«Όταν ο Αλκιβιάδης ξύπνησε εκείνο το πρωινό, είχε ήδη πεθάνει.
Δεν είχε προηγηθεί κανένα γεγονός στα αλήθεια που να δικαιολογούσε την αιφνίδια και άδοξη απώλεια της ζωής του, όμως με το που άνοιξε τα μάτια του εκείνο το πρωινό κατάλαβε αμέσως ότι ήταν νεκρός. Ο θάνατός του μάλιστα πρέπει να ήταν αρκετά πρόσφατος, καθώς το σώμα του δεν παρουσίαζε καμία αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με τις λιγοστές ώρες πριν, που ξάπλωσε για τον στερνό του ύπνο, με εξαίρεση ίσως τα άκρα του, που ήταν εξαιρετικά παγωμένα και ωχρά και το γεγονός ότι δεν ανέπνεε.
Η διαπίστωση λοιπόν ότι ήταν νεκρός μάλλον πιο πολύ από διαίσθηση είχε γίνει, αν και θα ήταν αρκετά λογικό να υποθέσει κανείς ότι όσο προφανές είναι για τον ζωντανό άνθρωπο ότι ζει, εξίσου προφανές θα είναι και το ανάποδο σε μια περίπτωση σαν τη δική του.
Έκπληκτος αρχικά και μην μπορώντας ακόμα να συλλάβει τη νέα του κατάσταση, σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το μπάνιο. Το δειλό φως της μέρας που εισέβαλε από το στενό παραθυράκι δεν ήταν αρκετό για να φωτίσει επαρκώς τον χώρο, αλλά αποφάσισε ότι δεν ήθελε ακόμα να ανάψει το φωτιστικό και έτσι παρατήρησε μέσα στο μισόφωτο το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Τα μαύρα μάτια του γυάλιζαν άψυχα και το είδωλό του ήταν κατάχλωμο, αλλά θεώρησε αρκετά παρήγορο το ότι η όψη του ακόμα δεν είχε αλλοιωθεί. Άμα τον έβλεπε κάποιος έτσι, θα μπορούσε κάλλιστα να νομίζει ότι είναι απλώς άρρωστος.
Ήταν λοιπόν βέβαιο ότι είχε πεθάνει, αλλά το γεγονός αυτό καθεαυτό μόνο ερωτηματικά μπορούσε να του δημιουργεί. Με αργό βηματισμό επέστρεψε στο κρεβάτι του, πασχίζοντας να θυμηθεί τι είχε κάνει το βράδυ πριν κοιμηθεί. Το ρολόι στο κομοδίνο του έδειχνε έξι, το ξυπνητήρι του θα χτυπούσε σε μισή ώρα και ο ίδιος είχε ξαπλώσει για ύπνο λίγο μετά τη μία, όπως συνήθιζε, αφού είχε κάνει πρόβα ένα από τα κομμάτια που έπρεπε να προετοιμάσει στο πιάνο για την παράσταση της επόμενης βδομάδας. Ανακαλώντας τα δυο τελευταία γεύματά του, συνειδητοποίησε ότι, εκτός από ένα συσκευασμένο γιαούρτι και κάτι φρούτα, δεν είχε φάει τίποτε άλλο για βραδινό, ενώ το μεσημεριανό του υπήρξε εξίσου λιτό, μαγειρεμένο από τον ίδιο, οπότε η πιθανότητα τροφικής δηλητηρίασης μάλλον δεν ευσταθούσε. Εξάλλου, άμα έφταιγε κάτι που είχε φάει, θα είχε σίγουρα και κάποιο σύμπτωμα πριν τελικά καταλήξει δεν θα έφευγε τόσο νηφάλια και ήρεμα, όπως τελικά συνέβη.»
«Δεν είχε ιδέα ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη κίνησή του σε αυτήν την τραγική κατάσταση που βρισκόταν, ούτε καν μπορούσε να αποφασίσει αν χαιρόταν που ακόμα ζούσε ο νους του, τόσο παράλογα κόντρα στη φυσική νομοτέλεια που ορίζει τον θάνατο σαν το απόλυτο και ανυπέρβλητο τέλος κάθε πτυχής μιας ζωντανής ύπαρξης. Από τη μια είχε μια ανέλπιστη δεύτερη ευκαιρία, οπότε ίσως θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί με κάποιον τρόπο το γεγονός ότι δεν είχε χαθεί ακόμα η συνείδησή του, από την άλλη όμως δεν είχε ιδέα πώς στο καλό θα μπορούσε να αξιοποιήσει το μυαλό του μέσα σε ένα σώμα ολότελα νεκρό.
Θα μπορούσε να σηκωθεί, να ντυθεί, να πάει στη δουλειά σαν να μην συνέβαινε τίποτα, αλλά το κορμί του αργά η γρήγορα θα σάπιζε, οπότε το να προσπαθήσει να πείσει τους γύρω του ότι δεν είχε πεθάνει και να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του από εκεί που είχε σταματήσει δεν αποτελούσε ρεαλιστική επιλογή. Εξάλλου, δεν ήταν καν σίγουρος για το πόσο ακόμα θα διαρκούσε όλο αυτό. Ίσως να περνούσε απλώς μια παροδική φάση στην οποία η ψυχή του δεν είχε προλάβει να χαθεί ακόμα ολότελα και, σαν αυτό συνέβαινε, θα πέθαινε και αυτός επισήμως σαν κανονικός άνθρωπος. Ίσως πάλι όλο αυτό να αποτελούσε μια φυσιολογική μεταβατική κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, με παρόμοιο τρόπο που οι ιστορίες φαντασμάτων μιλάνε για ανθρώπους που στοιχειώνουν τον χώρο όπου αφήνουν την τελευταία τους πνοή όταν ο θάνατός τους επέλθει με πολύ αιφνίδιο τρόπο ή όταν έχουν αφήσει εκκρεμότητες στον κόσμο των ζωντανών. Πολύ βολικό βέβαια, ο καθένας που έχει εκκρεμότητες να μην ξεκόβει εντελώς από τον κόσμο μετά θάνατον, όμως ο Αλκιβιάδης δεν ένιωθε καθόλου βολικά, ακόμα και έτσι να είχαν τα πράγματα. Θα προτιμούσε να είχε ακολουθήσει τον πατροπαράδοτο τρόπο και να μην είχε ξυπνήσει ποτέ, παρά να βρίσκεται σε μια τόσο μεγάλη σύγχυση αυτό το καλοκαιρινό πρωινό.»
«Η Έκτη Μέρα», 2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης.
* Η Βασιλεία Γεωργίου είναι γιατρός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991 και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Γερμανία. Το πρώτο της βιβλίο «Η Έκτη Μέρα» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2016.