Scroll Top

Λένα Χ. Δημητριάδου – Το γαλάζιο μπλουζάκι

   Εκείνο το πρωί που ξεκίνησε για το σχολείο κάτι με ωθούσε να την κρατήσω στο σπίτι, να την χαρώ. Κι όπως εκείνη απομακρυνόταν κι έστρεφε το κεφάλι να με χαιρετήσει πριν την καταπιεί η σιδερένια είσοδος του σχολείου, μούδιασα και σαν να χάθηκε ο ήλιος. Ύστερα μπήκα στο αυτοκίνητο. Με περίμενε η μπουγάδα, η ηλεκτρική σκούπα κι ο Shadow για το κολατσιό του. Δεν έβαλα μπουγάδα εκείνη τη μέρα. Ούτε καμία άλλη.

Δε μιλάμε πια. Μέσα στο σπίτι ακούς μόνο τη σιωπή μας. Η Σούζαν αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια. Μα σαν γυρίσω την πλάτη νιώθω το βλέμμα της ίδιο μαχαίρι να με τρυπάει, σαν να θέλει να χωθεί μέσα στην καρδιά μου. Σαν να μου φορτώνει όλα τα κρίματα, σαν να με μισεί. Τη βλέπω άπλυτη, αχτένιστη, χλωμή, τη νιώθω ξένη. Δεν θέλω να ζω μαζί της γιατί ο πόνος διπλασιάζεται, γίνεται ανυπόφορος. Πίνω μπίρες μπροστά στο χαζοκούτι, ούτε ξέρω τι παίζει. Μου αρκεί που ο θόρυβος καλύπτει τις σιωπές μας.

Σήμερα με το ζόρι μάζεψα κάτι πεταμένα ρούχα βρώμικα κι έσυρα τα βήματα μου μέχρι το πλυντήριο. Και τότε είδα μέσα στον κάδο το γαλάζιο της μπλουζάκι. Τα χέρια μου έτρεμαν σαν το έφερα στο πρόσωπό μου και ένιωσα τη μυρωδιά της να μου γεμίζει τα πνευμόνια. Το πήρα αγκαλιά, όπως τότε που μας τη φέρανε στο δωμάτιο της κλινικής, μικρό και χαριτωμένο, κι ο Όσκαρ με αγκάλιαζε και γελούσαμε.

Άνοιξα το κλειστό δωμάτιο. Ο Shadow με ακολούθησε νιαουρίζοντας. Το άπλωσα πάνω στο στρωμένο της κρεβάτι. Το γαλάζιο φώτισε το χώρο. Ο Shadow τρίφτηκε στα πόδια μου. Είναι η πρώτη φορά που με πλησίασε από κείνη τη μέρα. Νομίζω πως το στόμα μου στράβωσε. Μήπως χαμογελώ;

Σήμερα η Σούζαν αποφάσισε να βάλει πλυντήριο. Βγήκα έξω, δεν αντέχω το θόρυβο. Ο κήπος έχει τα χάλια του και ούτε με νοιάζει. Ο ουρανός, ο αέρας, τα φυτά όλα είναι γκρίζα. Κάθε μέρα είναι γκρίζα.

Μα εκείνο το γαλάζιο πάνω στο γκρίζο τοίχο, σαν να μου είπε καλημέρα. Ύστερα άκουσα τη μπάλα να χτυπάει με δύναμη στον τοίχο και να ξηλώνει τους σοβάδες και τις δικές μου φωνές που τις έπνιγαν τα γέλια της. Την είδα να βουτάει το πινέλο στην γαλάζια μπογιά. «Σας παρουσιάζω το αριστούργημά μου!». Αυτό το γαλάζιο μου γέμισε τα μάτια. Πλησίασα στο κλειστό δωμάτιο. Η Σούζαν καθόταν στο κρεβάτι. Από τα μάτια της έτρεχαν γαλάζια ρυάκια.

Το Grand Canyon πάνω στο γαλάζιο μπλουζάκι. Οι τρεις μας στο αυτοκίνητο, οι ξανθιές της τούφες ανεμίζουν. Τραγουδάμε το αγαπημένο μας τραγούδι. Ανάμεσα στους κόκκινους βράχους.

Ο Shadow παίζει με τη μπάλα της. Τον βλέπει και γελάει μέσα από τη φωτογραφία της πάνω στο ροζ τοίχο. Γελάει φορώντας εκείνο το αστείο καπελάκι λίγο πριν σβήσει τα δέκα κεράκια της. Γελάει τρυφερά και στον Φρέντυ, που γίνεται το ίδιο κόκκινος με τα σγουρά του μαλλιά.

«Μαμά, μπαμπά, σας αγαπώ», το τελευταίο της μήνυμα πριν οι πυροβολισμοί σκεπάσουν τη ζωή. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο. Τα χέρια μας ενώθηκαν. Τα δάκρυα εξατμίστηκαν από τα μάτια μας κι έγιναν ένα λαμπερό γαλάζιο σύννεφο που μοσχομύριζε. Αναστενάξαμε βαθιά.

[i] Εμπνευσμένο από το animation: “If Anything Happens I Love You”