Ήταν κάποτε ο Κώστας Αξελός που υποστήριζε με εμφαντική σταθερότητα πως είμαστε όλοι αποσπάσματα του κόσμου. Κι ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης που σημείωνε πως ένας πολιτισμός επιβιώνει στην ιστορία, όταν εξακολουθεί να πιστεύει, έστω και διολισθαίνοντας συνειδητά προς τον ανορθολογισμό, πως ζουν νεράιδες και ξωτικά εκεί έξω που διαφεντεύουν το φυσικό χώρο. Και συνέχιζε λέγοντας πως αν τούτο το στοιχείο που νιώθει τη φύση ως ζων υποκείμενο εκλείψει, τότε οδηγούμαστε ανεπίστρεπτα προς την καταστροφή.
Όλα τούτα έρχονται, ή καλύτερα στροβιλίζονται, συνειρμικά στο νου διαβάζοντας το «Τζίντιλι» (στα βλάχικα ανεμοστρόβιλος), του Δημήτρη Χριστόπουλου, όπου ο άνεμος παραμένει σ’ όλη την έκταση των σελίδων στοιχείο πρωτογενές και στοιχειό, που επιβιώνει της οικολογικής καταστροφής και καλείται εξ ορισμού και εκ φύσεως να μαρτυρήσει στους επόμενους τα αποτυπώματά της, έχοντας αποθηκεύσει μέσα από το πέρασμά του και τις καθημερινές επισκέψεις του στις φωλιές των ανθρώπων απώλειες, πάθη, διαμαρτυρίες, κραυγές, κατολισθήσεις, αρρώστια, πόνο, θάνατο, τέφρα.
Ο Χριστόπουλος οικοδομεί ένα μυθιστόρημα συμπαντικών διαστάσεων, επιχειρώντας να φύγει απ’ το επικαιρικό και να εγγίσει διαχρονικότερες ιστορικές και ανθρώπινες συνθήκες. Για τούτο και ο λόγος γίνεται συχνότατα προφητικός, όχι μόνο μέσα από την υποβλητική αφήγηση των πρώτων σελίδων, όπου οι σκηνές αποκάλυψης είναι καθηλωτικές, όσο κυρίως μέσα απ’ τις εμβόλιμες κουβέντες της μάμμας Σόμαινας, της γυναικείας εκείνης μορφής, που λειτουργεί σαν διαμεσολαβητής ανάμεσα στο σύμπαν και την ιστορία μεταφέροντας, μάταια δυστυχώς, τις σιωπηλές επιταγές της φύσης στο αλαζονικό ανθρώπινο υποκείμενο.
Τούτο καθόλου δε σημαίνει πως αρνείται ο συγγραφέας την ιστορικότητα, ή ότι χάνεται σε μια ακαθόριστη νεφελώδη υπερβατικότητα και ιδεαλισμούς, ή ακόμα ότι τα πρόσωπά του δεν έχουν χωμάτινη υφή. Κάθε άλλο. Το «εδώ» είναι ο χώρος, το «τώρα» και το «άμεσα» είναι ο χρόνος. Ο πηλός είναι το υλικό των ηρώων και το υλικό της γραφής. Άλλοτε εύπλαστος και διαμορφούμενος μέσα απ’ τις προδοσίες και τις απογοητεύσεις που συσσώρευσαν τα οικονομικά οράματα για δήθεν πρόοδο κι άλλοτε σκληρυμένος κι άκαμπτος από τη βιωμένη εμπειρία του εμφυλίου, ή και από εμμονές βαθύτατα εμπεδωμένες, γι’ αυτό και νομοτελειακά εύθραυστος, που ραγίζει και σπάζει τελικά σε χίλια κομμάτια, διαλύοντας τα υποκείμενα στα εξ ων συνετέθησαν.
Το κατεστραμμένο τοπίο της Εορδαίας, που είναι ο κατεξοχήν χώρος δράσης των υποκειμένων του μυθιστορήματος, δεν δείχνει εξαρχής το πρόσωπό του, ούτε γεννά υποψίες για τον θάνατο που κρύβει στα σπλάχνα του. Φοράει κοστούμι ανάπτυξης, θέσεων εργασίας, ευημερίας. Οι μηχανές κι ο όγκος τους εντυπωσιάζουν, υπόσχονται. Κι όταν το φόντο σκουραίνει απ’ το κάρβουνο και την τέφρα, οι εσωτερικοί μονόλογοι των ηρώων, τα σηκωμένα χέρια τους δεν βρίσκουν πουθενά ανταπόκριση, δεν συγκινούν κανέναν κι ας παλεύει ο άνεμος να αγκαλιάσει τις κραυγές, να τις χωνέψει μέσα του και να τις κουβαλήσει. Οι Τζίντες, οι νεράιδες των βουνών, έχουν πια εξεγερθεί, έχουν αγριέψει, έχουν οριστικά επαναστατήσει. Η ύβρις έχει διαπραχθεί. Μπροστά στα μάτια μας, μαζί με την πλαγιά που κατολισθαίνει και καταπλακώνει ανθρώπους στα πληγωμένα σπλάχνα της Πτολεμαϊδας, κατολισθαίνει συνολικά και το μοντέλο ανάπτυξης που δε σέβεται φύση, άνθρωπο, κοινωνία.
Γυμνό τοπίο, χωρίς μαλλιά, που κοιτάζεται στον καθρέφτη και δεν αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Ένας ένας περνούν από τον καθρέφτη του Χριστόπουλου οι ήρωές του. Τους σμιλεύει προσεκτικά κι ύστερα τους βάζει τρυφερά να εξομολογηθούν με τη σειρά μπροστά στον αναγνώστη του, αλλάζοντας αριστοτεχνικά κάθε φορά την οπτική της αφήγησης. Ο Γιάννος, αυτή η αμφιλεγόμενη πολυυπόστατη προσωπικότητα, ο Γρηγόρης, ο Λεωνίδας, η Βασιλική, η Μάγδα. Οι εξομολογήσεις τους ειλικρινείς και καθηλωτικές, φανερώνουν καθαρά αυτό που στην αντίληψή μου τουλάχιστον αποτελεί μια από τις βασικές ορίζουσες του βιβλίου. Πως η διαπλοκή, ο σύνδεσμος καλύτερα του ανθρώπου με το τοπίο του, δεν είναι ούτε λεπτομέρεια ούτε επιλογή. Είναι δεσμός ακατάλυτος, μια πρωτογενής συνθήκη που μας εμπεριέχει και που αν καταλυθεί, θα μοιάζει αδύνατο να δούμε τέρμα στον κατήφορο.
Νόμοι φυσικοί, αδιαπραγμάτευτοι, αδιατάρακτοι, που μας ξεπερνούν κι ας καμωνόμαστε τους υπεράνθρωπους. Οι Τζίντες των βουνών προειδοποιούν, ουρλιάζουν, σφυρίζουν, στέλνουν τον άνεμο αγγελιοφόρο. Κι εκείνος στροβιλίζεται χωρίς ανάπαυση, αλλά και χωρίς ελπίδα, θρηνώντας στο διάβα του ανθρώπους και τόπους. Τα Σόθιψα, το χωριό που διαδραματίζεται τούτη η οικολογική κι ανθρώπινη τραγωδία, γίνονται τελικά ο ομφαλός όλου του πλανήτη, το κέντρο βάρους του.
Κι ο άνεμος παίρνει την τέφρα του κατεστραμμένου χωριού για να τη μεταφέρει παντού. Στοιχειωμένος κι αυτός, βρικολακιάζει σφυρίζοντας μέρα και νύχτα απελπισμένα, αποζητώντας να λευτερωθεί απ’ τις σελίδες του βιβλίου, να μην ξαναγίνει μάρτυρας τέτοιου χαλασμού, να βρει ανάπαυση η περιδίνησή του, τουλάχιστον στο νου και στην καρδιά του αναγνώστη, για να ησυχάσει κάποτε, να γαληνέψει. Και θα είναι ίσως αυτή, του αναγνώστη εννοώ η αφύπνιση, η μόνη ελπίδα. Το ύστατο και μέγιστο κέρδος.