[…] ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰσκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν […]
(ΠΛ. Πολ. 514a–521b: Η αλληγορία του σπηλαίου)
Κατοχή στην Κούλουρη. Κλεισμένοι από το πρωί στη σπηλιά, κάτω από τον Άγιο Θεράποντα, στην ανατολική άκρη του λόφου των Μύλων. Οι σειρήνες βρήκαν τον Άγγελο και την Άννα στην πόλη, στο σπίτι των Σαλτάρηδων. Ξεκίνησαν ξημερώματα με τα πόδια από τη Φανερωμένη γιαλό- γιαλό με ένα μεγάλο καλάθι. Η θάλασσα τροφός γέμιζε με πλήθια καλά το δώρο του καπετάν Αργύρη, του ψαρά, όταν ένα απόγευμα του είπε στη Μεγάλη Σκάλα ότι εκείνη υφαίνει στον αργαλειό. Της χάρισε το καλάθι, που μόλις είχε τελειώσει. Είχε μάθει την τέχνη στην Τήνο.
«Ε, Παναγιά μου! Φύλαγέ μας!» Είχε μαζευτεί κόσμος στη σπηλιά, μαζί και πολλά παιδιά. Ο τελευταίος που πρόλαβε να μπει είδε να ανατινάζεται το σπίτι μιας νιόνυφης, θείας του,κοντά στο «Κάστρο». Ο Άγγελος, ρωμαλέος, σκέπαζε την Άννα με τις τρανές παλάμες του και οι δυο τους βαστούσαν ένα λυχνάρι. Η φλόγα φώτιζε. Σκιές και άνθρωποι γίνονταν ένα μέσα στο καταφύγιο. «Σώπασε, Άννα μου, θα λήξει το κακό, μη φοβάσαι!». «Το ακούσατε; Μη φοβάστε τίποτα, θα λήξει!» έλεγε και ξανάλεγε ο ποιητής. «…Ας είσαι ευλογημένη που με χορταίνει η αγάπη Σου ως χορταίνει τον πελαγίσιο βράχον η πλημμύρα, που τον σκεπάζει ολάκερο…»
Εκεί στη σπηλιά, την Κατοχή, με τον Άγγελο, την Άννα, τον Σπύρο και τις ευγενικές ψυχές της Κούλουρης, διαδραματίστηκε η πρώτη σκηνή από την αλληγορία του σπηλαίου, κατά τον Πλάτωνα, σε Παραλλαγή Πρώτη. Αιώνια η μνήμη τους.
(Η ιστορία γράφτηκε βάσει στοιχείων από την μαρτυρία, στα 2008,
του αείμνηστου και πολυαγαπημένου ζεύγους Σαλαμίνιων γιατρών,
Σπύρου Κριτσίκη και Φωτούλας Βιλλιώτου)