Scroll Top

John Emmans – Δεν υπάρχουν τέρατα

Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά, τα χωράφια και οι σκεπές των σπιτιών είχαν καλυφθεί με χιόνι. Εκείνο το πρωινό το κρύο είχε χαλαρώσει κάπως και οι ακτίνες του ηλίου προσπαθούσαν να τρυπήσουν τα σύννεφα για να χτυπήσουν το χιονισμένο τοπίο.
Ο άντρας είχε ξυπνήσει από τα χαράματα, τον βασάνιζε η απουσία της γυναίκας του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί πάνω από τρεις ώρες, οι τύψεις και οι εφιάλτες τον τράνταζαν δίχως οίκτο. Άναψε τη σόμπα και ετοίμασε καφέ. Κάθισε πλάι στο παράθυρο και προσπάθησε να βάλει τις σκόρπιες σκέψεις του σε τάξη. Ωραία, ήταν πλέον συνταξιούχος και ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, να ζήσει με τα πιστεύω του, τα οποία ποτέ δεν τίμησε πραγματικά, ακολουθώντας τις Σειρήνες της εποχής που του πρόσφεραν χρήμα και φήμη, διασυνδέσεις με ισχυρές προσωπικότητες. Και; Από σπουδαίος πρύτανης πανεπιστημίου είχε καταντήσει ένα ανούσιο μοναχικό κνώδαλο, το οποίο είχε παρατήσει η σύζυγος και η κόρη του, επειδή ήταν περισσότερο εγωιστής και υπερόπτης απ΄ όσο έπρεπε, απ΄ όσο άντεχαν οι δυο γυναίκες. Έτσι, λοιπόν, συμμάζεψε τον τσακισμένο εγωισμό του και αποφάσισε να μετακομίσει στο πατρικό του, στο σπίτι των συγχωρεμένων γονιών του, το οποίο βρισκόταν στο τέλος του χωριού, κοντά στους πρόποδες του βουνού, μακριά από την οχληρή πόλη.
Τώρα πια είχε τον κήπο του, το κοτέτσι με τα φρέσκα αβγουλάκια και τον καθαρό αέρα, ωστόσο, το κενό μέσα του μεγάλωνε αφήνοντάς τον δίχως κέφι για ζωή. Ίσως αν δεν ήταν τόσο ξεροκέφαλος τώρα να ζούσε σε εκείνο το πετρόχτιστο σπίτι με τη γυναίκα του, ίσως απολάμβανε τα Κυριακάτικα τραπέζια με την κόρη, τον γαμπρό και την εγγονή του.
«Στο διάολο, όλοι τους», γρύλισε και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Έπειτα έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα προς την είσοδο της αυλής. Πριν από μια βδομάδα είχε βρει περίεργα ίχνη στο χώμα, πατημασιές από κάτι… όχι ανθρώπινο. Αρχικά θεώρησε πως ήταν αρκούδας, μα οι ντόπιοι του είπαν πως τον είχε επισκεφτεί ο Γόργκο, εκείνο το επικίνδυνο δίμετρο πλάσμα με την τεράστια μυϊκή δύναμη, το χνουδωτό πελώριο σώμα, τα γαμψά νύχια και τα αιχμηρά σαγόνια. Ήταν πολύ τυχερός που έμεινε μέσα στο σπίτι του εκείνη τη βραδιά καθώς δέκα άνθρωποι είχαν βρεθεί κατακρεουργημένοι στα χωράφια ή τις αυλές τους και άλλοι τόσοι αγνοούνταν εδώ και πολλά χρόνια.
Ο άντρας κάγχασε θεατρικά. Δεν υπάρχουν τέρατα. Εκείνοι οι αγράμματοι θρησκόληπτοι χωριάτες πίστευαν σε δεισιδαιμονίες, πλάσματα της νύχτας, ακάθαρτα πνεύματα κι ένα σωρό παρόμοιες αηδίες για ανθρώπους χαμηλού επίπεδου. Χωρίς να χάσει χρόνο, έβγαλε φωτογραφία τις πατημασιές με το τηλέφωνό του και τις έστειλε σε έναν φίλο του, κτηνίατρο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως ήταν ίχνη αρκούδας.
Την επόμενη μέρα, βρήκε την περίφραξη του κοτετσιού του κομμένη και τις κότες του σφαγμένες, κομματιασμένες. «Παλιό αρκούδα», είπε και πήγε στο χωριό για προμήθειες. Εκεί, αφού εξιστόρησε στον πρόεδρο και τα γερόντια του καφενείου τι του είχε συμβεί, εκείνοι τον συμβούλεψαν να προσέχει, για κάποιον λόγο, ο Γόργκο τον είχε βάλει στο μάτι, τον πλησίαζε αργά πριν την τελική, θανατηφόρα επίθεσή του. Ο άντρας τους ειρωνεύτηκε αποκαλώντας τους τρελούς για δέσιμο και επέστρεψε στο σπίτι του προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως δεν υπήρχε Γόργκο, ούτε απόκοσμα όντα, μόνο ηλίθιοι άνθρωποι που πίστευαν σε μύθους και ψέματα. Τότε γιατί του είχε καρφωθεί εκείνη η μικρή υπόνοια, που πήγαινε κόντρα στα πιστεύω, στα πτυχία και τον ορθολογισμό του; Έπρεπε να σιγουρευτεί. Έστειλε ξανά φωτογραφίες από το κατεστραμμένο κοτέτσι και τα υπολείμματα σάρκας από τα κοτόπουλα στον φίλο του, κτηνίατρο, κι εκείνος του απάντησε πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να ήταν αρκούδα. Μεγάλη πιθανότητα; Τι διάολο, δεν ήταν σίγουρος;
Εκείνο το βράδυ, ο άντρας ξάπλωσε στο κρεβάτι με τη σκέψη της πρώην γυναίκας του, κάποτε ήταν πολύ ερωτευμένοι, γεμάτοι όνειρα και λαχτάρα για ζωή, τώρα είχαν καταντήσει δυο ξένοι. Πόσο θα ήθελε να την αγκαλιάσει και να χαθεί στη ζεστασιά του κορμιού της. Καταραμένε εγωισμέ…
Αίφνης, ο ήχος του μεταλλικού σκουπιδοτενεκέ -να αναποδογυρίζει- στην αυλή του τον τάραξε. Σηκώθηκε γρήγορα, φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε έξω. Στάθηκε στο πρώτο σκαλοπάτι και κοίταξε το πλάσμα που έψαχνε, με τη μουσούδα του χωμένη μέσα στα σκουπίδια. Τα μάτια του γούρλωσαν, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, οι αισθήσεις του είχαν πάψει να λειτουργούν για μερικές στιγμές και η λογική του είχε δολοφονεί εν ψυχρώ από την εικόνα που αντίκρισε. Ένα πελώριο μαλλιαρό πλάσμα γρύλιζε μασουλώντας το χαλασμένο μπέικον και τα υπολείμματα χοιρινού από το μεσημεριανό γεύμα. Δεν ήταν αρκούδα, παρότι έμοιαζε αρκετά, ήταν ένα περίεργο άγνωστο πλάσμα, ένα… τέρας; Δεν μπορεί, δεν υπάρχουν τέρατα, υπενθύμισε στον εαυτό του. Σήκωσε το τηλέφωνό του και άναψε τον φακό χτυπώντας με τη δέσμη φωτός το πλάσμα. Εκείνο σταμάτησε να μασουλάει και έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του άντρα. Τον κοίταξε με τα κάτασπρα μάτια του γυμνώνοντας απειλητικά τους σουβλερούς κυνόδοντές του.
Τρομαγμένος, ο συνταξιούχος μπήκε μέσα κλειδώνοντας την πόρτα με γρήγορες κινήσεις. Άνοιξε την κουρτίνα του παραθύρου και κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε τίποτα πλέον, ό,τι κι αν ήταν εκείνο που τον είχε επισκεφτεί, είχε φύγει, είχε επιστρέψει πίσω στη φωλιά του. Η λογική τον τράνταζε, απαιτούσε να σβήσει τις ανοησίες από το μυαλό του, προφανώς αυτό που είχε δει ήταν μια ψευδαίσθηση, ένα ψέμα ή οι ντόπιοι του έκαναν φάρσα. Ίσως ένας από εκείνους τους αγράμματους μωρούς είχε φορέσει κάποια στολή που ομοίαζε με τέρας και… Πάψε, δεν υπάρχουν τέρατα, ανόητε. Ήταν μπερδεμένος, ταραγμένος και ασταθής ψυχολογικά λόγω του χωρισμού και της έλλειψης επικοινωνίας με την κόρη του.
Το επόμενο πρωινό πήγε στο αστυνομικό τμήμα και κατέγραψε το περιστατικό, δήλωσε πως ένας μεγαλόσωμος άντρας τον είχε απειλήσει και ζήτησε καλύτερη αστυνόμευση της περιοχής. Ο διευθυντής του είπε πως θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αν και το κράτος είχε παρατήσει στο έλεος την περιφέρεια δίνοντας στην πρωτεύουσα τη μερίδα του λέοντος. Ο άντρας τον ευχαρίστησε και πέρασε από την πλατεία του χωρίου για να ψωνίσει.
Πριν μπει στο παντοπωλείο, τον πλησίασε ένα τρελό γεροντάκι τείνοντας προς το μέρος του μια κυνηγητική καραμπίνα. «Θα σου χρειαστεί», του είπε και ο πρύτανης τον αγνόησε επιδεικτικά. Βάρβαρα όπλα για βάρβαρους ανθρώπους. Δεν είχε ανάγκη από τέτοια μαραφέτια για να επιβιώσει, εκείνος είχε τη μόρφωσή του, την επιστήμη και τον ορθολογισμό, συμμάχους του.

Το βραδινό αεράκι σφύριζε μακρόσυρτα και δυσοίωνα έξω από το σπίτι, τα ανασφάλιστα πατζούρια χτυπούσαν με μανία και η εξώπορτα τρανταζόταν από την οργή του ανέμου. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει και ο άντρας το χάζευε πίσω από το παράθυρο. Πριν από μερικά λεπτά είχε διαβάσει στο διαδίκτυο την έρευνα ενός σπουδαίου γιατρού σχετικά με τις ψευδαισθήσεις των ανθρώπων, που δημιουργούνται από το άγχος, την κούραση, την κακή ποιότητα ζωής, το δυνατό σοκ ή επειδή έχουν επηρεαστεί από κάποιο γεγονός. Αυτό είναι, παραδέχτηκε, επηρεάστηκα από τους αμόρφωτους χωριάτες, από όλα εκείνα τα θρησκόληπτα παραμύθια για τον Γόργκο και τον είδα μπροστά μου. Μόνο που εκείνο που είδα ήταν αρκούδα κι όχι το ακριβοθώρητο, μυθικό, τέρας. Να, λοιπόν, που όλα έμπαιναν στη θέση τους και μπορούσε επιτέλους να αναπαυτεί. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί κάτι που πήγαινε κόντρα στη λογική του, να απαρνηθεί το «εγώ» του, να παραδεχτεί παραφυσικά φαινόμενα. Η επιστήμη μπορεί να απαντήσει σε όλα, αρκεί να είσαι ανοιχτόμυαλος.

Ένας περίεργος θόρυβος τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του προς την εξώπορτα. Κάτι, από την άλλη πλευρά, έξυνε την πόρτα. Χρατς, χρουτς, χρατς, χρουτς… Σηκώθηκε και πλησίασε. Έπιασε το χερούλι και ετοιμάστηκε να ανοίξει όταν το ένστικτό του τον τράβηξε πίσω. Κι αν ήταν ο… Δεν υπάρχουν τέρατα.
Όταν ο ήχος ξυσίματος σταμάτησε, άφησε ένα με δυο λεπτά να κυλίσουν κι έπειτα άνοιξε την πόρτα. Μια χνουδωτή καφετιά μάζα απομακρυνόταν από την αυλή του. «Ει», φώναξε. «Ποιος είσαι; Θα καλέσω την αστυνομία» Άρπαξε το μπουφάν του και το κινητό και βγήκε έξω. Το πλάσμα γύρισε και τον κοίταξε. Ο άντρας έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του κι έπειτα σάστισε. Δεν ήταν αρκούδα, ούτε κάποιος από τους ντόπιους που φορούσε μια ρεαλιστική στολή. Ήταν ένα… Όχι, διάολε, δεν ήταν, δεν υπάρχουν…
Ο άνεμος ράπιζε με χιόνι το πρόσωπό του δυσκολεύοντας την όρασή του. Ίσως έβλεπε ακόμη μια ψευδαίσθηση, παιχνίδια του μυαλού. Κι όμως, στέκονταν εκεί, ο ένας απέναντι από τον άλλον, τριάντα μέτρα μακριά, να κοιτάζονται αμίλητοι, ανέκφραστοι. Δεν είχε τη δύναμη και το θάρρος να βγάλει το κινητό και να τραβήξει φωτογραφία, φοβόταν πως η παραμικρή κίνηση θα έκανε το πλάσμα να επιτεθεί. «Τι είσαι;» ψέλλισε.
Χωρίς να πάρει απάντηση, ο πρύτανης οπισθοχώρησε αργά και μπήκε στο σπίτι. Μήπως έπρεπε να επισκεφτεί έναν ψυχολόγο; Ή μήπως ψυχίατρο; Δεν ήταν τρελός. Τότε τι του συνέβαινε; Αν δεν ήταν τρελός και δεν έβλεπε παραισθήσεις τότε υπήρχαν στ΄ αλήθεια τέρατα. Όχι, η επιστήμη σίγουρα θα είχε κάποια απάντηση και γι’ αυτό και για όλα τα αλλόκοτα του πλανήτη. Έπιασε το κεφάλι του και το έτριψε ηττημένος. Ποιον κορόιδευε; Η απάντηση της επιστήμης ήταν απλή, ο συνταξιούχος είχε αρχίσει να τα χάνει, τρελαινόταν.
Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είχε δει το πλάσμα, σκέφτηκε καθώς έπινε το πρωινό καφεδάκι του. Είχαν περάσει τρεις μέρες από εκείνη την αλλόκοτη βραδιά και –ευτυχώς- δεν τον είχε ξανά επισκεφτεί. Έριξε ένα ξύλο στη σόμπα και κοίταξε έξω από το παράθυρο το κάτασπρο τοπίο. Πρέπει να τηλεφωνήσω στην κόρη μου, σκέφτηκε αγγίζοντας το καυτό φλιτζάνι, να της ζητήσω συγγνώμη για εκείνη τη βραδιά του τσακωμού μας και να την καλέσω για φαγητό με την οικογένειά της. Το πιο πιθανό είναι να μην δεχτεί να μου μιλήσει αλλά αξίζει να προσπαθήσω.
Ένα ζεστό αεράκι χάιδεψε τον σβέρκο του φέρνοντάς του μια γλυκιά ανατριχίλα. Έσφιξε το φλιτζάνι στα χέρια του και έκλεισε τα μάτια. Δεν είχε το κουράγιο να γυρίσει και να αντικρίσει αυτό που στεκόταν πίσω του. Μπορούσε να ακούσει τη βαριά ανάσα του, που έζεχνε σάπια σάρκα και να μυρίσει την απαίσια μυρουδιά του, απλυσιά ζώου. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία, ήταν ο Γόργκο. Όχι, δεν θα του έκανε τη χάρη να τρέξει σαν φοβισμένο ανθρωπάκι, δεν θα έκανε τη χάρη στους θρησκόληπτους χωριάτες να πιστέψει σε θεούς και δαίμονες, τέρατα και καλικάντζαρους, αυτά ήταν πλάσματα της φαντασίας, ανθρώπινη επινόηση.
Ένιωσε κάτι κολλώδες να στάζει στον σβέρκο του κι από εκεί να κυλάει στην πλάτη του. Άραγε ήταν τα σάλια του κτήνους ή το αίμα του θύματός του; «Εμπρός, τι περιμένεις, χτύπα, γαμώτο», φώναξε δυνατά κι έπειτα ένιωσε τα σουβλερά μαχαίρια να σκίζουν τη σάρκα του. Ο πόνος τον έκανε να κραυγάσει καθώς ξεριζωνόταν το χέρι του με βίαιο τρόπο. Έπεσε κάτω και κοίταξε τα τριχωτά, χοντρά, πόδια του πλάσματος. Ο ήχος του μασουλήματος του έφερε αναγούλα. Εκείνο το τέρας έτρωγε το χέρι του. Σύρθηκε προς την έξοδο σφαδάζοντας, αφήνοντας πίσω του μια γραμμή αίματος. Δεν μπορούσε να καλέσει βοήθεια, θα πέθαινε. «Να πας στο διάολο», φώναξε κλαψουρίζοντας.
Ακόμη λίγο και θα φτάσω την πόρτα, σκέφτηκε και πριν προλάβει να χαρεί, μια δύναμη τον τράβηξε προς το μέρος της. Αυτή τη φορά, το κόψιμο ήταν σοκαριστικά γρήγορο και με ακρίβεια χειρούργου, με τα νύχια του, το πλάσμα του έκανε μια τομή από τον θώρακα μέχρι το υπογάστριο, αφήνοντας τα όργανα του να ξεχειλίσουν στο έδαφος.
Δεν υπάρχουν τέρατα, σκέφτηκε ο άντρας πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα και είδε για κλάσματα δευτερολέπτου το πρόσωπο του Γόργκο πριν ξεκινήσει το πλουσιοπάροχο γεύμα του.