Κολλάζ τόπων και ιδεών
Εδώ, στο βράχο όπου στέκομαι, στην άκρη του γκρεμού, την πάτησε κάτω ο άντρας της με το γόνατο στο λαιμό, σαν να ‘ταν προβατίνα για σφάξιμο και γύρω το χωριό να κοιτάει. Κι αυτή, γυναίκα όμορφη, ψηλή και καρδαμωμένη –πρωτοξαδέρφη την είχα απ’ τη μεριά του πατέρα-, σερνόταν τρομαγμένη πια στην κόψη του γκρεμού. Μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ανήμπορη και βουβή κάτω στο χώμα, τον κοίταγε και εκλιπαρούσε με κλαμένα μάτια. Το βλέμμα της χαμένο στη σκόνη που σήκωναν τα τσαρούχια του άντρα της. Τσαρούχια δίχως φούντα. Οι φούντες είναι για τις γιορτές και τις εκκλησιές του κάμπου, δε χωρούν σε σφαγές στα κατσάβραχα του Σουλίου.
Οι εναρκτήριες φράσεις από το «Μαύρο Φυλαχτό» (εκδ. Ψυχογιός, 2017) που καταγράφω παραπάνω, συνέβησαν μες στη φαντασία μου στο προεπαναστατικό Σούλι. Επισκέφτηκα το γενέθλιο τόπο των προγόνων αρκετές φορές, πριν γράψω το βιβλίο. Τον έχω πατήσει αυτό τον βράχο. Υπάρχει. Και λειτουργεί ως χρονομηχανή.
Στον «Γιο μας» (εκδ. Ψυχογιός, 2020), αν και πρόκειται για σύγχρονο μυθιστόρημα, χρησιμοποίησα τον τόπο διαφορετικά:
«Μακριά απ’ το τρελοχώρι!» λένε για τον Αϊ-Γιώργη σε όλα τα γύρω χωριά, και με το δίκιο τους. Πεντακόσιοι ενενήντα κάτοικοι με την τελευταία απογραφή, πέντ’ έξι φευγάτους έχει σίγουρα.
Ακόμα, όμως, κρατιέται το χωριό, δεν ερήμωσε. Το διέσωσε απ’ τη λήθη ο πρόεδρος. Ίσως γιατί είναι κοντά στα σύνορα και έχει λιβάδια απέραντα που τρέφουν τα κοπάδια. Έχει μηλιές, καστανιές, αμπέλια και καλά νερά, το μικρό οροπέδιο που σπέρνουν απ’ όλα, και στην άκρη του χωριού το νταμάρι και το παλιό νεκροταφείο από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Έχει ακόμα και πολιτιστικό σύλλογο. Αν δεν ήταν ο πρόεδρος, ο σωτήρας, θα είχε χαθεί το χωριό από τον χάρτη. Όπως τόσα και τόσα χωριά.
Ο καφετζής, που το παίζει πολυδιαβασμένος, σαν κερνάει τσίπουρο τους ξένους και ζαλιστούν, τους ξεφουρνίζει ότι σε αυτό το χωριό ήταν που ο Ζορμπάς χόρεψε στην κηδεία του γιου του. Αν δεν τον πιστεύουν, τους σέρνει μεθυσμένους ως το νεκροταφείο για να τους δείξει έναν μικρό τάφο χωρίς μάρμαρα και γραφές, με έναν σταυρό που τον έφαγε η υγρασία κι ορκίζεται πως η βάβω του πήγε στην κηδεία. Κι ας είναι ψέμα, μια εξυπνάδα, για να ανεβεί ο τουρισμός.
Τούτο το χωριό από τον «Γιο μας» είναι ένας σύγχρονος τόπος που πηγάζει καθαρά από τη φαντασία μου. Τον γέννησε ο οίστρος και οι τρελοί του Σαίξπηρ. Όμως το σπίτι στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω, το σπίτι του κεντρικού ήρωα, παρόλο που στο βιβλίο είναι οργανικό μέρος του ίδιου φανταστικού χωριού, έχει κάτι ξεχωριστό. Υπάρχει στα αλήθεια αυτό το σπίτι, είναι το σπίτι της οικογένειάς μου στο χωριό. Σε ένα χωριό που δεν είναι στα σύνορα, όπως ο Αϊ-Γιώργης, αλλά σε ένα χωριό με ένα βράχο ψηλό από όπου γκρεμίστηκαν οι Σουλιώτισσες.
«Οκτάσφαιρη, επαναληπτική, αθάνατη», έλεγε ο πατέρας για την καραμπίνα, Θεός σχωρέσ’ τον. Μου έδωσε το σπίτι όπου μένουμε, στο ύψωμα, κι ατενίζουμε από ψηλά όλο το χωριό στην πλαγιά, τις καρυδιές, τα κυπαρίσσια και την εκκλησία στην πλατεία.
Το σπίτι μας στο ύψωμα ήταν κάποτε το σπίτι του αγά του χωριού, έτσι λένε. Πάνε εκατό τόσα χρόνια που έφυγαν οι Τούρκοι, παλιό σπίτι, φτιαγμένο με πέτρα και σκεπή από πλάκες, αλλά ο πατέρας έβαλε εργάτες και έφτιαξαν σκεπή με κεραμίδια για να μη στάζει, το συγύρισε καλά και το σπίτι κρατούσε».
Για μένα λοιπόν η τεχνική είναι μεικτή στη κατασκευή του τόπου. Ξεκινώντας από αυτό που έχει πει ο Βαλτινός, ότι η λογοτεχνία είναι ζήτημα προσωπικό, χρησιμοποιώ την αλήθεια και τη φαντασία ως φλεγόμενα κράματα που βρίσκουν διέξοδο στο χαρτί. Στις ιδέες, στους ήρωες, και φυσικά, στους τόπους.
* Ο Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Έχουν εκδοθεί πέντε μυθιστορήματά του, τελευταία από τα οποία είναι ο ΓΙΟΣ ΜΑΣ και το ΜΑΥΡΟ ΦΥΛΑΧΤΟ που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Επίσης, έχει βραβευτεί από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδoς για τα μεγάλου μήκους σενάριά του Το 13o υπόγειο και H χύτρα. Ζει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής.