Scroll Top

Μαριάνθη Τεντζεράκη – Το Χρυσόψαρο

Έχω έρθει στο καφέ του ΟΣΕ και περιμένω. Με έφερε ο πατέρας μου. Γι’ αυτό έχει κατεβασμένα μούτρα. Είναι Αύγουστος, έξω έχει 39 βαθμούς κελσίου, και νιώθω ότι το βρακί μου έχει γίνει ήδη μούσκεμα. Να είναι από το λιοπύρι ή επειδή θα σε δω;

Παρήγγειλα φρέντο εσπρέσσο και έκατσα σε ένα τραπεζάκι κάτω από το κλιματιστικό. Ο πατέρας μου έφυγε πριν λίγο. Με ρώτησε “Θα είσαι εντάξει;” Δεν απάντησα καν. Τι πάει να πει “Θα είσαι εντάξει;”. Με φίλησε στα μαλλιά και μου είπε να τον πάρω όταν φτάσω. Εγώ κοιτούσα το κινητό να δω πότε θα έρθει η ώρα να φύγω.

Στα δεξιά μου έχω έναν μπάρμπα ο οποίος με γλυκοκοιτάζει. Ξέρω τι σκέφτεσαι: φοράω ένα σορτσάκι και ένα δικό σου κοντομάνικο. Σκάω, αλλά η κίνηση είναι συμβολική. Προσπαθώ να ανοίξω το βιβλίο μου, όμως δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Ο Σαραμάγκου και οι μεγάλες προτάσεις του. Σκέφτομαι ότι πρέπει να περάσουν 4 ώρες, πριν μπορέσω να κατεβώ από το τρένο και να σε αγκαλιάσω.

Η πιο αγαπημένη μου στιγμή κάθε που έρχομαι σε σένα είναι όταν περιμένω να φύγει το τρένο από την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να περάσω το δρόμο. Είναι μια οριακή στιγμή, δηλαδή, σημαντική. Θα στο παραλληλίσω με μια άλλη οριακή στιγμή για να καταλάβεις: οριακή στιγμή ήταν, για παράδειγμα, όταν η μαμά και ο μπαμπάς μπήκαν στην εντατική και η γιαγιά ήταν στο οξυγόνο. Και της έπιασαν τα χέρια και εκείνη δάκρυσε. Κατάλαβες;

Έτσι και εγώ όταν περιμένω να διασχίσω τις ράγες για να έρθω απέναντι, νιώθω κάτι μέσα μου να μεταβάλλεται. Όπως η γιαγιά που είχε χάσει επαφή με το περιβάλλον, αλλά κατάλαβε τη μαμά και το μπαμπά. Εγώ νιώθω σα να ξημερώνει με το που φύγει το τρένο.

Επαναλαμβάνομαι. Τι έλεγα; Α ναι. Σκεφτόμουν τι θα κάνουμε μόλις φτάσω. Θα με πας στην παραλία; Εκεί που έχει τα αλμυρίκια και βράχους. Και που βουτάμε, μόλις εσύ μετρήσεις ως το τρία. Υποσχέσου μου μόνο ότι δε θα σε παίρνει ο ύπνος στην ξαπλώστρα όλη την ώρα. Δεν κάνω τόσες ώρες ταξίδι για να κοιμηθείς.

Ήρθε το τρένο. Σηκώνω τη βαλίτσα μου και κάνω γρήγορα να βρω τη θέση μου. Ευτυχώς κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Κουμπώνω τα ακουστικά μου. Δε θέλω να ακούσω κάτι στενάχωρο. Τελικά, βάζω Μποφίλιου.

Ο μπαμπάς μου στέλνει μηνύματα. “Συγγνώμη για τα μούτρα. Ήμουν άυπνος, ελπίζω να περάσεις καλά. Να προσέχεις!!!!!”

Του απαντάω “Θα σου στείλω μόλις φτάσω.” Κοιτάω τον κόσμο γύρω μου. Όλοι ζεσταίνονται. Κάποιοι κοιμούνται. Κάποιοι μιλάνε στο κινητό. Κάποιοι μασουλάνε.

Εγώ κοιτάω τις φωτογραφίες μας. Αναρωτιέμαι. Γιατί δεν μου έστειλες να δεις αν ξεκίνησα; Θα κοιμήθηκες…δεν πειράζει. Σου φέρνω ένα δώρο. Σου φέρνω ένα κατοικίδιο. Ναι, καλά διάβασες. Ντάξει, μη φανταστείς κανένα σκύλο. Σου φέρνω ένα χρυσόψαρο. Ε, θυμόμουν τη συζήτησή μας για την παιδική σου ηλικία. Που έλεγες πόσο πολύ ήθελες ένα χρυσόψαρο γιατί πίστευες πως έτσι η ζωή σου θα γινόταν πιο χρωματιστή! Με έκανες και γέλασα και δικαιωματικά, σου αγόρασα το ψάρι που ήθελες.

Άρχισα να πεινάω. Ο ουρανός έχει πάρει να δύει. Λες να τσιμπήσω κάτι;

Από τη μια, τζάμπα θερμίδες. Δε βαριέσαι όμως, θα κάνω μια βόλτα μέχρι το κυλικείο, μπας και ξεπιαστώ.

Ρε συ, Θανάση, ζαλίζομαι. Λες να φταίει που σηκώθηκα απότομα;

Είναι νορμάλ που κουνάει τόσο;

Θανάση, ακούω φωνές. Μήπως με χτύπησε η ζέστη;

Έχει παντού γυαλιά στο πάτωμα. Ένα μωρό κλαίει. Θέλω το μπαμπά μου.

Θανάση, κάποιος με τραβάει! Με τσούζουν τα μάτια μου.

Δε βλέπω τίποτα.

Θανάση, με ακούς;

Το χρυσόψαρο! Μη χάσεις το χρυσόψαρο!