Scroll Top

Ευτυχία Καλλιτεράκη – Σκιές

 ΣΚΙΕΣ

Α

Όλα άρχισαν τη μέρα που περίμενε το τραμ μέσα στην βροχή, όταν άρχισαν τα δάκτυλα των χεριών να τον ξύνουν σε σημείο που γέμισαν αίμα. Λίγες μέρες πριν, στη μέση του δρόμου κάποιος άγνωστος τον αγκάλιασε με πάθος και τον φίλησε στα χείλη. Του είπε ότι τον γνώριζε, πάνε πολλά χρόνια, όταν για πρώτη φορά συναντήθηκαν στα σκαλιά του Πολυτεχνείου. Τον κοίταζε με βαθύ βλέμμα φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από τον ίδιο και το σώμα του έγερνε καθώς μιλούσε, λίγο περισσότερο από το κανονικό. Ό άγνωστος τον είχε φιλήσει με μια μανία πρωτάκουστη και ένοιωσε μια αηδία αλλά και μια οικειότητα που του φάνηκε πολύ περίεργη. Κάτι τέτοιο δε θυμόταν να του είχε ξανασυμβεί.
Από εκείνη την ημέρα δεν τον ξαναείδε ποτέ, όμως μέσα του κάτι είχε αλλάξει. Προσπάθησε να θυμηθεί περισσότερα για αυτόν τον άνθρωπο αλλά μάταια. Τίποτα δεν ερχόταν στην μνήμη του. Αυτό πάντως που ήταν σίγουρο ήταν ότι τα εξανθήματα και ο κνησμός άρχισαν με περισσότερη ένταση μετά από αυτό το φιλί.

Β

Δεν είχε από τότε κανένα νέο του, αν και πάντα κοίταζε στην ίδια στάση του τραμ μήπως τον ξαναδεί. Αυτό που θυμόταν ήταν το φιλί που η γεύση του δε θύμιζε μεγάλο άνθρωπο. Η γεύση του παραδείγματος χάρη, δεν είχε σε καμία περίπτωση τη γεύση του φιλιού του πατέρα του, που ήταν κάτι ανάμεσα σε πυκνά σάλια και σε κρασί κακής ποιότητας.
Περπάτησε με γρήγορα βήματα μέχρι το νοσοκομείο που δούλευε με την καρδιά του γεμάτη φόβο σκεπτόμενος το μαρτύριο του κνησμού και φοβόταν μήπως με τις πληγές που είχαν δημιουργηθεί κολλούσε κάποια ασθένεια καθότι δεν μπορούσε να βάλει γάντια γιατί πονούσε φριχτά. Ένοιωθε ενοχές για την αιτία των πόνων του σαν να έφταιγε ο ίδιος. Έτσι έμενε πολύ ώρα σαν νεκρός, διεκπεραίωνε μόνο τη δουλειά που είχε στο Νοσοκομείο και έφευγε γρήγορα σαν κυνηγημένος. Μια μέρα καθώς καθόταν στο μικρό παγκάκι δίπλα στην Νομική ήλθε και κάθισε ένας περίεργος νεαρός, ήρθε δίπλα του και με γρήγορη φωνή του ψέλλισε ”πάμε για μια πίπα στα γρήγορα; ξέρω ένα ήσυχο μέρος δε θα μας δει κανείς”
Είχε μείνει κόκαλο και μέχρι να τον κοιτάξει είχε εξαφανιστεί. Του κακοφάνηκε που του μίλησαν έτσι παρόλο που ήξερε πως στο μικρό παγκάκι κάθε μέρα και όλες τις ώρες πρεζόνια καθόταν πεθαμένα σχεδόν από την μαστούρα και στα φανερά έκαναν ενέσεις χωρίς να νοιάζονται για κανένα. «καλά να πάθω σκέφτηκε τι άλλο να περιμένω παρά μόνο τέτοιες προτάσεις» Σκέφτηκε ακόμα, ότι τον τελευταίο καιρό μισούσε τους ανθρώπους ή καλύτερα τους σιχαινόταν και κυρίως το πατρικό του σπίτι .Δεν ήθελε καθόλου να τους παίρνει τηλέφωνο. Μερικές φορές μάλιστα ήθελε να πέθαιναν.
Τη μάνα του τη θεωρούσε πονηρή και συμφεροντολόγα, τον πατέρα του διαστροφικό μαλάκα και τα αδέλφια του ζωντανούς νεκρούς.
Προς τα πού να πήγαινε από ποιόν να ζητούσε αγάπη και φιλία; το είχε πάρει πλέον απόφαση πως δεν είχε κανένα.
Περπατούσε κάθε μέρα στα πάρκα της Αθήνας, δεν ήταν δα και πολλά, έκανε βόλτες οι περαστικοί του έπιαναν κουβέντα πράγμα που τον ευχαριστούσε, γιατί εκείνος ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ήξερε πως ήταν πολύ μοναχικός αλλά δεν τον πείραζε καθόλου μερικές φορές τον έκανε και περήφανο. Να αντέχεις την δυστυχία δεν ήταν και λίγο. Και αυτός ήταν δυστυχής .Γεννήθηκε δυστυχισμένος.

Γ

Το χωριό του ήταν στην ορεινή Αρκαδία μικρό παιδί του άρεσε να πηγαίνει στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνα και να κάθεται ανάμεσα στις κολόνες με τις ώρες. Του άρεσε να βλέπει τα σύννεφα όταν σκέπαζαν όλο τον Ναό το χειμώνα και περίμενε με υπομονή, να φύγει η ομίχλη για να φανεί πάλι ο ναός μεγαλόπρεπος. Και τότε ένοιωθε μεγάλη χαρά. Μόνο τότε.
Φτωχό το χωριό πολλά αδέλφια έμενε όλη η οικογένεια μαζί. Αυτός με τον πατέρα σε ένα διπλό κρεβάτι, η μάνα σε ένα άλλο με τα δύο κορίτσια και ο μικρότερος στη κουζίνα πάνω σε ένα ράντζο. Δεν μπορούσε κανείς να πει ότι δεν είχαν φαγητό, οι αγροτικές δουλειές τους επέτρεπαν πάντα να υπάρχει κάτι για να φάνε. Άλλα ήταν τα βάσανά του. Η βουβαμάρα αυτό ήταν το δράμα τους. Κανείς δεν ήξερε τι σκεφτόταν ο άλλος, αν ήθελε να ξενιτευτεί, αν ήθελε να φύγει, αν δεν άντεχε άλλο, κανείς δε μιλούσε και η σιωπή κάθε μέρα γινόταν και χειρότερη κάθε μέρα γινόταν και μεγαλύτερη.

Αυτός, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει θα έφευγε. Βοηθός χημικού ήθελε να γίνει. Γιατί; ούτε και ο ίδιος ήξερε. Για τους άρρωστους ανθρώπους ένοιωθε μια συμπόνια η μητέρα του πατέρα του ήταν μαμή μια γυναίκα δύσκολη και αμίλητη, το είχαν στο σόι και δεν του έκανε εντύπωση, όμως πάντοτε της έκανε εντύπωση ο σεβασμός που είχε όχι μόνο από το χωριό της αλλά και από τα γύρω χωριά.
Έτσι είχε πει μέσα του πως θα γίνει βοηθός χημικού βοηθός στα ιατρικά επαγγέλματα. ‘Όπως και έγινε μπήκε στα ΤΕΙ και ένοιωθε ευτυχισμένος, ας το πούμε και έτσι γιατί στην ουσία ποτέ δεν ήξερε τι είναι ευτυχία.
Μικρό παιδί, τα βράδια πάντα τα φοβόταν κουλουριαζόταν μέσα στο κρεβάτι στην άκρη, έκλεινε τα μάτια του δεν ήθελε να ακούει θορύβους πολλές φορές ο πατέρας του τον κρατούσε δυνατά πάνω του και ένοιωθε ότι από την πίεση θα πέθαινε. Αυτή η προστασία που του πρόσφερε τον ενοχλούσε, γιατί ο ύπνος για αυτόν ήταν η μόνη ελευθερία που ένοιωθε. Μέσα στο σκοτάδι το τριζόνι ήταν η μόνη του συντροφιά που την διέλυε αυτή η στάση του πατέρα του. Ένα βράδυ προσπάθησε να πάει τελευταίος για ύπνο με μια ελπίδα να τον βρει κοιμισμένο. Θα του έλεγε πως είχε διαβάσματα και μόλις θα άκουγε το ροχαλητό του σιγά σιγά θα έμπαινε στην άκρη του κρεβατιού και θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Κάθε βράδυ προσπαθούσε να πάει πιο αργά στο κρεβάτι αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα, έμοιαζε σαν ο πατέρας του να τον περίμενε, έμοιαζε να ήταν για αυτόν ένα αρκουδάκι που θα αγκάλιαζε για να κοιμηθεί.
Έτσι άρχισε να μετράει τις μέρες και τις νύχτες πότε θα τον ξεφορτωθεί . Μάταια. Τον αγκάλιαζε σφιχτά, πολλές φορές του χάιδευε το σώμα, του έλεγε πως τον αγαπά, όταν εκείνος δυσανασχετούσε.
Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν το πρωί έβρισκε τις χούφτες των χεριών του να είναι λεκιασμένες από μία βλέννα. Άρχισε τότε κάθε πρωί να πλένει με μανία τα χέρια του. Η μάνα του, που της το είπε, του είχε απαντήσει ότι θα λερώνεται μέσα στον ύπνο του. Κάτι δεν του πήγαινε καλά με αυτή την εξήγηση μέχρι που και ο ίδιος κατάλαβε και ζήτησε να κοιμηθεί στην κασέλα της κουζίνας που ήταν στενή και σκληρή. Δεν μίλησε ποτέ ξανά στη ζωή του ούτε κανείς ποτέ του έκανε κουβέντα. Μέσα του μπήκε μια βαθιά θλίψη που την κράτησε σε όλη του την ζωή.
Μέσα από εκείνη την συνάντηση με το φιλί, σαν μέσα του να ζωντανέψανε αυτή η ανάμνηση το κατάλαβε μετά από αρκετό καιρό όταν θυμήθηκε εκείνη την μέρα.
Τρόμαξε. Άρχισε να έχει φοβίες και ο κνησμός ήταν εφιαλτικός.
Άρχισε να συχνάζει στα πάρκα με μια τρομακτική επιθυμία να έλθει σε επαφή με κάποιον περαστικό με σκοπό να του κάνει κακό. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να έλθει σε επαφή και να σφίξει με δύναμη το ανδρικό μόριο έτσι ώστε να το κόψει στα δύο. Μια παιδική επιθυμία τίποτε άλλο.
Είχε αρχίσει να του γίνεται συνήθεια. Μια απίστευτη εμμονή. Τρόμαξε, αλλά ούτε μία στιγμή δεν πίστεψε ότι μπορεί να είναι ομοφυλόφιλος.
Κάθε βράδυ μετά τις έντεκα το βράδυ με ευλάβεια πήγαινε στο ίδιο μέρος μέχρι που ξέχασε γιατί πήγαινε. Όλους που συναντούσε είχαν μια τρέλα ένα θυμό μια βιασύνη, σαν να ήθελαν να πεθάνουν. Έβαζαν το πέος μέσα στη χούφτα του γρήγορα και μετά έφευγαν σαν κυνηγημένοι. Πολλοί ήθελαν να τον πληρώσουν του έλεγαν ότι αν χρησιμοποιούσαν το στόμα του θα του έδιδαν περισσότερα. Αρνήθηκε. Για ποιόν τον πέρασαν.’Eνα βράδυ γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα και ενώ καθόταν σε ένα παγκάκι στο πεδίο του Άρεως ένοιωσε μια νοσταλγία για το σπίτι του είχε χρόνια να πατήσει εκεί. Το πρωί είχε ένα τηλέφωνο από την αδελφή του. Ο πατέρας του είχε καρκίνο τον είχαν πάει στο Νοσοκομείο της Τρίπολης και ζητούσε να τον δει. Καθισμένος μέσα στο σκοτάδι θύμωσε πολύ «καλύτερα να ψοφήσει ο μαλάκας σκέφτηκε να πάει και να μη ξαναγυρίσει»
Κάποιος κάθισε δίπλα του
είχε όρεξη για κουβέντα μόνο για κουβέντα.
«Ο πατέρας μου είναι άρρωστος μάλλον πεθαίνει και με ζητά να πάω»
«Τον φουκαρά» ψέλλισε ο άλλος , εμένα ο πατέρας μου πέθανε πέρυσι από τότε δεν μπορώ να το πιστέψω»
«Ήταν καλός;»
«Καλό ανθρωπάκι»
Έπεσε βαθιά σιωπή. Καθόταν και δυο τους δίπλα μέσα στη νύχτα σαν ξαφνικά να τους ένωνε κάτι αδελφικό, σαν να γνωριζόταν χρόνια.
Από εκείνο το βράδυ έπαψε να πηγαίνει στο Πεδίο του Άρεως.
Πέρασε ένας μήνας τα χέρια του ήταν σε άθλια κατάσταση αποφάσισε να πάει στο γιατρό δεν ήθελε να πάει στο Νοσοκομείο σαν να έφταιγε ο ίδιος για το κατάντημά του, σαν να έπρεπε να κρυφτεί από την ντροπή του.
Τα χέρια του, είπε ο γιατρός ήταν γεμάτα εγκαύματα από το πλύσιμο και τις χλωρίνες. Έτσι του είπε, θα πρέπει για μία εβδομάδα, ίσως και περισσότερο να τα φροντίζει, του έδωσε μία αλοιφή και άδεια δέκα μέρες.

Δ

Το διαμέρισμα του ήταν στα Πατήσια μια μικρή γκαρσονιέρα το καλό ήτανε ότι έβλεπε λίγο ουρανό και είχε μια μεγάλη ταράτσα. Την είχε γεμίσει λουλούδια που τα φρόντιζε με αφοσίωση. Η μάνα του είχε πολλά λουλούδια λες και τα λουλούδια ήταν τα μόνα που μπορεί να απαλύνουν την απελπισία της. Την μεγάλη της απάθεια σε ότι γινόταν στο σπίτι της την έλυνε με την φροντίδα στα λουλούδια. Όλοι μέσα στην οικογένειά μας υπήρχαμε από μόνοι μας σκέφτηκε. Ήξερε ότι και ο ίδιος υπήρχε μόνος του ακόμα και τώρα, μετά από τον ξενιτεμό του ήταν περίπου δέκα και πλέον χρόνια. Ντρεπόταν να έχει φίλους στη δουλειά ήταν μόνος αλλά και εκεί, κουβαλούσε μια ντροπή .
Πότισε τα λουλούδια και στα αυτιά του είχε τη φωνή της αδελφής του. «Έλα θέλει να σε δει».
Εκείνος δεν ήθελε. Σκέφτηκε για λίγο και καθώς ξεβοτάνιζε μια πασχαλιά, αποφάσισε, πως δεν θα ήξερε τι να κάνει αν τους έβλεπε όλους μαζί, μαζεμένους μέσα στην απελπισία που θα έπρεπε να έχουν. Τον έπιασε μεγάλος θυμός. Αλήθεια γιατί έπρεπε να τους αγαπά και να τους φροντίζει; Από όλους αγαπούσε την μικρή του αδελφή τη σκεφτόταν συχνά, είχε γίνει μαθηματικός όμως ήταν αδιόριστη και έκανε ιδιαίτερα στην Τρίπολη. Μήπως έπρεπε να πάει μόνο για αυτήν; όλα θα έχουν πέσει απάνω της σκέφτηκε.
Έτσι αποφάσισε να φύγει την άλλη μέρα το πρωί.
Μπήκε στο λεωφορείο της γραμμής για την Τρίπολη είχε συννεφιά.
Έβλεπε όλα τα μέρη που έφευγαν πίσω του, όλα του φαινόταν άγνωστα. Όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχε πάει ούτε μέχρι το Λουτράκι. Όλα τα μέρη που συναντούσε του ήταν άγνωστα σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. Μόνο η θάλασσα τον ησύχαζε και του έφερνε μια γλύκα μέσα στην ψυχή του την κοίταζε και μόνο τότε ένοιωθε μια ελευθερία. Τον πήρε λίγο ο ύπνος και όταν άνοιξε τα μάτια του του φάνηκε πως το λεωφορείο ήταν ακίνητο. Μακριά στο βάθος σαν να φάνηκε η Τρίπολη ζήτησε να βγει έξω, γιατί από μέσα του ήρθε ένα μεγάλο κύμα πράσινου εμετού.

Ιούλιος 2018 

* Η Ευτυχία Καλλιτεράκη είναι Ψυχιατρική Κοινωνική Λειτουργός και Τακτικό Μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Είναι επίσης μέλος και διδάσκουσα της Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας. Έχει εργαστεί στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο από το 1974 μέχρι το 1991 με ομάδες και οικογένειες Ψυχωτικών ασθενών όπως επίσης και με τις διαταραχές προσωπικότητας. Έχει γράψει ψυχαναλυτικές μελέτες πάνω σε θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, Ιψεν Στριντμπεργκ Ο,Νηλ και αναλύσεις πάνω σε έργα της αρχαίας Τραγωδίας. Βιβλία της: «Διονύσιος Σολωμός μία ψυχαναλυτική προσέγγιση», εκδόσεις Γαβριηλίδη 2005. « Οι κουμπότρυπες 13 ιστορίες», εκδόσεις Μελάνι 2007. «Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα» Μυθιστόρημα, εκδόσεις Ψυχογιός, «Νοσταλγία μέσα στο Όνειρο και η ονειροπόληση του Θεραπευτή» Εκδόσεις Αρμός 2016 «Νίκος Καζαντζάκης Μια αναφορά στον Καπετάν Μιχάλη»2016 εκδόσεις Αρμός