Στις εποχές της ιστορικής αιώρησης οι άνθρωποι γίνονται ακροβάτες, ισορροπώντας ανάμεσα στον παλιό και στο νέο κόσμο, αναπηδώντας στο σχοινί, προσπαθώντας να στέκονται ξανά στα πόδια τους όρθιοι χωρίς να πέφτουν. Στην εποχή της σημερινής αιώρησης οι άνθρωποι που δεν ανήκουν πουθενά, μετεωρίζονται θαμπωμένοι και έκθαμβοι στο υβριδικό περιβάλλον μιας νέας πραγματικότητας που είναι μικτή και προκύπτει από μιαν αλχημική μίξη ανάμεσα στην πραγματική, την τεχνητή και την εικονική πραγματικότητα. Ποτέ άλλοτε στη μακραίωνη ιστορία του το ανθρώπινο κεφάλι δεν γέμιζε τόσο πολύ με το αφράτο ξανθό άχυρο πληθωρισμένων άχρηστων πληροφοριών όσο σήμερα. Ποτέ άλλοτε δεν φτώχαινε σε βαθιά γνώση και σε πνευματική καταβύθιση. Ποτέ άλλοτε η ρηχότητα ενός κόσμου με την υπερίσχυση της κυνικής πλευράς του δεν έκανε τόσο επιτακτική την προσέγγιση ενός φαντασιακού κόσμου που μπορεί να γίνεται πραγματικός.
Η ανασύνθεση της πραγματικότητας
Παράλληλα με την τεχνητή πραγματικότητα αλλά και γενικότερα με τη μικτή πραγματικότητα, που είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός, μια άλλη πραγματικότητα δεν έπαψε ποτέ να κτίζεται διαρκώς εκεί έξω, εξω-μνημονικά, και με τα υλικά της φαντασίας να συμβάλλει στην «άλλη» σύλληψη του κόσμου, σε μια ποίηση που υπερβαίνει τη ζωή. Η αντικειμενική υποχώρηση του ρομαντισμού, της λυρικής διάθεσης και κάθε τάσης για την επιβεβλημένη εγκατάσταση της ομορφιάς, έδωσε θέση σε μια ροπή επιδιόρθωσης και αναδιοργάνωσης με στόχο μια νέα τακτοποίηση του κόσμου. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να πάψει ποτέ να αναζητεί τρόπους για να επισκευάσει την ελαττωματική ή ελλειμματική πραγματικότητα, επιστρατεύει προς αυτό όλη του την εφευρετικότητα μέσω της τέχνης, με μια ενέργεια που ποτέ δεν μαραζώνει γιατί ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Μια χάρτινη αιωνιότητα είναι ο πιο προσφιλής τρόπος αυτής της προσπάθειας, μια αιωνιότητα την οποία ο συγγραφέας και ο ποιητής επιχειρεί να εγκλωβίσει στο χαρτί του ποιήματός του∙ το μεγάλο ταξίδι της ψυχής στο χρόνο και την ανάγκη μνημόνευσης μιας έστω μυθοπλαστικής επαναφοράς. Είναι η ώρα που οι σκιές μεγαλώνουν και ψηλώνουν για να ζωγραφίσουν κόσμους εξωγήινους, με νέες μορφές άγνωστες, με χαμένα ή επινοημένα νοήματα για το ποίημα που λαμβάνει μια εντολή ερμητική: τη διάσωση του ανθρώπου.
Σκέφτομαι πως ετούτη τη στιγμή/ κανένας δεν με σκέφτεται μέσα στο σύμπαν,/ πώς μόνο εγώ με σκέφτομαι, /κι αν τώρα πέθαινα,/ κανένας, ούτε ο εαυτός μου, δεν θα με σκεφτόταν/ […] Ίσως αυτός να είναι ο λόγος/ που το να σκέφτεσαι έναν άνθρωπο/ είναι σαν να τον σώζεις.(Στίχοι του Roberto Juaroz σε μετάφραση Αργύρη Χιόνη).
Το στοίχημα με την ανασύνθεση των θραυσμάτων είναι το στοίχημα για την ανασύνθεση του νέου ανθρώπου. Παράλληλα όμως, ανασυνθέτοντας ο άνθρωπος τον άνθρωπο, ανασυνθέτει την πραγματικότητά του, είναι μια μέθοδος είδος επισκευής με βίδες, σμίλες, και σφυριά, με εργαλεία άκρως μεταφορικά όπως είναι οι λέξεις. «Σε κάποια στιγμή στη ζωή μας αρχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο αποσπασματικά, όλα ξεχωριστά σε μικρά κομμάτια. Όλα διαχωρίζονται απ’ όλα, χωρίς σύνδεση [..] Συχνά με βασανίζει η αίσθηση πως κάτι λείπει στον κόσμο» (Όλγκα Τόκαρτσουκ).
Η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η ποίηση, επιχειρεί λοιπόν να επισκευάσει το χαλασμένο, να επιδιορθώσει το δυσλειτουργικό, να συμπληρώσει το ελλειμματικό, προσδοκώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα βελτιώσει –έστω εικονικά– την πραγματικότητα μέσα στην οποία ο άνθρωπος ζει κι ανασαίνει. Μίλα με τα θραύσματα/ με λέξεων κομμάτια/ [..] άσε τα θραύσματα να συνδεθούνε μόνα τους καταπώς συγκολλούνται τα οστά/ καταπώς συγκολλούνται τα ερείπια/ κάποτε τα κομμάτια προηγούνται του όλου/ τα μέρη ενός πράγματος προηγούνται του πράγματος/ Η αλήθεια είναι τόσο λίγο βέβαιη όσο η άρνησή της/ (Roberto Juaroz).
Η αλήθεια της μυθοπλασίας
Αλληλοσυμπληρωματική όμως, όπως και αλληλοεπισκευαστική, είναι και η σχέση της αλήθειας με την μυθοπλασία. «Αν η μυθοπλασία κρύβει κάποια δόση αλήθειας, τότε και η αλήθεια κρύβει κάποια δόση μυθοπλασίας» γράφει η Όλγκα Τόκαρτσουκ υπονοώντας και πάλι το πολύ χρήσιμο συμπέρασμα ότι όπως η μυθοπλασία συγγενεύει με την αλήθεια, έτσι και η αλήθεια συγγενεύει με τη μυθοπλασία, άρα αυτό που κρύβει μέσα της βαθιά η αλήθεια είναι η υπόνοια μιας επινόησης. Λειτουργεί δηλαδή η τέχνη σαν το επίσημο παραισθησιογόνο της ζωής, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανεχτεί την αλήθεια του, πλησιάζοντας στον κατά Τσέχωφ αφορισμό ότι είναι προτιμότερη μια ψευδαίσθηση από δέκα χιλιάδες αλήθειες; Ή κατά τον εξίσου αφοριστικό Ντελακρουά που είπε το περίφημο «Το πιο πραγματικό σε μένα είναι οι ψευδαισθήσεις που δημιουργώ με τη ζωγραφική μου, όλα τα άλλα είναι κινούμενη άμμος». Σε αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος φαίνεται να επιλέγει την ψευδαίσθηση ως μια μορφή αλήθειας που φέρει όμως το μεγαλύτερο φορτίο επινόησης, επιλέγει δηλαδή μια επινοημένη αλήθεια.
Ένας ψευδομηχανισμός επιδιόρθωσης
Ένας ψευδομηχανισμός επιδιόρθωσης αποδεικνύεται λοιπόν, κατ’ ουσίαν, η λογοτεχνία, δημιουργώντας ένα προϊόν επινόησης, μια νέα επινοημένη πραγματικότητα. Η πραγματική πραγματικότητα άλλωστε είναι από μόνη της πολυστρωματική, κι έχει τη δυνατότητα να επινοεί τον εαυτό της εκ νέου κάθε φορά. Η φύση της είναι αυτο-διαβρωτική όταν απομακρύνει αυτοματικά από πάνω της επιστρώματα που την επικαλύπτουν, έτσι ώστε να εμφανίζεται ανανεωμένη με νέο δέρμα κάθε φορά. Ένας απόλυτος αντικατοπτρισμός μεταξύ της επινοημένης πραγματικής πραγματικότητα και της επινοημένης αλήθειας, που επιτυγχάνεται όταν κοιτιούνται βαθιά στα μάτια όλο νόημα. Συσσωρευμένοι οι ορίζοντες/ σα φλούδες αλλεπάλληλες/ καρπού που αρνείται να παραδοθεί./ Κάθε τοπίο καλύπτει άλλο τοπίο,/ κάθε γραμμή, άλλη γραμμή,/ κάθε κόσμος άλλον κόσμο./ Το ίδιο και οι ορίζοντες των λέξεων σε έναν πύργο οριζόντων συσσωρεύονται […] Αν ήταν δυνατό να ξηλωθούν οι ορίζοντες/ έτσι όπως ξεφλουδίζεται ένα φρούτο/ θα βρίσκαμε ίσως το χαμένο όραμα./ (Roberto Juaroz).
Το χρυσωρυχείο των ουρανών
Ο άνθρωπος για να κρατηθεί στη ζωή δεν παραιτείται από τον θρήνο της απώλειας της ποιητικής του ζωής και την προσπάθεια επιδιόρθωσης της πραγματικότητάς του – γι’ αυτό και ονειρεύεται, ή τουλάχιστον έτσι καταγράφεται τόσο συχνά και επαναληπτικά σε τραγούδια, σε ποιητικά έργα και γενικότερα στη λογοτεχνία. Έχουν και τα όνειρα επισκευαστική δυνατότητα κι όχι μόνον η δράση. Ποτέ δεν σταματά αυτή η αναζήτηση και η προσπάθεια επιδιόρθωσης μέσα από ένα όνειρο που υπερίπταται, κάπως όπως αυτό αναπαράγεται στο πασίγνωστο τραγούδι «Somewhere over the rainbow»: Eκεί κάπου πέρα από το ουράνιο τόξο/ με τα γαλαζοπούλια ολόγυρα να πετούν/ τα όνειρα που ονειρεύεσαι/ τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα/ το όνειρο που τολμάς…
Εκεί κάπου, πάνω από το ουράνιο τόξο ψηλά, ίπταται και το όνειρο που τολμάς εκεί που κρύβουν οι καλικάντζαροι των ιρλανδικών μύθων το χρυσάφι του κόσμου, εκεί πέρα από το ουράνιο τόξο, εκεί στο χρυσωρυχείο των ουρανών όπου αναζητά ο άνθρωπος τη χαμένη ποιητική του ζωή.
Η υπέρβαση της πραγματικότητας
Με ποιον άλλο τρόπο όμως γίνεται εφικτή η επισκευή της ελαττωματικής πραγματικότητας; Μήπως με την υπέρβασή της; «Ο κόσμος ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπέρβασή της ζητώντας να ψηλαφίσει το σταθερό σημείο» είχε πει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι υπερασπίζοντας την αναγκαιότητα του μεταφυσικού στοιχείου όχι μόνο στο καλλιτεχνικό έργο αλλά και στην ίδια τη ζωή. Το μόνο ζήτημα είναι να υπερίπτασαι/ ή και να επιπλέεις σε κάποιον ενδεχόμενο καθρέφτη/ ενός νερόλακκου κι ύστερα με την βοήθεια μισοσπασμένων σκαλιών ν’ ανακαλύπτεις/ ότι κι ο κόσμος των κρυστάλλων διαθέτει/ το κρησφύγετό του, γράφει ο Eugenio Montale στο ποίημά του «Διαμάντινα» (μετάφραση Νίκου Αλιφέρη). Η ζωή, συνεχίζει ο Montale στο ποίημα αυτό, είναι ένα όλον που θρυμματίζεται, είναι όμως συνάμα κάτι λαξευμένο σαν διαμάντι. Κι αν θυμηθούμε την μπρεχτική ρήση που έλεγε: «Μ’ ένα σφυρί αναδιαμορφώνει o άνθρωπος τον εαυτό του», πετυχαίνουμε έναν αλληλοσυμπληρωμένο συλλογισμό, όπου η ζωή και ο εαυτός συμπλέκονται ως αναφαίρετα μέρη της μιας πραγματικότητας, την οποία φαντάζεται κανείς ότι μπορεί ν’ αλλάξει σμιλεύοντας τον ίδιο του τον εαυτό, επιδιορθώνοντας ουσιαστικά όχι την πραγματικότητα, που έχει όπως προαναφέρθηκε το δικό της σύστημα επανεφεύρεσης, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο.
Επιχειρώντας κανείς μια «λάξευση εαυτού», αποφασίζει παράλληλα και πέρα από την προσωπική του αυτοβελτίωση, να κάνει τη συνείδησή του ηχηρή. Η πραγματικότητα επιδιορθώνεται επιτυχώς όταν ο άνθρωπος επιχειρεί την προσωπική του επιδιόρθωση με μια κρουστική δημιουργική δύναμη που εκλύεται εκ των έσω σαν ένα θεόσταλτο φέγγος που διαπερνά το θαμπό γυαλί του κόσμου και κάνει τη ζωή του να λάμπει και να φαίνεται.
Και αφού ξέρουμε εξάλλου πως δεν υπάρχουν ούτε μελλοντικοί παράδεισοι,/ δεν απομένει πλέον άλλη σωτηρία/ απ’ το να γίνει ο καθένας μας παράδεισος/ (Roberto Juaroz).