Ηρωισμός για τον ποιητή των ποιητών Ράινερ Μαρία Ρίλκε είναι να λέει κανείς ναι στη ζωή στο σύνολό της – γνωρίζοντας ότι η ζωή είναι συχνά μια διαδικασία που πρέπει να υπερνικήσουμε, να υπερβούμε. Το σημαντικό για τον Ρίλκε είναι λοιπόν να μην αρνούμαστε τις δοκιμασίες και το συναπάντημα με τα φαντάσματά μας. Η ζωή δεν είναι διάρκεια, αλλά η προσπάθεια μιας συνεχούς ανύψωσης.
Ηρωισμός, σημαίνει λοιπόν να είναι κανείς έτοιμος για την μεταμόρφωση, για την ανάβαση από τη μια κορυφή στην άλλη.
Δεν έχουμε κανέναν λόγο να είμαστε δύσπιστοι απέναντι στον κόσμο μας, διότι δεν είναι εναντίον μας. Αν ενέχει τρόμους, είναι οι δικοί μας τρόμοι, αν έχει βάραθρα, τα βάραθρα αυτά ανήκουν σε εμάς, αν υπάρχουν κίνδυνοι πρέπει να προσπαθήσουμε να τους αγαπήσουμε. Κι αν προσαρμόσουμε την ζωή μας σύμφωνα μ’ εκείνη την αρχή που μας προτρέπει ν’ αποζητάμε πάντα το δύσκολο, αυτό που τώρα μας φαίνεται τελείως ξένο, θα γίνει ο πιο οικείος και ο πιο πιστός σύντροφός μας.
Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσουμε εκείνους τους αρχαίους μύθους που υπάρχουν στην απαρχή της ιστορίας κάθε λαού, τους μύθους και τους δράκους που, την ύστατη στιγμή, μεταμορφώνονται σε πριγκίπισσες, που περιμένουν απλώς να μας δουν κάποτε ωραίους και θαρραλέους. Ίσως το κάθε Τρομερό είναι κατά βάθος το Ανίσχυρο, που θέλει τη βοήθειά μας. Η ωραία, η θαρραλέα, η τρομερή Νίκη της Σαμοθράκης είναι λοιπόν η στο βάθος ανίσχυρη που για να επιβεβαιωθεί χρειάζεται την βοήθειά μας, δηλαδή τίποτα άλλο παρά αυτό το επίμονο φωτεινό θαυμαστικό βλέμμα που τρέφεται και εκπέμπει αληθινό φως.
Η ομορφιά σύμφωνα με τον ιδιοφυή γλύπτη Αλμπέρτο Τζιακομέττι δεν εκπορεύεται από πουθενά αλλού παρά από κείνη τη μοναδική, τη διαφορετική σε κάθε άνθρωπο, την κρυμμένη ή ορατή πληγή, που φυλάει ο καθένας μας εντός του, που την περιφρουρεί και που σ’ αυτήν προστρέχει όταν θέλει να εγκαταλείψει τον κόσμο για μια πρόσκαιρη, αλλά βαθιά μοναξιά.
Το μεγαλείο του αγάλματος της Νίκης της Σαμοθράκης με την άφατη ομορφιά, με την καθηλωτική υποβλητική του παρουσία, με ατέρμονη την αίσθηση της ανύψωσης, υπενθυμίζει στους εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες που συνωστίζονται για να την θαυμάσουν, τη μοναξιά κάθε όντος και κάθε πράγματος. Τους υπενθυμίζει το κυριότερο: το ό,τι αυτή η μοναξιά είναι η πιο βέβαιη δόξα μας. Για τον Ζαν Ζενέ η αναγνώριση της μοναξιάς κάθε όντος και κάθε αντικειμένου είναι θεμελιώδης. «Είμαι μόνο μου», θαρρείς και λέει το αντικείμενο, «εξυπηρετώ επομένως μιαν αναγκαιότητα, μπροστά στην οποία εσείς στέκεστε ανήμποροι. Είμαι ακατάλυτο, γιατί δεν είμαι τίποτα άλλο παρά αυτό που είμαι. Και όντας αυτό που είμαι, ανεπιφύλακτα η μοναξιά μου ανταμώνει τη δική σας».
Ο Αύγουστος Ροντέν, ο μέγας γλύπτης, ο λάτρης και μελετητής των γλυπτών της αρχαίας Ελλάδας, προτρέπει στην περίφημη Διαθήκη του: «Παρατηρείστε την πραγματικότητα σε βάθος. Ακολουθώντας την ομορφιά θα βρείτε την αλήθεια. Η Τέχνη είναι το πιο υπέροχο μάθημα ειλικρίνειας». Για τον Ροντέν η αρχαιότητα αντιπροσωπεύει την ύψιστη ομορφιά. Είναι η μύηση στο άπειρο θαύμα των αιώνιων πραγμάτων. Είναι η μεταμόρφωση του παρελθόντος σ’ ένα αιώνιο παρόν.
Με τη Νίκη της Σαμοθράκης αρχίζει το περίφημο κυριακάτικο προσκύνημα του Ροντέν στο Λούβρο. «Μια αιώνια νιότη, ένα αίσθημα ευδαιμονίας με κυριεύει καθώς την πλησιάζω», εξομολογείται. Αντικρίζοντας την σκέφτεται και παρατηρεί: «Υπερίπταται και ηθικά φτερά, αν όχι τα πραγματικά, τη συνοδεύουν και την περισκέπουν». Μπροστά στην ορμητική θεά του Λούβρου σχολιάζει: «Η Νίκη» των Ελλήνων ήταν η Ελευθερία τους».
Ο Ροντέν συνέλαβε με τη σοφία του τεχνίτη τη διαλεκτική του ελληνικού φωτός με την πλήθουσα πλαστική φόρμα της αρχαίας τέχνης. Γι’ αυτό πιστεύει πως τα αρχαία έργα «έχουν ανάγκη από το άπλετο φως της πατρίδας τους».
Σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο που τόσο μας πληγώνει και μας πονά, ο Ρίλκε επανέρχεται με μια πικρή ποιητική διαπίστωση: Τι απάτη να κλέβουν τις εικόνες της επίγειας απόλαυσης για να τις πουλούν πίσω από την πλάτη μας στον ουρανό. Είναι καιρός πια να συγκεντρώσει πάλι η χρεοκοπημένη γη όλα εκείνα τα δάνεια που της απέσπασαν στο όνομα της μακαριότητάς της, για να προικίσει με αυτά το απώτερο μέλλον.
Η ιστορία όμως δεν κρύφτηκε στο χρόνο, ούτε η μνήμη πνίγηκε στον πόνο. Έτσι όπως το φως ανιχνεύει, το φως παρατηρεί, το φως επαναλαμβάνει, το φως ακολουθεί, το φως χαϊδεύει την καμπυλότητα του αγάλματος και τη στρεβλότητα της ιστορίας. Μπροστά της ο άγνωστος γλύπτης της φτερωτής «Νίκης» έπρεπε να διαλέξει την αρμονία ως λέξη άγνωστη, άνθος αμάραντο ή αστερισμό στο υπέρλαμπρο σύμπαν. Η ομορφιά σκοτεινιάζει στο χάρτινο φως. Αγάλματα που γλίστρησαν σαν σκιές ονειρεύονται πως ζουν χαμένα με τα παιδιά των επιπόλαιων θεών στην απεραντοσύνη μιας σταγόνας.