Scroll Top

Το εορταστικό διήγημα στον ελληνικό τύπο: το παράδειγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Της Μένης Πουρνή

 Ο περιοδικός τύπος μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους άρχισε σταδιακά να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος. Πολλές εφημερίδες και περιοδικά έκαναν την εμφάνισή τους κυρίως στην πρωτεύουσα και αποτέλεσαν βασική πηγή ενημέρωσης, αλλά και ψυχαγωγίας για τους πολίτες του νεοσύστατου κράτους.

Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου τα έντυπα που εκδίδονται έχουν ως βασικό στόχο την εμψύχωση των Ελλήνων για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και αποτελούν τεκμήρια της ωριμότητας της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (1821-1828) εφημερίδες εκδόθηκαν σε πόλεις-κλειδιά του Αγώνα (Καλαμάτα, Μεσολόγγι, Ναύπλιο, Ύδρα, Αίγινα κ.α.). Παρά τις πρώτες προσπάθειες της εξουσίας να τιθασεύσει τον τύπο (ψήφισμα Καποδίστρια, Απρίλιος 1831), ο τύπος κατόρθωσε να διατηρήσει την ελευθερία του λόγου που τον διέκρινε. Με την έλευση του Γεωργίου Α΄ (1863) και την ψήφιση του νέου Συντάγματος (1864), επιχειρείται μία ανανεωτική προσπάθεια με την παράλληλη εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Χαρίλαου Τρικούπη. Τη δεκαετία του 1880 αναδύεται ένα ρωμαλέο και δυναμικό δημοσιογραφικό κίνημα στο οποίο συμμετέχουν και λογοτέχνες, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Κωστής Παλαμάς και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Οι βάσεις των χαρακτηριστικών του σύγχρονου τύπου ανιχνεύονται σε αυτήν την περίοδο (Κουμαριανού, 2005).

Η σύζευξη τύπου και λογοτεχνίας πραγματοποιείται τον 19ο αιώνα (Πολυκανδριώτη, 2005). Ο χαρακτηρισμός φιλολογική ή φιλολογίας δίπλα στον τίτλο Εφημερίς σχετίζεται με τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα των πρώτων εντύπων που είχαν επηρεαστεί από το κίνημα του Διαφωτισμού (Πολυκανδριώτη, 2005).

Το πρώτο περιηγητικό κείμενο «μυθιστορηματικού χαρακτήρα», σύμφωνα με το συγγραφέα του, Παναγιώτη Σούτσο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ήλιος (1833) ήταν Αι περιπλανήσεις μου. Ο Εξόριστος του Αλέξανδρου Σούτσου κυκλοφόρησε σε φυλλάδια το 1834 (Κατσιγιάννη, 1997). Μετά το 1870 οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που επήλθαν με τον ερχομό του Γεωργίου Α΄ βρήκαν τον κυριότερό τους εκπρόσωπο στον εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη (Πολυκανδριώτη, 2005). Οι εγκαταστάσεις των εφημερίδων βελτιώνονται, καθιερώνεται ο κλάδος των επαγγελματιών δημοσιογράφων και οι συντάκτες χωρίζονται ανά ειδικότητα (Καρυκόπουλος, 1984: 85). Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η εφημερίδα Ραμπαγάς ανανεώνει την λογοτεχνική ζωή της Αθήνας. Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε στις 14 Αυγούστου 1878 από τους εκδότες Βλάση Γαβριηλίδη και Κλεάνθη Τριαντάφυλλο (Σταμέλος, 1982: 11-90). Περιελάμβανε πλούσια λογοτεχνική ύλη, κυρίως έργα της γενιάς των νέων ποιητών του 1880, διηγήματα, αλλά και μεταφράσεις, μελέτες και αναφορές στη γαλλική λογοτεχνία (Πολυκανδριώτη, 2005).

Η μεγαλύτερη στιγμή της συνύπαρξης του τύπου και της λογοτεχνίας έρχεται το καλοκαίρι του 1881 με την έκδοση του περιοδικού Εστία. Το 1894 η Εστία μετατρέπεται σε ημερήσια απογευματινή εφημερίδα. Παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις η εφημερίδα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τα γραφεία της παρήλασαν πολλά γνωστά ονόματα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας (ΑλέξανδροςΠαπαδιαμάντης,ΕμμανουήλΡοΐδης,ΓεώργιοςΔροσίνης,Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Δημήτριος Κορομηλάς, Θέμος Άννινος, Μιχαήλ Μητσάκης και πολλοί ακόμη) γράφοντας σχόλια, χρονογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σατιρικά κείμενα, μεταφράσεις ή και δημοσιεύοντας σε συνέχειες μυθιστορήματα (Πολυκανδριώτη, 2005). Ο διαγωνισμός διηγήματος που προκηρύχθηκε από την Εστία το 1881 δημιούργησε ένα νέο ρηξικέλευθο μονοπάτι στην νέα ελληνική λογοτεχνία καθιερώνοντας παράλληλα την τάση δημοσίευσης διηγημάτων και ταξιδιωτικών εντυπώσεων από την ύπαιθρο στα έντυπα, καθώς οι πόλεις αναπτύσσονται με μεγάλη ταχύτητα προσελκύοντας τον πληθυσμό της επαρχίας (Πολυκανδριώτη, 2005/Μουλλάς, 1993).

Η δημοσιογραφία προσέλκυσε πολλούς συγγραφείς και ποιητές και αποτέλεσε παράλληλη δραστηριότητα, στενά συνυφασμένη με το συγγραφικό τους έργο. Συνέπεια αυτού ήταν από τη μια να αναπτυχθεί ο τύπος και από την άλλη να υπάρξει κίνδυνος παραγωγής έργων χαμηλότερης ποιότητας από τους συγγραφείς. Επίσης, οι κριτικές που δημοσιεύονταν δεν είχαν πάντα επιστημονικό χαρακτήρα, αλλά συχνά έμοιαζαν περισσότερο με επαγγελματικά δημοσιογραφικά κείμενα (Πολυκανδριώτη, 2005) .

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ξεκίνησε την δημοσιογραφική του σταδιοδρομία για καθαρά βιοποριστικούς λόγους το 1889 με τη βοήθεια και παρότρυνση του ξαδέλφου του, Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ο οποίος έδρεπε ήδη δημοσιογραφικές δάφνες, στην εφημερίδα Εφημερίς. Προηγουμένως καταγινόταν κυρίως με μεταφράσεις (Βαλέτας, 1940: 154-155). Δημοσίευσε διηγήματα, μεταφράσεις και επιφυλλίδες και σε άλλα έντυπα, όπως Ακρόπολις, Άστυ, Νέον Άστυ Αθήναι, Εστία, Εμπρός, Σκριπ, Χαραυγή, Τα Νέα, Μεταρρύθμιση, Αλήθεια, Παναθήναια. Συνεργάστηκε ιδιαίτερα με τον πρωτοπόρο εκδότη της εποχής Βλάση Γαβριηλίδη (Μη χάνεσαι, Ραμπαγάς, Ακρόπολις, Νέον Πνεύμα). Τα τρία πρώτα χρόνια της εργασίας του στον τύπο δημοσίευσε έξι διηγήματα όλα με εορταστικό περιεχόμενο (Το χριστόψωμο, Υπηρέτρα, Ο σημαδιακός, Η τελευταία βαπτιστική κτλ.) Το 1890 ο Γαβριηλίδης εκδίδει ένα μικρό τόμο εορταστικών διηγημάτων υπό τον τίτλο Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα, όπου ανθολογεί επετειακά διηγήματα του Παπαδιαμάντη (Παππάς, 2012).

Το εορταστικό διήγημα είναι ξενόφερτο είδος. Εμφανίστηκε στον ελληνικό τύπο στα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Σήμερα συνδέεται περισσότερο ως ανάγνωσμα με την παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Γενικότερα, κατά την ιστορική του εξέλιξη στηρίχθηκε σε δύο συγγραφείς, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε μετρ του είδους, τους Σκιαθίτες και εξάδελφους, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Ο Μωραϊτίδης δημοσιεύει το πρώτο του εορταστικό διήγημα το Δεκέμβριο του 1884 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Θεωρείται, αν όχι το πρώτο, τουλάχιστον ανάμεσα στα πρώτα εορταστικά διηγήματα που δημοσιεύτηκαν. Ο Παπαδιαμάντης δημοσιεύει ήδη από το 1881 κείμενα για τα Θεοφάνια και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το πρώτο του χριστουγεννιάτικο άρθρο γράφτηκε μαζί με το πρώτο χριστουγεννιάτικό του διήγημα, Το χριστόψωμο. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολι στις 25 Δεκεμβρίου 1887, ενώ το διήγημα την επόμενη μέρα (Θεοδοσοπούλου, 2000). Η Θεοδοσοπούλου (2020) πιστεύει πως αυτό συνέβη γιατί οι εκδότες και οι αρχισυντάκτες πάντα διστάζουν όσον αφορά τα νεοφανή κείμενα.

Τα κάλαντα, Νικηφόρος Λύτρας

 

Τη δωδεκαετία 1887-1899 ο Παπαδιαμάντης γράφει και δημοσιεύει αρκετά εορταστικά διηγήματα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα, ακόμη και τις Απόκριες και τα Φώτα και τα μοιράζει σε πολλά έντυπα. Έγραψε γύρω στα τριάντα έξι εορταστικά διηγήματα σε σύνολο εκατόν εβδομήντα διηγημάτων. Η συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρεται στη ζωή των κατοίκων στη Σκιάθο και μόνο δύο στη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Ενδεικτικοί τίτλοι: Έρωτας στα χιόνια, Ο σημαδιακός, Ο Αμερικάνος, Παιδική Πασχαλιά, Φώτα-Ολόφωτα. Σε κάποια εορταστικά διηγήματα ο χαρακτήρας τους δηλώνεται ήδη από τον τίτλο, ενώ σε κάποια άλλα από τον υπότιτλο (χριστουγεννιάτικον, αγιοβασιλειάτικον, πρωτότυπον πασχαλινόν). Η Θεοδοσοπούλου (2020) υποστηρίζει πως μόνο καταχρηστικά μπορούν να θεωρηθούν εορταστικά. Το περιεχόμενό τους δύσκολα θα χαρακτηριζόταν εορταστικό και οι υποθέσεις τους θα μπορούσαν να διαδραματίζονται οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου. Ωστόσο, τα τοποθετεί στην εορταστική περίοδο προκειμένου να καταδείξει τη διαφορετική ψυχολογική βαρύτητα που έχουν για τους ήρωες τα γεγονότα κατά την εορταστική περίοδο, σε μια περίοδο όπου όλοι γιορτάζουν και να δημιουργήσει έτσι μια αντίθεση ή αντίστιξη ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία ως εναλλασσόμενες πλευρές της ζωής. (Θεοδοσοπούλου, 2020). Γενικότερα, στις υποθέσεις των διηγημάτων κυριαρχούν η θλίψη, δυστυχία, η νοσταλγία και κάποτε τραγικά συμβάντα.

Στα εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη πρωταγωνιστούν γυναίκες, παιδιά και άντρες της λαϊκής τάξης, που ζουν δύσκολες, κλειστές και βασανισμένες ζωές. Οι γυναίκες επιδίδονται στην προετοιμασία των εορταστικών εδεσμάτων, διατηρούν πιο στενή σχέση με την εκκλησία, ατυχούν στη ζωή, όταν δεν ακολουθούν τις προλήψεις (Τα συχαρίκια) και κάποτε εξασκούν μαγγανείες (Οι ελαφροΐσκιωτοι). Τα παιδιά πρωταγωνιστούν στα μισά από τα εορταστικά διηγήματα ως κύριοι ήρωες ή τριταγωνιστές. Μόνο σε τέσσερα διηγήματα η ατμόσφαιρα είναι χαρούμενη. Συνήθως πεινούν, πεθαίνουν, παραστέκονται στην ετοιμοθάνατη μητέρα τους, ζουν περιπέτειες πλάι στους γονείς τους. Το μόνο διήγημα στο οποίο φαίνονται ευτυχισμένα είναι το αθηναϊκό Οι φιλόστοργοι. Οι άντρες τις περισσότερες φορές ζουν θαλασσινές περιπέτειες (ναυάγια, πετυχαίνουν σπουδαία κατορθώματα). Ο έρωτας αποδίδεται με τα μορφή του ατυχούς έρωτα (Της Κοκκώνας το σπίτι, Άνθος του γιαλού), άλλοτε ως «γεροντο-έρωτας» (Ο Αμερικάνος, Ο έρωτας στα χιόνια) και άλλοτε ως ερωτική αντιζηλία, όπου ένας νεαρός άνδρας γίνεται αντικείμενο του πόθου για δύο κοπέλες (Οι ελαφροΐσκιωτοι). Ο θάνατος, παρών μέσα στη χαρούμενη εορταστική ατμόσφαιρα υπάρχει, επίσης, σε αρκετά διηγήματα (Το χριστόψωμο, Η χτυπημένη, Ο πολιτισμός εις το χωρίον, Άνθος του γιαλού, Ο έρωτας στα χιόνια). Για την ύπαρξη αυτοβιογραφικού στοιχείου στα εορταστικά διηγήματα, ζήτημα για το οποίο έχει γίνει πολύς λόγος από τους μελετητές του Παπαδιαμάντη, η Θεοδοσοπούλου (2020) πιστεύει πως ο Παπαδιαμάντης αντλεί υλικό από τις αναμνήσεις του, αλλά δεν αυτοβιογραφείται.

Από τα γνωστότερα εορταστικά διηγήματα του συγγραφέα είναι Η σταχομαζώχτρα (1889) και Της Κοκκώνας το σπίτι (1893).

Η σταχομαζώχτρα (Άπαντα, 1982, τ. 2: 115-124) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς τα Χριστούγεννα του 1889. Η υπόθεση του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Σκιάθο και περιγράφει τη ζωή της φτωχής ηλικιωμένης χήρας θεια-Αχτίτσας που μεγαλώνει μόνη της τα δύο εγγόνια της. Οι δύο γιοι της έχουν χαθεί σε ναυάγια, η κόρη της πέθανε στη γέννα του δεύτερου παιδιού της, ο τρίτος γιος μετανάστευσε στην Αμερική και έκτοτε η τύχη του αγνοείται. Ο γαμπρός της εγκατέλειψε τα παιδιά, ζει άσωτη ζωή και ξαναπαντρεύτηκε. Η καθημερινότητα είναι εξαιρετικά σκληρή, δεν υπάρχει πάντα φαγητό στο τραπέζι ούτε φωτιά στο τζάκι. Μια μέρα κοντά στα Χριστούγεννα ο ιερέας της ενορίας ενημερώνει τη θεια-Αχτίτσα πως ο γιος της από την Αμερική τής έστειλε γράμμα και συναλλαγματικές για να τις εξαργυρώσει. Η θεια-Αχτίτσα απευθύνθηκε στον τοπικό (ανάμεσα στα άλλα) ενεχυροδανειστή κυρ-Μαργαρίτη για να εξαργυρώσει τις συναλλαγματικές. Ο ενεχυροδανειστής προσπάθησε να την εξαπατήσει, αλλά ευτυχώς την έσωσε τυχαία ένας έμπορος από τη Σύρο που βρέθηκε στο κατάστημα και δέχτηκε να εξαργυρώσει εκείνος τις συναλλαγματικές στην ηλικιωμένη γυναίκα.

Όπως στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, κεντρικό πρόσωπο στη Σταχομαζώχτρα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που σηκώνει στις πλάτες της τα οικογενειακά βάρη αντί να ζει ήσυχα και ειρηνικά στα γεράματά της:

Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.

Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;

Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό τ᾽ νὰ βγῇ!) (Η σταχομαζώχτρα, Άπαντα, 1982, τ. 2: 115-116).

Το διήγημα αυτό ενδεχομένως επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της Γκασούκα (1996: 103) ότι η κοινωνία της Σκιάθου ήταν μητριαρχική, εφόσον οι άνδρες, ναυτικοί κυρίως στο επάγγελμα, έλειπαν συχνά σε ταξίδια και έτσι οι γυναίκες αναλάμβαναν τη διαχείριση του σπιτιού. Το καθήκον των ηλικιωμένων γυναικών προς την οικογένεια δεν τελείωνε με τα γηρατειά. Συχνά καλούνταν είτε να βοηθήσουν στην ανατροφή των εγγονιών είτε να αναλάβουν την ανατροφή τους σε περίπτωση που μείνουν ορφανά, όπως ακριβώς η θεια-Αχτίτσα προβαίνοντας μάλιστα σε ύστατες θυσίες (Γκασούκα, 1996: 146-148).

Ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε να μην καυτηριάσει την απληστία του σαράφη κυρ-Μαργαρίτη να υποκλέψει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε από τη φτωχή και αναλφάβητη χήρα. Οι δύσκολες και κάποτε απάνθρωπες συνθήκες ζωής, τα απρόσμενα γυρίσματα της τύχης και η φυσική τάση πολλών ανθρώπων προς την πλεονεξία μπορούν να ωθήσουν τον άνθρωπο να κερδοσκοπήσει απέναντι σε συνανθρώπους του που γνωρίζει μια ζωή. Αντίθετα, ένας ξένος σαν από μηχανής θεός θα δείξει πολύ μεγαλύτερη συμπόνια στη φτωχή γυναίκα. Τα γεγονότα αυτά συμβαίνουν παραμονές Χριστουγέννων, μιας γιορτής που έχει συνδεθεί κατεξοχήν με το μήνυμα της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Το διήγημα αφενός φανερώνει την αλλοτρίωση και την πλεονεξίατου ανθρώπου, αλλά από την άλλη επιτρέπει στο θαύμα των Χριστουγέννων να φανερωθεί και έτσι η περιπέτεια της θεια-Αχτίτσας να έχει αίσιο τέλος. Τελικά η θεία πρόνοια δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τις παραμονές της μεγαλύτερης γιορτής της χριστιανοσύνης.

Της Κοκκώνας το σπίτι (Άπαντα, 1982, τ. 2: 641-649) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις τα Χριστούγεννα του 1893. Ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που έμεινε ημιτελές, γνωστό ως της Κοκκώναςτο σπίτι, αποτελεί το βασικό σκηνικό του διηγήματος. Το σπίτι άρχισε να χτίζεται από ένα καπετάνιο, τον Γιαννάκο τον Συρμαή, που ερωτεύτηκε και αρραβωνιάστηκε μια όμορφη κοπέλα από την Πόλη, την Κοκκώνα Αννίκα και ήθελε να το επιπλώσει με κάθε πολυτέλεια, αλλά λίγο αργότερα η κοπέλα αρρώστησε και πέθανε και ο γάμος δεν έγινε. Έκτοτε το σπίτι ρήμαξε και όλοι πίστευαν ότι είναι στοιχειωμένο, ακόμη και οι ιερείς. Με τον καιρό το ερειπωμένο σπίτι έγινε στέκι των παιδιών, που το πετροβολούσαν για να κατευνάσουν το φόβο τους. Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Παλούκας, ένας λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία ακαμάτης νεαρός, κρύφτηκε εκεί και αιφνιδίαζε τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα μεταμφιεσμένος σε στοιχειό για να τα ληστέψει και να εξοικονομήσει χρήματα προκειμένου να μεθύσει την ημέρα των Χριστουγέννων. Όταν τα παιδιά κατάλαβαν τι συνέβη, αποφάσισαν να τα ζητήσουν πίσω τα χρήματα που τους έκλεψε. Πήγαν στης Κοκκώνας το σπίτι και έκαναν επίθεση στον Παλούκα. Καθώς η μάχη παρατεινόταν, ο Παλούκας αποφάσισε να αποδράσει. Για κακή του τύχη, όμως, έπεσε στην αυλή του γερο-Παγούρη που ήταν δίπλα, τραυματίστηκε και τα παιδιά πήραν το αίμα τους πίσω, ενώ ένα από αυτά τού άρπαξε και τα χρήματα που τους είχε κλέψει. Παρατηρούμε και πάλι το ίδιο μοτίβο , ο ενσαρκωμένος Θεάνθρωπος τιμωρεί τους κακούς ,αυτούς που παραβαίνουν το μήνυμα της αγάπης και προστατεύει τους αγνούς και αθώους που δίνουν τον τίμιο αγώνα της καθημερινής επιβίωσης. Ο μέθυσος, ακαμάτης και δόλιος Παλούκας (το όνομα συνδηλώνει το ηθικό του ποιόν) προβαίνει σε μία σχεδόν ιερόσυλη πράξη , να υφαρπάξει τα χρήματα που συνδέονται με την εθιμική παράδοση των Χριστουγέννων και την αθωότητα του εορτασμού της έλευσης του Θεανθρώπου από τα παιδιά, τα πιο αγνά μέλη της σκιαθίτικης κοινωνίας.

 

 Παιδική Συναυλία (1894), Γ. Ιακωβίδης. Λάδι σε μουσαμά, 176 εκ. x 250 εκ.

 

Βέβαια, από την άλλη υπάρχουν οι μάγκες, οι «αγυιόπαιδες», τα παιδιά που γυρνούν ελεύθερα είτε γιατί οι γονείς δουλεύουν, είτε γιατί ανήκουν σε φτωχές και πολυμελείς οικογένειες. Αυτά τα παιδιά είναι παρόντα σε αρκετά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Τα παιδιά και οι έφηβοι της εποχής εκείνης συνήθιζαν να τριγυρνούν όλη μέρα στους δρόμους, να παίζουν, να μαλώνουν και κάποτε να παρουσιάζουν μικρά δείγματα παραβατικότητας. Σε εθιμικές περιστάσεις ,όμως, όπως τα κάλαντα ή η λειτουργία της Ανάστασης, τα παιδιά οργανώνονταν αυτόνομα, στα πλαίσια της εθιμικής ζωής, μακριά από οποιαδήποτε παρέμβαση ενηλίκων (Παπαθανασίου, 2003: 292). Τα αγόρια απολαμβάνουν γενικότερα μεγαλύτερης ελευθερίας στο νησί (Γκασούκα, 1996: 168) και πρωταγωνιστούν στα περισσότερα διηγήματα του συγγραφέα. Από αγόρια αποτελούνται και οι παρέες (ζυγιές) που λένε τα κάλαντα στης Κοκκώνας το σπίτι. Ο τύπος του μάγκα ή του άεργου νεαρού (Παλούκας) που καταφεύγει σε απάτες και τεχνάσματα για να επιβιώσει ή αρέσκεται στο να εξασκεί φυσική ή ψυχολογική και λεκτική βία στους πιο αδύναμους είναι άλλωστε ένα μοτίβο που το συναντούμε συχνά στον Παπαδιαμάντη (Γουτού-γουπατού, Τα τελευταία του γέρου, Ο σημαδιακός κτλ). Ο συγγραφέας δικαιώνει τους μικρούς του ήρωες παρουσιάζοντας τους να νικούν τον ισχυρότερο αντίπαλο με τη βοήθεια του Θεού πάντοτε ,που τους προστατεύει.

Και στα δύο διηγήματα εντοπίζουμε πολύ ισχυρές επιδράσεις από το λαϊκό παραμύθι. Η γλώσσα και το ύφος των διηγημάτων συγγενεύουν με τη γλώσσα και το ύφος των λαϊκών παραμυθιών ως προς τη λιτότητα που τα χαρακτηρίζει (Αναγνωστόπουλος, 1997: 33/Αυδίκος, 1997: 37). Ως προς τη δομή ομοιάζουν στην παρατακτικότητα των επεισοδίων (Μαλαφάντης, 2011: 26/Αναγνωστόπουλος, 1997: 43-44) και τα διαστήματα κορύφωσης και χαλάρωσης της υπόθεση (Μερακλής, 2007/Μαλαφάντης, 2011: 28-29) ενώ διαγράφονται ξεκάθαρα οι χαρακτήρες των ηρώων και οι καταστάσεις (Μαλαφάντης, 2011: 30/Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 131-133/Lüthi, 2018: 87-88). Ειδολογικά θυμίζουν έντονα τα λεγόμενα κοσμικά παραμύθια ή νουβέλες, όπου η δράση μεταφέρεται από τα γεγονότα στους ήρωες και εξυφαίνονται γύρω από τις ανθρώπινες ιδιότητές τους: τιμιότητα, εξυπνάδα, πονηριά, υστεροβουλία κτλ (Dawkins, 1951: 429/Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 45-46). Η όμορφη κοπέλα που ερωτεύεται στην πόλη ο καπετάν Συρμαής και θέλει να την φέρει στο νησί του ανταποκρίνεται στην αντίληψη του παραμυθιού για την ομορφιά(Lüthi στο Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 138) γιατί εκτός από όμορφη είχε και χαρακτῆρας λεπτοτάτους (Άπαντα, τ. 2, 2011: 642). Ο γάμος θεωρείται η ευτυχής κατάληξη για κάθε ελληνικό λαϊκό παραμύθι, σύμφωνα με τον Dawkins (στο Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 146), ωστόσο, η προοπτική του ματαιώνεται στης Κοκκώνας το σπίτι και η συνέχεια του καθίσταται απογοητευτική στη Σταχομαζώχτρα (η μητέρα πεθαίνει στη γέννα του δεύτερου παιδιού και ο πατέρας αποδεικνύεται άσωτος αδιαφορώντας για τα παιδιά που μένουν ορφανά και ξαναπαντρεύεται). Ο θάνατος, όπως εμφανίζεται στα διηγήματα που παρουσιάζουμε, συνιστά δίχως ανάσταση θάνατο, ο οποίος υπαγορεύεται από την οικονομία του έργου και εξυπηρετεί τη συνέχεια της διήγησης, πρόκειται δηλαδή για θάνατο που έχει προηγηθεί και δεν παρεμβάλλεται στη δράση (Σταχομαζώχτρα: θάνατος του παππού, της μητέρας των παιδιών και των δύο θείων τους, Της Κοκκώνας το σπίτι: θάνατος Κοκκώνας Αννίκας) (Μερακλής, 1993 στο Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 119).

Ξεκινώντας ως ένα είδος που αποσκοπούσε στην ψυχαγωγία των αναγνωστών των εντύπων που δημοσιεύονταν και αποτελώντας ταυτόχρονα μέσο βιοπορισμού για τους συγγραφείς που τα έγραφαν, τα εορταστικά διηγήματα καταξιώθηκαν στη συνείδηση των αναγνωστών και με το πέρασμα του χρόνου αναδείχθηκε η αξία τους από τους μελετητές της λογοτεχνίας. Τα εορταστικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα. Χωρίς να χάνονται μέσα στην γιορταστική ατμόσφαιρα των ημερών εξιστορούν το δράμα των απλών ανθρώπων της εποχής μέσα στο κλίμα των εορτών. Ο συγγραφέας βασιζόμενος σε στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και των παραμυθιών, δημιουργεί μικρογραφίες της ανθρώπινης ζωής ενώνοντας το παρελθόν με το παρόν.

* Η  Μένη Πουρνή είναι φιλόλογος-αρχαιολόγος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτογενείς πηγές
Παπαδιαμάντης, Α. (1982). Η σταχομαζώχτρα, στο Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ. (επιμ.). Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τ. 2. (σσ. 641-649). Αθήνα: Δόμος.
Του ίδιου. (1982). Της Κοκκώνας το σπίτι, στο Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ. (επιμ.). Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τ. 2. (σσ. 115-124). Αθήνα: Δόμος.
Δευτερογενείς πηγές
Αναγνωστόπουλος, Β. (1997). Τέχνη και τεχνική του λαϊκού παραμυθιού. Αθήνα:
Καστανιώτης.
Αυδίκος,Ε.(1997). Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις. (2η έκδοση).Αθήνα: Οδυσσέας.
Βαλέτας, Γ. (1940). Παπαδιαμάντης. Η ζωή, το έργο, η εποχή του. Μυτιλήνη: Τυπογραφεία Πρωινής.
Γκασούκα, Μ. (1996). Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη. (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
Dawkins, R. (1951). The meaning of folktales. Folklore, is. 62. pp. 417-429.
Θεοδοσοπούλου, Μ. (2000, 24 Δεκεμβρίου). Το εορταστικό διήγημα. Ένθετο «Επτά Ημέρες» στην Καθημερινή της Κυριακής, σσ. 4-5.
Της ίδιας. (2011). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Μικρά σχόλια στα εορταστικά διηγήματα
Ανακτήθηκε στις 22-12-2020 από:
http://maritheodo.blogspot.com/2011/01/blog-post.html
Κατσιγιάννη, Α. (1997).Ένας άνισος αγώνας δρόμου. Εκδοτικές πληροφορίες για τα πρώτα ελληνικά μυθιστορήματα, στο Βαγενάς Ν.( επιμ). Από τον «Λέανδρο» στον «Λουκή Λάρα». (σσ. 41-50).Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Κρήτης.
Καρυκόπουλος, Π. (1984). 220 Χρόνια ελληνικού Τύπου,1784-1984. Αθήνα: Γρηγόρης.
Κουμαριανού, Α. (2005).Ιστορική διαδρομή του ελληνικού Τύπου, 1780-192 στο Δρούλια Λ. (επιμ.). Ο ελληνικός τύπος 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. (σσ. 55-62). Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Lüthi, M. (2018). Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση. Αισθητική και ανθρωπολογία. (μτφρ. Κατρινάκη Ε.) Αθήνα: Πατάκης.
Μαλαφάντης. Κ. Δ. (2011). Το παραμύθι στην εκπαίδευση. Αθήνα: Διάδραση.
Μερακλής, Μ. (2007). Έντεχνος λαϊκός λόγος. (2η έκδοση). Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Μουλλάς, Π. (1993). Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα. Αθήνα: Σοκόλης.
Παππάς, Φ. (2012). «Προς βιοπορισμόν»: Αναπλαισιώνοντας τον μεταφραστικό κόσμο του Παπαδιαμάντη στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο στο Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (τόμος Β’) (σσ. 329-346). Αθήνα: Δόμος.
Παπαθανασίου, Μ. (2003). Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο : Παιδιά & Παιδική ηλικία στο Κροκύλειο Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του20ου αιώνα. Αθήνα: ΙΑΕΝ.
Πολυκανδριώτη, Ο. (2005). Εφημερίδες και λογοτεχνία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα στο Δρούλια Λ. (επιμ.). Ο ελληνικός τύπος 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. (σσ. 169-177). Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Σταμέλος, Δ. (1982). Πρωτοπόροι και ήρωες της ελληνικής δημοσιογραφίας. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.
Χατζητάκη-Καψωμένου, Χ.(2012). Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι. (β΄ έκδοση).Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη].