Απρίλης μήνας και ο καιρός είχε βιαστεί να ζεστάνει. Εκείνο το πρωί της Παρασκευής, όπως και όλες τις προηγούμενες ημέρες, η Ηλέκτρα είχε σηκωθεί νωρίς. Το άχαρο έργο της έγερσης είχαν επιτελέσει οι επαναλαμβανόμενες ηλεκτρονικές συγχορδίες του ξυπνητηριού, συνεπικουρούμενες από τις πρώιμες ζέστες της περιόδου, που έκαναν την ατμόσφαιρα του δωματίου ακατάλληλη για πρωινές ονειροπολήσεις. Η Πηνελόπη είχε ήδη φύγει για τη δουλειά ενώ ο Νίκος ακόμη κοιμότανε στο διπλανό δωμάτιο. Φαινότανε πως ο αδερφός της ούτε σήμερα θα πήγαινε στη σχολή και η Ηλέκτρα αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Δεν είχε, εξάλλου, σήμερα υποχρεωτικές παρακολουθήσεις και θα ήταν μια καλή ευκαιρία για διάβασμα, μια και πλησίαζε απειλητικά η δύσκολη εξεταστική του Ιουνίου.
Έφερε τα χέρια της κάτω απ’ το μαξιλάρι και τέντωσε τα πόδια προς τα κάτω, σαν να κρατιόταν από ένα αόρατο στήριγμα. Λύγισε προς τα πάνω το κορμί της σαν δοξάρι, εκτείνοντας ηδυπαθώς τα μέλη ως τα ακρότατα. Πάσχιζε να ξεφύγει από το σφιχταγκάλιασμα του πρωινού ύπνου που αρνιότανε να την αφήσει να σηκωθεί. Ύστερα, με μια απότομη κίνηση, βρέθηκε όρθια. Με αργές, προσεκτικές -μήπως και ξυπνήσει τον αδερφό της- κινήσεις ανέβασε τα ρολά και άνοιξε τη συρόμενη γυάλινη μπαλκονόπορτα, ελπίζοντας πως ο πρωινός αέρας θα έδιωχνε τις νυχτερινές απόπνοιες του δωματίου. Βγήκε ξυπόλητη στο μπαλκόνι και ένιωσε το γυμνό μάρμαρο να της χαϊδεύει δροσερά τα πέλματα. Το βλέμμα της αναρριχήθηκε για λίγο στον γνώριμο, συμπαγή όγκο της απέναντι πολυκατοικίας με τα βαμμένα μπλε παντζούρια και το μικρό βιβλιοπωλείο στο ισόγειο. Διαγωνίως απέναντι, στην άλλη μεριά του σταυροδρομιού όπου ο κεντρικός δρόμος του σπιτιού της τεμνόταν με μια ασήμαντη οδό που όλο ξεχνούσε το όνομά της, το μεγάλο βενζινάδικο της Mobile είχε από ώρα ανοίξει.
Οδός Κασσάνδρας λεγότανε ο δρόμος που περνούσε κάτω από το σπίτι της. Θυμότανε πως όταν είχε πρωτομάθει το όνομά του, από ένστικτο, δεν ήθελε να εγκατασταθεί εκεί. Ανεξήγητες φοβίες την έσπρωχναν μακριά από εκείνη την οδό, την ονοματισμένη από την τραγική κόρη του Πριάμου, την μάντισσα Κασσάνδρα, που προφήτευε δυσάρεστα γεγονότα χωρίς κανείς να την πιστεύει. Τα αδέρφια της την έπεισαν να μείνουνε, τελικά, σ’ αυτό το σπίτι κι ο Νίκος μάλιστα της είχε πει με νόημα ότι δεν έχει σημασία το όνομα του δρόμου αλλά το πού αυτός οδηγεί.
Μα εκείνη, όποτε αναγκαζόταν να αναφέρει τη νέα της διεύθυνση, σιγοψυθίριζε -σαν σε ψυχαναγκαστική τελετουργία- στον εαυτό της, τρεις φορές, το όνομα του μικρού χωριού όπου είχανε μεγαλώσει και οι τρεις και πριν από αυτούς είχανε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί οι γονείς τους και πριν από δαύτους οι παππούδες τους και ποιος ξέρει πόσο πίσω τραβούσε αυτή η γραμμή, ίσως μέχρι τους αρχαίους Πελασγούς που πρωτοκατοίκησαν στην περιοχή, ίσως και πιο πριν, τότε που ανάμεσα στους βράχους του χωριού ήτανε θάλασσα, γι’ αυτό κι ακόμα βρίσκεις πάνω τους τα απολιθώματα των κοχυλιών. Ίσως κι ακόμα πιο παλιά, τότε που δεν υπήρχαν άνθρωποι, μόνο κάτι πελώρια και αποτρόπαια ερπετά κατακλύζανε τη γη και τ’ άλογα ούτε έμοιαζαν, ούτε και λέγονταν όπως σήμερα αλλά ηώιπποι κι ανάμεσα στους κοπτήρες και τον κυνόδοντα τους είχανε ένα άλλο μεγάλο δόντι, που καθώς περνούσαν οι χιλιάδες των χρόνων και ο ηώιππος έγινε ορόιππος κι αργότερα επίιππος και ύστερα μεσόιππος και μετά παράιππος και μερύιππος και πλειόιππος, ώσπου να φτάσει επιτέλους στον σημερινό μας ίππο, το δόντι αυτό χάθηκε σιγά – σιγά, για να μπαίνει, στο κενό που έμεινε, το σίδερο του χαλιναριού.
Ξαναμπήκε στο σπίτι και, σιγοπατώντας στα ακροδάκτυλα πλύθηκε και ετοίμασε καφέ. Αυτό το μάθημα της Εξελικτικής Βιολογίας, που διάβαζε τις τελευταίες μέρες με πιεστική προσήλωση εφάμιλλη της βαρεμάρας που της προκαλούσε και που τρεις φορές είχε δοκιμάσει να το περάσει και τρεις φορές είχε κοπεί, φαίνεται πως την είχε επηρεάσει τόσο πολύ που γέμιζε το μυαλό της με τις αλλόκοτες νεοδαρβινικές σκέψεις κάθε στιγμή, με κάθε περισσότερο ή λιγότερο άσχετο ερέθισμα, όπως το φωτεινό σήμα του φτερωτού Πηγάσου στο απέναντι λογότυπο της Mobile που έφεγγε τα βράδια των φοιτητικών της αϋπνιών και που εκείνο το πρωί ο αλλοδαπός υπάλληλος του βενζινάδικου το είχε ξεχάσει αναμμένο.
Από το δωμάτιο του Νίκου έφτανε στ’ αυτιά της ήρεμη και γλυκιά η υπνωμένη αδερφική αναπνοή. Ακούμπησε το ποτήρι με τον καφέ στην άκρη του γραφείου και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν Παρασκευή πριν απ΄ το Σάββατο του Λαζάρου, σε λίγο έφτανε το Πάσχα και όλοι σχεδόν οι ξενομερίτες φοιτητές μάζευαν τα πράγματά τους για να περάσουν τις γιορτές στα σπίτια τους. Άδειαζε η πόλη, φορτώνονταν σε λεωφορεία και σε τρένα, οι περισσότεροι, άλλοι σε πλοία και σε αεροπλάνα, έφευγε το πολύβουο φοιτητομάνι, ν’ αφήσει την πόλη και τους κατοίκους της να υποδεχθούνε ήσυχα τα θεία πάθη. Μα εκείνη και τα αδέρφια της δεν θα πηγαίνανε πουθενά, δεν θα γυρνούσανε στο χωριο, κανείς δεν τους περίμενε εκεί, θα έμενε αθυσίαστος και φέτος ο δικός τους ο αμνός. Δεν χρειαζότανε, εξάλλου, ιδιαίτερες προετοιμασίες· τρεις αδερφικές καρδιές είναι αρκετές για να χωρέσουνε το θείο Πάθος. Ο Υιός του Ανθρώπου μπορεί να σταυραναστηθεί σε κάθε ανθρώπινη καρδιά που πονάει, που νοσταλγεί, που λυτρωπεριμένει, μονολόγισε η Ηλέκτρα.
Κάτι τέτοιες μέρες, καθώς ζυγώνανε οι πασχαλινές γιορτές, για να μη μείνει ανεόρταστη η θύμησή της, ξαναγυρνούσε ο νους της στα παλιά, όχι σε γιορτινές στιγμές γιατί αυτές ήτανε λίγες και δυσκολοθύμητες, μα σε ιστορίες της γιαγιάς, της μακαρίτισσας της κυρά-Ζωής, σε διηγήσεις από το χωριό τους, για τα χρόνια τα παλιά, για το πώς γιόρταζαν τότε, στους παλιούς καιρούς, τότε που ο χρόνος έπαιρνε νόημα και ρυθμό απ’ τις μεγάλες γιορτές της εκκλησίας των ανθρώπων. Έτσι και σήμερα, αναπλαθόταν μέσα στο νου της, γεμάτη λιβάνια, αγιοκέρια και πασχαλινές μυρωδιές, πλημμυρισμένη από γλυκόπικρο εορταστικό παράπονο, η ιστορία που επαναλάμβανε κάθε Λαμπρή η κυρά-Ζωή. Μάζευε η γιαγιά τα τρία της εγγόνια στην αυλή, δίπλα στα αποκαΐδια της φωτιάς του αρνιού και ξεκινούσε να ιστορεί τα πασχαλινά εθίματα του χωριου και το πώς αλυσοπλέκονταν με αυτά οι ζωές των ανθρώπων, τα χρόνια εκείνα.
Ζούσε σ΄ ένα όμορφο χωριό η κυρά-Ζωή, στην άκρη του μεγάλου κάμπου. Τριγύρω είχε χτίσει ο Θεός από πολύ παλιά -λες και περίμενε τους ανθρώπους να φωλιάσουν ανάμεσα- κάτι πελώριους βράχους και πάνω στους βράχους είχανε χτίσει οι καλόγεροι τα μοναστήρια τους, να τον ευχαριστήσουν που πετροτείχησε τόσο στέρεα το χωριό τους. Δέος πλημμύριζε τον επισκέπτη, να βλέπει τους μεγάλους, συμπαγείς όγκους να πυργώνονται πετροπελεκημένοι στον ουρανό. Φόβος ιερός σε έπιανε να βλέπεις τα θεοσκάλιστα βράχια να μετεωρίζονται πάνω από τα μικροσκοπικά σπίτια. Άγρια αγαλλίαση σε κατέκλυζε, καθώς το βλέμμα σκαρφάλωνε στο περίγραμμα των βράχων που άλλοτε αδράχτιζαν οξύκορφοι τον ουρανό και άλλοτε σκέπαζαν χοντροπελεκημένοι τον ορίζοντα.
Όλοι αυτοί οι θεόρατοι βράχοι είχαν το πέτρινο κορμί τους γεμάτο από βαθιές σπηλιές όπου βουλιάζανε τα βλέμματα και βρίσκανε καταφύγιο, σ’ άλλες κάποιοι ερημίτες καλόγεροι και σ’ άλλες τα κρυφά πάθη των ανθρώπων. Ήταν ετούτες οι σπηλιές παλιές λαβωματιές των βράχων από την πάλη τους με τον φθονερό καιρό που γύρευε να τους ξεθεμελιώσει κι έστελνε, κάθε τόσο, τους ήλιους, τους αέρηδες και τις βροχές να τους γκρεμίσουν. Μα οι βράχοι στέκονταν αγέρωχοι, απροσκύνητοι. Είχανε μετρηθεί με τον καιρό· τον είχανε νικήσει. Τώρα ορθώνονταν περήφανοι, ψηλόκορμοι, γεροδεμένοι πολεμιστές που διαφέντευαν το ανθρώπινο χωριό. Τους πύρωνε άσπλαχνα ο ήλιος, φιδοτυλιγόταν γύρω τους η ομίχλη, τους έδερνε γυμνούς η βροχή, ανοίγονταν πληγές καινούριες στην πετρωμένη σάρκα τους απ’ τη διάβρωση, όμως οι βράχοι μένανε απροσκύνητοι, αθάνατοι υπερασπιστές του θεοτείχιστου χωριού.
Και οι άνθρωποι, που από τη μέρα που γεννιόνταν θωρούσαν τους πελώριους βράχους να αγκαλιάζουν μ’ άγρια στοργή το χωριό τους, γεμάτοι σκοτεινές σπηλιές και ιερές μονές· οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που κάθε φορά που ξεμάκραιναν απ’ το χωριό αντίκριζαν τα μετέωρα βράχια να αλυσώνονται πετροχτισμένα στον ορίζοντα κι ένιωθαν την πλατιά σκιά τους να τους σκεπάζει άλλοτε δροσερή και γλυκιά σαν χάδι κι άλλοτε κρύα και βαριά σαν ταφόπετρα, είχανε μάθει να θεωρούν τα βράχια εκείνα κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής τους. Έβλεπαν τους βράχους σαν τους καλόβουλους πέτρινους γίγαντες των παραμυθιών, σαν μαρμαρωμένους μυθολογικούς θεούς που τους αγαπούσανε και τους φοβότανε μαζί. Γι’ αυτό τους είχανε και ονόματα, παρωνύμια και τοπωνυμία, στον καθένα ξεχωριστά, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του, το σχήμα του και το μέρος όπου βρισκότανε.
Τρεις ήτανε οι μεγάλοι βράχοι του χωριού. Τον μεσαίο, τον μεγαλύτερο, που υψωνότανε γεμάτος θεϊκή μεγαλοπρέπεια και άγια μοναστήρια, τον ονόμασαν ‘Αϊά’, όπως λεγότανε στην τοπική διάλεκτο η ‘Αγία’. Αριστερά του πυργωνόταν απότομος, βαριοθώρητος, γεροχτισμένος από συμπαγή πέτρα ο ‘Άλυσος’΄ή ‘Άλτσος’ όπως τον ήθελε η συγκοπή των φωνημάτων, που κανείς δεν είχε καταφέρει να πατήσει την κορφή του και δεξιά διέκρινες κοντόχοντρο, με χιλιοφαγωμένο απ’ τις σπηλιές το πέτρινο κορμί του, τον ασουλούπωτο ‘Μπάντοβα’.
Υπήρχαν όμως και πολλοί μικρότεροι βράχοι που πετρογύριζαν το χωριό και που καθένας είχε τ’ όνομά του. ‘Μικρή Αϊά’ ονόμαζαν έναν μικροκαμωμένο βράχο δίπλα στην ‘Αϊά’, που όταν σουρούπωνε κι έβλεπες τη σκιά του μεγάλου βράχου να γλυκοπέφτει στον μικρότερο θαρρούσες πως ήτανε η ‘Αϊά’ μια πέτρινη μάνα που νυχτοσκέπαζε και καληνύχτιζε την κόρη της. ‘Αδράχτι’ ονομάτισαν έναν λεπτόκορμο μυτερό βράχο που υψωνότανε –σαν μιναρές- σ’ ένα άνοιγμα ανάμεσα στον ‘Μπάντοβα’ και την ‘Αϊά’. ‘Σκολίνι’ καλούσαν μια άλλη πλατιά πέτρα, που η κορφή της ήταν σχισμένη απ’ τη διάβρωση σ’ ένα σημείο κι άφηνε ένα άνοιγμα μεγάλο όσο ένα σκολίνι· έτσι έλεγαν οι χωριανοί το μεγάλο βήμα. ‘Πέτρα που Κρένει’ φώναζαν έναν άλλον, πλατύ βράχο που, αν στεκόσουνα στη μία άκρη της μεγάλης βάσης του και φώναζες, ο δυνατος αντίλαλος μετέφερε ατόφια τη φωνή σου στην άλλη μεριά. ‘Άγιο Πνεύμα’ βάφτισαν έναν βράχο που σε μια κουφάλα του φώλιαζε θεοχτισμένη απ’ τους παλιούς καιρούς μια μικρή εκκλησία του Αγίου Πνεύματος και ‘Άϊ-Γιώργη’ είπανε μια ψηλή πέτρα που σ’ ένα φάγωμά της ήτανε κουρνιασμένη η σπηλιά του Άϊ-Γιώργη του Μαντηλά.
Πάνω στους βράχους είχαν σφηνώσει τα μοναστήρια τους και οι καλόγεροι. Εκεί ψηλά, μακριά απ’ τους ανθρώπους, κοντά στον ουρανό, μέσα στην πετρωμένη ερημιά, χτυπούσανε καμπάνες και σήμαντρα, ξυλοχτυπούσαν τάλαντα, τραγουδούσαν ψαλμούς και πάσχιζαν πότε να κατεβάσουν τον Θεό στους ανθρώπους, πότε να ανεβάσουν τους ανθρώπους στον Θεό και πότε να ανταμώσουν τον Θεό με τους ανθρώπους στην κορυφή των βράχων. Πότε γοργοχτυπώντας, με τις αναστάσιμες καμπάνες και πότε αντιλαλώντας πένθιμα στις ώρες της Μεγάλης Παρασκευής, οι βράχοι μετρούσανε τις ώρες της ζωής του ανθρώπινου χωριού. Έτσι ζούσανε αδελφωμένοι βράχοι και άνθρωποι, πέτρες και ψυχές μοιράζονταν τον τόπο, τον καιρό, τους ήλιους, τις βροχές, τις χαρές και τις λύπες. «Ένα μετέωρο είναι και η ψυχή του ανθρώπου, βράχος που στέκεται αναποφάσιστος ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, γεμάτος αμαρτωλές σπηλιές και άγια μοναστήρια»…συλλογίστηκε η Ηλέκτρα.
Ήτανε στο χωριό έθιμο παλιό κάθε χρόνο τ’ Αϊ-Γιωργιού να ανεβαίνουνε τέσσερις πέντε ριψοκίνδυνοι άνδρες στη σπηλιά του Αϊ-Γιώργη του Μαντηλά και να κρεμούνε τα μαντήλια των γυναικών σ’ ένα σκοινί που έπιανε από τη μια άκρη της σπηλιάς ως την άλλη. Ήταν ψηλός κι απότομος ο βράχος και αρκετοί είχανε πέσει σκαρφαλώνοντας, μα η παράδοση τους ήθελε να μην παθαίνουν –χάρη στην προστασία του αγίου- ούτε γρατσουνιά και κάθε χρόνο βρίσκονταν αρκετοί συνεχιστές του εθίμου που γύρευαν ν’ ανέβουν και να μαντηλοδέσουν. Ανάμεσά τους και ο πατέρας της κυρά-Ζωής, νέο παλικάρι τότε, ο Δημήτρης ο δασάρχης. Σηκωνότανε χαράματα, κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου, και μαζί με τους ψυχωμένους συντρόφους του κουβαλούσανε μέχρι τους πρόποδες του βράχου ένα μεγάλο, χοντροπελεκημένο και διχαλωτό, εκατονταπίθαμο πλατανόξυλο. Ύστερα βάζανε στη διχάλα του μια τριχιά και όλοι μαζί σήκωναν το τεράστιο ξύλινο κοντάρι μέχρι τη βάση της σπηλιάς όπου ήτανε μπηγμένος, ποιος ξέρει πότε και από ποιόν –ούτε οι παππούδες της κυρά-Ζωής δεν το είχανε δει- ένας σιδερένιος πάσσαλος. Περνούσαν, έτσι, την τριχιά γύρω απ’ τον πάσσαλο κι ο Δημήτρης έπιανε γερά τα δυο σκέλια του σκοινιού που κρέμονταν κι άρχιζε να σκαρφαλώνει πρώτος στον βράχο, ξυπόλυτος, έχοντας κρεμασμένο σ’ ένα δερμάτινο ζωνάρι το άλικο μαντήλι της γυναίκας του, μαζί με τα πολύχρωμα μαντήλια που του έδιναν όλες οι υπόλοιπες γυναίκες του σογιού.
Το έθιμο αυτό είχε τις ρίζες του στους χρόνους της τουρκοκρατίας. Τότε, είχε αρρωστήσει βαριά το παιδί του Τούρκου διοικητή και η μάνα του, απελπισμένη από τη μάταιη βοήθεια των χριστιανών γιατρών και από τις ατελέσφορες προσευχές των χοτζάδων και των δερβίσηδων, έταξε το χρυσοκεντημένο, πολύτιμο μαντήλι της στον Άγιο. Κι εκείνος έκανε το θαύμα του και γλίτωσε τον γιο της και από τότε, όσοι πιστεύουνε στη χάρη του, κρεμάνε κάθε χρόνο στη γιορτή του τα μαντήλια τους· χρυσοκέντητα τάματα για την υγεία των δικών τους, πολύχρωμες ευχαριστίες στον Άγιο που δόξασε το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης σε χριστιανούς και αλλόδοξους. Δεν είναι όμως, αυτός ο μόνος λόγος που ρίζωσε τούτη η συνήθεια στο πετρογυρισμένο χωριό και κάθε χρονιά, την άνοιξη, στη γιορτή του αγίου, ανθίζει η ριψοκίνδυνη ευλάβεια των πιστών και καρποφορεί πολύχρωμη, γεμάτη χρυσοκέντητους, πολύχρωμους καρπούς η σπηλιά του Αί-Γιώργη, σκέφτηκε η Ηλέκτρα.
Σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος, ανήμερα της γιορτής του Αγίου, το έχει η παράδοση οι άντρες να επιδίδονται σε δύσκολους αγώνες, σε τολμηρές δοκιμασίες για να δείξουνε στον λεβέντη Άγιο -που ήτανε στρατιώτης και παλικάρι αληθινό, που πάλεψε με θεριά και με δράκους και με μαρτύρια- πως είναι αντάξιοί του στην αντρειοσύνη και στη δύναμη της πίστης. Αλλού καβαλικεύουνε γρήγορα, άγρια άλογα, που τόσο αρέσανε στον καβαλάρη Άγιο όσο ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλού πηδάνε πάνω από φωτιές λες και μάχονται με την φλογερή ανάσα του δράκοντα που σκότωσε ο Αϊ-Γιώργης και στο χωριό της κυρά-Ζωής, οι άντρες, το έχουν έθιμο να παλεύουν με τους βράχους.
Η ιστορία με το μαντήλι της τουρκάλας αρχόντισσας είναι μόνον η αφορμή που αποζητάει η εσωτερική ορμή του ανθρώπου για να αναρριχηθεί και να αποδείξει πως όπως ο Ρωμαίος αξιωματικός μεταμορφώνεται σε Χριστιανό μεγαλομάρτυρα, σε φονέα δρακόντων, σε ‘πρώτον εν τοις άθλοισοι αιχμαλώτων ελευθερωτή’, όπως λέει και το τροπάριό του, έτσι και η ψυχή του κάθε ανθρώπου, βρίσκοντας πρόφαση στις παραδόσεις, στα ριψοκίνδυνα έθιμα και στις γραφές των μύθων και των θρύλων, εκφράζει τον προαιώνιο πόθο της να λυτρωθεί από τα τέρατα που κρύβει μέσα της, να φονεύσει τους πανάρχαιους δράκοντες των φόβων και των αμφιβολιών και να πετύχει τον μεγάλο άθλο της νίκης επί του ‘ενάντιου εαυτού’.
Γι’ αυτό και οι αντρειωμένοι του χωριού σκαρφαλώνουν στη σπηλιά του Αϊ-Γιώργη. Αντί για ατίθασα άλογα καβαλικεύουνε τις απροσκύνητες πέτρες, περνούνε με τις τριχιές χαλινάρια στους βράχους γυρεύοντας να τιθασεύσουνε το ύψος και τον φόβο, αποζητώντας μέσα από τη μαντηλόδετη, τροπαιοφόρα αναρρίχησή τους την αγιοσύνη που χαρίζει το εσωτερικό σκαρφάλωμα του ανθρώπου, η τόλμη τού να εισχωρήσεις –αθλοφόρος- στις σκοτεινές σπηλιές που κρύβεις εντός σου και να ξεδιπλώσεις μέσα τους -πορφυρό μαντήλι- την ψυχή σου.
Κλωθογύριζε στο μυαλό της όλες εκείνες τις γλαφυρές περιγραφές της γιαγιάς της η Ηλέκτρα, όλες εκείνες τις πέτρινες, παρελθοντικές εικόνες του χωριού που μπερδευότανε με τις εικόνες της φοιτητικής της ζωής. Με τις προσδοκίες, τις ματαιώσεις και τις διαψεύσεις που γέμιζαν το παρών της, που αντί να σφύζει από ζωή και από τον ενθουσιασμό της νιότης, πισογυρνούσε στο χωριό, αναγύριζε σε ιστορίες και διηγήσεις ξεχασμένες και μπλέκονταν σε ανούσιες πανεπιστημιακές γνώσεις. Σε χίλιες δυο ανιαρές λεπτομέρειες, για το ηρακοθήριο, τον μεσόίππο και τον παράιππο, που θα τις ξεχνούσε σίγουρα, αμέσως μόλις θα έβγαινε από τις εξετάσεις. Σε άχρηστες λεπτομέρειες για τα υπολειμματικά όργανα, όπως οι μυς που κινούν το αυτί και ο κόκκυγας, που έμειναν στους ανθρώπους για να θυμίζουν την εποχή που είχανε ουρές και γύριζαν τα αυτιά τους προς την κατεύθυνση των ήχων, σαν τους σκύλους. Μα τώρα, αυτές οι λεπτομέρειες είχαν στοιχειώσει το μυαλό της, που δεν μπορούσε να βρει καταφύγιο ούτε στις όμορφες πασχαλινές εξιστορήσεις του χωριού, γι’ αυτό και κάρφωνε το βλέμμα της στον απέναντι, αχνοφώτιστο από το ξεχασμένο ακόμα νυχτερινό νέον και ζωγραφισμένον κόκκινον, πάνω στο άσπρο πλαστικό, φτερωτό Πήγασο.
Τον Πήγασο που η μυθολογία τον ήθελε να έχει ξεπηδήσει απ΄ το κορμί της Μέδουσας, όταν την αποκεφάλισε ο θρυλικός Περσέας και που ύστερα τριγύρναγε ελεύθερος σε πυκνοφυτεμένα λιβάδια και σε ουράνιους λειμώνες, ώσπου τον έπιασε με δόλο ένας άλλος μυθικός ήρωας ο Βελλερεφόντης. Του πέρασε με πονηριά το χαλινάρι της σκλαβιάς και της εξημέρωσης, τον καβαλίκεψε και με αυτόν κατάφερε να σκοτώσει ένα άλλο αποτρόπαιο τέρας του μύθου και της ψυχής των αρχαίων, τη Χίμαιρα. Μα η αλαζονεία θόλωσε το μυαλό του ύστερα απ’ το μεγάλο του κατόρθωμα και σπιρουνίζοντας άγρια τον Πήγασο γύρεψε ν’ ανέβει καβάλα σε αυτόν στον Όλυμπο και να γίνει ίσος με τους θεούς.
Κι ύστερα, ζωντάνευε εκείνο το πρωί, στο θολωμένο από το διάβασμα μυαλό της Ηλέκτρας, η συνέχεια της ιστορίας, με τον κεραυνό του νεφεληγέρτη Δία να χτυπά τον υπερφίαλο ήρωα, να τον γκρεμίζει από τη ράχη του φτερωτού αλόγου και να τον αφήνει ταπεινωμένον, σακάτη και τυφλό από την πτώση, να περιπλανιέται ζητιανεύοντας ελεημοσύνη.
Έτσι αισθανότανε, εκείνο το απριλιάτικο πρωινό και η Ηλέκτρα. Σαν μια αρχαία, τραγική ηρωίδα, όπως μαρτυρούσε και το όνομά της, που η τύσις κάποιου φθονερού θεού την καταδίκασε σε μια ζωή που δεν ήτανε δικιά της. Σε μια ζωή μακριά από τα ‘θέλω’ και τα ‘μπορώ’ της, που αναζητούσε καταφύγιο στις εσωτερικές επιστροφές της θύμησής της στο χωριό των παιδικών της χρόνων. Γιατί αν είχε ακολουθήσει την πραγματική της κλίση, δεν θα κυνήγαγε τη χίμαιρα της επιτυχίας στην Ιατρική Σχολή, που με το άδικο σύστημα των δεσμών την έριξε στο Βιολογικό. Θα είχε ασχοληθεί με τη μεγάλη της αγάπη, τη φιλολογία. Θα διάβαζε και θα εξεταζότανε στους μύθους του Περσέα και του Βελερεφόντη και όχι στον μεσόιππο και στις εξελικτικές μεταβολές που επισυνέβησαν στη διάρκεια του πλειστόκενου. Θα μάγευε τα αμφιθέατρα μιλώντας για τη δύναμη των αρχετύπων, που συνδυάζουν στο συλλογικό ασυνείδητο διαφορετικών ανθρώπων, λαών και θρησκειών, την εικόνα του Περσέα που σκοτώνει τον Κράκωνα και λύνει την Ανδρομέδα από τον βράχο, με τον Αι-Γιώργη που μπήγει τη λόγχη του στο πυρωμένο στόμα του δράκοντα για να σώσει τη βασιλοπούλα.
Και θα μιλούσε για την αληθινή ιστορία του Πηγάσου, αυτού του φτερωτού αλόγου που ο κάθε άνθρωπος κρύβει στην ψυχή του και που, αντί να ανεβεί στον Όλυμπο, βαρέθηκε να κυνηγάει τις χίμαιρες του κάθε ήρωα που ήθελε να τον καβαλικέψει, άφησε τα ουράνια λιβάδια για το αλέτρι και το άροτρο, μπήκε στον ζυγό των θνητών και οι φτερούγες του ατρόφησαν και χάθηκαν, όπως όλα τα άλλα υπολειμματικά όργανα, όπως τα παραπανίσια δάχτυλα στα πόδια του ηώιππου και του ορόιππου που εκφυλίστηκαν στο διάβα του καιρού και δώσανε τις σημερινές οπλές των αλόγων.