The land was ours before we were the land’s.
Robert Frost, “The Gift Outright”
Περίμενα να με ανακαλύψεις. Σαν ήπειρος περίμενα. Στα βουνά μου, το χιόνι απάτητο. Πλήθος τα ψάρια στις θάλασσές μου. Τα δάση μου όλα αξύλευτα. Ο χρόνος μου τόσο αργός που δε μετριόταν. Κι οι φλέβες μου γεμάτες ασήμι, γεμάτες χρυσό. Κάθε τι ατρύγητο στον κόρφο μου. Οι πυρκαγιές μου άναβαν από κεραυνό, έσβηναν με βροχή. Δε γνώριζα το σίδερο. Και τ’ άλογά μου ασέλωτα, ξέπνοα απ’ την τρέλα που τα έπιανε σαν έβλεπαν ανοιχτό όλο τον ορίζοντα. Σαν ήπειρος περίμενα.
Κάποτε ήρθες. Τις φλέβες μου τις έσκισες με το ξυράφι. Βούτηξες τα χέρια σου στο ασημένιο και στο χρυσό μου αίμα. Διέτρησες τη γύμνια μου με μολυβένιες σφαίρες. Τα ποτάμια μου, τα έβαψες όλα κόκκινα. Απ’ το χλωρό το ξύλο μ’ αποψίλωσες. Με ξεχέρσωσες. Ξερίζωσες τους πληθυσμούς μου. Με τύλιξες στις φλόγες. Εισήγαγες το σίδερο, τη γουρουνίσια γρίπη, την ευλογιά, την πανουργία. Με τις αξίνες σου τρύπησες τα βουνά μου, πέρασες ράγες απ’ τις πέτρινες κοιλιές τους. Εισήγαγες το εμπόρευμα και την εμπορία. Μου έμαθες να βρίζω, να καταριέμαι. Γαμημένε. Μου πήρες απ’ το στόμα τα τραγούδια των πλασμάτων μου. Έκλεψες τα παιδιά μου. Γέμισες το χώμα μου σταυρούς κι εσταυρωμένους.
Τιναζόμουν να σε αποτινάξω. Φούσκωνα τα νερά μου να σε πνίξω. Σε τάιζα, κάποιες φορές, στον καρχαρία. Και κάποιες σε φαρμάκωνα μέχρι που να ξεράσεις τα σπλάχνα σου, πράσινα και σκουληκιασμένα στο γρασίδι μου.
Σε σκότωσα με ασθένειες που φύλαγα κρυφά, ζηλότυπα. Σε σκότωσα με των αδερφών σου τα άπληστα χέρια. Σε σκότωσα με τα σουβλερά νύχια των όρθιων και μανιασμένων άρκτων μου. Με κατολισθήσεις. Με πείνα, γιατί σου έκρυβα κάθε τροφή. Με κεραυνούς και καταιγίδες· με πτώσεις κορμών· με αποπροσανατολισμό μέσα σε δάση ατέλειωτα, γεμάτα σύμβολα που δε γνώριζες· με ποδοβολητά αλόγων, βουβαλιών. Χύνοντας μέταλλα πολύτιμα στο ανοιχτό και αδηφάγο στόμα σου· βουτώντας νύχια μακριά στο ανοιχτό σου στέρνο, μες στην αιμάσσουσα καρδιά σου.
Αλλά δεν έφευγες. Επέστρεφες περισσότερος, πιο σιδερόφραχτος από πριν, με δόγματα, με χάρτες του κορμιού μου. Διέδιδες πίστη στη σωτηρία. Αλληλογραφούσες με επενδυτικές εταιρίες. Τιθάσευες, ένα-ένα, τ’ άλογά μου. Με κληροδοτούσες στα τέκνα σου και στα τέκνα των τέκνων σου.
Υποτίμησες τη μνησικακία μου. Παρερμήνευσες το πνεύμα της εκδίκησής μου. Ο πόλεμός μας δε θα πάψει. Ο θανάσιμος χορός μας δε θα πάψει. Δε θα σιγήσει η μουσική της βίας μας. Ακόμα κι όταν σου υποταχτώ ολόκληρη. Τότε είναι που θα κινδυνεύσεις πιο πολύ από μένα. Όταν θα είσαι βέβαιος πως σου υποτάχτηκα. Σε περίμενα. Περίμενα να με ανακαλύψεις. Σαν ήπειρος περίμενα.
Postcover: Elliott Erwitt, Metropolitan Museum, New York City (1950)