Scroll Top

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το πρώτο κεφάλαιο του νέου μυθιστορήματος της Ελένης Λόππα

Μωβ

«Η λογοτεχνία είναι απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή»

Φερνάντο Πεσσόα

Ο νεαρός Έκτορας έσπρωξε την πόρτα του κήπου που είχε χορταριάσει και κοίταξε έκπληκτος και μαγεμένος την ομορφιά του τοπίου που απλωνόταν μπροστά του. Η θάλασσα σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε, δεξιά ο επιβλητικός Άθως, πίσω του το κατάφυτο δάσος του Χολομώντα. Μα πού βρισκόταν ο ίδιος τόσα χρόνια, αναζητώντας τον παράδεισο σε άλλες χώρες, ενώ τον ανακάλυπτε αυτή τη στιγμή μπροστά του; Προχώρησε προς την είσοδο του σπιτιού και με συγκίνηση ξεκλείδωσε την πόρτα. Μια βαριά μυρωδιά κλεισούρας ήταν διάχυτη παντού. Άνοιξε αμέσως διάπλατα όλες τις πόρτες του ισογείου, τα παράθυρα στο ανώγειο και την πόρτα της βεράντας. Ένας φρέσκος θαλασσινός αέρας, αρωματισμένος από τα πεύκα, ξεχύθηκε παντού ορμητικά. Άρχισε να περιεργάζεται τις σκονισμένες φωτογραφίες, που διατηρούσαν αναλλοίωτη την ομορφιά των προσώπων, τα έπιπλα, τα βιβλία, λογοτεχνικά ή βιβλία τέχνης, που ήταν σκόρπια στο σαλόνι, τα ντοσιέ με σχέδια αρχιτεκτονικής στον επάνω όροφο, που ήταν τακτοποιημένα στη βιβλιοθήκη του γραφείου. Σε κάποιο συρτάρι ανακάλυψε ένα ημερολόγιο, με σκληρό εξώφυλλο στην απόχρωση του μωβ και μέσα στα κιτρινισμένα φύλλα του κείμενα γραμμένα με έναν κομψό, πλάγιο, ρομαντικό χαρακτήρα. Εκείνη τη στιγμή ευλόγησε μυστικά τη μάνα του που επέμενε να τον στείλει στο ελληνικό σχολείο, για να μάθει την ελληνική γλώσσα. Στο ημερολόγιο υπήρχαν περιγραφές της πανδημίας που συνέβη το 2020, τη χρονιά που γεννήθηκε, δραματικές περιγραφές της πορείας του αρρώστου από τον τρομερό κορονοϊό, συνονόματό του, Έκτορα, περιγραφές προσώπων, χαρακτήρων, ταξιδιών, μνημείων, συναυλιών, ερωτικές επιστολές, ποιήματα, πολλά ποιήματα, επώνυμων ποιητών, αλλά και ανώνυμα, που πρέπει μάλλον να ανήκαν στην κάτοχο του ημερολογίου. Ο νεαρός άρχισε να διαβάζει απνευστί και με αυξανόμενη συγκίνηση τις εξομολογήσεις της, που ξετύλιγαν μπροστά στα μάτια του το χρονικό μιας εποχής, ενός έρωτα και μιας μεγάλης απόφασης που έμελλε να αλλάξει ριζικά την προσωπική του ζωή.

Και οι άνθρωποι έμειναν σπίτι
και διάβαζαν βιβλία και άκουγαν μουσική
και ξεκουράστηκαν και ασκήθηκαν
και έκαναν τέχνη και έπαιξαν
και έμαθαν νέους τρόπους ύπαρξης
και σταμάτησαν
και άκουγαν βαθύτερα
κάποιος διαλογίστηκε
κάποιος προσευχήθηκε
κάποιος χόρεψε
κάποιος συνάντησε τη δική του σκιά
και οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται διαφορετικά
και οι άνθρωποι θεραπεύτηκαν.
Ακόμα και η γη άρχισε να θεραπεύεται
και όταν τελείωσε ο κίνδυνος
και οι άνθρωποι βρήκαν τον εαυτό τους
θρηνούσαν για τους νεκρούς
και έκαναν νέες επιλογές
και ονειρεύτηκαν νέα οράματα
και δημιούργησαν νέους τρόπους ζωής
και θεράπευσαν εντελώς τη γη
ακριβώς όπως θεραπεύτηκαν οι ίδιοι!

Kitty OMeary (ποίηση που γράφτηκε κατά την επιδημία της πανούκλας το 1800)

 

«…Και φεύγω πηγαίνοντας

προς τον άνεμο του ολέθρου
που με παρασύρει
από εδώ κι αποκεί
σαν φύλλο νεκρό»

Πολ Βερλέν, «Παγκόσμια ποίηση», εκδ. Ιωλκός, 2019, επιμ. Ελένη Β. Πίππα, τόμ. IV.

Μέσα από τα μισάνοιχτα βλέφαρά του παρακολουθούσε τις σιωπηλές, αέρινες κινήσεις, σχεδόν χορευτικές, των πλασμάτων με την ειδική στολή και τις μάσκες στο πρόσωπο, που τις έκαναν να μοιάζουν απόκοσμες, εξωγήινες. Προσπαθούσε να τις μιλήσει, μα δεν έβγαινε ήχος από τα πνευμόνια του. Ένιωθε να βυθίζεται ολοένα βαθύτερα στο νερό, να πνίγεται και να μην μπορεί να φτάσει στην επιφάνεια. Άκουγε έναν συριγμό να βγαίνει από τα χείλη του, στην προσπάθειά του να αναπνεύσει. Τότε κάποια του έβαλε στο πρόσωπο μια μάσκα οξυγόνου και μάλλον του χαμογέλασε ενθαρρυντικά -αλλά τι να καταλάβεις με αυτές τις προσωπίδες που φορούν;- και σε λίγο ο αέρας γέμισε το στήθος του. Ανάσαινε βαριά. Άνοιξε δειλά τα μάτια του, θέλοντας να την ευχαριστήσει, μα με μια γρήγορη κίνηση εκείνη εξαφανίστηκε. Κοίταξε γύρω του με τρόμο: Σε αραδιασμένα κρεβάτια κείτονταν άλλοι άνθρωποι, με μάσκες και ορούς, χαμένοι σε έναν άλλο κόσμο. Ακουγόταν ένα συνεχές ανατριχιαστικό σύριγμα ή κάποιο σκούξιμο, σαν ξερός βήχας. Βρισκόταν, λοιπόν, σε μονάδα εντατικής θεραπείας, σε κάποιο νοσοκομείο; Άραγε πόσες μέρες βρισκόταν εκεί; Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήθελε να φωνάξει τη Μόνικα, έναν άνθρωπο να βρίσκεται δίπλα του. Δεν άντεχε αυτή την απόλυτη μοναξιά. Προσπάθησε να θυμηθεί, να συνειδητοποιήσει πώς βρέθηκε εκεί. Βγαίνοντας από τον λήθαργο, και με κόπο, θυμήθηκε πως ο πυρετός τον έκαιγε δέκα μέρες περίπου και δεν έλεγε με τίποτα να πέσει.

Είχε επιστρέψει μόλις από το Μιλάνο, με κάποια ελαφρά συμπτώματα γρίπης, αλλά δεν έδωσε καμιά σημασία. Στο Μιλάνο παρακολούθησε ένα ενδιαφέρον συνέδριο αρχιτεκτονικής και το τελευταίο βράδυ, μετά το πάρτι για το κλείσιμο των εργασιών του συνεδρίου, βρέθηκε στο ξενοδοχείο του με μια συνάδελφο από τη γειτονική Μπέργκαμο και πέρασε μαζί της μια καυτή ερωτική νύχτα. Ήταν φλογερή η Λετίτσια και η φλόγα της έσβησε κάθε ίχνος ενοχής για τη Μόνικα, που τον περίμενε στη Θεσσαλονίκη. Όταν γύρισε, ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, βλέποντας την να τον ρωτά όλο αθωότητα πώς πέρασε στο Μιλάνο, πώς είναι η περίφημη Όπερα, ο επιβλητικός καθεδρικός ναός, το Ντουόμο, ή η ονομαστή στοά του Βίκτωρα Εμμανουήλ με τα κομψά καταστήματα. Α, ναι, της έφερε μια πανέμορφη δερμάτινη τσάντα από εκεί. Η Μόνικα χάιδεψε αφηρημένα το φίνο δέρμα της, κάτι όμως ένιωσε ότι της διέφευγε και πάλι. Το βράδυ ο Έκτορας προφασίστηκε αδιαθεσία και κούραση από το ταξίδι και κοιμήθηκε ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του.

Από την άλλη μέρα εκείνος βρήκε ξανά τους φυσιολογικούς του ρυθμούς, τους συνεργάτες του στο γραφείο, τους φίλους του, σε ένα-δυο από αυτούς μάλιστα εκμυστηρεύτηκε και την ερωτική του περιπέτεια. Η Μόνικα κάτι υποψιάστηκε από τηλεφωνήματα που, όταν πλησίαζε, εκείνος τα έκλεινε αμέσως, αλλά δεν ρώτησε τίποτε. Εδώ και καιρό ένιωθε πως έχανε τον Έκτορα. Ανικανοποίητος μονίμως, έμοιαζε να μην τον ενδιαφέρει πια τίποτε σε βάθος. Σιγά-σιγά εγκατέλειπε τις παλιές του αγάπες, το διάβασμα, τον κινηματογράφο, τις δεξιώσεις, την κοσμική ζωή, τα σπορ. Μόνο με τη μουσική δεν διέρρηξε τη σχέση του και με ελάχιστους φίλους. Τον ρωτούσε με τρυφερότητα τι του συμβαίνει κι εκείνος απαντούσε αόριστα, κοιτάζοντας αλλού: Τίποτε! Μα δεν την ξεγελούσε. Κάποια βαθιά αλλοίωση γινόταν μέσα του, λες και ήθελε να απαλλαγεί από όλα. Μήπως και από την ίδια; Βασανιζόταν από αρνητικά συναισθήματα, τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, καθώς έβλεπε πως ήταν αδύναμη να τον βοηθήσει. Σηκωνόταν τότε σιγανά, για να μην τον ξυπνήσει, και έγραφε στο σημειωματάριο που κρατούσε μυστικά, σκέψεις ή ποιήματα σαν αυτό:

Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.

Γιάννης Κοντός, «Η λύπη του έρωτα»

Ο Έκτορας ξύπνησε αργά με μια γεύση στυφή στο στόμα. Σηκώθηκε βαρύθυμος, προσπαθώντας να μην ενοχλήσει τη Μόνικα που κοιμόταν δίπλα του, ανασαίνοντας ρυθμικά. Την κοίταξε, έτσι που ήταν ανέμελα ξαπλωμένη, αφημένη σαν μωρό στον ύπνο, πανέμορφη, με το σατινέ δέρμα της, με ανάκατα τα ξανθά της μαλλιά και ημίγυμνα τα τορνευτά μέλη της. Ένιωθε για εκείνη ανάμικτα συναισθήματα: ενοχή, γιατί δεν του προκαλούσε πια τον αρχικό τρελό πόθο και συχνά της έκανε απιστίες, αλλά συγχρόνως ένιωθε γι’ αυτήν και ένα αίσθημα βαθιάς αγάπης και προστατευτικότητας. Ήταν η γυναίκα που κάποτε αγάπησε παράφορα. Πήρε ένα τσιγάρο και βγήκε ακροπατώντας στο μπαλκόνι να καπνίσει. Μπροστά του η θάλασσα άστραφτε στον πρωινό ήλιο. Προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Κάποτε αυτή η θέα της θάλασσας τον συγκινούσε, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τώρα την κοίταζε αφηρημένος, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μα τι του συνέβαινε, τέλος πάντων; Από πότε ξεκίνησε μέσα του αυτή η αντίστροφη μέτρηση, η άρνηση να συμβιώσει ή έστω να συμβιβαστεί με καθετί που ως τότε θεωρούσε θετικό, σημαντικό, ακόμα και σπουδαίο; Κάποτε οι γυναίκες, η επαγγελματική ανέλιξη, η απόκτηση χρημάτων, η κομματική ένταξη, οι κοινωνικές συναναστροφές, κάπου-κάπου το διάβασμα βιβλίων, φιλοσοφικού κυρίως περιεχομένου, τα σπορ στη φύση, όλα τον απορροφούσαν με μια δίψα κατακτητική. Τώρα τι του συμβαίνει; Προσπάθησε να σκεφτεί, να ερμηνεύσει την αδιαφορία του, τον «μπλαζεδισμό» του, τον κορεσμό του, μήπως; Σκεφτόταν τη Λετίτσια και τον παράφορο ερωτισμό της. Εκείνος τον απόλαυσε, αλλά δεν του άφησε μάλλον τίποτα ουσιαστικό. Μια ευκαιριακή σχέση ήταν, ανάμεσα σε τόσες άλλες.

Μερικές φορές μεμφόταν τον εαυτό του γι’ αυτή την κατακτητική μανία του και στη συνέχεια την απορριπτική ή και περιφρονητική στάση του απέναντι σε αυτές τις γυναίκες. Δεν του άρεσαν καθόλου οι άντρες που συμπεριφέρονταν με τόση αλαζονεία και περηφανεύονταν στη συνέχεια στους φίλους τους για τη νέα τους κατάκτηση. Δεν ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία, σίγουρα. Ωστόσο… Ήταν ίσως από ανία, από ανάγκη να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, από κάτι που τον κυνηγούσε και τον βασάνιζε από τα παιδικά του χρόνια, αυτό το ανικανοποίητο πάθος, αυτό το κενό, που δεν μπορούσε με τίποτα να το κορέσει. Ήταν ένας απελπισμένος άνθρωπος. Κουβαλούσε μια πληγή, μια ανάγκη πλήρωσης, που δεν την κατόρθωνε ποτέ. Κάποιες περιόδους μόνο πίστεψε πως γιατρεύτηκε, ιδίως όταν γνώρισε τη Μόνικα. Αισθανόταν επιτέλους τόσο γεμάτος. Αλλά, μετά από καιρό, ξανακύλησε στις ίδιες συνήθειες…

Πίνακας: Γιώργος Ανδρούτσος