναι πεζόμορφη. Οργανώνεται σε έξι στροφές με άνισο αριθμό στίχων (6, 3, 7, 7, 5, 10) με ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, σε συνδυασμό με δύο ποιητικές ενότητες σε ελεύθερο στίχο. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποιητική γραφή του Χαραλαμπίδη σε αυτή την ενότητα ως παλίμψηστη, δεδομένου ότι όχι μόνο απηχεί το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτικοφανή ποιητική παράδοση, αλλά εμπεριέχει επιπλέον ποικίλα διακείμενα, από την ελληνική ποίηση στη διαχρονία της, από την Οδύσσεια έως τους Ελεύθερους πολιορκημένους.
Στην πρώτη στροφή της ενότητας αυτής παρουσιάζεται η οπτική του χότζα της Γαληνόπωρνης, ο οποίος (όπως και οι ομοχώριοί του) αποδέχεται τον Θεό των χριστιανών, τον σέβεται και αναμένει τη βοήθειά του για τερματισμό της ανομβρίας. Για την απόδοση της ιδιαίτερα δύσκολης κατάστασης στην οποία περιήλθαν οι κάτοικοι αξιοποιούνται απηχήσεις από το κλέφτικο τραγούδι, στο οποίο παραπέμπουν οι στίχοι: «εμείς οι μαύροι βάσανα, στον τόπο μας σαν κλέφτες, / συνδυό δεν έχουμε ψωμί, συντρείς αλησμονούμε / νερό και πίνουμε χολή, αν λάχει και τη βρούμε» (σ. 116). Από την άλλη, μέσω αυτής της οιονεί ειρωνικής παραβολής των συνθηκών ζωής των κλεφτών, που αντιμάχονταν τους Οθωμανούς κατακτητές, με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των μουσουλμάνων της Γαληνόπωρνης εξαιτίας της ανομβρίας, ενδεχομένως να συνδηλώνεται και το απώτερο παρελθόν των προγόνων τους, και κυρίως ο βίαιος εξισλαμισμός τους. Στην ίδια στροφή θα μπορούσαμε επίσης να ανιχνεύσουμε σολωμική απήχηση στον στίχο «Κανοναρχούσε η κτίση πια στο νου το μέγα φως του», ιδίως ως προς τη χρήση του επιθέτου «μέγα», που μας θυμίζει αντιστικτικά τον στίχο «Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο».[9]
   Στη δεύτερη στροφή της ενότητας, που αποτελείται από τρεις στίχους, η προσωποποιημένη βροχή εισακούει τη δέηση των κατοίκων της Γαληνόπωρνης και τους στέλνει τη θεά Αθηνά, με τη μορφή του Μέντη,[10] για να τους βοηθήσει με τις σοφές της συμβουλές. Τόσο η προσωποποίηση της βροχής όσο και το ομηρικό διακείμενο, από τη ραψωδία α της Οδύσσειας (στ.118-119) είναι εκφάνσεις του εξωλογικού στοιχείου, που δεσπόζει στην ποιητική του Χαραλαμπίδη. Από την άλλη, αυτή η αρχαιογνωστική αναφορά λειτουργεί στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διαλογικής προοπτικής του ποιήματος και πρωτίστως του διαλόγου των θρησκειών και των λειτουργών τους.
Στην τρίτη στροφή παρατίθεται σε ευθύ λόγο η παραίνεση της θεάς Αθηνάς προς τους κατοίκους της Γαληνόπωρνης: Να μεταβούν στο Ριζοκάρπασο και να ζητήσουν από τον ιερέα του να έλθει στο χωριό τους με τη συνοδεία του, για την τέλεση κοινής δέησης στο ξωκλήσι της Αγίας Άννας: «Πείτε να φέρει τρία κεριά και δυο τρανές λαμπάδες, / να φέρει κι άσπρα γιασεμιά, ειδέ περικοκλάδες, / να φέρει και χοντρό σκοινί να περιζώσουν τ’ άστρα […]» (σ. 117). Στις επόμενες δύο στροφές ακολουθεί η έλευση των αντιπροσώπων της Γαληνόπωρνης στο Ριζοκάρπασο, η συνάντησή τους με τον ιερέα, που έσκαβε σε απεγνωσμένη αναζήτηση πηγής νερού, σε μια σκηνή που θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί προς την ομόλογη σκηνή στους πρώτους 28 στίχους της ραψωδίας ξ της ομηρικής Οδύσσειας («Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία»). Χωρίς να παρατίθεται το αίτημα της αντιπροσωπείας είτε αυτολεξεί είτε σε πλάγιο λόγο, η ποιητική αφήγηση επικεντρώνεται στο αποτέλεσμα, που είναι η αποδοχή του, δεδομένου ότι ο ιερέας καταφθάνει στη Γαληνόπωρνη και γίνεται δεκτός με τιμές από τους κατοίκους της: «Αυτοί δαφνόφυλλα και βάγια / του στρώνουν και παρακαλούν, μαζί να γονατίσουν / να συνυμνήσουν το Θεό και τον Αλλάχ, σαν ένας, / που δεν τους χώριζε τζαμί, ουδέ ναός κανένας» (σ. 117).
Στην 6η στροφή της δεύτερης ενότητας και στις επόμενες δύο ανισοσύλλαβες στροφικές ενότητες σε ελεύθερο στίχο, που ακολουθούν και με τις οποίες ολοκληρώνεται η ενότητα αυτή, η ποιητική αφήγηση εστιάζει στην Αγία Άννα, μέσα σε ένα εξωλογικό πλαίσιο. Η Αγία παρουσιάζεται συγκινημένη να απευθύνεται στους πιστούς και να εξαίρει την απόφασή τους να αφήσουν κατά μέρος τις θρησκευτικές τους διαφορές και να απευθύνουν κοινή δέηση για να σταματήσει η ανομβρία: «Αλήθεια, η μάνα στέκεται παράμερα και κλαίει / από συγκίνηση ακριβή. Δεν λησμονεί, τους λέει / πως ζει ακόμα η εκκλησιά που φέρει το όνομά της / σ’ αυτήν απάνω ένας Σταυρός καλπάζει ως αναβάτης.» (σ. 117). Με το προφανές σολωμικό διακείμενο από τους Ελεύθερους πολιορκημένους αποδίδεται πάλι υπαινικτικά το χριστιανικό παρελθόν των εξισλαμισμένων κατοίκων της Γαληνόπωρνης και τα δεινά που υπέστησαν μέχρι να αλλαξοπιστήσουν, χωρίς ωστόσο να λησμονήσουν την ελληνορθόδοξη καταγωγή τους: «Οι Γαληνοπωρνίτες το γνώριζαν / και το ψιλολογούσαν στα κρυφά. / Τώρα που φούντωσε η αλήθεια για τη στέγνια / που οστράκεψε και κόλλησε και δεν δακρύζει / για λόγου τους μηδένας άγγελος, θυμήθηκαν / της Παναγιάς τη μάνα» (σ. 118).
Η τρίτη και τελευταία ενότητα του ποιήματος αποτελείται από δύο πεζόμορφα μέρη με μία ενδιάμεση στροφική ενότητα σε ελεύθερο στίχο. Οι κάτοικοι της Γαληνόπωρνης, διά στόματος του χότζα, θυμούνται ότι το αγίασμα στο ξωκλήσι της Αγίας Άννας, προτού στερέψει, ήταν πολύτιμο για τους ίδιους, κάθε φορά που αντιμετώπιζαν δυσκολίες και προβλήματα. Ομολογούν επίσης ότι, αν και το χωριό τους έγινε μουσουλμανικό, ποτέ δεν έπαψαν να σέβονται και να τιμούν την Αγία Άννα. Ακολουθεί ο όρκος εν ονόματι της Αγίας Άννας: «Με του Ριζοκαρπάσου τον παπά ομνύουμε τώρα στο όνομά της, ελληνιστί και τουρκιστί, να μεσιτέψει στη θυγατέρα της, κι αυτή με τη σειρά της στον υιό της, κι εκείνος παραπέρα στον πατέρα του, λίγη βροχή επιτέλους να ευδοκήσει» (σσ. 118-119).
Στην ενδιάμεση στροφική ενότητα αποδίδεται μέσω του εξωλογικού και παραμυθιακού στοιχείου το γεγονός ότι αμέσως μετά από τη δέηση τελεσφόρησαν οι κοινές προσευχές και έβρεξε καταρρακτωδώς: «Πλημμύρισε τους τόπους, / κοντεύαν να πνιγούν και τα βουνά. / Φαντάσου αγγέλους με κατάβρεχτα φτερά, / να εγείρουν οδοφράγματα − / πευκοβελόνες, φυλλαράκια και κλαδιά / στο στόμα τους για τ’ αναχώματα» (σ. 119). Στο καταληκτικό πεζόμορφο μέρος του ποιήματος ο λόγος εκφέρεται από τον ιερέα του Ριζοκαρπάσου, που εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι έβρεξε, αποδίδοντας αυτή την ευχάριστη κατάσταση στο γεγονός ότι οι χριστιανοί του χωριού του ένωσαν τις δυνάμεις και τις προσευχές τους με τους μουσουλμάνους της Γαληνόπωρνης. Ωστόσο, θεωρεί ότι η πίστη των κατοίκων της Γαληνόπωρνης στην Αγία Άννα ήταν περισσότερο ένθερμη και σε αυτήν αποδίδει το θαύμα.

   Στο ποίημα «Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947» του Κυρ. Χαραλαμπίδη εντοπίζονται διάφορες σταθερές της ποιητικής του, οι οποίες έχουν ήδη επισημανθεί από την κριτική. Πιο συγκεκριμένα, το θεολογικό στοιχείο, σε συνάρτηση με τα επιμέρους θέματα των «παράδοξων φανερώσεων πάνσεπτων μορφών», καθώς και το λαϊκό στοιχείο, που σχολιάζονται από τον Θ. Πυλαρινό ειδικά σε ό,τι αφορά την ποιητική συλλογή Μεθιστορία,[11] συνυφαίνονται και στο ποίημα που σχολιάζουμε σε συνάρτηση με το θέμα της εικόνας του Άλλου, και ειδικότερα των σχέσεων ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Δεν γνωρίζω αν έχει ήδη διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχουν και άλλα ποιήματα του Χαραλαμπίδη γύρω από τις σχέσεις αυτές. Θα ήταν ενδιαφέρον να αποδελτιωθούν αυτά τα ποιήματά του και να σχολιαστούν σε συνάρτηση με το καταληκτικό ποίημα της τελευταίας του συλλογής.
Εδώ περιορίζομαι να αναφερθώ ενδεικτικά και δειγματοληπτικά στα ποιήματα «Εν γαστρί» (Θόλος, 1989) και «Αρέθουσα» (Κυδώνιον μήλον, 2006),[12] στα οποίαεντοπίζεταιη θεματική των σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στο ποίημα «Εν γαστρί», όπως επισημαίνει η Μαρία Ηροδότου, «εκφράζεται ο μητρικός πόνος με την καθολική του έννοια. Η Ελληνίδα μάνα Μεσαρίτισσα φτάνει στο σημείο “να υπερβεί τον πόνο και το μίσος” και να “θερίζεται” από τον πόνο για την άρνησή της να σωθεί ένας Τούρκος αγνοούμενος».[13] Εξάλλου, στο ποίημα «Αρέθουσα» παρόμοια η κόρη ενός Ελληνοκυπρίου που σκοτώθηκε το 1964 στην Πάφο, κατά τη διάρκεια των τουρκικών βομβαρδισμών και των μαχών, υπερβαίνει τον πόνο και το μίσος, και παρά τις αμφιβολίες της κατά πόσο ο πατέρας της είχε σκοτωθεί από τον Τουρκοκύπριο που βρισκόταν θαμμένος σε παρακείμενο τάφο, εναποθέτει λίγα από τα λουλούδια που προορίζονταν για τον πατέρα της στον τάφο του, αφού πρώτα τον καθαρίζει από τα αγριόχορτα: «Αν η ζωή τού γκρέμισε τα τείχη / ωστόσο το ‘φερε θαρρείς η τύχη / να κατοικεί σε παραδίπλα τάφο / εκειός που του’ κανε το σώμα τράφο // Για να ‘χ, η κόρη του δουλειά να κάνει / να του ξεχορταριάσει το φεγγάρι / κι από την πλάκα του πατρός ολίγα / να βάλ’ εις Τούρκου τάφο άνθη και κρίνα».[14]
   Πάντως, είναι γεγονός ότι τόσο στο ποίημα ««Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947» όσο και στα ποιήματα «Εν γαστρί» και «Αρέθουσα» δεν υπόκειται οποιοδήποτε στοιχείο της κακώς νοούμενης επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων, που συνδέεται με την ιστορική λήθη, τον ενδοτισμό και την εθελοδουλία. Αντίθετα, και στα τρία εξαίρονται ο σεβασμός της διαφορετικότητας, χωρίς απάρνηση του εθνισμού, και η απόδοση τιμής στη θρησκεία των άλλων, αν πρόκειται με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι να ευημερούν σε συνθήκες αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και ειρήνης.

[1] Βλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Η νύχτα των κήπων, Αθήνα, Ίκαρος, 2022, σσ. 116-119.
[2] Βλ. https://www.sigmalive.com/news/local/629356/i-thavmatourgi-ellinotourkiki-prosefxi-sti-galinoporni-pou-espase-tin-anomvria (18/5/2020). Πρόσβαση: 28/8/2022. Βλ. επίσης και Μαριλένα Παναγή, « Η Παναγία του παπά και του χότζα», Ο Φιλελεύθερος, 21 Ιουλίου 2018: http://rss.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/557416/i-panaga-toy-papa-kai-toy-chotza-odoiporiko-toy-f-sta-katechomena (πρόσβαση: 3/9/2022).
[3]http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=2312&-V=limmata (πρόσβαση: 28/8/2022).
[4] Βλ. ενδεικτικά Έθνος 8&12 Απρ. 1947 Ελευθερία, 23 Απριλίου 1947.
[5] Βλ. Παρασκευάς Σαμάρας, «Αρχαιοελληνικά έθιμα και κοινωνικές συνήθειες στην κουλτούρα των “Τουρκοκυπρίων”», https://paperzz.com/doc/5176715/ (πρόσβαση: 28/8/2022). Η αναφορά στη σ. 13. Ευχαριστώ τον συνάδελφο Π. Σαμάρα για τις πληροφορίες και τη βιβλιογραφία γύρω από το εξέταση θέμα.
[6] Βλ. Κυριάκος Χατζηιωάννου, Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων και το Κυπριακό, Λευκωσία, εκδόσεις Κ. Επιφανίου, 1997, σ. 26. Για το ίδιο θέμα, βλ. Κωστής Κοκκινόφτας, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κύπρο, Λευκωσία, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία, 2019, σ. 87.
[7] Βλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ποιήματα 1961-2017, Αθήνα, Ίκαρος, 2019, σσ. 259-261, 266-267, 288-289, 325, 382-383, 399-400.
[8] Πρβλ. «Ήλιε και θάλασσα γαλάζα / και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού! / Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, / γαρούφαλα του δειλινού, / λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, / χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!». Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, Αθήνα, Κέδρος, 1996 (1956), σ. 179.
[9] Βλ. Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β΄, απ. 41.
[10] Βλ. Ομήρου, Οδύσσεια α, στ. 180.
[11] Βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, Μεθιστορία. Μύθος και Ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Αθήνα, Ηρόδοτος, 2007, σσ. 141-142, 147-204.
[12] Βλ. Κυρ. Χαραλαμπίδης, Ποιήματα 1961-2017…, σσ. 315, 596-597. Ευχαριστώ τον ποιητή για τις πληροφορίες που έθεσε υπόψη μου σχετικά με τα δύο αυτά ομόθεμα ποιήματα.
[13] Βλ. Μαρία Ηροδότου, «Αμφισημία στο Θόλο του Χαραλαμπίδη», Modern Greek Studies 1 (1993) 30-47. Για την αναφορά, βλ. σ. 33.
[14] Βλ. Κυρ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σημ. 12, σσ. 596-597.