Μια τούφα, ρε μάνα, ούτε μια τούφα δεν κράτησα, τι να ψάξω τώρα για μνήμες μέσα στις στοίβες; Πώς ζούσες, ρε μάνα εδώ μέσα; Ξεχειλίζουν οι ντουλάπες, θα μας πνίξουν τα κουρέλια, σου ‘λεγα – τον χαβά σου εσύ. Δεν άφηνες μπιμπελό για μπιμπελό. Όλα τα κρατούσες. Γάμοι, βαπτίσεις, ευτυχώς που δεν δίνανε μπομπονιέρες και στις κηδείες. Πληθαίνει το θανατικό τελευταία. Πρώτα ο παππούς στο νησί. Ξέρεις αυτή η κουκουβάγια που έβλεπα πάνω στον στύλο της ΔΕΗ. «Σώπαινε αλαφροΐσκιωτη», μου ‘λεγες, «η κουκουβάγια σημαίνει θανατικό, μην κακομελετάς». Κι εγώ σταμάτησα, σαράντα μέρες την έβλεπα με κομμένη την ανάσα και τσιμουδιά δεν έβγαζα. Της τύχης να ‘τανε; Της μοίρας; Μόλις άνοιξε τα φτερά της, σας φέρανε τα μαντάτα. Δεν ήταν άρρωστος, νεκρός ήταν. Έκτοτε σου ‘λεγα, κουκουβάγια σημαίνει λευτεριά – τον χαβά μου κι εγώ. Μετά η γιαγιά, μια ζωή μαυροφορεμένη και γονατιστή μπρος στο εικονοστάσι. Ποιά κρίματα θυμιάτιζε μες στη σιωπή της; Στη συνέχεια ο θείος. Όταν τον έπιασε το εγκεφαλικό, μαρμάρωσε όλο το δεξί του μέρος – ξέρεις, το δεξί, το καλό, με αυτό που βουτούσε τα οικόπεδα. Τι να τα κάνεις, ρε μάνα. Θυμάσαι που στο έλεγα, σας κατέκλεψε όλους στη μοιρασιά αλλά και τι κατάφερε στο τέλος να πάρει; Έναν τάφο με θέα.
Ήταν δίκαιος, βέβαια, στα τελευταία του, μες στις φιλανθρωπίες και τις δωρεές, λες να εξαγόρασε κάνα συγχωροχάρτι σε τιμή ευκαιρίας; Μην ξεχνάς σας άφησε και το δικαίωμα να ταφείτε πλάι του. Ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό του ότι θα μπορούσατε, έστω και αργοπορημένα, να ζητήσετε το δίκιο σας. Για φαντάσου, λέει, να υπάρχει μεταθανάτια τιμωρία να βρικολακιάσετε όλα τα αδέρφια και να του πιείτε το αίμα. «Ποιό αίμα;» θα μου πεις «Έχουν οι νεκροί αίμα, παιδάκι μου; Εδώ δεν έχουν σώμα, θα έχουν αίμα;» Α, δεν ξέρω, ο παππούς άλλα μας έλεγε, ότι τάχα διψάνε για αίμα, μόνο έτσι θυμούνται. Έλα ρε μάνα πιες λίγο από το δικό μου, μην φεύγεις πάλι. Έρχεσαι ολοένα στον ύπνο μου και με παρακαλάς να σε αφήσω να ησυχάσεις, να μην σε μελετάω συνέχεια, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Μου το πες κιόλας τις προάλλες ξεκάθαρα, «Άσε με να φύγω, να ξεκουραστώ.»
Ε, λοιπόν όχι. Δεν σ’ αφήνω. Από παιδί με παράταγες, έτρεχες με τον πατέρα στα καράβια. Και πάλι τώρα στα τελευταία σου, τα καράβια ονειρευόσουν, ότι θα έρθουνε να σε πάρουνε, να σε πάνε πάλι στο Ρίο ντε Τζανέιρο, να ανέβεις πάνω στο άγαλμα του Χριστού, να σε γιατρέψουν. Και σε γιατρέψανε, ρε μάνα, δεν λέω.
Σε γιατρέψανε. Μια και έξω. Τι σκατά, χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες. Θυμάσαι που έκανες μια, για τον Θεό, μόνο μια, και άντε γεια σας. Σιγά μην καθόσουν να περιμένεις, να σε λιώσουν, να σε μαραζώσουν. Σιγά μην κλειδωνόσουν μέσα στο Μεταξά. Δεν είμαστε με τα καλά μας. Μέχρι και λίγο πριν να πεθάνεις, εσένα το μυαλό σου ήτανε στη τσάρκα. Θες να μάθεις τι μου είπε ο πατέρας, ότι σηκώθηκες πήγες τη βόλτα σου, θα μου πεις στο προαύλιο του Μεταξά, στο προαύλιο του Μεταξά! Ναι ρε, όπου μπορεί ο καθένας. Έβαλες τα νησιώτικα στο κινητό σου, ας είναι καλά τα εγγόνια σου, σε είχανε εκπαιδεύσει να βάζεις και μουσική. Εδώ καλά καλά δεν μπορούσες να στείλεις μήνυμα, μα η μουσική, μουσική! Έριξες και μια γύρα, έτσι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Και γεια σας! Άντε, γεια σας! Επιβιβάστηκες στο λευκό σκαρί – ίσα που σε χωρούσε -σκεπασμένη από πάνω με νυχτολούλουδα.
Αλλά εσύ τα δικά σου, το είχες δει έλεγες στη θεία.« Ήρθε Κατίνα μου να με σώσει, το είδα εγώ, στο σπίτι του Ανάργυρου ήμασταν και ήρθε ένα λευκό σκαρί με τεράστια πανιά. Ο ξάδερφος μου το είπε καθαρά, ήρθε για μένα. Να δεις Κατίνα μου, θα γίνω καλά. Οι Άγιοι Ανάργυροι είναι θεραπευτές, στείλανε το μήνυμα».
Και θεραπεύτηκες μάνα, μια και έξω. Μια και έξοδος. Μια ακτινοβολία και γεια σας! Και με κοιτούσες με αυτό το σαρδόνιο χαμόγελο. Σαν να μου έλεγες, άντε γεια σας κόσμε. Κλάψτε εσείς, εγώ την έκανα. Σιγά μην κάτσω να σκάσω, να σπάσω τα μούτρα μου και να χάσω. Κάποιες στιγμές πρέπει να συμβιβαστείς με τη μοίρα σου και να της βγάλεις τη γλώσσα. Ε σιγά, τι νομίζετε δηλαδή ότι είναι ο θάνατος, μια μεγάλη έξοδος. Όπως μπαίνεις, βγαίνεις. Για πού; Για όπου. Τι σε νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς θα δεις ή και να μην δεις, δεν πειράζει, τι κάθεσαι και αναρωτιέσαι τώρα.
Και χαμογελούσες με τα μάτια μισάνοιχτα. Κι εγώ τσαντίστηκα. Σε κουνούσα. Σε ταρακουνούσα. Ξύπνα σου έλεγα. Γύρισε πίσω. Πάλι με άφησες. Φέρτε μου ένα τραπέζι να κρυφτώ από κάτω. Όπως τότε που έφευγες για ταξίδι με τον πατέρα και με παράταγες στη γιαγιά. Κόρινθος Χιούστον, έξι μήνες εν πλω. Κι όταν γυρνούσες ένα χρόνο μετά, δεν έβγαινα κάτω απ’ το τραπέζι, σου φώναζα, να φύγεις, στον άντρα σου να πας. Έτσι και τώρα. Έφυγες. Και με παράτησες μονάχη. Και δεν ξέρω σε ποιον άντρα σου πήγες. Γιατί ο πατέρας είναι ακόμη εδώ. Και δεν κλαίει, μάνα. Δεν κλαίει ο πατέρας. Φοβάται να κλάψει. Φοβάται μη τυχόν και τον δω. Δεν λυγίζει. Όρθιος στέκει. Τόσο πολύ που νιώθω κάποια μέρα πως όρθιος θα σβήσει. Έτσι κοκαλωμένος και όρθιος. Ερείπιο παραδομένο στη φθορά. Ούτε έρχεται στον τάφο να σε δει. Μόνο εγώ και τα περιστέρια. Ευτυχώς κάποτε κάποτε κι η βροχή. Αλλά να ξέρεις στον στύλο έχουνε κάνει φωλιά οι κουκουβάγιες κι εγώ σταμάτησα να σωπαίνω. Απ’ το χάραμα πιάνω κουβέντα, ανάβω καντήλι και γονατιστή θυμιατίζω τις λέξεις, σαν τη γιαγιά.
Και περιμένω να ανοίξει ο τάφος. Τι δεν θα έδινα να σε ξαναδώ. Σε βλέπω βέβαια, α όλα κι όλα, ανταλλάσσουμε συχνά επισκέψεις, εσύ στα όνειρα, εγώ στον τάφο. Κι όλο μου λες να σε αφήσω, μα αν αργήσω και δεν έρθω, σε μυρίζω στο σπίτι. Μπαίνεις απ’ το ταβάνι, κατεβαίνεις απ’ τους τοίχους, τα πατώματα τρίζουν. Και δεν φοβάμαι τους νεκρούς. Την αμνησία φοβάμαι, μάνα. Μην τυχόν και ξεχάσω.
Και περιμένω να ανοίξει ο τάφος να πάρω την τούφα,
φυλακτό για τις μνήμες.
Πίνακας: Edvard Much, Η νεκρή μητέρα