Scroll Top

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη – Μεταμφιέσεις

   Την πλησίασε και χωρίς να το πάρει είδηση, της έκοψε τα μαλλιά. Αμέσως μετά, σε δέκατα του δευτερολέπτου, έβαψε τα απομεινάρια των μαλλιών της ξανθά, όπως η ίδια δεν θα διανοούνταν ποτέ της να κάνει. Όταν, μέσα στον ύπνο της, το κατάλαβε, χωρίς να τολμήσει να τα δει στον καθρέφτη, πήρε, έντρομη, να τα αλείφει με λάδι, βέβαιη ότι έτσι τα σκούραινε, αλλά και πάλι δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Λογάριασε μόνο πως ύστερα από πολλούς μήνες, στο τέλος του χρόνου, τα ξανθά μαλλιά θα μάκραιναν, θα ξαναγίνονταν καστανά και πάλι δικά της. Σκέφτηκε ακόμη πως μετά από αυτή την απαίσια σκανταλιά σε βάρος της, θα γινόταν προσεκτική. Ίσως να μη μιλούσε σε όποιον ξεφύτρωνε μπρος της και της έπιανε κουβέντα, στο δρόμο, στο καφενείο, στις αίθουσες συνεδρίων και εκθέσεων. Μπορεί να γινόταν πιο ψύχραιμη με τις τέχνες και πιο συγκρατημένη στα επιφωνήματα με τα οποία, ως τότε, γέμιζε τους χώρους των εκθεμάτων, χωρίς να λογαριάσει ποιους ενοχλούσε.
Πέρασε, έτσι, πολύς καιρός χωρίς να πάψει να αναρωτιέται ποιος σκάρωσε, στ’ όνειρό της, αυτό το θρασύτατο παιγνίδι σε βάρος της. Ασφαλώς, κάποιος κοντινός της, αθέατος. Μάγειρας αστείων σε βάρος των άλλων που τον διασκέδαζαν. Αν είχε τη δύναμη και την άδεια από τους επικούς και τους τραγικούς, δεν θα δίσταζε να κάνει την Φαίδρα, Αντιγόνη, την Αντιγόνη ωραία Ελένη ή Πάρη τον Αχιλλέα, αν και τους ήρωες, θα το σκεφτόταν πολύ, πριν τολμήσει να τους παραμορφώσει, γιατί, όσο για τόσο μυαλό είχε για να σκεφτεί πως καμιά Αντιγόνη του Σοφοκλή δεν θα επέτρεπε να γίνει η ωραία Ελένη του Ομήρου και καμιά από μηχανής Αθηνά του Ευριπίδη, Αφροδίτη σε στίχους του Οβίδιου.
Άφησε, έτσι, θεούς και ημίθεους, θεές και ηρωίδες στην ησυχία τους, και προσγείωσε τη φαντασία της σε λαϊκές φιγούρες σαν αυτές που ενέπνευσαν τον Βέρντι, τον Μπιζέ, τον Ροσίνι. Αυτό που κυριολεκτικά θα ξετρέλαινε έναν αναιδέστατο σκανταλιάρη στις λαϊκές γυναίκες και, βέβαια, δεν θα δίσταζε ούτε λεπτό να το κάνει, ήταν να μεταμφιέζει όσες διψούσαν να μεταμορφωθούν. Μια καλή κεντήστρα που ήθελε, με τα πολλά μπορούσε να την κάνει ποιήτρια, κακή έως μέτρια, με τους στίχους της να εκθειάζουν τα κεντήματα στα σεντούκια. Μια νοσοκόμα που ήθελε, μπορούσε να γίνει γιατρός, μια κοπέλα, αγόρι, ένα αγόρι, άγγελος κοκ. Καμιά δεν αμφέβαλε ότι ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να ξαναγίνει, αρκεί να το αποφάσιζε, από μέτρια ποιήτρια σπουδαία κεντήστρα, από τρυφηλό αγόρι αγοροκόριτσο κοκ.
Με αυτή τη βεβαιότητα, οι μεταμορφώσεις δεν άργησαν να ξεπέσουν σε μασκαρέματα. Με τον καιρό, έπαιρναν κι έδιναν οι μεταμφιέσεις σα νά ΄ταν όλο το χρόνο, αποκριά. Κανείς δεν θυμόταν τι ακριβώς ήταν μια μεταμόρφωση που κάνει τον ιεροφάντη εξεταστή, τον σαλταδόρο προφήτη, τον δαίμονα, ποιητή.

Post cover: Barbara Kroll