Scroll Top

Αντωνία Μποτονάκη – Η λουομένη

Να δεις που η λέξη ”σκόλη”είναι ατελής αναγραμματισμός της λέξης ”κόλαση”.

Την παραμονή μιας σκόλης, αποβραδίς, έπρεπε να λουστεί, εκεί, στη μέση του οντά, γδυμνή, με τον μαστραπά τον μπακιρένιο να της γέρνει το ζεματιστό νερό από το μπουγαδοτσίκαλο και τη μάνα της να την τρίβει με το σκληρό, κρύο, πράσινο σαπούνι ΑΒΕΑ, ενώ γκριζοπράσινοι αφροί σαν και ‘κείνους που ξάφριζαν απ´ τις βραστές τις κότες, επέπλεαν στο ξύλινο πινάκι, καταμεσίς του παγωμένου οντά.

Ύστερα την ξανάτριβε, μ’ ένα φαντό πατσαβούρι για σφουγγάρι αυτή τη φορά, που την τσίτωνε και γέμιζε -έτσι της φαινότανε- τον τόπο, μικρά μικρά σκουληκάκια στο χρώμα του δέρματος. Αηδίαζε και της ανέβαινε εμετός, μα η μάνα της εγέλα ”σώπα μα δεν είναι σκουλήκια… χα χα χα… στριφτουλίδια είναι σώπα… χα χα χα… γιάε δα, λόμπις θα μπεις να κλαίεις…”κι έπαιρνε το μοναδικό τους χτένι-αυτό που χτενίζονταν κι η γρα- ένα πλακέ, μακρύ, καφέ πλαστικό, με μισά ψιλά και μισά φαρδιά δόντια μυτερά, γεμάτα νινίδα, γερατιά, λίπη και πηγμένο σαπούνι, και τη χτένιζε με λύσσα. Της έκανε και μια χωρίστρα σαν αυλάκι ως την κορφή της κεφαλής κι ύστερα πατίκωνε τα μακριά, λεπτά, ξανθά μαλλάκια πίσω από τα αυτιά και τα κόλλαγε. Ως και τις τρίχες της να υποτάξει κι έφερνε ένα ένα τα μαύρα τσιμπιδάκια στο στόμα της για να τ’ ανοίξει, και τότε δείχνανε ακόμα πιο φοβερά τα φτενά χείλια της, μια γραμμή στραβή κι από μέσα σκοτάδι, εκείνο το σκοτάδι που κατάπινε την μικρή, ενώ της έσερνε τα τσιμπίδια πάνω στο δέρμα της κεφαλής της πατητά να την γδέρνουν κι αλοίμονο της αν έβγαζε κιχ.

Ακόμα και σήμερα, κοτζάμ γυναίκα, πιστεύει πως, κάποια τσιμπίδια θα βρήκανε το δρόμο τους δε μπορεί, και βρίσκονται καρφωμένα ακόμα μέσα στο κεφάλι της, συγκρατώντας τα ασυγκράτητα. «Θα είναι από τα τσιμπίδια» λέει, πικρογελώντας σε κάθε της ημικρανία.

Σαν τα μούτρα της την έκανε εντέλει, κι ευχαριστημένη, της έχωνε στην τσέπη μια μπουκιά ξερό ψωμί, ή της έκανε στο σβέρκο μια δαχτυλιά μουτζούρας με τα κάρβουνα ”για τσι νεράγδες και τσι δαιμόνους” ”άντε με τις υγείες σου, μην πάεις και πορίξεις λουσμένη νυχτιάτικα, γροικάς;” της έλεγε, καθώς πέταγε τα αποπλίδια στην παραβολή.

Την άλλη μέρα, ξύπναγε με τα μαλλιά κολλημένα στο κεφάλι σα λαδοποντικός, αξημέρωτα, ακούγοντας το ”σήκω γρήγορα κι έπαιξε η πρώτη καμπάνα, γροικάς…σήκω, έπαιξε κι η δεύτερη… ε, απόσωσε πρέπει η λειτουργία κι ίντα να πάμε να κάμουμε;” Από το ”σήκω κι έπαιξε” μέχρι το ”απόσωσε” που λεγότανε αφού είχαν φτάσει στα σκαλιά της εκκλησίας, η μάνα βρισκόταν σε κατάσταση νευρικής κρίσης, ενώ ο άλλος, ο κύρης της, είχε κατεβάσει όλο το πάνθεο απ’ τα γαμοσταυρίδια.

Κι ακολουθούσε

-Γήόι;όι, πρέπει πως εδά βγάνει ο παππάς τα άγια, σκύψε, γονάτισε, κάμε το σταυρό σου, άιντε σήκω, έλεγε τώρα η μάνα.

-Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου τούτο εστί το αίμα μου, έλεγε ο παππάς.

-Δεν θέλω να πιω αίμα δεν θέλω, να λέει η μικρή.

-Μνήσθητι μου κύριε, δεν είναι στα καλά ντου πάτερ, συχώρεσε το.

-Άνοιξε το στόμα σου γιατί λαύρες σου!

-Τι πάει να πει λαύρες σου;

-Άνοιξε να μη χυθεί μωρέ νεραγδαλλαμένο!

-Ε, καλό να σου κάμει, κάμε το σταυρό σου δα, πάρε κι αντίδωρο.

-Να πάρω καραμέλα απ΄το Γιώργη το στραβό;

-Όσκες, έχουμε φαί στο σπίτι μας, παρά θα φάεις τα σκουληκιασμένα, λάλιε γρήγορα, ναι μπες εδά να κλαίεις να φύγει η λουτρουγιά, άντε, πάρε καραμέλες, εξεκάκωσες εδά;

-Άντε χαρώτο πάμε στο σπίτι μας, πάμε μικιό μου.

-Μπρε -φώναζε στον κύρη- άμε εσύ ομπρός να στέξεις το φαί να ζεσταθεί.

-Ε, θυμιάσου πρώτα κι ύστερα τρώγε, κάμε το σταυρό σου, σαν τον Ιούδα τον πατέρα σου τονε κάνεις κι εσύ.

-Οι σκόλες τελείωναν πάντα μετά το μεσημεριανό φαί, αυτή την κατάρα του κοινού φαγητού. Εκείνες οι μέρες ήτανε απ’ αυτές που αρκεί και μια μόνο να ζήσεις, για να σιχαθείς τη ζωή μια για πάντα, σκεφτότανε αργότερα. Η μικρή, όλη τη μέρα προσπαθούσε να απολαύσει την αναστολή ποινής, αλλά οι ώρες πέρναγαν γρήγορα και μέχρι να πει κύμινο, άσε που υπήρχαν και τ’ απρόοπτα, όπως ένα πέσιμο, ή ένας καυγάς με τη μεγάλη, και να ‘σου και πήγαινε το κλάμα κορόμηλο, ”πάει η λουτρουγιά” έλεγε η μάνα της κι εννοούσε, ότι χύθηκε η θεία κοινωνία δια της οδού των δακρύων, άρα, ποιός ο λόγος πια, να μην την δέρνει, ”πάρε και τούτη πάρε και την άλλη που μου ”θελες και καραμέλες”.