Γκρίζα απομεινάρια
Για άλλη μια φορά οι φωτεινές ακτίνες του ήλιου είχαν μπει στο δωμάτιο του ορόφου, λες και προσπαθούσαν να δώσουν πνοή και σε μένα με το ζεστό τους χάδι. Όλα, όμως, παρέμεναν αφημένα, όπως κι εγώ, στην ίδια, πάντοτε θέση. Εάν κάποιος έριχνε τη ματιά του στον χώρο, αμέσως, θα καταλάβαινε πως όλα εδώ κυλούσαν αργά και βασανιστικά. Για μένα εδώ και μέρες, η μόνη συντροφιά ήταν τα απομεινάρια μιας -άλλοτε- ειρηνικής εποχής.
Το ξύλινο και λιτό γραφείο –απέναντί μου- ήταν καλυμμένο από ένα γκρίζο στρώμα σκόνης, όπως και η επιτοίχια βιβλιοθήκη όπου στα ράφια της είχαν απομείνει ακούνητα ελάχιστα βιβλία και άλμπουμ φωτογραφιών, σκονισμένα και αυτά. Κάτω στο πάτωμα ήταν πεσμένα τα περισσότερα καλυμμένα από σκόρπια θραύσματα γυαλιών, των σπασμένων τζαμιών. Οι εκρήξεις των εχθρικών βομβών άφησαν το ωστικό τους κύμα να προκαλέσει ετούτο το κακό, και να σπείρει μαζί με τον εκκωφαντικό ήχο τους φθορά και τρόμο. Κάθε ζωντανό πλάσμα πανικοβλημένο έτρεξε βιαστικά να βρει, όπου μπορεί, ένα ασφαλές καταφύγιο.
Όταν ο ήχος των σειρήνων σταμάτησε, πίστεψα πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που πέρασε. Ξεγελάστηκα πικρά. το άλλοτε γεμάτο φως και χαρά γραφείο ήταν πια παρελθόν. Η τετράχρονη Άννουσκα περνούσε κάποια απογεύματα σε αυτό, καθισμένη φρόνιμα στην ροζ πολυθρόνα έχοντας εμένα στην ζεστή αγκαλίτσα της και χαζεύοντας απέναντι της τη μανούλα της καθώς εκείνη εργαζόταν.
Καθιστή στο ξύλινο, από κερασιά γραφείο η Ναταλία, η γλυκιά νηπιαγωγός, περνούσε αρκετό χρόνο, προκειμένου να προετοιμάζει τις εργασίες για τους μικρούς μαθητές της. Και η μονάκριβη κορούλα της, η Άννουσκα, πόσο χαρούμενη ήταν, όταν της επέτρεπε να την χαζεύει από την απέναντι αγαπημένη της θέση.
Μα κι εγώ ένιωθα το ίδιο χαρούμενη καθώς η μικρούλα φίλη με κουβαλούσε στην τρυφερή αγκαλίτσα της. Οι ώρες εργασίας της κυρίας Νατάλια στο «κόκκινο γραφείο» κυλούσαν γεμάτες ευφορία για όλες μας. Ήξερε εκείνη τον τρόπο, ώστε όλα να γίνονται πιο ζεστά και χαρούμενα κάθε εποχή -ακόμα και τα κρύα απογεύματα του χειμώνα. Για τη γλυκιά νηπιαγωγό η εργασία συνοδευόταν πάντα, από υπέροχη μουσική -και κυρίως κλασική, όπως Βιβάλντι, Μότσαρτ. Ανατρέχοντας στις σελίδες των κατάλληλων βιβλίων, αντλούσε από αυτά ιδέες για ασκησούλες πρώτης γραφής και απλής ζωγραφικής. Πώς το ξέρω αυτό θα διερωτηθείτε. Μα, αφού δεν παρέλειπε να τις δοκιμάσει πρώτα στην κορούλα της. εκείνη ενθουσιασμένη όταν τις έλυνε, με άφηνε, πάντα, να βρίσκομαι δίπλα της -στην πλατιά, ροζ πολυθρόνα. Έτσι κι εγώ γινόμουν εκείνες τις δημιουργικές στιγμές μια ακόμα μαθήτρια-φίλη της Άννουσκα.
Αυτές οι όμορφες, απογευματινές μέρες κράτησαν μόλις μερικούς μήνες (από τα γενέθλια της τετράχρονης φίλης, τον ζεστό περασμένο Αύγουστο, μέχρι τον τραγικό Φεβρουάριο που ξέσπασε ο πόλεμος). Και από τότε τα σκέπασε όλα με το παγωμένο πέπλο του. Μπορεί τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα πρώτα ανθισμένα δένδρα να μηνύουν την Άνοιξη, όμως, ο ήλιος, μάταια, πασχίζει με τις αχτίδες του να δώσει ζωή στη φύση και στο «κόκκινο γραφείο».
Οι ανέμελες μέρες χαράς είναι πια παρελθόν. Τα ξύλινα έπιπλα γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο γκρίζα-λες και δεν είχαν ποτέ το σκούρο κόκκινο της κερασιάς. Οι μπεζ βαμβακερές κουρτίνες σκισμένες από τα θραύσματα των τζαμιών, μόνο θλίψη προκαλούσαν πια, σε πείσμα των φωτεινών ηλιαχτίδων. Η παντελής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο δωμάτιο αλλά και έξω στη φύση με έχει πληγώσει βαθιά. Ανώφελα οι ηλιαχτίδες παλεύουν εδώ και βδομάδες να με συνεφέρουν χαρίζοντας μου το ζεστό χάδι τους.
Κάθε που ξημερώνει, μπροστά στα μάτια μου ξεδιπλώνεται το ίδιο σκηνικό. η γλυκιά μορφή της κυρίας Νατάλια να εργάζεται στο λιτό γραφείο της και να ρίχνει πότε πότε το γαλάζιο βλέμμα της στην τετράχρονη Άννουσκα και σε εμένα που με κρατά στην αγκαλίτσα της. Εγώ είχα γίνει η συνέχεια των χεριών της και από τότε που η μανούλα της με χάρισε σε αυτήν, πίστεψα πως η ευτυχισμένη ζωή δε θα τελείωνε ποτέ.
Όμως, ο πανικός των σειρήνων πολέμου, διέκοψε για πάντα το όμορφο σκηνικό αφού η μανούλα της Άννουσκα τρομαγμένη, εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, πετάχτηκε από το γραφείο της παρατώντας ό, τι έκανε. Με γρήγορες κινήσεις σήκωσε στην αγκαλιά της την κορούλα της και έφυγε τρέχοντας για το καταφύγιο της πολυκατοικίας τους.
Αυτό ήταν. μέσα στον πανικό που ζούσε η μικρή μου φίλη, ένιωσα να παγώνουν τα μικρά χέρια της και εγώ να πέφτω, άθελά της, στην ροζ πολυθρόνα ανάσκελα χάσκοντας από τότε το ταβάνι. Ξαναέγινα η άψυχη ξανθιά κούκλα της προηγούμενης ζωής μου. Οι μέρες κυλούν χωρίς πια να ελπίζω σε τίποτα. μόνη παρηγοριά για μένα και ευχή μαζί, η Άννουσκα και η μητέρα της να είναι ζωντανές. Και ποιος ξέρει. ίσως κάποια μέρα γυρίσουν ξανά, και όλα εδώ μέσα και έξω, πάρουν πνοή και μαζί τους κι εγώ!