Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα μόνος μου για πεζοπορία στα καλντερίμια του. Το Πήλιο βλέπετε, είναι παρεϊστικο βουνό. Παντός καιρού και ανεξαρτήτως διάθεσης. Όμως αυτή τη φορά λόγω των δικών μου…αυτοκαταστροφικών τάσεων αποφάσισα να το περπατήσω λίγο μόνος. Να μιλήσω λίγο με τον εαυτό μου αλλά και με το βουνό. Λένε ότι αυτό μπορεί και διαβάζει τη σκέψη σου. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε το βουνό των Κενταύρων με ξέρει καλύτερα και από δικούς μου ανθρώπους.
Ήπια λοιπόν τον καφέ μου κάτω από τον πλάτανο, στη μεγάλη πέτρινη πλατεία των Μηλεών, ατενίζοντας τον αγουροξυπνημένο Παγασητικό και πήρα να κατηφορίσω. Το καλντερίμι κακοτράχαλο, σχεδόν επικίνδυνο για τα πόδια που δεν πατάνε στιβαρά στη γη. Ακόμα δεν είχα βγει από το χωριό, όταν κατάλαβα ότι χωρίς κάποιο δυνατό κλαρί, κάποιο αυτοσχέδιο μπαστούνι, δεν θα βγει με ασφάλεια η διαδρομή. Έτσι λοιπόν έψαξα και βρήκα μια ξύλινη βέργα παρατημένη έξω από έναν παρατημένο κήπο και συνέχισα την πορεία μου αφήνοντας πίσω τα τελευταία σπίτια των Μηλεών, τρυπώνοντας δειλά στο πυκνό δάσος.
Λίγο πιο κάτω, μία κίτρινη, σκουριασμένη ελαφρώς από τον χρόνο και τον καιρό, πινακίδα με πληροφορεί ότι πλησιάζω στη σπηλιά του Χείρωνα. Ένας κάτοικος του χωριού, φορτωμένος με τελάρα, γεμάτα μήλα, καλημερίζει. Τον σταματώ για να τον κεράσω λίγο παστέλι που είχα μαζί μου και να τον ρωτήσω σε πόση ώρα θα είμαι στη σπηλιά.
«Εξαρτάται πως προχωράς..» απάντησε και χαμογέλασε. «Δεν είν’ μακριά πάντως». Τον ευχαρίστησα και συνέχισα να απολαμβάνω τη διαδρομή υπό τη σκιά των πεύκων που σχεδόν αγκάλιαζαν το καλντερίμι.
Πράγματι, η μυθική σπηλιά δεν άργησε να εμφανιστεί μπροστά μου. Χρόνια έρχομαι στο Πήλιο και δεν είχα αξιωθεί ποτέ να την επισκεφτώ. Ένας πίνακας με πληροφορίες για τα μυθολογικά στοιχεία περί σπηλαίου και Κενταύρων κατατόπιζε και τον πλέον αδαή. Ο ήχος από το ρυάκι καταπράϋνε την ψυχή και η σπηλιά σε καλούσε να ξαποστάσεις και να σκεφτείς. Κένταυροι. Υβριδικά ημιανθρώπινα όντα που απεικονίζονται στην αρχαιοελληνική τέχνη. Πως γεννήθηκαν στην ανθρώπινη φαντασία; Ποια ανάγκη ενδεχομένως να κάλυπτε η δημιουργία τους; Η σπηλιά πάντως ήταν ψηλοτάβανη και ευρύχωρη. Φαίνεται ότι…ο Χείρωνας έμενε σε ένα μικρό παλάτι της φύσης, κρυμμένο μέσα στο δάσος. Το μέρος μιλάει στην ψυχή σου. Ειδικά αν δεν υπάρχουν πολύβουα γκρουπ τουριστών που αλαλάζουν, είναι σκέτη ψυχοθεραπεία.
Αφού δροσίστηκα από την πηγή δίπλα στη σπηλιά, κατηφόρισα από ένα καλντερίμι που νόμιζες ότι οδηγεί στην άβυσσο. Οι ήχοι από διάφορες σαύρες και ζωύφια αριστερά και δεξιά του μονοπατιού σου υπενθυμίζουν ότι πεζοπορείς με παρέα. Υποπτευόμουν ότι η κατάβαση αυτή θα με οδηγούσε στις ράγες του παλιού τραίνου του Πηλίου, γνωστού για την παλαιότητα του, αλλά και τη γραφικότητα της διαδρομής που ακολουθούσε. Και έτσι έγινε.
Μετά από αρκετή ώρα βάδιζα πάνω στις ράγες του τραίνου, χτυπώντας το αυτοσχέδιο μπαστούνι μου πάνω τους και «ενοχλώντας» τη φύση τριγύρω. Και τι δεν είχαν να εξιστορήσουν αυτές τις ράγες μέσα στις δεκαετίες. Από τη Γερμανική κατοχή και τις εμφυλιακές συγκρούσεις, μέχρι την τουριστική «κατοχή» των ημερών μας, καθώς λένε ότι τα Σαββατοκύριακα πρέπει κλείσεις έγκαιρα το εισιτήριο σου για να απολαύσεις τη διαδρομή. Η αλήθεια είναι πάντως ότι σε αυτό το κομμάτι της διαδρομής συνάντησα αρκετό κόσμο επισκέπτες στον χώρο που φτάνουν μέχρι τη γέφυρα του Ντε Κίρικο και μετά επιστρέφουν στον παλαιό σταθμό των Μηλεών. Η τελευταία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Όχι μόνο κατασκευαστικά, αλλά και για τις εικόνες που χαρίζει το κενό, το απόλυτο χάος που βρίσκεται από κάτω.
Όταν έφτασα στη γέφυρα του Ντε Κίρικο και κοίταξα κάτω τον γκρεμό, ένιωσα το ίδιο δέος που ένιωσα και την πρώτη φορά που την αντίκρισα και με δειλά βήματα περπάτησα πάνω της. Δοκίμασα τον αντίλαλο της φωνής μου, ο οποίος χτύπησε τους βράχους και χάθηκε ψηλά. Χάζευα για ώρα την άβυσσο κάτω από τη γέφυρα. Κάθισα στη μία άκρη της γέφυρας και αναλογίστηκα ότι αυτή η εικόνα, του απόλυτου χάους, ήταν η τελευταία για αρκετούς ανθρώπους που αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους με αυτόν τον φρικαλέο τρόπο. Οι ιστορίες τρόμου που συνοδεύουν τη γέφυρα είναι κομμάτι της γοητείας της. Αυτοκτονίες, δυστυχήματα, ακόμα και «ανεξιχνίαστες» υποθέσεις συνθέτουν μία από τις «σκοτεινές» πλευρές της πορείας της μέσα στον χρόνο, που συνήθως μαγνητίζει το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Οι ντόπιοι, βέβαια, απ’ ότι έχω μάθει, διανθίζουν τις ιστορίες αυτές με το κατιτίς παραπάνω και έτσι οι τελευταίες μετατρέπονται σε θρύλους και διαδίδονται από στόμα σε στόμα, πάντα λίγο διαφορετικές από τον τελευταίο που τις διηγήθηκε. Κάτι σαν προφορική παράδοση, που γιγαντώνεται μέσα στον χρόνο.
Τα σύννεφα έσμιγαν πάνω από το βουνό των Κενταύρων και σκέφτηκα ότι ο δρόμος της επιστροφής δεν πρέπει να καθυστερήσει και πολύ, αν θέλω τουλάχιστον να επιστρέψω στην ίδια κατάσταση στην οποία αναχώρησα. Οι απειλητικές βροντές ακούγονταν ήδη και έτσι επιτάχυνα το βήμα μου για να γλιτώσω από την οργή, θαρρείς, των θεών.
Είχα φτάσει ήδη στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό, όταν η βροχή άρχισε να πέφτει για τα καλά. Κλασική καλοκαιρινή μπόρα, από αυτές που σε δροσίζουν προσωρινά. Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος και ο ήχος των χοντροκομμένων σταγόνων πάνω στα φύλλα των δένδρων, αιχμαλώτιζαν τις αισθήσεις. Μυρωδιές και εικόνες βουνού.
Για να προστατευτώ πήγα στο μνημείο πεσόντων του χωριού, δίπλα ακριβώς στον σταθμό. Διάβασα και ξαναδιάβασα τα ονόματα τους. Πολλά από αυτά τα ήξερα. Γνώριζα τα εγγόνια αυτών των ανθρώπων που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, ως αντίποινα για την απώλεια ενός Γερμανού διοικητή μιας μεραρχίας στον Βόλο. Οι Μηλιώτες φημολογείται ότι κάλυψαν τους δράστες και τότε οι κατοχικές δυνάμεις της περιοχής ανέβηκαν στις Μηλιές και εκτέλεσαν αθώους ανθρώπους. Ο ανθρώπινος παραλογισμός υπάρχει παντού. Μας τον υπενθυμίζουν μνημεία και μαραμένα στεφάνια σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακόμα και εκεί που η φύση γιορτάζει, λίγο πιο πέρα στέκεται μια πλάκα για να πληροφορεί τον περαστικό, τον ταξιδιώτη, ότι το Πήλιο εκτός από καταπράσινο είναι και… «κατακόκκινο» από το αίμα της θυσίας αθώων ανθρώπων. Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στα χωριά του Πηλίου οι εκτελέσεις δεκάδων ψυχών από Γερμανούς δεν ξεχνιούνται και μνημονεύονται δικαίως από τους ντόπιους, ως παράσημο αντρείας και γενναιότητας.
Η βροχή άρχισε να κοπάζει. Δειλά δειλά ξετρύπωσα από το αυτοσχέδιο υπόστεγο που στεκόμουν δίπλα στον τόπο εκτέλεσης. Χαιρέτισα τις ψυχές τους και ξεκίνησα να ανεβαίνω ένα ακόμα καλντερίμι, από τα άπειρα του που ζώνουν το βουνό. Η βροχή που έπεσε έκανε το έδαφος να αχνίζει και οι μυρωδιές της γης ήταν ακόμα πιο έντονες τώρα. Με το που συνάντησα το πρώτο πέτρινο σπίτι του χωριού, γνώριζα πως η πλατεία του χωριού δεν ήταν μακριά. Μια μαυροντυμένη γριά άνοιξε το παραθυρόφυλλο την ώρα που περνούσα. Θες λόγω ηλικίας, θες λόγω προβλημάτων ακοής, δεν πρέπει να κατάλαβε τη μπόρα που προηγήθηκε:
«Έβρεξε παλικάρι μου;»
«Έβρεξε γιαγιά. Έριξε πολύ νερό».
«Για να ξεπλένει τις αμαρτίες μας….» είπε και χάθηκε από το παραθύρι της.
Με ένα μειδίαμα στα χείλη πήρα και πάλι τον ανήφορο.
«Για να ξεπλένει τις αμαρτίες μας…» μονολόγησα και είδα από μακριά τον περήφανο πλάτανο των Μηλεών…