Η Αλίκη
Η αχαλίνωτη βλάστηση του δωματίου χάιδευε τα τρυφερά και πορφυρά πέλματα της Αλίκης, η οποία ήταν βυθισμένη σ’ έναν ύπνο ονειρικό βγαλμένο από το σώμα κάποιας γοργόνας. Το κρεβάτι της, ακολουθούσε τα τερτίπια του ανέμου που τρύπωνε από τα ανοιχτά παράθυρα, κι ύστερα σαν επιδέξιος ακροβάτης κρεμόταν από τις λευκές κουρτίνες μέχρι που στο τέλος γινόταν ένα με την σάρκα του ξύλου, την οποία μεταμόρφωνε σε απόρθητο σκαρί.
Η Αλίκη, μια κούκλα πορσελάνινη, ένα κορίτσι της άνοιξης, μια μουσική νότα μέσα στο βουβό πεντάγραμμο εκείνου του χωριού, προσπαθούσε να μην ξυπνήσει, δεν ήθελε να βρεθεί εγκλωβισμένη στην κλεψύδρα του χρόνου. Έτσι, δίχως να την ενδιαφέρουν τα λόγια των ξένων γειτόνων, αλλά ούτε και τα σχόλια της οικογένειάς της, κολυμπούσε για ώρες χωρίς σκεπάσματα στα μεθυσμένα κύματα των ονείρων, γιατί όπως συνήθιζε να λέει: <<Θέλω να αισθάνομαι την αλμύρα τους στο αταξίδευτο δέρμα μου>>.
Μια μέρα όμως, ένας εκκωφαντικός θόρυβος την ξερίζωσε από τον παράδεισό της και την εγκατέλειψε στην άνυδρη άμμο της ζωής.
Η Αλίκη τότε σηκώθηκε από το κρεβάτι της, και άρχισε να περπατά ξυπόλητη μέσα στο σπίτι ενώ με τα χέρια της έδιωχνε μακριά τα πυρακτωμένα κλαδιά των δέντρων που ήθελαν να λιώσουν το αφράτο χιόνι που είχε στρωθεί στο πρόσωπό της. Την ίδια στιγμή, τα πόδια της άρχισαν να ματώνουν από τους ασπάλαθους και την οργιώδης βλάστηση. Το νυχτικό της μεταμορφώθηκε σε ονειροπαγίδα. Το κορίτσι τριγυρνούσε για ώρες μέσα στο σπίτι για να εντοπίσει την πηγή του κακού.
Κάποια στιγμή, σταμάτησε και κοίταξε προς τα πάνω, τα μάτια της αντάμωσαν με τον ήλιο, γέμισαν δάκρυα, και τότε γεννήθηκαν δύο έμψυχες κραυγές.
Η Αλίκη συνέχισε να βαδίζει ανακαλύπτοντας νέους πλανήτες, μέχρι που είδε έναν λύκο κάτω από το τραπέζι της κουζίνας να καταβροχθίζει ένα ελάφι. Το κορίτσι ούρλιαξε, τότε ο λύκος έμπηξε το βλέμμα του στην καρδιά της. Η Αλίκη άρχισε να αιμορραγεί μέχρι που έσβησε από τις σελίδες εκείνου του χωριού.