O Ταντέους Ιγκόρ ήταν ένα πλάσμα της συνήθειας. Και δεν ήταν. Φορούσε κατάσαρκα ένα τρίχινο πουκάμισο, που αποκαλούσε «η μέρα μου». Κάθε πρωί ένιωθε έναν τεράστιο ιπποπόταμο να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στο στήθος του. Τις νύχτες ξάπλωνε στην κιβωτό –κρεβάτι, σταύρωνε τα χέρια, και λαχταρούσε έναν κατακλυσμό. Μα έβρισκε συνέχεια ψόφια περιστέρια στην αυλή του.
Ο Ταντέους Ιγκόρ θα ήθελε να υπήρχε μία απόλυτη τάξη στη ζωή του, ώστε ακόμα και η απειροελάχιστη μετακίνηση της μάζας του αέρα, που προκαλεί το πέταγμα μίας μύγας, να μπορεί να την ανατινάξει συθέμελα. Όμως δεν υπήρχε. Ή μάλλον ας το τοποθετήσουμε αλλιώς. Ο Ταντέους Ιγκόρ ήταν ένα πλάσμα της συνήθειας. Και δεν ήταν. Που πολύ απλά σημαίνει ότι όλη μέρα ανακάτευε χαρτιά, κατέβαζε βαριά, μουχλιασμένα βιβλία από τα ράφια, φορούσε ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά, έτρωγε χυλό βρώμης το πρωί, σάντουιτς με μπέικον το μεσημέρι, ζέσταινε μία ντοματόσουπα από κονσέρβα το βράδυ, ξυπνούσε, κοιμόταν, επιβίωνε με σχολαστική συνέπεια, αλλά ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να γνωρίζει, πως καμία από όλες αυτές τις ασχολίες δεν ήταν προϊόν δικού του σχεδιασμού, αλλά οι αναπότρεπτες και ανιαρές διαδικασίες στις οποίες είχε βαθμιαία εμπλακεί, χωρίς ποτέ ο ίδιος να επιλέξει.
Τρία πράγματα μπορούν να ειπωθούν για τον Ταντέους Ιγκόρ. Δεν είχε ερωτευτεί ποτέ στη ζωή του, του άρεσαν οι πίκλες, αλλά του προξενούσαν αέρια γι’ αυτό τις απέφευγε και το όνειρο της ζωής του ήταν να γίνει τενόρος, αλλά δεν είχε ποτέ καλή φωνή.
Τρία πράγματα ΔΕΝ μπορούν να ειπωθούν για τον Ταντέους Ιγκόρ. Ότι δεν έκανε ποτέ απόπειρα αυτοκτονίας, ότι δεν προσπάθησε να αντιταχθεί στο φυσικό επακόλουθο να δουλέψει στο γραφείο του θείου του, όταν τελείωσε τη Νομική και ότι άφησε ποτέ κάποιον άνθρωπο να τον αγγίξει.
Όμως και τα τρία είναι σχετικά. Για παράδειγμα με το ζόρι μπορεί κανείς να αποκαλέσει απόπειρα αυτοκτονίας το ότι προσπάθησε να πνιγεί τρώγοντας μαλλί της γριάς ή ότι κατάπιε ένα βράδυ πολλά χάπια, που όμως ήταν απλές βιταμίνες. Επιπλέον η αντίσταση που προέβαλε στον θείο του ήταν μηδαμινή, είχε προφέρει απλώς τρεις λέξεις, «θα το σκεφτώ», ο θείος σήκωσε τα τεράστια καμπυλωτά φρύδια του και κάθε συλλαβή στον λαιμό του Ταντέους έπεσε σε χειμερία νάρκη. Την άλλη μέρα κιόλας έπιασε δουλειά. Όσο για το ότι δεν άφησε ποτέ κάποιον να τον αγγίξει, αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Βέβαια πολλά μπορούν να ειπωθούν για τις αιτίες που οδήγησαν τον Ταγκόρ στη σημερινή του ζωή. Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον ξαφνικό θάνατο των γονέων του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όταν αυτός ήταν στην τρυφερή ηλικία των εννέα χρονών. Μόνο που ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο δυστύχημα και αν εξαιρέσει κανείς τους ρευματισμούς και τα προβλήματα με το συκώτι, οι δύο γονείς του ζουν στην επαρχιακή πόλη Ρ. σε μία πέτρινη μονοκατοικία, που αντί για περικοκλάδες και κισσό, επάνω της σκαρφαλώνουν λουλούδια μίας πηχτής και βρώμικης ομίχλης.
Και ναι μεν οι γονείς του κατά την παιδική του ηλικία, ακροπατούσαν αθόρυβα με τις λαστιχένιες σόλες τους μέσα στο σπίτι, μετακινούσαν έπιπλα στο πέρασμά τους και που και που ένιωθε ένα ρεύμα αέρα να τον χτυπάει στο σβέρκο από κάποιο παράθυρο ή πόρτα που άνοιγε ξαφνικά, αλλά δεν ήταν αληθινά νεκροί, απόδειξη η πίτα με νεφρά που μαγείρευε κάθε Κυριακή η μητέρα και που του άρεζε τόσο πολύ. Ως ενήλικας βέβαια, μία φορά που δοκίμασε να την φάει σε μία ταβέρνα έκανε αμέσως μετά εμετό στην τουαλέτα.
Ο ίδιος ο Ταντέους δεν κρίνει ότι στο σημείο αυτό θα έπρεπε να αναφερθεί το όνομά της. Στο κάτω κάτω έχουν περάσει τόσα χρόνια. Όμως για κάποιο λόγο φαίνεται να πιστεύει ακράδαντα ότι αν, η μάλλον αν δεν, όλα στη ζωή του θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.
Όχι, ότι η ιστορία με την Κλάρα ήταν μία ερωτική ιστορία. Αφού ο Ταντέους δεν ερωτεύτηκε ποτέ.
Όμως, αν δεν εμφανιζόταν η Κλάρα εκείνο το πρωί στην πόρτα του, αυτή η ηλικιωμένη κυρία με τα ασπριδερά, φουντωτά μαλλιά και την ψιλή, συρμάτινη φωνή, αν δεν χτυπούσε επίμονα το κουδούνι, ενώ αυτός έπλενε τα δόντια του, αν δεν διέκοπτε την ιερή ρουτίνα του, για να του πουλήσει μία ηλεκτρική σκούπα, μπορεί όλα να ήταν διαφορετικά. Γιατί η Κλάρα Μπέλοβιτς -ποτέ δεν θα ξεχάσει το όνομά της, που φιγουράριζε σε μία ταμπελίτσα καρφιτσωμένη πάνω στην μπλούζα, που πρέπει να είχε πλέξει μόνη της με εκείνα τα διάφανα δάχτυλα με τις γαλαζωπές φλεβίτσες, που έμοιαζαν τόσο με παράξενα έντομα- είχε μάτια πολύ γαλανά, που αδιάκριτα και διεισδυτικά καρφώθηκαν σαν βελόνες στα δικά του. Και μέσα στα μάτια της, είδε τον εαυτό του τόσο μικροσκοπικό και ανήμπορο, αντίκρισε τον οίκτο της για την ίδια του την αδυναμία και ένιωσε μία αβάσταχτη λαχτάρα να χωθεί στην αγκαλιά της, να διαπεράσει το εύθραυστο κορμί της, να συνθλίψει τα ντελικάτα της οστά, να ενωθεί μαζί της για να λυτρωθεί.
Να γιατί ο Ταντέους Ιγκόρ, πλάσμα της συνήθειας, πιστεύει ότι αν εκείνη την ημέρα δεν σκότωνε την Κλάρα Μπέλοβιτς και δεν έθαβε στη συνέχεια το πτώμα της προσεκτικά τυλιγμένο σε μία κουβέρτα στην αυλή του, η ζωή του σήμερα μπορεί και να ήταν διαφορετική.