Scroll Top

Αντωνία Μποτονάκη – Πλήρης ημερών

-Στσί τρεις ανοίγει το κορμί

στα νιάμερα χωρίζει *

Ο πατέρας μου πέθανε. Επιτέλους. Όλη τη ζωή μου πέρασα με το φόβο ”μην και πεθάνει.” Θαρρούσα πως θα πέθαινα κι εγώ. Αμέσως. Από ανυπόφορο οίκτο.

Οι άλλες δυο τα καταφέρανε μια χαρά. Θαρρώ πως ήτανε μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους εναντίον μου. Από δω τα φέρανε από κει τα πήγανε, στο τέλος μου τον φόρτωσαν. Ήξεραν καλά πως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με είχανε εκπαιδεύσει αναλόγως.

Αυτός με περίμενε στο νοσοκομείο. Τι με περίμενε δηλαδή, δεμένο τον είχανε. Κι όταν δεν τον είχανε δεμένο τον είχαν σε καταστολή. Alloperidin ενδοφλέβια. Και γάιδαρο ναρκώνει. Οι άνθρωποι του είδους του ξέρετε, είναι πολύ ενοχλητικοί. Φωνάζουν. Κλαίνε. Παρακαλούν. Απειλούν. Εξεγείρονται. Δεν έχουν λέει επίγνωση του παρόντος. Είναι καθηλωμένοι στο τραύμα τους. Δεν έχουν καλούς τρόπους. Είναι ανυπόφοροι. Καλύτερα σε καταστολή.

Με περίμενε στο νοσοκομείο. Τι με περίμενε δηλαδή; Δεμένο τον είχανε.

Με γνώρισε. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Τα χέρια του κατάμπλαβα. Κακοποιημένα. Ξέρω τι σας λέω. Βάναυσα κακοποιημένα. Ολόκληρος κακοποιημένος. Οι φτέρνες του κιόλας, με πέντε μέρες νοσηλεία, ανοιγμένες από τις κατακλίσεις. Γυμνός. Σαν καύκαλο χελώνας ανάσκελα στον Υμηττό. Νηστικός. Θεονήστικος. Μια βδομάδα νηστικός. Ε, ας έτρωγε. Μα δεν μπορούσε να καταπιεί από την καταστολή. Ας ήταν συ-νερ-γά-σι-μος.

Θα μπορούσε να καταπιεί μια κρέμα όμως, αντιλέγω. Να που τώρα ανοίγει το στόμα του. Βγάζει τη γλώσσα σαν παιδάκι στο γιατρό. Συνεργάζεται. Εξαφανίζει τη μια κρέμα μετά την άλλη. Τον κάθισα κιόλας. Κρατάμε μαζί το κουτάλι. Μια κι άλλη μια, κι άλλη μια. Μπράβο.

Τον χαϊδεύω. Σιχαίνομαι λίγο. Και φοβάμαι. Μην με κοιτάξει στα μάτια. Δεν μπορεί να στοχεύσει το βλέμμα του. Έχει ένα κάτασπρο κύκλο γύρω απ’ την κόρη. Την κόρη. Ένα λάσο. Γύρω απ´ το λαιμό. Πιάστηκε. Πιάστηκα. Τα μάτια του είναι ένα πηγάδι βαθύ. Στα μάτια του βλέπω εμένα. Τον γιό μου. Δεν μπορώ να τα βλέπω. Θαρρώ τα προτιμώ κλειστά. Για πάντα.

Τους απαγορεύω το alloperidin. Μένει ξύπνιος τώρα αρκετές ώρες. Ήσυχος. Τίποτα δεν ζητάει. Άχνα δε βγάζει. Κιχ.

Έχει καταλάβει λοιπόν. Παίζει το τελευταίο του χαρτί. Μέχρι που με κοιτάει με συμπάθεια. Δεν γινότανε να μην το προσέξω. Θύμωσα λίγο και ντράπηκα που το πρόσεξα. Δεν μπορώ να μένω με τις ώρες. Δεν μπορώ να μένω γενικά. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου, στη ζωή μου, στο παιδί μου. Να ξεχαστεί και να ξεχάσω.

Κυρίως πρέπει να συμμορφωθώ.

Δεν πρέπει να προσηλωθώ στον μύκητα του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού του.

Έχετε δει τα νύχια των ετοιμοθάνατων γέρων; Κίτρινα και χοντρά, έτοιμα να πεταχτούν κατά μπρος. Όπου«έχουν κράτος και εξουσία» οι μύκητες. Το ίδιο και οι γλώσσες. Ροζ γλώσσες, έτοιμες να ματώσουν. Το ίδιο κι οι τραχείες, οι ουρητήρες, το παχύ έντερο.

Αρπάζει το χέρι μου κι ύστερα και τα δυο μαζί τα σπρώχνει στο πρόσωπο μου. Με χαϊδεύουμε. Μαζί. Μόνος του ποτέ δεν μπορούσε.

Τι έλεγα; Α, ναι. Ότι έχω πολλά να κάνω. Να πάω στην κοινωνική υπηρεσία ας πούμε να συζητήσουμε τι μέλλει γενέσθαι στην περίπτωση που γίνει καλά. Η μάνα μου δεν μπορεί να τον φροντίσει. Τα γηροκομεία δεν τον δέχονται. Εγώ δεν μπορώ να τον πάρω στην Αθήνα. Ούτε η μεγάλη. Τελικά πάω και φέρνωτη μάνα μου από τα μέσα χωριά να τον αποχαιρετήσει καλού κακού. Αυτή κάθεται μακριά και δεν τον αγγίζει να μην κολλήσει. Αυτός έχει λοίμωξη του αναπνευστικού.

Πρέπει να σκοτώσω όλο το νοσηλευτικό προσωπικό και σίγουρα την επιμελήτρια. Ποτέ δεν μιλούσα σοβαρότερα. Πρέπει να τους σκοτώσω κι ύστερα να σκοτώσω αυτόν και μετά να σκοτωθώ κι εγώ. Αυτό θα ήτανε η μόνη ηθική λύση του δράματος. Αυτό θα έκανα αν ήμουνα άνθρωπος. Αυτούς γιατί είναι ρυπαροί. Για να μην ξανακάνουν ποτέ σε κανέναν ότι σε αυτόν και κυρίως με αυτόν τον τρόπο. Μετά αυτόν από τρυφερότητα και χρέος. Εμένα για να μην βρεθώ στη θέση του. Αλλά δεν μπορώ. Είμαι αρκετά υγιής για να το πράξω.

Πότε θα βγει; Είναι καλά λέτε. Μάλιστα. Έρχεται το ΕΚΑΒ και τον παίρνει για την Κλινική-Ησυχαστήριο.

Καθώς μπαίνει το φορείο κι εγώ από πίσω, βλέπω στο σαλόνι καμμιά δεκαπενταριά γέρους να ακολουθούν με τα κεφάλια και τα μάτια τους την πορεία μας, από την ώρα που φτάνει το ασθενοφόρο, ως την ώρα που χανόμαστε στον διάδρομο αριστερά. Σιωπηλοί, ήσυχοι και απόλυτα ανέκφραστοι. Συνεργάσιμοι.

Στο τελευταίο δωμάτιο φτάσαμε. Δίκλινο. Το άλλο κρεβάτι άδειο. Εδώ, τους λέω, σ’ αυτό εδώ. Και τους δείχνω το κρεβάτι κάτω απ’ το μεγάλο τζάμι. Να βλέπει τον ουρανό μέρα νύχτα. Τουλάχιστον. Τώρα βλέπει εμένα. Κατάματα. Ξέρει. Σκύβω και τον αγκαλιάζω, χάνομαι στο πηγάδι των ματιών του με τον άσπρο κύκλο. Κλαίω μ’ αναφιλητά. Τα δάκρυα μου τρέχουν στο πρόσωπο του. Πρέπει να φύγω του λέω. Πρέπει να φύγω. Θα ξανάρθω σύντομα και άλλες αηδίες. Στην πόρτα στέκομαι και του φωνάζω δυνατά, σ’ αγαπώ. Ακούς, σ΄αγαπώ.

Και ξέρω ότι είναι το τέλος.

Έφυγα.

Περιμένοντας το καράβι έψαξα για εκείνη την ταβέρνα στην Κάτω Σούδα. Τη βρήκα. Αν όχι την ίδια, τουλάχιστον στο ίδιο μέρος. Εκεί που με είχε πάει μια τέτοια μέρα στα εννιά μου για μαριδάκι. Με είχε κεράσει κι ένα δαχτυλάκι ρετσίνα. Μεσημέρι. Θυμάμαι το φως εκείνης της μέρας. Και το αίσθημα.

Τελικά δεν ήταν καλά. Πέθανε από σηψαιμία σε λίγες μέρες.

Την Τρίτη τον έθαψα.

Ήταν τελευταία μέρα του Μάη, πέντε το απόγευμα. Ο ήλιος σα ζουμερό ζαχαρωμένο πορτοκάλι κι η κάσα να μην χωράει στον τάφο. Ο ίδιος τον είχε χτίσει από μέσα κι είχε πέσει μάλλον περισσότερος σοβάς στα τοιχώματα.

(Πάντα λογάριαζε τον εαυτό του για λιγότερο)

Τον ξεσκέπασαν απ’ τα λουλούδια, τον έγειραν λέγοντας «πρόσεχε μωρέ θα σου πέσει, το σάρακα φέρε» κι ενώ το πορτοκαλί φως του χάιδευε τα μπλάβα από τους ορούς χέρια, κι ο σάρακας ρυθμικά έκοβε το κάτω μέρος της κάσας, ένα αηδόνι στην παρακείμενη χαρουπιά κελαηδούσε χωρίς ανάσα•

ως απόδειξη της ύπαρξης του υπερφυσικού, ως κατευόδιο, ως αντιπερισπασμός, ως υπογράμμιση.

Δεν τον έκλαψα νεκρό.

Τον έκλαιγα όσο ζούσε.

(* δίστιχο μαντινάδας)

Φωτογραφίες: Από την ταινία  «Άγριες Φράουλες» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν