Για πολλά χρόνια υπήρξα μια άσχημη γυναίκα. Η μύτη μου προεξέχει επικίνδυνα και το στόμα μου ανήκει σε ένα άλλο πρόσωπο, από κάποιο τραγικό λάθος της φύσης όμως κόλλησε παράταιρα στο δικό μου. Κάποια στιγμή βέβαια όλα άλλαξαν στη ζωή μου. Όχι, ότι έπαψα να είμαι άσχημη. Απλούστατα γλίστρησα στον μαγικό κόσμο των μεταμορφώσεων και άρχισα να παίζω το ΠΑΙΧΝΙΔΙ.
Ο «Φωτεινός Άγγελος», αυτό ήταν το ψευδώνυμο του προφίλ του στο φέισμπουκ, ήταν ένας μόνο από τους συμπαίκτες μου. Ξυπνούσε κάθε πρωί στις έξι για να μου στείλει το πρώτο μήνυμα. Στη συνέχεια συνομιλούσαμε ηλεκτρονικά όλη την ημέρα. Πληκτρολογούσε μηνύματα από τη δουλειά το πρωί και από το σπίτι το βράδυ. Τον ένιωθα να μου ανοίγεται, να μου παραχωρεί όλους τους κωδικούς της ψυχής του, χωρίς να έχει δει ποτέ την αληθινή μου εικόνα, χωρίς να έχουμε ποτέ συναντηθεί. Ο στόχος του ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ είχε πλήρως επιτευχθεί. Είχα αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στη ψυχή του συμπαίκτη μου, επομένως είχε έρθει η ώρα να κόψουμε την επαφή μας. Είχα κερδίσει και σ’ αυτή την παρτίδα.
Η ώρα της αποκοπής δεν είναι ποτέ εύκολη. Κάποιοι με βρίζουν χυδαία, άλλοι απειλούν ότι θα μάθουν την αληθινή μου ταυτότητα και θα με εκδικηθούν, άλλοι στέλνουν ξέφρενα ερωτικά μηνύματα για μερικές μέρες και ύστερα ηρεμούν. Στο τέλος όλοι το παίρνουν απόφαση. Στο μεταξύ εγώ έχω επιλέξει άλλους συμπαίκτες.
Η αποκοπή του «Φωτεινού Αγγέλου» ανήκε στις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Στην απόλυτη σιωπή μου απαντούσε με κλαψουρίσματα και απειλές ότι θα αυτοκτονήσει. Στο τέλος πρέπει να έπαθε ένα είδος νευρικού κλονισμού, γιατί τα επόμενα μηνύματα του ήταν ακατάληπτα, θαρρείς γραμμένα από ένα αγοράκι δέκα ετών. Στο τέλος φυσικά σώπασε.
Είναι γοητευτικό και συγχρόνως τρομακτικό το Παιχνίδι αυτό. Κατά κανόνα οι περισσότεροι από τους συμπαίκτες μου είναι άτομα ευάλωτα και μοναχικά, που διψούν για επαφή, άσχετα αν ζουν με πολυπληθείς οικογένειες. Όταν εισβάλω στη ψυχή τους, μου δίνουν μια πρόσβαση και στο σκοτάδι τους. Κι αυτό είναι που με σαγηνεύει. Γιατί το σκοτάδι είναι γλοιώδες και πηχτό, γιατί είναι ένας δρόμος από μόνος του, γιατί μέσα του βλέπω το δικό μου.
Έχω αντιληφτεί ότι κάποιοι συνομιλητές μου ανοίγονται περισσότερο όταν τους αφήνω χαλαρούς. Έτσι ποτέ δεν ρωτώ ηλικία, επάγγελμα, διεύθυνση, τηλέφωνο. Ποτέ δεν ρωτώ αν έχουν δεσμό, αν είναι παντρεμένοι, αν έχουν παιδιά, αν μένουν μόνοι. Aυτό συνήθως τους απελευθερώνει κι επιταχύνει την διαδικασία παράδοσης.
Ύστερα υπάρχει η κατηγορία αυτών που τους αρέσει να μεταμφιέζονται. Τους είναι απαραίτητο να φορούν διάφορες μάσκες. Στην πορεία, κάποιοι από αυτούς, όταν νιώσουν ασφάλεια μαζί μου, αποκαλύπτονται.
Έχω ανακαλύψει ότι κάθε ηλεκτρονικός συμπαίχτης είναι μοναδικός. Εγώ πρέπει να βρω τον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης, ώστε το θύμα μου να αιχμαλωτιστεί στον ιστό μου.
Η αλήθεια είναι ότι μέσα από αυτό το Παιχνίδι ανακάλυψα ένα μεγάλο ταλέντο μου. Με αλάθητο ένστικτο γίνομαι αυτό που ο ηλεκτρονικός μου συνομιλητής επιθυμεί. Γίνομαι η προσωπική του αυταπάτη, ο μύθος, το ιδανικό του.
Εγώ πάλι χρησιμοποιώ την τακτική των πέπλων. Τους αποκαλύπτω σταδιακά κομμάτια μου που αυτοί νομίζουν δικά μου, ενώ είναι δικά τους. Εγώ είμαι μόνον ο καθρέφτης τους.Και βέβαια, πάντα υπερίπταται ο υπέρτατος πόθος όλων των συμπαικτών. Η Πραγματική Επαφή. Κάποιοι δεν το θίγουν ποτέ, αλλά το νιώθεις να αχνίζει πίσω από κάθε τους λέξη. Κάποιοι ανυπόμονοι πάλι, το προσπαθούν σχεδόν από την αρχή. Εγώ πάντως φροντίζω να δηλώνω κατηγορηματικά τον Κανόνα. Οποιαδήποτε επαφή σε μια άλλη πραγματικότητα, εκτός από αυτήν του διαδικτύου, είναι παντελώς απαγορευμένη.
Ασχολούμαι με το Παιχνίδι τρία χρόνια τώρα. Έχω αλλάξει. Νιώθω αυτοπεποίθηση, γιατί εγώ έχω πια τον έλεγχο και την εξουσία. Μέχρι προχθές. Όταν κατέφθασε στο messenger το μήνυμα από κάποιο άγνωστο προφίλ. Το ψευδώνυμο του αποστολέα ήταν: «Ιππότης του Ερέβους».
«Τι σχήμα έχει η μοναξιά σου;» με ρωτούσε.
Μου φάνηκε πολύ περίεργη η ερώτηση και δεν απάντησα. Έψαξα να βρω κάποια φωτογραφία ή κάποιο στοιχείο ταυτότητας, αλλά δεν ανακάλυψα τίποτε.
Ωστόσο η ερώτηση είχε γαντζωθεί μέσα μου. Τι ήξερε αυτός για την απέραντη άνυδρη έρημο στην οποία βάδιζα τόσα χρόνια; Και γιατί ήθελε να μάθει; Η απορία του αυτή για κάποιο λόγο διάβρωνε την πανοπλία μου. Και όλοι γνωρίζουν. Το Παιχνίδι απαιτεί να είσαι νηφάλιος και ψύχραιμος. Το Παιχνίδι απαιτεί να είσαι άτρωτος.
Πέρασε μία εβδομάδα χωρίς ο Ιππότης του Ερέβους να δώσει σημεία ζωής.
Στο μεταξύ οι Παίκτες με περίμεναν. Ήδη τα πρώτα θυμωμένα μηνύματα είχαν αρχίσει να καταφτάνουν. Η βαθιά εξάρτηση των Παικτών από εμένα, τους έκανε να επαναστατούν έστω και για αυτή την μικρή διακοπή επικοινωνίας.
Και τότε, το βράδυ εμφανίστηκε ένα νέο μήνυμα από τον Ιππότη στο messenger.
«Έχω αυτό που χρειάζεσαι».
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις;» γράφω γρήγορα, ανορθόγραφα, επιτακτικά.
«Πρέπει να διαλυθείς», μου απαντάει αυτός αμέσως. «Για να γίνεις ολόκληρη, πρέπει να σπάσεις. Από σένα θέλω μόνο το αυτονόητο. Να με αγαπήσεις. Παράφορα. Να με εμπιστευτείς. Χωρίς να ξέρεις, χωρίς να με δεις, χωρίς να με αγγίξεις. Έτσι με τα μάτια δεμένα με μαύρο μαντήλι να διακινδυνεύσεις τα πάντα, να βουτήξεις στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ναι, καταλαβαίνω. Σου είναι δύσκολο, γιατί δεν με γνωρίζεις. Πόσο ξέρεις όμως έτσι κι αλλιώς τους άντρες που σε περιβάλλουν καθημερινά; Στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής πόσο πραγματικά κοντά ερχόμαστε με τους άλλους, αυτούς που περιστρέφονται γύρω από τον προσωπικό μας πυρήνα; Όταν μπω μέσα σου, δεν θα υπάρχουν σύνορα, μόνο συγχώνευση».
Ξάφνου ρευστοποιούμαι, κομμάτια ζωντανά μετακινούνται μέσα μου. Το δωμάτιο μου αλλάζει. Τα χοντροκομμένα έπιπλα, η μισοσπασμένη κούπα καφέ, τα άπλυτα πιάτα που συσσωρεύονται στην κουζίνα, το ρολόι με τους δείκτες κολλημένο στα μεσάνυχτα, όλα αλλάζουν καθώς ασημένιες τούφες σκόνης αιωρούνται και μπάλες βαμβακιού το φως πέφτει απαλά από τις γρίλιες μέσα στο δωμάτιο.
Του γράφω μηνύματα. Στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Για κάποιο περίεργο λόγο αυτός ανταποκρίνεται πάντα άμεσα. Θαρρείς και είναι πάντα εκεί, πάντα έτοιμος για μένα. Με περιμένει. Πάντα παρών στο αφήγημα της ζωής μου. Με ρωτάει, θέλει να μάθει τα πάντα, του διηγούμαι ιστορίες που έχω ξεχάσει κι εγώ η ίδια. Για την πρώτη κούκλα που μου πήρε ο πατέρας τη μέρα του θανάτου του παππού, που την πέταξα στα σκουπίδια γιατί μου φάνηκε το ίδιο νεκρή με τον πεθαμένο, για το κόκκινο στόμα της μαμάς που μας εγκατέλειψε όταν ήμουν οκτώ χρονών, για το βαρύ χέρι του πατέρα που προσγειωνόταν επάνω μου όταν μεθούσε. Μία μέρα κάνω ένα απονενοημένο διάβημα. Του στέλνω μία φωτογραφία μου. Είμαι σίγουρη ότι θα αποχωρήσει, μόλις δει πόσο άσχημη είμαι.
Αυτός όμως μου γράφει:
«Σ΄ ευχαριστώ. Τώρα ξέρω. Έτσι είχα φανταστεί τα μάτια σου. Τώρα πια μπορώ να σε φιλήσω.»
Και τότε παραβαίνω τον κανόνα. Ζητώ το Απαγορευμένο. Να τον γνωρίσω από κοντά. Ρωτώ τα πραγματικά του στοιχεία, όνομα, επάγγελμα, ηλικία. Ζητώ να συναντηθούμε. Κάνει δέκα οκτώ ώρες για να μου απαντήσει. Μετρώ κάθε λεπτό.
Τελικά έρχεται το πολυπόθητο μήνυμα.
«Θα έρθω σπίτι σου την επόμενη Δευτέρα, στις εννέα η ώρα το βράδυ. Σε μια εβδομάδα από τώρα. Το όνομά μου είναι Μανώλης Βήτα, είμαι τριάντα επτά χρόνων, ασφαλιστής.»
Του έστειλα την διεύθυνση. Τώρα πια είμαι εκτεθειμένη. Απόλυτα. Οι μέρες κυλούν βασανιστικά, δεν μπορώ να φάω, τα ρούχα μου αρχίζουν να πλέουν επάνω μου, αγοράζω ένα μαύρο στενό φόρεμα, δαντελωτά εσώρουχα και ένα κατακόκκινο κραγιόν. Τον σκέφτομαι συνέχεια. Κοιτάζω την μοναδική φωτογραφία που μου έχει στείλει ηλεκτρονικά. Φοράει μαύρο δερμάτινο μπουφάν και τζιν παντελόνι. Είναι ψηλός και σωματώδης. Το πρόσωπό του όμως δεν διακρίνεται καλά. Είναι γεμάτο σκιές και το βλέμμα στα μάτια του φαίνεται παγωμένο.
Το κορμί μου τον περιμένει. Τον ζητά με όλα τα δάχτυλα, με όλους τους πόρους, με την επιφάνεια του δέρματος, με το βάθος των εσωτερικών οργάνων, με το αίμα, με τα δάκρυα, με τις βλέννες, με τα μάτια, με τη μύτη, με το στόμα. Κάθε σπιθαμή μου λαχταρά να τον γευτεί. Ένα καινούργιο σώμα, έχει αντικαταστήσει το δικό μου και διεκδικεί αυτό που θέλει. Περιμένω.
Τα βράδια κοιμάμαι ελάχιστα. Τα όνειρά μου γεμάτα νυχτερίδες στάζουν αίμα.
Δευτέρα πρωί περνώ την ημέρα στο κρεβάτι. Το απόγευμα κάνω μπάνιο, ύστερα στέκομαι γυμνή με ξέπλεκα μαλλιά μπροστά στον καθρέφτη. Φορώ το στενό φουστάνι.
Μια γυναίκα με μαύρο φουστάνι στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη, μία ακόμα γυναίκα σε μία γωνιά του πλανήτη που περιμένει τον αγαπημένο της.. Δεν είναι άσχημη, ούτε όμορφη. Είναι μόνο μια γυναίκα που λαχταράει γι’ αυτό που θα αλλάξει τη ζωή της. Και αυτή η αναμονή την φωτίζει.
Κι ύστερα το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω την πόρτα. Τον βλέπω μπροστά μου. Ψηλό, δυνατό. Είναι ντυμένος στα μαύρα. Μου δίνει ένα γερό σκαμπίλι στο πρόσωπο. Νιώθω την γεύση του αίματος. Κάνω να τρέξω προς την εξώπορτα όμως την έχει ήδη κλειδώσει κι έχει πετάξει κάπου το κλειδί.
Από την τσέπη του βγάζει ένα σκοινί. Με δένει σε μία καρέκλα με τα χέρια πίσω στην πλάτη. Δεν ουρλιάζω, δεν παλεύω. Όλα ξεκαθαρίζουν μέσα μου, γίνονται μία ήρεμη βεβαιότητα. Κοιτώ το πρόσωπό του μπροστά μου. Τα μάτια του είναι μικρά και λαμπερά. Μου θυμίζουν μάτια λύκου. Βλέπω την λεπίδα ενός μαχαιριού να αστράφτει στο χέρι του. Με βιαστικές κινήσεις ανοίγει το συρτάρι κάτω από τον καθρέφτη μου και ρίχνει στο πάτωμα το περιεχόμενο. Βρίσκει ένα κόκκινο κραγιόν. Με χαστουκίζει και μετά με το κραγιόν μου βάφει κόκκινο το πρόσωπο και τα γυμνά μου μπράτσα. Βλέπω αίμα παντού. Το στόμα μου είναι πρησμένο και ματωμένο.
-«Να σου συστηθώ» μου λέει. Η φωνή του είναι αναπάντεχα τρυφερή. «Φωτεινός Άγγελος και Ιππότης του Ερέβους. Δικά μου και τα δύο ψευδώνυμα, διάλεξε και πάρε. Είμαι το ίδιο πρόσωπο, αυτό που συνέτριψες και αυτό που θα σε συντρίψει».
Τότε κατάλαβα. Αυτή τη φορά το Παιχνίδι είχε παιχτεί σε βάρος μου. «Πήγαινέ με στο κρεβάτι μου» του ψιθύρισα. Με ξέδεσε και πολύ απαλά με μετέφερε στο κρεβάτι. Ένιωσα τα γυαλιστερά σεντόνια να τυλίγονται σαν νύχτα γύρω μας. Με έγδυσε κι ύστερα πέταξε κάτω όλα του τα ρούχα.
Και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου έγινα μια θάλασσα από μέλι, γιατί ο έρωτας είναι το τέλος και η αρχή, η συνέχεια και ο θάνατος και για μια και μοναδική στιγμή ένιωσα ολόκληρη. Την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτός βύθιζε το μαχαίρι στην καρδιά μου.