Scroll Top

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου – Ένα δάκρυ ψιχάλα

To δωμάτιο μικρό, μικρότερο απ’ ό,τι συνήθως. Λες και χαμήλωνε το ταβάνι απειλητικά πάνω στην ανήσυχη σκέψη του. Σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι σαν παιδί που ξυπνά αλαφιασμένο από όνειρο κακό. Γύρω του σκορπισμένα άδεια τενεκεδάκια μπίρας, πρόβαλλαν σαν μικρό ναρκοπέδιο στον ασταθή βηματισμό του. Ξανακάθισε βαρύς στο στενό, άδειο από σεντόνια κρεβάτι. Απέναντί του το ψυγείο με την πόρτα ορθάνοιχτη, άδειο κι αυτό, αναστάτωνε την πείνα και τη δίψα του.

Έψαξε νευρικά στις τσέπες του παντελονιού. Δυο τρία περιτυλίγματα καραμέλας, ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο με διάσπαρτα ακόμα ψίχουλα τυρόπιτας.

Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε βάλει κάτι στο στόμα του. Πριν δύο, ίσως και τρεις μέρες. Ήταν εκείνο το απόγευμα, που η ανάγκη νίκησε τον πανικό. Με το μυαλό θολωμένο, το βλέμμα κόκκινο, την ψυχή ταραγμένη, αψήφησε τον κίνδυνο, βγήκε στους δρόμους με καπέλο μέχρι τα αυτιά, σκούρα γυαλιά, περίστροφο στη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του. Μια σφαίρα μονάχα του είχε απομείνει, θα τη χρησιμοποιούσε, αν τον στρίμωχναν οι μπάτσοι. Χώθηκε σε μια υπεραγορά, μύρισε φρούτα και ζαρζαβατικά, έβαλε κρυφά και κάνα δυο στην τσέπη. Βγήκε δήθεν αμέριμνος, απομακρύνθηκε σε απόσταση ασφαλείας, χώθηκε κάτω από ένα σαραβαλιασμένο στέγαστρο, να καλμάρει την πείνα του με τα κλοπιμαία!

Κλοπιμαία! Του ΄ρθε ένα μικρό γελάκι στη σκέψη. Αυτός, που είχε ξαφρίσει περίπτερα και καταστήματα, βάφτιζε τώρα έτσι ένα παραγινωμένο μήλο και μια μισολιωμένη μπανάνα. Μα στην ανάγκη που βρέθηκε, σωτήρες φάνταξαν στα μάτια του, γιατί κάναν το στομάχι να πάψει για λίγο τη βασανιστική διαμαρτυρία του κι αυτός, με πιο ξάστερο μυαλό, μπόρεσε να μετρήσει καλύτερα την κατάστασή του.

Καταζητούμενος εδώ και μέρες,σεσημασμένος εδώ και χρόνια. Όχι, δεν θα τα’ ριχνε στην άτιμη ζωή, την ψεύτρα την κοινωνία… Την είχε την ευκαιρία του. Και υποφερτούς βαθμούς πήρε στην αποφοίτηση και σε σχολή για ψυκτικούς τον έγραψε ο πατέρας του…Μα το χρήμα έπεφτε σαν διστακτική βροχή, τόσο όσο να καλύψει μετρημένα τ΄ απαραίτητα. Κι αυτός βιαζότανε να γευτεί τα μεγάλα και τα ωραία της ζωής, χωρίς να μετράει δεκάρα δεκάρα την απόλαυσή του. Και σαν είδε πως είχε τον τρόπο του να κάνει τα ελάχιστα πολλά, δεν το ζύγισε στιγμή.

Από βαποράκι ξεκίνησε, αραιά και πού στην αρχή, μέχρι που χώθηκε βαθιά στην παρανομία, γιατί είναι να μη σε πιάσει στον ιστό της η αράχνη.

Στην πρώτη του ληστεία έτρεμε σαν φύλλο που το βολοδέρνει ο άνεμος. Μα σαν καθίσανε μετά όλοι και μετρήσανε το παραδάκι κι έπεσε στο μερίδιό του το κρυμμένο του όνειρο, γλυκάθηκε. Περίπτερο χτυπήσανε, δεν ήτανε και μεγάλα τα κέρδη, μα του σορόπιασαν την ψυχή, του φούντωσαν την πεθυμιά για το κάτι παραπάνω και δεν άργησε να έρθει και η ληστεία σε τράπεζα. Ένα μικρό υποκατάστημα, μακριά κι απ΄ τον Θεό. Εκεί ήταν που τράβηξε και μαχαίρι και μια ξανθή κοπελίτσα στο ταμείο βιάστηκε να του αδειάσει το περιεχόμενο στη σακούλα του. Ψέλλιζε εκείνη από φόβο, ούρλιαζε αυτός πίσω απ’ το κράνος της μηχανής. Υπό άλλες συνθήκες, πολύ θα τη γούσταρε την κοπελιά, μα τη στιγμή εκείνη άλλο δεν ήθελε παρά να τρέξει να χαθεί, κουβαλώντας τον θησαυρό που θα τους ξελάσπωνε .

Τυχεροί σταθήκανε, η αστυνομία ήρθε κατόπιν εορτής. Βλέπανε το βράδυ στην τηλεόραση τις ειδήσεις και σπάγανε πλάκα με τις βαρύγδουπες δηλώσεις του αστυνομικού εκπροσώπου περί πάταξης του εγκλήματος, λήψης αυστηρότερων μέτρων και παραδειγματικής τιμωρίας των ενόχων. Βγήκε και η ξανθούλα, χλομή ακόμα απ’ την τρομάρα, να καταθέσει πως τίποτα δεν είχε δει απ’ τον δράστη, κράνος φορούσε, αλλά σίγουρα θα ήταν αλλοδαπός, γιατί μιλούσε σπαστά τα ελληνικά. Γέμισε πια παράνομους και λαθραίους ο τόπος. Εκεί ήταν που ξέσπασε σε χάχανα η ληστοπαρέα. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα απ’ ό,τι περίμεναν. Ακούς εκεί αλλοδαπός ο Γρηγόρης, άλλως Quick, άλλως Τρεχάλας. Κι από τότε το ένα σχέδιο ακολουθούσε με επιτυχία το άλλο. Λες και ο ίδιος ο Έξω από Δω συνωμοτούσε μαζί τους και τους τα’ φερνε όλα δεξιά. Περίπτερα και μικρά απομονωμένα μαγαζάκια γίνανε γι΄ αυτούς υπόθεση ρουτίνας. Τη βολεύανε για λίγο με το κλεμμένο χρήμα, με ρέγουλα πάντα, να μην κινούνε υποψίες. Είχανε πλέξει και το τέλειο δικαιολογητικό στο μυαλό τους. Να μην έπεφτε η κρίση, να μην κλείνανε η μία μετά την άλλη οι δουλειές, να μην τα τρώγανε οι λίγοι τα πολλά, να μην αναγκάζονται τώρα αυτοί να επιβιώνουν αρπάζοντας. Άτιμη, μπαμπέσα κοινωνία, δηλαδή.

Μέχρι που τρύπωσε ολοκληρωτικά μέσα τους ο δαίμονας και θελήσανε να μπούνε σε πιο μεγάλα κόλπα. Το κοσμηματοπωλείο, από τα πιο γνωστά της πόλης, προκαλούσε με τους θησαυρούς του την ακόρεστη πείνα τους. Αφύλαχτο φαινότανε. Μια υπάλληλος μονάχα πηγαινοερχότανε στον πάγκο, άντε να΄ χε και καμιά άλλη στο βάθος, εύκολη υπόθεση και μετά θα ξαφρίζανε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε σε βιτρίνες και ράφια. Στο εξωτερικό θα τα πουλούσανε όλα σε τιμή ευκαιρίας και γρήγορα θα γευόντουσαν τα προνόμια των πλουσίων.

Ζαλισμένοι από τα οράματά τους, αποφάσισαν να μπουκάρουν στο μαγαζί την ώρα που εκείνο έκλεινε κι η υπάλληλος κατέβαζε ρολά. Όταν έχει αραιώσει η κίνηση στους δρόμους, έχει πέσει το σκοτάδι και οι αστυνομικοί χάνουν ένα σύμμαχο στην καταδίωξη. Ο Λουκάς θα κρατούσε τσίλιες. Τη δουλειά θα την κάνανε εκείνος κι ο Ιταλός ο Πέτρο, μαφιόζος από κούνια, εγγύηση για όλα τα επικίνδυνα.

Ώρες περίμεναν σε μια καφετέρια να αδειάσει ο δρόμος, να βεβαιωθούν πως είχε φύγει κι ο τελευταίος πελάτης από το κοσμηματοπωλείο. Κι ύστερα, ντυμένοι σαν σεβάσμιοι γέροντες, μπήκαν στο μαγαζί με την άνεση που τους έδινε η κάλυψή τους.

Την αναγνώρισε αμέσως. Η Μαρία, ο έρωτας των εφηβικών του χρόνων. Όχι, ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχάσει αυτά τα μάτια, γαλάζια, στο χρώμα ταραγμένου ωκεανού. Και εκείνα τα μακριά, εβένινα μαλλιά, πόσες νύχτες δεν είχε ονειρευτεί πως άπλωνε το χέρι και τα χάιδευε. Στέναζε τότε εκείνη στην αγκαλιά του, ερωτευμένη όσο κι αυτός. Μα η Μαρία αρραβωνιάστηκε αναπάντεχα μόλις τελειώσανε το Λύκειο και χάθηκε απ΄ τη ζωή του όπως ο ήλιος κατεδαφίζεται σε μία μπόρα. Κι απέμεινε αυτός με την ανάμνηση του ονείρου, τον απόηχο από το θρόισμα χαμένου αγγέλου. Για μήνες έγλειφε σαν λαβωμένο ζώο τις πληγές του, συντηρούσε οδυνηρά την απελπισία του. Πέρασε ξανά και ξανά από το σπίτι της, ποτέ δεν την πέτυχε έστω και στον δρόμο. Αχ, Μαρία, γιατί;

Και την έβλεπε μπροστά του εκείνη την κρίσιμη στιγμή.

Κρίσιμη και μοιραία μαζί. Γιατί, βυθισμένος στις θύμησές του, δεν άκουσε το προειδοποιητικό σύνθημα του Λουκά. Ο Πέτρο στη βιασύνη του τράβηξε πιστόλι, απαίτησε τα χρήματα του ταμείου, να μην πάει εντελώς χαμένη η όλη επιχείρηση. Μα η Μαρία, η Μαρία του, αποδείχτηκε σκληρό καρύδι. Δεν φοβήθηκε, έβαλε τις φωνές, ένας άντρας έσπευσε απ΄ το βάθος του καταστήματος. Τόσες ώρες παρακολούθηση και σαν πρωτάρηδες δεν είχαν καταλάβει πως το κατάστημα φρουρείτο από ιδιωτική αστυνομία.

Πανικοβλήθηκε ο Πέτρο, το πιστόλι ξέφυγε από τον έλεγχό του, η σφαίρα πήγε και βρήκε κατευθείαν τη Μαρία, τη Μαρία του. Αχ, Μαρία, γιατί; Όταν την είδε να σωριάζεται πάνω στην ταμειακή μηχανή, ξύπνησε το γυμνασιόπαιδο μέσα του. Καθόλου δεν σκέφτηκε τις συνέπειες, πέταξε το καπέλο, τα γένια, τα ψεύτικα μαλλιά, έκανε να τρέξει κοντά της, μα πρόλαβε το χέρι του Πέτρο να τον αρπάξει απ΄ τον καρπό και να τον σύρει έξω μαζί του, την ώρα που ο φρουρός έσπευδε προς την τραυματισμένη υπάλληλο. Αχ, Μαρία, γιατί; ΓΙΑΤΙ;

Τα πάντα στη συνέχεια εκτυλίχθηκαν με την ταχύτητα κινηματογραφικής ταινίας. Ο πυροβολισμός τούς γλίτωσε απ΄ το κυνηγητό κι εκείνοι, δυο αλλόφρονα και ταχύτατα γερόντια, κινήθηκαν προς τη σωτηρία τους. Ο Λουκάς, λουσμένος στον ιδρώτα κι ας φυσούσε πια φθινόπωρο ο αγέρας, τους περίμενε μέσα στο κλεμμένο τζιπ.

-Άντε, ρε τι γίνατε; Τους μπάτσους περιμένατε; γκρίνιαξε.

-Εσύ γιατί χτύπησες σύνθημα κινητό μου; μίλησε με τις ελλειπτικές του προτάσεις ο Πέτρο.

-Πέρασε ένα περιπολικό, τι ήθελες να κάνω; Αν σταματούσαν; Αν σας τσάκωναν στην έξοδο;

Το τζιπ διέσχισε σαν τρελό παρόδους και σκοτεινά δρομάκια, μέχρι που τους έβγαλε στην αποθήκη που στέγαζαν την απομόνωσή τους. Το σχέδιό τους το κουβαλούσαν στη σκέψη σαν ναυάγιο. Όχι μόνο δεν πήραν τα κοσμήματα που είχανε βάλει στο μάτι, μα στην πρώτη αποτυχημένη απόπειρά τους είχαν αφήσει πίσω τους κι ένα θύμα.

Ρίχτηκε στο σαραβαλιασμένο κρεβάτι, αφήνοντας τους άλλους δυο να αναλύουν ξανά και ξανά τα γεγονότα. Εκείνου η σκέψη πετούσε μονάχα στη Μαρία. Αχ, Μαρία! Πώς τα΄ φερε έτσι η κακιά στιγμή, να είναι εκείνος ο αίτιος του τραυματισμού της; Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, τις μέρες, τις νύχτες, τις στιγμές που την απωθούσε απ΄ τη σκέψη του… ΓΙΑΤΙ;

Στην τηλεόραση βγήκαν οι ειδήσεις σαν εκρήξεις σε εμπόλεμη ζώνη. Πρώτο νέο οι δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας για τις προκλήσεις των Τούρκων, μετά η απόπειρα ληστείας, η τραυματισμένη υπάλληλος. Η ρεπόρτερ, με ψυχρό επαγγελματισμό, ανακοίνωσε τη μεταφορά της στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Η σφαίρα του Ιταλού την είχε βρει λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά.

Θόλωσε. Τινάχτηκε απ΄ το κρεβάτι, όρμησε στον ανυποψίαστο Πέτρο, άρχισε να τον χτυπά με λύσσα, με οργή συσσωρευμένη. Αιφνιδιασμένος εκείνος, δέχτηκε άπραγος τα πρώτα χτυπήματα, μα γρήγορα πέρασε στην αντεπίθεση, βαρώντας πιότερο στα τυφλά, ουρλιάζοντας και βλαστημώντας στη μητρική του γλώσσα.

-Τι έγινε, ρε; Τι σκοτωμός είναι τούτος; απόρησε κι ο Λουκάς και πάσκισε να βάλει μια τάξη στο χάος, μα μόνος ανάμεσα σε δυο μανιασμένα θηρία, γρήγορα παρέδωσε τα όπλα και τους άφησε να φτάσουν μέχρι τέλους, παρακολουθώντας απ΄ τη γωνιά τον αλληλοσπαραγμό.

Κάποια στιγμή κόπασαν τα ένστικτα, κουράστηκε το θεριό μέσα τους να βρυχάται και να επιτίθεται. Ο Πέτρο με ματωμένο πρόσωπο στάθηκε απέναντί του, τον κοίταξε με απορία κι αγανάκτηση μαζί. Θέλησε να τραβήξει πιστόλι, μετάνιωσε, έφτυσε χάμω, έκανε μεταβολή, βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Στο κατόπιν του κι ο Λουκάς.

-Είσαι τρελός! Για τα σίδερα, σου λέω, είπε μόνο στον Γρηγόρη και βιάστηκε να απομακρυνθεί από έναν επικίνδυνο σχιζοφρενή.

Μόνος! Με μιαν εικόνα συνέχεια στο μυαλό του. Τα μαύρα λυτά μαλλιά της, τα γαλάζια τρομαγμένα μάτια της. Αχ, Μαρία, ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;

Και τότε, την είδε ξαφνικά μπροστά του. Μαθητριούλα στο Λύκειο, με τη μακριά κοτσίδα της να πέφτει ανάλαφρα στην πλάτη. Με το χαμόγελο εκείνο που ερωτευότανε κάθε πρωί ο ουρανός. Κι αυτός να παραφυλάει στη γωνιά, να τη δει έστω μια στιγμούλα και μετά να χαθεί στη συστολή του. Μια φορά μόνο γύρισε και τον κοίταξε με τις δυο της θάλασσες πιο γαλάζιες από ποτέ κι ο Γρηγόρης δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα. Σκλαβώθηκε για πάντα μες στο πέλαγό της, βυθίστηκε στον έρωτά της κι έζησε τον καημό του από απόσταση, μην τολμώντας ποτέ να της μιλήσει γι΄ αυτά που ένιωθε, ακόμα κι όταν η μεγάλη αγάπη του τον έκανε λιγάκι πιο τολμηρό, όπως εκείνη, την τελευταία μέρα του σχολείου. Την πήρε το βλέμμα του να βγαίνει απ΄ την καγκελόπορτα. Προφασίστηκε ότι έπρεπε κι αυτός να προλάβει ένα λεωφορείο. Έτρεξε. Του έπεσε τάχα ένα βιβλίο μπρος στα πόδια της. Σταμάτησε να το μαζέψει.

-Να σε βοηθήσω, είπε η εβένινη κοτσίδα.

– Όχι, δεν χρειάζεται…είναι που είμαι βιαστικός.

-Α, συγγνώμη, να μη σε κρατάω τότε, ψιθύρισαν τα δυο γαλάζια όνειρά του κι απομακρύνθηκαν γρήγορα.

Έμεινε για πολλή ώρα ακόμα να αναπνέει τον αγέρα που γεύτηκε στο πέρασμά της και να μουντζώνει τον εαυτό του για τη βλακεία του. Τι το΄ θελε ν΄ ανοίξει το στόμα και ν΄ αμολήσει την κοτσάνα; Ας την κοίταζε μονάχα βαθιά, έντονα, απελπισμένα κι εκείνη θα καταλάβαινε. Άργησε πολύ, χάθηκαν όλα. Αχ, Μαρία, ΜΑΡΙΑ, ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;

Μ΄ ένα κούνημα του κεφαλιού έδιωξε στα γρήγορα την ανάμνηση. Δεν άντεχε άλλο την κραυγή που τον έγδερνε μέσα του. Έβαλε τηλεόραση να σκεπάσει ετούτες τις φωνές με τους ήχους του κόσμου έξω. Μα πέσανε οι τίτλοι ειδήσεων. Και τότε μαύρισε η εικόνα κι ήρθε ο κακός καιρός.

«Υπέκυψε τελικά στα τραύματά της η Μαρία Ηλιάδου, υπάλληλος του κοσμηματοπωλείου ,στο οποίο επιχειρήθηκε ληστεία την περασμένη βδομάδα. Το θύμα, το οποίο δέχτηκε πυροβολισμό από τους δράστες, είχε μεταφερθεί κρίσιμα τραυματισμένο στο νοσοκομείο όπου δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες των γιατρών…»

Χύθηκε στους δρόμους. Μια ψιλή βροχή ετοιμαζόταν να σφραγίσει το φθινόπωρο. Αχ Μαρία, Μαρία, γιατί; ΓΙΑΤΙ; ΜΑΡΙΑ,ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ;

Ένα απότομο φρενάρισμα χάραξε τα μουντά σύννεφα. Κι η πρώτη ψιχάλα έγινετο δάκρυ και το αίμα του. Η Μαρία ήταν εκεί, μπροστά του, πιο όμορφη από ποτέ. Την κοίταξε, της χαμογέλασε όπως ποτέ δεν τόλμησε. Έσκυψε εκείνη πάνω απ΄ το χαμόγελό του, άγγιξε ο έβενος των μαλλιών της τα δικά του τα εφηβικά. Κι ύστερα χάθηκε στην κίνηση του δρόμου. Ακολούθησε τα βήματά της.

(πρώτη δημοσίευση)