Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

Ο τόπος είναι οι άνθρωποι και οι συναισθηματικοί δεσμοί, είναι η γλώσσα, είναι τα βιώματα και οι μνήμες. Ο τόπος ως γενέθλιος ή πάτριος, το δεύτερο χαρακτηριστικό μετά το ονοματεπώνυμο, επιδρά στην πορεία ζωής του ατόμου και στον ψυχισμό του ενσυνείδητα, και κυρίως ασύνειδα. Το άτομο δένεται συναισθηματικά με τον τόπο μέσα από το βίωμα, που ενχαράσσεται μέσα του, καθώς επιδρά στο συγκινησιακό νου και στο φαντασιακό του. Ειδικότερα σήμερα που για πολιτισμικούς και ψυχοκοινωνικούς λόγους η ζωή ενέχει πολλαπλές ασυνέχειες και χάσματα, οι τόποι που μας κατοικούν είναι πολλοί και η ψυχική συνοχή και γαλήνη του ατόμου βάλλεται λόγω των επαναλαμβανόμενων ξεριζωμών, αποχωρισμών και απωλειών. Στην προσπάθεια του ατόμου να ξεδιαλύνει το κουβάρι μέσα του στον έναν και μοναδικό τόπο, αυτόν του Είναι του, η καταφυγή στη τέχνη του λόγου, στη γραφή και την ανάγνωση είναι λυτρωτική. Προσωπικά είχα την ατυχία, αλλά και την ευλογία να δεθώ με πολλούς τόπους και ανθρωπογεωγραφίες και να βιώσω πολλούς αποχωρισμούς και απώλειες μέσα από την πορεία ζωής, τις σπουδές μου με θέμα μεταπτυχιακής διατριβής “Μετοίκηση και ψυχική διαταραχή” και την εργασία μου σε δυο χώρες με τελείως διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. Κατά συνέπεια ο τόπος επανέρχονται με διάφορους συμβολισμούς και σημαινόμενα στη γραφή μου. Ιδιαίτερα στην ποιητική συλλογή μου “Λιγοστεύουν οι λέξεις” και στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Ο τόπος μέσα μας”, όπου αναδύονται οι εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων στην προσπάθεια αυτοσυνείδησης, αυτοπροσδιορισμού, αναζήτησης συνοχής και συνέχειας, αίσθησης του ανήκειν κι αυτοπραγμάτωσης και όπου οι ήρωες ανακαλούν στη μνήμη γεγονότα, δρουν ανάμεσα στο τώρα και στο πριν, στο εδώ και στο αλλού, σε έναν ασταθή ή εχθρικό κόσμο, παλεύοντας να συρράψουν ρέλια βιωμάτων για το υφαντό της κατακερματισμένης ιστορίας τους, να προσδιορίσουν τον τόπο τους, να ορίσουν στο μέτρο του δυνατού τη ζωή τους. Παραθέτω απόσπασμα του βιβλίου με τίτλο “Άντε να τα ενώσεις”.

Άντε να τα ενώσεις

Της

εξορίας η γη

είναι

                  ραγισμένο έδαφος.

Μην το

πατάς

μην

πηδάς πάνω του

ψάξε

μόνο τη μνήμη σου

Διαφορετικά γκρεμίζεται

και

βυθίζεσαι.

Γιλά Μοσσάεντ, Δέρμα από πεταλούδες

Ο Περικλής με όλη την οικογένεια και τους μελλόνυμφους ήρθαν στην Ελλάδα με αφορμή τον γάμο του μικρού γιου, του «Τάσος». Είχε φύγει λίγο πριν από τα δώδεκα με τους γονείς στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας. Πριν τελειώσει το δημοτικό. Σχολιαρόπαιδο. Πρώτη φορά που ερχόταν από τότε. Στην αρχή ήταν και τα έξοδα βέβαια. Μετά συνεχώς το ανέβαλε. Δίσταζε. Σαν να φοβόταν να έρθει αντιμέτωπος με τα παλιά. Τελευταία κατάφερε να επανασυνδεθεί με συγγενείς. Το αποφάσισε επιτέλους. Ο γάμος θα γινόταν στη Σαντορίνη. Το γλέντι στο ξενοδοχείο «Ανδρομέδα» του πρωτεξάδερφου. Όλα είχαν ετοιμαστεί απ’ εκείνον κι από το προσωπικό του ξενοδοχείου. Κατέφτασαν αεροπορικώς στο «Μακεδονία». Ήθελαν να περάσουν πρώτα από το χωριό οικογενειακώς πριν φύγουν για Σαντορίνη. Θα έμεναν μια βραδιά σε μια θεία και θα έφευγαν την επομένη. Ο ίδιος θα επέστρεφε μετά τον γάμο να μείνει λίγο ακόμα. Ζήτησε να πάει πρώτα μια βόλτα μονάχος. Τους άφησε στη θεία και βγήκε.

Βαδίζοντας στο δρόμο κλότσησε μια πέτρα. Είχε χρόνια να το κάνει, πώς του ήρθε άραγε; Μικρός το συνήθιζε. Ασυναίσθητα πήρε τον δρόμο για το σπίτι. «Σαν να επιστρέφω από το σχολείο», μουρμούρισε. Το διώροφο απέναντι από την εκκλησία το είχαν αφήσει μισοτελειωμένο, όταν έφυγαν. Γιαπί.

Ήταν τότε αρχές της δεκαετίας του ’60 που ο κόσμος άρχισε να ανασκουμπώνεται κάπως. Πρόσφυγες σχεδόν όλοι στο χωριό άρχιζαν δειλά δειλά να χτίζουν τα σπίτια τους. Φτώχεια και ανέχεια ωστόσο. Κάποιοι είχαν φύγει εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα. Εργάτες στα υφαντουργία, μερικοί θυρωροί. Τα παιδιά πουλούσαν λαχεία. Δεν υπήρχαν πολλές δουλειές. Άρχισε η μετανάστευση στο εξωτερικό. Μετά, με τη Χούντα που σάρωσε τα πάντα, ήρθε κι έδεσε το πράγμα. Ο δρόμος της μετανάστευσης ανοίχτηκε ακόμη περισσότερο μαζί με εκείνον της προσφυγιάς. Ο κόσμος έφευγε όχι μόνο λόγω ανεργίας και ανέχειας αλλά και για να γλιτώσουν από τους ασφαλίτες. Πολλοί φοβούνταν μην τους μπουζουριάσουν. Οι περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες στη Γερμανία, αλλά και σε κάθε γωνιά της γης. Σουηδία, Καναδά, Αυστραλία. Το μισό χωριό είχε αδειάσει. Το σπίτι για χρόνια μαράζωνε μισοτελειωμένο, ώσπου πουλήθηκε.

Πέρασε την αυλόπορτα. Μπροστά του ορθωνόταν ένα φροντισμένο αγροτόσπιτο. Δεν του θύμιζε τίποτε από το γιαπί που είχαν αφήσει. Έφερε ένα γύρο την αυλή. Τίποτα, ετοιμάστηκε να πει και τότε είδε τη ροδιά λίγο πίσω από το σπίτι. Κρατούσε ακόμη, με τα λιγοστά ρόδια να παίρνουν να ροδίζουν. Την είχε φυτέψει ο παππούς, όταν έσκαψαν για τα θεμέλια του σπιτιού. Σφίχτηκε. Στα μάτια του πρόβαλε το χαμόσπιτο όπου ζούσαν όλοι μαζί, σε ένα δωμάτιο, ενώ χτιζόταν το διώροφο. Οι μολόχες πυρές από το κόκκινο στον ήλιο. Έκατσε λίγο στην αυλή. Ζήτησε να μπει μέσα να δει το σπίτι όπου ποτέ δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Ανέβηκε στο μπαλκόνι. Η εικόνα από τη φωτογράφηση με τη μάνα και την αδερφή στη σκάλα χωρίς κάγκελα, θολή. Έφυγε με έναν κόμπο στον λαιμό. Πήγε στα μνήματα. Στην παλιά εκκλησιά. Μετά κάθισε στο «Καφέ Λάκης». Τότε ήταν το «Καφεπαντοπωλείον, ο Νίκος». Αναζητούσε πρόσωπα να του θύμιζαν κάτι από τότε. Τόσα χρόνια ανάμεσα… Όλα ίδια… Όλα διαφορετικά, όλα αλλιώς.

Ζούσαν καλά στην Αυστραλία. Είχαν τις δουλειές, τα σπίτια τους. Προπάντων σχολεία, που άνοιγαν δρόμους για όλους. Παράλληλα, για τα δικά τους είχαν συλλόγους κι ελληνικά σχολειά, εκκλησιές. Βάφτιζαν κι έκαναν τελετές γάμων και κηδειών στις εκκλησιές τους. Όλα καλά, αλλά τους έτρωγε το σαράκι της νοσταλγίας. Όλο το απωθούσαν. Το ξεχνούσαν τάχα, κι αυτό όλο αναπηδούσε κι έβγαινε στην επιφάνεια στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Άντε, τις άυπνες νύχτες στο κρεβάτι εντάξει. Όταν ερχόταν και στις πιο χαρούμενες ή οδυνηρές στιγμές της ζωής, στους γάμους και στις κηδείες, ε τότε ήταν δύσκολα. Γίνονταν άνω κάτω κι άντε να κρυφτούν κι άντε να συνέλθουν.

Μιλούσε σπαστά ελληνικά ο Περικλής. Η προφορά ιδιαίτερη. Μίξη ελληνικής, τουρκικής και αγγλικής. Οι γονείς, Πόντιοι πρόσφυγες, τουρκόφωνοι. Στο σπίτι μιλούσαν τούρκικα. Στο σχολείο αγγλικά, στο ελληνικό σχολείο αγγλικά με λίγα ελληνικά. Η γυναίκα του, κι αυτή παιδί πρώτης γενιάς μεταναστών από τα Γιαννιτσά. Σλαβομακεδόνες. Στο δικό του σπίτι μπήκαν και τα σλαβομακεδονικά. Τα παιδιά γρήγορα απώθησαν τις μητρικές γλώσσες των γονιών. Προσπάθησαν να κρατήσουν λίγα ελληνικά πλάι στα αγγλικά που κυριαρχούσαν στο σχολείο και έξω. Έπρεπε να ενταχθούν, και η μεταναστευτική πολιτική κι εκπαίδευση βοηθούσαν πολύ. Ο ίδιος δεν σπούδασε, έγινε ένας πετυχημένος μαγαζάτορας. Μεγάλωσε με άνεση τα παιδιά και φρόντισε να σπουδάσει εκείνα. Τη μεγάλη, καρδιοχειρουργό τον μικρό, δικηγόρο. Και έφτασε η ώρα να τον παντρέψουν κι αυτόν. Αναστάσης, το όνομα του πατέρα. Τον φώναζαν «Τάσος».

Συνήλθε κάπως στο καφέ. Πήγε να πάρει τους δικούς του να κάνουν έναν γύρο στο χωριό. «Να γνωρίσετε τον τόπο μας», είπε με πάθος στα παιδιά. Μήπως θα έπρεπε να πω τον τόπο μου; διερωτήθηκε. Τον τόπο ΜΟΥ; αναρωτήθηκε για δεύτερη φορά και βυθίστηκε σε σκέψη.

Πέρασαν από το γήπεδο. Ο πατέρας ήταν τερματοφύλακας. Τον βλέπει να πέφτει μπροστά από το τέρμα να πιάνει την μπάλα. Κι ο ίδιος ήταν καλός. Μπορεί να γινόταν ποδοσφαιριστής, αν δεν έφευγαν. Το σχολείο… λουκέτο. Στην ταμπέλα δεν έγραφε «Διθέσιον Δημοτικόν Σχολείον Λειβαδοχωρίου». Ήταν Πολιτιστικός Σύλλογος Γυναικών πλέον. Η αυλή, παρατημένη. Τα λίγα γέρικα πεύκα, τα μόνα που επιβίωσαν από τον πευκώνα και τον οπωρώνα του σχολείου, ψυχορραγούσαν. Η αιωνόβια γκορτσιά στο κέντρο της αυλής με τη μεγάλη κουδούνα δεν υπήρχε πια. Αναρωτήθηκε για την κουδούνα. Μεγαλύτερη από την καμπάνα της εκκλησίας. Ήθελε να την ξανάβλεπε. Ηχούσε κιόλας στα αφτιά. Διάλειμμα. Να, το μικρό μαυράκι με το μονίμως σχισμένο από το παιχνίδι κάμποτο σορτσάκι. Πετάγεται από την πόρτα προς την αυλή. Βγάζει από την τσέπη το κουβάρι από κουρέλια. Παλιά ρούχα, που είχε κόψει και συρράψει η μάνα, για να υφάνει κουρελού. Το κλοτσάει, καλεί τους συμμαθητές να κάνουν παιχνίδι. Χαμήλωσε το βλέμμα, μην τον δουν τα παιδιά και η γυναίκα του. Όλα του φαίνονταν τόσο έρημα, τόσο ξένα. Ένιωσε να μετεωρίζεται στο κενό. Αυτά που έβλεπε απείχαν από τον τόπο του, τον τόπο της μνήμης. Απομυθοποιούσαν τις υπέροχες νοσταλγικές εικόνες της φαντασίας. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μέναμε με τις εικόνες της φαντασίας; Τον κυρίευσε θλίψη. Όμως οι εικόνες ήταν εκεί μέσα του αναλλοίωτες, σκέφτηκε στην προσπάθειά του να μη τον πάρει από κάτω. Από την άλλη ο τόπος μπροστά του, στην πραγματική διάσταση του παρόντος. Ίσως έτσι θα ήταν πιο εύκολο να έβρισκε ισορροπία και γαλήνη μέσα του, αναλογίστηκε χωρίς να το πιστεύει. Κομμάτια και θρύψαλα. Άντε να τα ενώσεις. Άντε να ράψεις τα κομμάτια σου σε ένα κορδόνι, να ξετυλίξεις το κουβάρι μέσα σου και να υφάνεις την κουρελού της ζωής σου. Όπως έραβε η μάνα με το βελόνι τα κουρέλια. Τα τύλιγε σε κουβάρι και τα ξετύλιγε στη συνέχεια, για να υφάνει την κουρελού, να τη στρώσει, να ζεστάνει το σπίτι, τις ψυχές τους. Έστρεψε το βλέμμα προς τον σπουργίτη, που πήρε με το ράμφος μια πευκοβελόνα από τη γη και χώθηκε βιαστικά κάτω από τα κεραμίδια, όπου έχτιζε τη φωλιά του.

* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη γεννήθηκε στο Λιβαδοχώρι Σερρών, είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια (Msc) της Σχολής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουψάλας καιεργάστηκε σε μονάδες Εκπαίδευσης, Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας στη Σουηδία και στην Ελλάδα, όπως και ως Εκπαιδεύτρια Εκπαιδευτών Ενηλίκων σε ομάδες Επιμόρφωσης ενηλίκων, Συμβουλευτικής γονέων και Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτών Ενηλίκων.
Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές
«Ο δρόμος»,εκδόσεις Δήμος Σερρών, 2006, «Συναισθηματικό αλφαβητάρι», εκδόσεις UNIVERSITYSTUDIOPRESS, 2009, «Διαδρομές», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015, «Λιγοστεύουν οι λέξεις», εκδόσεις Μελάνι, 2017, «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», εκδόσειςΡΩΜΗ, 2020, την συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας», εκδόσεις Αρμός, 2020, και μετέφρασε επιλεγμένους Σουηδούς ποιητές στο βιβλίο «Δέρμα από πεταλούδες Επιλογές σουηδικής ποίησης», εκδόσεις , 2018.