Από τη μια ο τόπος, πραγματικός ή φανταστικός, όπου τοποθετείται η αφήγηση, ο τόπος που κουβαλά την Ιστορία του και την Ιστορία που προστίθεται διαρκώς πάνω στην Ιστορία, η οποία συμπλέκεται και αλληλεπιδρά με τις «μικρές» ιστορίες των ανθρώπων και, από την άλλη, ο τόπος που κουβαλάμε μέσα μας. Παιδική ηλικία, οικογενειακό περιβάλλον, γενέθλιος τόπος – που καμιά φορά είναι άρρητα συνδεδεμένος με τον τόπο εξορίας, τη βίαιη μετακίνηση -, πατρικό σπίτι, μητρική γλώσσα; Ο τόπος που μας διαμόρφωσε, που διαμόρφωσε το βλέμμα μας πάνω στον κόσμο και καθόρισε, ερήμην μας ίσως, την ποιότητα του αποτυπώματος, του ίχνους που αφήνουμε πίσω μας.
Η ιστορία που γίνεται αφήγηση οφείλει την ύπαρξή της στον αφηγητή. Δεν υπάρχουν ιστορίες που να αφηγούνται μόνες τους τον εαυτό τους. Δίχως τον αφηγητή, δηλαδή το σύνολο των τόπων μέσα στο χρόνο, που τον διαμόρφωσαν, δεν γίνεται να υπάρξει ιστορία.
Αν και έχω μεγαλώσει σε χωριό, μια ατμόσφαιρα καθοριστικής ωραιότητας που έχει χαραχτεί με τη μορφή αρωμάτων και ποιότητας του φωτός μέσα μου, το σύνολο τού πεζογραφικού μου έργου κινείται σε αστικό περιβάλλον. Αστικό περιβάλλον με την μάτια ενός, τρόπον τινά, μετανάστη. Ενός ανθρώπου δηλαδή που φέρει στο αστικό περιβάλλον όλη τη σκευή του υπαίθριου τόπου. Που εμπλουτίζει με την ματιά του το αστικό περιβάλλον και εμπλουτίζεται από αυτό. Οι πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη κυρίως, φιλοξενούν ήρωες που δεν θα ήταν οι ίδιοι αν τα βήματά τους δεν τους οδηγούσαν στους δρόμους τους. Έχω μεγάλη αγάπη όμως και σε κείνα τα μεσοδιαστήματα του ταξιδιού. Όταν φεύγεις από κάπου για να πας κάπου αλλού. Μου αρέσει η αίσθηση της ρευστότητας, του ανοίγματος, της κίνησης, του κινούμενου και, γι’ αυτό, στατικού χρόνου, του τόπου που διαμορφώνεται εν κινήσει, του τόπου που είναι ανάμνηση, μνήμη, που είναι τόπος νοερός, επιθυμία, προσδοκία και όνειρο.
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το «Ακόμα φεύγει».
«Τσουλάει χαλαρά κατά μήκος της Εθνικής, στα δεξιά, μέσα στο παμπάλαιο Fiat που κάνει παράξενους θορύβους, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο κατεβασμένο παράθυρο, σιγοτραγουδώντας, με το παράθυρο του συνοδηγού επίσης ορθάνοιχτο και τα πράσινα φυλλώματα που την προσπερνούν από τα δεξιά και τα αριστερά κάνουν την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα, βίαια, με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό. Ο πρωινός ήλιος λάμπει δυνατά και ο αέρας μυρίζει χώμα και χορτάρι (…)
(…)Τα χιλιόμετρα διαδέχονται το ένα το άλλο, φεύγει, τ’ αφήνει όλα πίσω, ή μάλλον όλα μένουν πίσω, δεν φεύγει αυτή, αυτά φεύγουν, για μια στιγμή – αλήθεια μονάχα για μια στιγμή – ενώ ο αέρας πέφτει κατά ριπές πάνω στο πρόσωπό της και βλέπει τα δέντρα, τα βουνά, τη θάλασσα στο βάθος, νιώθει ευτυχισμένη, βαθιά και ακατανόητα και ολοκληρωτικά ευτυχισμένη, κλείνει τα μάτια και τα φαντάσματα εξαφανίζονται κι όταν τα ανοίγει πάλι, μπροστά της βλέπει μόνο το δρόμο. Είναι όλα αυτά μαζί και κάτι ακόμα. Είναι που κατάφερε να τον ξεχάσει.
Έστω για μια στιγμή».
* Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. «Το Μυστικό» κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ροές, η «Κλειστή πόρτα» το 2012 από τις εκδόσεις Πόλις και το «Μόνο ο αέρας ακουγόταν» το 2016 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το 2014 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Ακόμα φεύγει» από τις εκδόσεις Πόλις. Τελευταίο έργο της είναι το μυθιστόρημα «Φανή» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2020 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Αυγή» στην κριτική βιβλίου.