Scroll Top

Ανδρέας Αντωνιάδης – Το καφέ παλτό (Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων “Μικρού Μήκους”/ εκδόσεις Βακχικόν)

15 Ιανουαρίου 1972, Μόναχο, Δυτική Γερμανία.    … Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ακριβώς είχε αντιληφθεί να τον παρακολουθεί ο άντρας με το καφέ μακρύ παλτό.
Δεν ένοιωθε βέβαια ένοχος για κάτι που θα τον έκανε να ανησυχήσει. Μαζί όμως με την απορία, τρύπωσε μέσα του κι ένας ασήμαντος φόβος. Πολλά λέγονται και συμβαίνουν στις μεγαλουπόλεις…
Του ήταν αδύνατο να ταξινομεί τις σκέψεις του εν κινήσει, γι’ αυτό μπήκε στην πρώτη καφετερία που συνάντησε, «Στου Λέοπολντ». Αφού παράγγειλε τα σχετικά κι άναψε τσιγάρο, ελπίζοντας πάντα πως ο άγνωστος θα απέφευγε τη μπουρζουαζί καφετερία, προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
– Πώς ξεκίνησε η μέρα του;
Μια μέρα χειμωνιάτικη, γκρι, όχι όμως βροχερή, άρα κατάλληλη για άσκοπη περιπλάνηση. Συν τοις άλλοις, το εβδομαδιαίο ραντεβού του με τον Υπεύθυνο των Ξένων Υποτρόφων στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, ήταν για το απόγευμα.
Και αποφάσισε να ενδώσει στα άσκοπα.
Πήρε το τρόλεϊ που τον κατέβασε στην Ζέτλιγκερτορπλάτς κι ύστερα περπάτησε όλη τη Ζοννενστράσσε όσο πιο αργά μπορούσε, χαζεύοντας ο,τιδήποτε είχαν οι βιτρίνες της αριστερής πλευράς. Θαύμασε την ταχύτητα εξαφάνισης του χριστουγεννιάτικου στολισμού της πόλης και την αντικατάστασή του με τον αποκριάτικο.
Ήταν σίγουρος πως ούτε στο τρόλεϊ ήταν ο άγνωστος, μα ούτε και στο σεξ-λάτεν που μπήκε και ξόδεψε μερικά μάρκα διασκεδάζοντας με τρίλεπτες πορνοταινίες. Ίσως όμως και να μην τον είχε αντιληφθεί, γιατί όσο να ‘ναι το σεξ είναι πάντα σεξ, είτε αντιμετωπίζεται σοβαρά όπως στο κρεββάτι, είτε χλιαρά, όπως στα πολυάριθμα καταστήματα του είδους.
Πιο ύστερα μπήκε στο «Κάουφχοφ» – από τα πιο γνωστά μεγάλα καταστήματα της πόλης – και αφού αγόρασε στο ισόγειο κάτι για να μασουλά στάθηκε στην κυλιόμενη σκάλα, που τον ανέβασε κινηματογραφικά στον πρώτο όροφο.
Εξακριβώνοντας πόσο νόστιμα ήταν τα καραμελωμένα φυστίκια με κανέλα, θέλησε να αγοράσει ξανά και στράφηκε αμέσως στην κυλιόμενη σκάλα-κάθοδο, για το ισόγειο. Ναι, ναι, τότε ήταν που διασταυρώθηκε για πρώτη φορά με τον άγνωστο που ανέβαινε κυλώντας. Ούτε που πρόφτασε ο τύπος να αποσύρει το βλέμμα του!
Το κόλπο με την κάθοδο-άνοδο στις κυλιόμενες, το έκανε και μεταξύ τρίτου και τέταρτου ορόφου κι έτσι σιγουρεύτηκε πως το μακρύ καφέ παλτό τον ακολουθούσε.
Ποτέ του δεν συμπαθούσε τη παρακολούθηση, έστω κι αν στα τριάντα τόσα χρόνια του χρειάστηκε μια-δυο φορές να κάνει τον ένα ή τον άλλο ρόλο, κυρίως για ερωτοδουλειές. Το θέμα όμως τώρα γινόταν ολοένα και πιο εκνευριστικό, ειδικά όσο σκεφτόταν πως σε μια πολυπληθή ξένη πόλη που σε ξέρουν μόνο οκτώ άνθρωποι, αρχίζει ένας ένατος να σε παρακολουθεί!
Ο άγνωστος, εκτός από το καφέ μακρύ παλτό, δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Λίγο μελαχρινός, λίγο κατσαρομάλλης, τυπικά μεσογειακός. «Το Μόναχο είναι γεμάτο από τέτοιες φάτσες, ειδικά στις περιοχές κοντά στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπου συχνάζουν κυρίως οι πολιτικοί, μα και οι οικονομικοί μετανάστες από την Ιταλία, την Ισπανία, την Τουρκία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα», σκέφτηκε. «Ο καγγελάριος Χέλμουτ Σμιτ ακολουθούσε την πολιτική του προκατόχου του, Βίλλυ Μπραντ: Άνοιγμα στις χώρες με οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ακόμα και κυρίως στην Ανατολική Γερμανία, για να διαλυθεί το ψυχροπολεμικό κλίμα και να πετύχει τον ονειρεμένο στόχο, να πέσει το Τείχος, να ενωθούν τα δύο Βερολίνα και οι δύο Γερμανίες.»
Εύκολο είναι να απαλλαγείς από μια παρακολούθηση, στα Μεγάλα Καταστήματα, ακόμα και να χαθείς εσύ ο ίδιος, ειδικά στον όροφο με τα Παιχνίδια.
Έτσι τουλάχιστον πίστευε, βγαίνοντας από το «Κάουφχοφ», μέχρι που είδε τον άγνωστο να βρίσκεται μόλις τρία μέτρα πίσω του. Βιάστηκε να απομακρυνθεί, να μπει στην υπόγεια διάβαση για πεζούς και να βρεθεί στη μεγάλη αίθουσα του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού, τον Μπάνχοφ, όπως είχε συνηθίσει να τον λέει κι αυτός στα γερμανικά.
Προχώρησε στο περίπτερο με τα ξενόγλωσσα έντυπα, αγόρασε μια ελληνική εφημερίδα κι ένα περιοδικό ποικίλης ύλης (κατάλοιπα των πρώτων ημερών του στο Μόναχο) κι ύστερα βρέθηκε μπροστά στην πλατφόρμα των τραίνων. «Ένα σπρώξιμο και…»
Ήταν όμως σίγουρος πως στο περίπτερο ο άγνωστος είχε σταθεί δίπλα του, τον άγγιξε μάλιστα! Και … αρρώστησε στην ιδέα πως η υπόθεση αυτή του χάλασε οριστικά τη διάθεσή του για άσκοπη, φιλολογική περιπλάνηση.
Στάθηκε σ’ ένα ίμπις –στα όρθια- και πήρε ένα ποτήρι μπίρα κι ένα βάις-βουρστ (από καιρό είχε μάθει να βρίσκει νόστιμα τα άσπρα βαυαρέζικα λουκάνικα με σενφ) κι ακούμπησε σ’ ένα πάγκο-βαρέλι μαζί με δυο Βαυαρούς και μια μεσόκοπη Γερμανίδα. Έμεινε εκεί να χαζεύει αναχωρήσεις κι αφίξεις, αποχαιρετισμούς και καλωσορίσματα, αργοσχολώντας, με την ελπίδα πως ο άγνωστος που στάθηκε δυο βήματα απέναντί του θα βαριόταν και θα ‘φεύγε, πως θα τον άφηνε επιτέλους ήσυχο… Μα, αντί τούτου, αυτός του χαμογέλασε!
Το παιχνίδι καταντούσε ύποπτο.
– Μήπως ο τύπος ήταν ομοφυλόφιλος; Μα τότε, χαρά στην υπομονή και την αισιοδοξία του! Σχεδόν ολόκληρο πρωινό είχε ξοδέψει να τον παρακολουθεί, μόνο και μόνο για να του χαμογελάσει!;
Η άλλη πιθανότητα ήταν ο τύπος να ‘ταν χαφιές. «Εδώ που τα λέμε», σκέφτηκε, «σαν επάγγελμα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Σε παίρνουν και οι δυο από πίσω». Μα τότε ο χαφιές θα αποτύγχανε, γιατί αυτός, ως Κύπριος, δεν ήταν καθόλου αναμεμειγμένος στα ελλαδίτικα πολιτικά προβλήματα. Όπως και αλλού, έτσι και στο Μόναχο υπήρχαν τρεις-τέσσερις πολιτικές ομάδες, με σκοπό την επαναφορά της δημοκρατίας στην Ελλάδα και άλλες τόσες που στήριζαν την Χούντα και παρακολουθούσαν τους δημοκράτες. Βρισκόταν, λοιπόν, στην ακμή της, κι εδώ, αυτού του είδους η κατασκοπεία.
– Γιατί του χαμογελούσε; – Να τον πήρε για κάποιο γνωστό του; Ας του μιλούσε, λοιπόν!
Πήρε ένα ταξί κι έδωσε οδηγία με γερμανικά φροντιστηρίου στον Βαυαρό ταξιτζή «αφού κάνουν μια μεγάλη βόλτα στη Μαρίενπλατς και στη Λουντβιχστράσσε, να καταλήξουν στο Σβάμπιγκ». Συνέπεια όλων αυτών, τριανταέξι μάρκα.
Μόλις βρέθηκε στο Σβάμπιγκ, ξέχασε τον τύπο με το καφέ παλτό. Μπλέχτηκε στους υπαίθριους πωλητές που με αυτοσχέδιες τέντες πουλούσαν τις πραμάτειες τους και στο πλήθος τουριστών που αποθανάτιζαν με φωτογραφικές μηχανές τις μέρες τους στην καλλιτεχνική συνοικία του Μονάχου. Ώσπου τον είδε πάλι, να προβάλει μέσα από μια ομάδα τουριστών. Στην έκφραση ανησυχίας του, είχαν προστεθεί και κάποια ίχνη κοπώσεως.
Από το διπλανό κιόσκι αγόρασε το «Μούνχενερ Μόνατ» με την ελπίδα πως θα ‘βρισκε στον μηνιαίο καλλιτεχνικό οδηγό κάπου να πάει, να τρυπώσει, να χαθεί από την παρακολούθηση. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί, ν’ αποφασίσει εν κινήσει, κι έτσι λοιπόν βρέθηκε «Στου Λέοπολντ».
«Στο διάολο τα δέκα-είκοσι μάρκα για καφέ, άπφελστρουντελ και νερό εμφιαλωμένο » ψιθύρισε μόνος του και άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.
Έχωσε τα μούτρα του πρώτα στην ελληνική εφημερίδα (η δικτατορία στην Ελλάδα βρισκόταν στο ζενίθ της) και κατόπιν στον γερμανικό καλλιτεχνικό οδηγό (αναγγελία όλων των αποκριάτικων χορών εν όψει «Φάσινγκ» και εγκαίνια του εστιατορίου στον «Ολύμπισιε Τουρμ», που χτίστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του καλοκαιριού). Εκεί, σκυφτός, του πέρασε η ιδέα μήπως όλα ήταν μια πλάνη και πως ο τύπος με το καφέ παλτό έτυχε να βρίσκεται όπου κι αυτός. – Γιατί, δηλαδή, να απέκλειε αυτή την εκδοχή; Πόσοι άλλοι δεν είχαν πάρει – βρεθεί – ψωνίσει – κινηθεί όπου κι αυτός… όπου κι ο τύπος με το καφέ παλτό; Να ‘ταν όλα δημιουργία της φαντασίας του; Μερικές φορές το είχε: Να φτιάχνει «ιστορίες ψεύτικες» από μια «αληθινή σύμπτωση». Κάποιος φίλος, μάλιστα, στη Λευκωσία του το ΄χε κολλήσει, «ο καλός παραμυθάς» ή κάτι τέτοιο… – Γιατί όχι και τώρα, όλη αυτή η παρακολούθηση να μην ήταν αποκύημα του παραμυθά-εαυτού του;
– Και το χαμόγελο; – Η ματιά στις κυλιόμενες; – Το άγγιγμα στο περίπτερο του Μπάνχοφ;
Σκέφτηκε να μπει στο πιο κοντινό τμήμα της Πολιτσάι. Οι Γερμανοί αστυνομικοί δεν αστειεύονται. Θα τους έλεγε….
Θα τους έλεγε, τι; Πως ένας άντρας μετρίου αναστήματος με καφέ παλτό τον ακολουθεί; Και… ο άγνωστος, όταν τον έβλεπε να μπαίνει στο αστυνομικό τμήμα δεν θα «γινόταν Κώτσος»; (τη φράση αυτή του την έμαθε πρόσφατα ένας Αθηναίος συμφοιτητής του στη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, για όσους εξαφανίζονται στο άψε-σβήσε).
Από την άλλη, θα ‘πρεπε να δώσει τα στοιχεία του στη βαυαρική αστυνομία. Είχε, βέβαια, τη σπουδαστική του ταυτότητα, αλλά και πάλι θα δήλωνε τον τόπο καταγωγής του κλπ. κλπ., δεν έπαυε δηλαδή να είναι ένας ξένος στο Μόναχο. Πως θα φαινόταν στη Σχολή του αν τηλεφωνούσαν για επιβεβαίωση των στοιχείων του; Βέβαια, μια απλή αστυνομική έρευνα θα ήταν, από ένα αστυνομικό τμήμα και όχι από την … ανατολικογερμανική Στάζι.
Σήκωσε το κεφάλι να αναζητήσει τη γκαρσόνα για ένα δεύτερο καφέ και τον είδε στο ακριβώς διπλανό –μισό μέτρο- τραπεζάκι. Ακίνητος. Με τα χέρια άψυχα αφημένα στο κομψό τραπεζάκι. Με το βλέμμα καθαρά στημένο πάνω του και με κάποια απόγνωση πια…
Τον έπιασε υστερία. Κάτι εκκωφαντικές υποκρούσεις στο μυαλό του επιδείνωναν την κατάσταση. Ένοιωθε δεμένος, έγκλειστος, να βουλιάζει σ’ ένα βαρέλι από μέλι… Κάρφωσε κι αυτός το βλέμμα του στα δικά του μάτια κι ανακάλυψε κάποια επιθυμία..
«- Τι θέλεις;»
Το είπε ελληνικά, αυθόρμητα. Και διέκρινε σταγόνες ιδρώτα, καθώς κι ένα χαλάρωμα στις ρυτίδες του προσώπου του «καφέ παλτού».
«- Είχα δίκιο, λοιπόν», ψιθύρισε ο άγνωστος. «Είσαι Έλληνας…»
«- Από την Κύπρο… σπουδάζω…»
«- Τόσο το καλύτερο», τον διέκοψε ο άγνωστος και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του μια εφημερίδα, τα «Αθηναϊκά Νέα», περισπούδαστα διπλωμένη, «βεβαιώθηκα, όταν σε είδα να αγοράζεις την ίδια εφημερίδα με μένα…»
«- Και σύ; Τι…»
«- Είμαι Έλληνας. Τώρα μας λένε «της διασποράς». Έφυγα από την Αθήνα το ΄67 και είναι λίγος καιρός που βρίσκομαι εδώ, στο Μόναχο. Καταλήγω πάντα σε μια πόλη… ευρωπαϊκή.. κρύβομαι… με κυνηγούν… φεύγω από πόλη σε πόλη…»
«- Και τι θέλεις από μένα;»
«- Τίποτε!! Φτάνει που μιλάμε… το κάνω… Είναι επικίνδυνο, βέβαια, το ξέρω, μα το θέλω… μου λείπει… μόλις αντιληφθώ κάποιον που πιθανόν να είναι Έλληνας, μ’ αρέσει να τον ακολουθώ. Χαίρομαι μαζί του την ξεγνοιασιά και την άγνοιά του, χαίρομαι που χαζεύει, ψωνίζει, πίνει καφέ και τόσα άλλα… πολλές φορές δεν με αντιλαμβάνονται και τους αφήνω.. χάνομαι.. φεύγω.. μαζί σου όμως…»
«- Μαζί μου, τι;»
«- Σ’ ευχαριστώ. Αν με παρακολουθούν όμως, θα σε μπλέξω άδικα. Πρέπει να φύγω. Πέρασε και σήμερα η μέρα μου. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ, γι’ αυτό ας μη συστηθούμε…»

                             ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ

Πρωτοχρονιά,2021

Ανδρέας Αντωνιάδης

1.Πόλεις που αγαπά
Λευκωσία,Μόναχο,Αθήνα
2.Σκηνοθεσίες του που ξεχωρίζει
Το Μελτεμάκι του Π.Χόρν-ΕΡΤ, Η φυγή του Μ.Βελίτσκοφ -ΡΙΚ , Γυναίκες σε μονόλογο,(Το ξύπνημα του Ντάριο Φο, Κλυταιμνήστρα της Μ΄Γιουρσενάρ, Η πιο δυνατή του Α.Στρίντμπεργκ-ΕΡΤ), Η Περικειρομένη του Μένανδρου -ΕΡΤ, Λουκής Ακρίτας-ΕΡΤ, Διάλογος για το Αρχαίο Δράμα- Κουν-Μαρωνίτης,- ΕΡΤ , Μονόγραμμα-Τίτος Πατρίκιος,ΕΡΤ, ΟΙ απαράδεκτοι της Δ. Παπαδοπούλου, Α’ κύκλος- MEGA.
3.Πεζά-Ποίηση
Τα πληγωμένα άλογα -διηγήματα Εστία, Εκτός έδρας-μυθιστόρημα, Εστία, Ημερομηνίες-ποίηση Παλίμψηστος, Ήχοι οικείοι-ποίηση, Καστανιώτης,,Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία-ποίηση, Βακχικόν.