-Μα, εγώ δεν ξέρω να μιλάω ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά.
Ο ατζέντης, βέβαια, είχε έτοιμη την απάντησή του:
-Κανένα πρόβλημα. Αυτό μάλιστα θα το παρουσιάσω σαν το μεγάλο σου προσόν. Θα δουλεύεις, χωρίς να μιλάς καθόλου. Μόνο θα δουλεύεις. Ο μισθός είναι καλός και αν καταφέρεις να μείνεις κάποια χρόνια θα λύσεις τα προβλήματά σου.
Έπιασε δουλειά, γύρω στα τέλη του Μάρτη, μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ούτως ή άλλως και να ‘θελε, δεν θα μπορούσε να έχει επικοινωνία με κανένα. Του έμαθαν μόνο τις δυο-τρεις βασικές εντολές του επιστάτη και σ’ αυτές πειθαρχούσε πιστά.
Το πιο περίεργο με το πουλί ήταν ότι ξανάρθε σε λίγο, παρά το γεγονός ότι τα κτυπήματα των εργατών συνεχίζονταν ασταμάτητα. Κάθισε όμορφα-όμορφα στην κορυφή ενός πεύκου στο πεζοδρόμιο, όρθωσε επάνω το λαιμουδάκι του κι άρχισε να τραγουδά ασταμάτητα. Ο Μπακαμπού, όσο και να το ήθελε, δεν μπορούσε να μην το παρακολουθήσει πια. Σήκωσε το κεφάλι και το είδε. Πανέμορφο, ολόμαυρο, με εξαίρεση το κίτρινο ράμφος του κι έναν δακτύλιο κίτρινο επίσης γύρω από τα μάτια του.
Τίποτε δεν το φόβιζε πια, αντίθετα έδειχνε να κάνει επίδειξη των φωνητικών του αρετών και, μάλιστα, να απολαμβάνει και το ίδιο το προσωπικό του ρεσιτάλ.
Το πουλί έδειχνε να χαίρεται πολύ και, το σημαντικότερο, ακουγόταν σαν να διηγόταν κάτι, σαν να ‘κανε ολόκληρη κουβέντα. Σε ποιον, όμως;
Το κοίταξε κάποια δευτερόλεπτα μόνο. Κι όμως, ήρθε άμεση και βαριά η παρατήρηση του επιστάτη:
-Μπακαμπού, δουλειά!
Έσκυψε κι άρχισε πάλι να κτυπά τα καρφιά στα καλούπια. Ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκε παρατήρηση κι έπρεπε να προσέξει πολύ. Είχε μεγάλη ανάγκη να κρατήσει τη δουλειά του. Απ’ αυτήν περίμεναν για να ζήσουν η γυναίκα του κι οι δυο του κόρες, μα και οι γέροντες γονείς του. Ιδιαίτερα ο πατέρας του που μπήκε στην ηλικία και βασανιζόταν πια από πολλά προβλήματα υγείας.
Το πουλί συνέχισε το τραγούδι του, αδυνατώντας φυσικά να καταλάβει τι είχε γίνει. Ο Μπακαμπού είχε υπόψη του πως το κελάηδημα των πουλιών ήταν συχνά ερωτικό κάλεσμα. Και του άρεσε η ιδέα ότι ο φίλος του φώναζε έτσι την καλή του. Από την άλλη, το γεγονός ότι επέμενε να είναι κοντά του, είχε οπωσδήποτε μια προσωπική διάσταση. Ήταν φανερό πως κάτι ήθελε να πει σ’ αυτόν. Διαφορετικά, προς τι η τόση επιμονή του;
Προσπάθησε να δει – προσεχτικά, πάντα- πώς αντιδρούσαν οι άλλοι. Στην αρχή, κανένας δεν έδινε σημασία στο πουλί. Στη συνέχεια, όμως, έπιασε με την άκρη του ματιού του δυο εργάτες-ξένοι κι αυτοί- που, μόλις ο επιστάτης τους γύρισε την πλάτη, έγνεψε ο ένας στον άλλο να προσέξει το πουλί. Κάτω όμως και απ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ξέφυγαν από το άγρυπνο και σκληρό μάτι του επιστάτη, ο οποίος αντέδρασε τώρα εντονότερα:
-Δουλειά σας, ρε! Τι θα γίνει τώρα, θα χασομεράτε για ν’ ακούετε τον κότσυφα;
Την ίδια ώρα, έκανε χειρονομίες για να διώξει το πουλί. Μα εκείνο, με την ασφάλεια της απόστασης, ούτε που τον έλαβε υπόψη. Συνέχισε να τραγουδά αμέριμνο και να χαίρεται τον σκοπό του. Στο μεταξύ, στην περιοχή μαζεύτηκαν πολλά άλλα κοτσύφια, δημιουργώντας μια απίστευτη χορωδία.
Την επομένη το πρωί, ο Μπακαμπού βρήκε τον κότσυφα να τον περιμένει στο ίδιο ακριβώς σημείο. Προς στιγμή προβληματίστηκε αν ήταν το ίδιο πουλί. Μα, αμέσως μετά σκέφτηκε, πως κανένας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει πως ήταν άλλο, αφού όλα ήταν σαν από πιστό αντίγραφο. Άλλωστε, με το κελάηδημά του του είπε πολλά, σαν να τον ήξερε από χρόνια. Σίγουρα δεν ήταν μια απλή καλημέρα. Του έλεγε διάφορα, με τρόπο καθαρά αφηγηματικό. Οπωσδήποτε, ενημέρωνε τον νέο του φίλο για το πώς πέρασε το βράδυ του, πώς είναι η οικογένειά του – γιατί σίγουρα είχε κι αυτός τους δικούς του- κι όλα τα σχετικά, αυτά όλα που λεν οι φίλοι μεταξύ τους.
Η τελευταία αυτή σκέψη, τον οδήγησε σε μια σοβαρή απόφαση: Να αναπτύξει με το πουλί έναν μυστικό διάλογο. Θα έλεγε δηλαδή από μέσα του ό,τι θα του έλεγε και δυνατά, αν μπορούσε να του μιλήσει. Και, οπωσδήποτε – τώρα πια δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό- το πουλί όλα θα τα κατανοούσε: «Σε ζηλεύω, φίλε, γιατί είσαι χαρούμενος και τραγουδάς. Πιο πολύ σε ζηλεύω, γιατί εσύ τουλάχιστον μπορείς και πετάς. Δεν σ’ αρέσει εδώ, συνεννοείσαι με την καλή σου και πάτε κάπου αλλού. Σπουδαίο πράγμα η ελευθερία, φίλε μου».
Το μόνο ανησυχητικό ήταν που συνέλαβε τον εαυτό του να μη συγκεντρώνεται πια στη δουλειά όσο έπρεπε. Και ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Αν μια αφηρημάδα τον οδηγούσε σε λάθη, τα προβλήματα με τη δουλειά του θα γίνονταν μεγάλα.
Το βράδυ είπε στη γυναίκα του και στα δυο του κορίτσια τα καθέκαστα: Ότι έκανε τον πρώτο του φίλο στην Ελλάδα και πως αυτός του κρατάει συντροφιά την ώρα της δουλειάς, είναι πολύ ωραίος και ξέρει να χαίρεται τη ζωή του. Άφησε στο τέλος να πει ότι ήταν φτερωτός και πως τέτοια πουλιά δεν υπάρχουν στο Κονγκό.
Ο επιστάτης, όσο συνεχιζόταν η συναυλία των κοτσυφιών τόσο ενοχλούνταν πιο πολύ. Διαπίστωνε ότι η απόδοση των εργατών είχε μειωθεί. Ήταν, βέβαια, σκυφτοί στη δουλειά τους, μα αντιλαμβανόταν ότι το μυαλό τους ήταν στα πουλιά. Το δυσκολότερο ήταν που συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Έγινε βέβαια ακόμα πιο αυστηρός, κάθε κίνηση των εργατών ελεγχόταν αμέσως και οι παρατηρήσεις του έφτασαν στα όρια της σκληρότητας.
Παρόλα αυτά, ο Μπακαμπού ένιωθε όλο και πιο έντονα τον δεσμό του με το πουλί. Και αυτό, τον οδήγησε στη σοβαρή του αποκοτιά. Την ώρα του κολατσιού, άφησε επίτηδες κομμάτια από το ψωμί του για τον κότσυφα. Έπιασε μετά δουλειά, κάνοντας τον αδιάφορο, μα το μυαλό του ήταν στο πουλί. Που, ξεθαρρεύοντας πια εντελώς, κατέβηκε απ’ το δέντρο και μπήκε στην οικοδομή. Δεν πρόλαβε, όμως. Ο επιστάτης, που φαίνεται να παρακολουθούσε, όρμηξε μαινόμενος. Άρπαξε ένα ξύλο και κυνήγησε τον κότσυφα. Και, αφού ξεμπέρδεψε μ’ αυτόν στράφηκε στον Μπακαμπού:
-Φύγε αμέσως! Go, go, go!
Και για να γίνει απολύτως κατανοητός, του πήρε το σκεπάρνι που κρατούσε στα χέρια και του ‘δειξε τον δρόμο.
Την επομένη όμως ο Μπακαμπού επανήλθε. Αλλιώτικος βέβαια αυτή τη φορά. Ντυμένος στα μαύρα, είχε μόνο στον λαιμό ένα κίτρινο φουλάρι. Στον επιστάτη, που ήδη τον είχε δει καθώς πλησίαζε στον χώρο, δεν έδωσε καμιά σημασία. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο σε κάποια απόσταση από τον πεύκο, για να μπορεί να βλέπει ψηλά τον κότσυφα. Εκείνος άρχισε ένα τρελό από χαρά κελάηδημα. Και συνέχισε λέγοντάς του πολλά. Με τη σειρά του ο Μπακαμπού, αφού βεβαιώθηκε πρώτα πως ο επιστάτης δεν έπαψε να τον παρακολουθεί, – αυτό τώρα το ήθελε πολύ- στάθηκε απέναντι από τον κότσυφα κι άρχισε ένα δικό του τραγούδι. Κανένας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τα παράξενα λόγια. Κανένας, εκτός από τον κότσυφα. Γιατί και το κονκολέζικο τραγούδι αφηγούνταν ιστορίες και ήταν γεμάτο χαρά.
Πριν φύγει, ο Μπακαμπού σκόρπισε στο πεζοδρόμιο, μα και στην οικοδομή κομμάτια ψωμιού και πολλούς σπόρους. Ας τους μάζευε ο επιστάτης έναν-έναν ή, αν μπορούσε, ας έδιωχνε όλους τους κότσυφες που θα κατέβαιναν.