– Η ονομασία ενός τόπου, του κάθε τόπου, από κάπου προέρχεται και κάτι (όχι πάντοτε προφανές) σημαίνει, κάποιο γεωγραφικό χαρακτηριστικό ή γεγονός χαμένο στο παρελθόν ενός παλιού μύθου ή της Ιστορίας. Πάντως ακόμη κι αν κάτι κάποτε συνέβη κι έκτοτε μνημονεύεται, οι τόποι δεν παύουν να υφίστανται και τα μεταγενέστερα συμβάντα που έρχονται κι επικάθηνται και παράγουν και άλλα, καινούργια νοήματα και στρώματα νοημάτων για τους νεώτερους. Γι’ αυτό και πιστεύω πως οι τόποι εκτός απ` ό,τι σημαίνουν, ομιλούν αφ` εαυτών και αφηγούνται κάθε εποχή και κάτι το διαφορετικό, το επιπλέον του παλίμψηστου της Ιστορίας και της μικροϊστορίας, το πολλές φορές διαφορετικό και ιδιαίτερο για τον καθέναν μας.
– Οι σπουδαίοι συγγραφείς των μεγάλων ταξιδιωτικών αφηγήσεων αλλά και οι της μικρότερης κλίμακας, οι Αθηναιογράφοι για παράδειγμα , είναι όλοι αξιοθαύμαστοι. Μ’ αρέσει να τους διαβάζω, ιδίως τους παλαιότερους γιατί κάτι μου μαθαίνουν, αλλά αδυνατώ να ακολουθήσω το παράδειγμά τους. Και μολονότι γράφω χωρίς να περιγράφω, έχω πάντοτε υπ’ όψιν μου την κάθε λεπτομέρεια του τοπίου, της περιοχής, ακόμη και του πιο ασήμαντου δωματίου μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η κάθε σκηνή. Και είναι πράγματι αυτή η γνώση και κυρίως η αίσθηση του χώρου και του κλίματος μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες του έργου που συχνά με κινητοποιεί κι εμένα και γράφω.
Στο μεταξύ, ο Δημήτρης έξω από τον σταθμό του Θησείoυ περιμένει. Την έχει στήσει στο πεζοδρόμιο –δρόμος και πεζοδρόμιο είναι στην πραγματικότητα το πάνω μέρος της γέφυρας κάτω από την οποία περνάνε τα τρένα– ακουμπάει στο στηθαίο της γέφυρας, όπως κάνουν όλοι όσοι δίνουν στον σταθμό τα ραντεβού τους, και περιμένει. Ποιος περαστικός θα ρίξει μια παραπανίσια ματιά στους νεαρούς που στέκονται σε αυτό το σημείο της γέφυρας και δεν θα παρεξηγηθεί; Κάπου αλλού, το ίδιο χασομέρι θα θεωρηθεί ύποπτο και οι νεαροί μας εκ των προτέρων ένοχοι κι έτοιμοι να κάνουν κάτι που ούτε καν το έχουν σκεφτεί, αλλά σε αυτό το σημείο του σταθμού και της γέφυρας μπορούν να περιμένουν όσο θέλουν. Ακόμη και εκείνον τον Απρίλιο (είναι η άνοιξη του 1974) μερικοί παλιοί κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν και κανείς δεν θα βρεθεί να πει για το χασομέρι τους κουβέντα.
Ζούμε, πράγματι, σε καιρούς δύσκολους και πονηρούς: Ο Ταξίαρχος ο οποίος εκείνο τον Απρίλιο κυβερνάει τη μικρή μας χώρα δεν έχει ένα συγκεκριμένο αξίωμα, δεν είναι, ας πούμε, ο πρόεδρος της χώρας ή ο πρωθυπουργός και ίσως γι’ αυτό οι εφημερίδες σπάνια αναφέρουν το όνομά του. Ακόμα πιο σπάνια δημοσιεύουν τη φωτογραφία του – την ίδια πάντοτε υπηρεσιακή φωτογραφία του στρατού, από την οποία κανείς που δεν τον ξέρει δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τον αναγνωρίσει. Ο «αόρατος δικτάτορας», όπως αποκαλείται, προτιμάει να κρύβεται κάπου στα παρασκήνια και από εκεί να κινεί τα νήματα. Περνάει απαρατήρητος με αυτόν τον τρόπο και ταυτόχρονα είναι πανταχού παρών. Και όμως. Ο πολύς κόσμος που ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν γνωρίζει – γενικά οι πληροφορίες είναι τότε λιγοστές– ξέρει ότι ο Ταξίαρχος είναι ανύπαντρος, και, ακόμα περισσότερο, το υποπτεύεται και το καταλαβαίνει ότι, κατά βάθος, ο Ταξίαρχος είναι ένας άνθρωπος πολύ ντροπαλός. Και μολονότι από έναν τέτοιο άνθρωπο όλα μπορείς να τα περιμένεις, ορισμένοι παλιοί κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν. Εντέλει ο κύριος Θόρντον Ουάιλντερ έχει και σε αυτό το σημείο δίκιο: Ανεξάρτητα από το ποιος και πώς κυβερνάει, εκεί έξω στον σταθμό του Θησείου, όπου δίνονται τα ραντεβού, ο Δημήτρης μπορεί να περιμένει όσο θέλει και κανένας περαστικός κύριος δεν θα τολμήσει να μας πει, για το χασομέρι του, κουβέντα.
Άνοιξη και πονηρός Aπρίλης του 1974, λοιπόν, λίγο μετά το σούρουπο και λίγο προτού αρχίσει μια ζεστή και πολύ γλυκιά βραδιά, καθώς βγαίνω από τον σταθμό, πέφτω πάνω στον Δημήτρη. Τον βλέπω ξαφνικά μπροστά μου σαν φάντη μπαστούνι, την τελευταία στιγμή, όταν έχω πλησιάσει στα τρία μέτρα, και αμέσως μετά τον ακούω να λέει ότι βρίσκεται εκεί έξω και με περιμένει (εγώ, λέει, είμαι αυτός που περιμένει) από τις πέντε το απόγευμα. Εκεί, στο πεζοδρόμιο –που στην πραγματικότητα είναι ένα κομματάκι της γέφυρας κάτω από την οποία περνάνε τα τρένα– ο Δημήτρης από τις πέντε το απόγευμα περιμένει, λέει, να δει εμένα που θα πρέπει, ερχόμενος από τη δουλειά με ένα από αυτά τα δεκάδες τρένα, να βγω κάποια στιγμή από τον σταθμό για να πάω στο σπίτι. Δεν περιμένει πολύ, λέει, άσχετα αν προ πολλού έχει σκοτεινιάσει, άσχετα αν η ώρα θα πρέπει να είναι ήδη οκτώ (αν δεν ήταν οκτώ ας ήταν εφτάμισι, ας ήτανε κι εφτά), μόνο καμιά μισή ώρα, περιμένει, λέει και γελάει ολόκληρος και απ’ όλες τις μεριές.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να περιμένoυν κάποιον άλλο με τις ώρες, χωρίς να είναι καν βέβαιοι ότι αυτός ο άλλος κάποτε θα ‘ρθει; Εγώ γνώρισα έναν. Ο οποίος, αν αργείς να σχολάσεις από τη δουλειά, δεν εκνευρίζεται καθόλου. Ο οποίος είναι τόσο καλόβολος, ώστε και σε καθορισμένο ραντεβού να τον έστηνες και πάλι δεν θα τον πείραζε καθόλου. Είναι ένας διαχυτικός άνθρωπος ο Δημήτρης, ο οποίος δεν θέλει να βρει κάπου να κοιμηθεί, δεν έχει απορίες να λύσει και, εκείνο τουλάχιστον το βράδυ, τα μπλεξίματα του θείου του τα έχει ξεχασμένα. Σκοτώνει τον χρόνο του, εκείνο το βράδυ ο άνθρωπος. Πηγαινοέρχεται στο πεζοδρόμιο πάνω στη γέφυρα και με ανιδιοτέλεια σκοτώνει τη μία μετά την άλλη τις ώρες. Όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή κουράζεται. Σταματάει το πηγαινέλα και στέκεται. Έχει κιόλας αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ένα ένα τα φώτα ανάβουν και αυτός ούτε που το έχει καταλάβει. Ο καιρός είναι τόσο καλός, καθώς πέφτει το βράδυ! Η ατμόσφαιρα ζεστή και ταυτόχρονα καθαρή, με την άνοιξη τριγύρω στην πλατεία και με τον κόσμο να βγαίνει από τα τρένα, να προσπερνάει και να τρέχει για το σπίτι. Ο Δημήτρης ακουμπάει με τους αγκώνες στο στηθαίο της γέφυρας και προτείνει τα πόδια. Κάνει γωνία με τα πόδια για να στηρίξει το κορμί και σε αυτήν την, σχεδόν ασυμμάζευτη, στάση βρίσκει ξεκούραση και χαλαρώνει. Ρίχνει ύστερα πίσω το κεφάλι και από εκεί κοιτάει τον κόσμο που προσπερνάει κι είναι σαν να μην κοιτάει. Αυτός κοιτάει, χωρίς ίσως να κοιτάει, όσοι προσπερνάνε τον βλέπουν, νομίζουν ότι πράγματι δεν κοιτάει, βλέπουν τον αθώο τρόπο με τον οποίο κοιτάει ή δεν κοιτάει και ίσως τον θυμηθούν λίγο αργότερα εκείνο το βράδυ στο σπίτι.
Είναι όλα πολύ ωραία εκείνο το βράδυ στον σταθμό και στην πλατεία. Τόσο ωραία που θα ήθελες ποτέ να μην τελειώσουν. Και αυτό βέβαια είναι αδύνατον. Κάτσε όρθιος και περίμενε. Μπες στο πετσί αυτουνού που περιμένει. Μετά από πόση ώρα; Μετά από μισή, μετά από μιάμιση ώρα, ο ωραίος αυτός ρόλος του ανθρώπου που περιμένει, όπως και όλα τα πράγματα, κουράζει, τον μπουχτίζεις, και ο άνθρωπος, δηλαδή ο Δημήτρης πώς να το κάνουμε – όλη αυτή την ώρα πραγματικά περιμένει. […]
* Ο Γιώργος Συμπάρδης γεννήθηκε το 1945 στην Ελευσίνα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και σκηνοθεσία κινηματογράφου σε Αθήνα και Λονδίνο. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τη νουβέλα Μέντιουμ το 1987, η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Ο άχρηστος Δημήτρης, το 1998, το οποίο είχε εξίσου θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς. Το 2012 το μυθιστόρημά του Υπόσχεση γάμου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) και με το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Το 2013 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Το 2015 κυκλοφόρησε η νουβέλα του Μεγάλες γυναίκες. Τα Αδέλφια είναι το πέμπτο πεζογραφικό του έργο, το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 2019 από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης».