Scroll Top

Μιχάλης Κοβανίδης – Η γυναίκα που βύζαξε ένα σκύλο

Η Θρόφη δεν ήταν έξυπνη, έτσι λέγανε, έτσι ήθελαν οι «έξυπνοι», αυτό ήταν το σωστό, έτσι κι έγινε αφού οι περισσότεροι είχαν αυτή την άποψη. Η Θρόφη λοιπόν ήταν όπως την ήθελαν. Καλύτερα, τι να την κάνει την εξυπνάδα, πάντα χρειάζονται και εκείνοι που διαθέτουν μια χρήσιμη για τους πολλούς άργητα, για να αισθάνονται οι υπόλοιποι γρήγοροι, έξυπνοι και ασφαλείς!
Η Θρόφη είχε όμως ένα χάρισμα, σπουδαίο, ζωτικής σημασίας, ένα θαύμα ζωής ανάπνεε στο κορμί της. Από τα μικρά στήθη της πηγές ζωής ανάβλυζαν. Με εκείνο το γάλα είχε ταΐσει πολλά παιδιά της πόλης. Η πηγή του μητρικού γάλακτος, το θαύμα της Θρόφης, ως γεγονός ήταν τόσο παράξενο γιατί η ίδια δεν απόχτησε ποτέ της παιδιά.
Ασχολήθηκαν με αυτό το φαινόμενο γιατροί, δημοσιογράφοι, η σύναξη του καφενείου, ο διευθυντής της αστυνομίας, το συμβούλιο γονέων και κηδεμόνων του σχολείου, διαχειριστές και θυρωροί πολυκατοικιών και αφού απάντηση δεν δόθηκε, η εξήγηση που επικράτησε ήταν «ανεξήγητο», το θέμα έκλεισε και η πόλη συνέχισε τη ζωή της.
Η πόλη ονομαζόταν Κλειστή, πήρε το όνομα της από το βουνό που κυριαρχούσε πάνω της. Τα πετρώματα του βουνού όπως κατέβαιναν ως κάτω στα πόδια της, έκλειναν σε μια σφιχτή, ασφυκτική, τσιγκούνικη αγκαλιά. Εκεί μέσα όσοι πρόλαβαν και είχαν την οικονομική δυνατότητα έχτισαν τα σπίτια τους, ήταν η ιδανική τοποθεσία εκείνο τα απάνεμο, σαν φωλιά, αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα, τα σπίτια ήταν πολλά και ο χώρος λίγος.
Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης ήταν χτισμένο έξω από εκείνο το δύσκολο αγκάλιασμα και το έδερνε ο άνεμος που κατέβαινε από τα άγρια χιονισμένα βουνά. Κι όμως την πόλη την ονόμασαν Κλειστή και όχι κάπως αλλιώς, όπως, Ανεμοδαρμένη, ή Αφιλόξενη, Απροστάτευτη, Εκτός Τειχών, που θα ήταν ονομασίες ταιριαστές για το μεγαλύτερο μέρος της και θα αφορούσε τους πολλούς. Αλλά εμάς τι μας νοιάζει, δική τους ήταν η πόλη…
Ίσως έδωσαν εκείνο το όνομα σε κάτι που όλοι ποθούσαν να τους αποδεχτεί, η αποδοχή ίσως ήταν το κίνητρο. Αποδοχή και πόθος! Ποτέ άλλοτε μια κλειστή αγκαλιά δεν πλήγωνε τόσους πολλούς κατοίκους. Όλη εκείνη η απόρριψη εκτός του ταξικού στοιχείου, είχε και το ερωτικό! Όλοι θα ήθελαν να ερωτευθούν μια νύχτα εκεί μέσα.
Όσοι ζούσαν μέσα στην στενόχωρη αγκαλιά είχαν οικονομική επιφάνεια, ο πλούτος κάποιες φορές εμφανιζόταν με πολλούς τρόπους: τα μεγάλα σπίτια με τις υπερβολικές στέγες και τα παράξενα σχήματα που θύμιζαν πύργους σε παιχνίδια lego, ή με αυτοκίνητα που δεν χωρούσαν να παρκάρουν και να κυκλοφορήσουν στους στενούς δρόμους, με φορέματα και κοστούμια που δεν είχαν που να τα φορέσουν. Ο πλούτος ξεχείλιζε σαν χυλός έξω από μικρή χύτρα.
Όταν ένας επισκέπτης ερχόταν από τον εξωτερικό δρόμο, από τα «ξένα» όπως οι ντόπιοι έλεγαν, ήταν δύσκολο να μπει στην πόλη με το αυτοκίνητο, υπήρχαν πολλά σήματα και πληροφορίες όπου η μία αναιρούσε την προηγούμενη, έτσι πετύχαιναν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, μπέρδευαν και κούραζαν τον επισκέπτη.
Οι στενοί δρόμοι και σε μόνιμη βάση τα έργα που εκτελούνταν, λειτουργούσαν σαν οδοφράγματα και απέτρεπαν ουσιαστικά τις επισκέψεις. Εκείνα τα αιώνια έργα δυσκόλευαν τις ζωές των ανθρώπων, αλλά ήταν εντάξει οι κάτοικοι μ` αυτό και με τα άλλα, «όλα γινόντουσαν για κάποιο λόγο» έλεγαν. Πολλές φορές οι υποψήφιοι επισκέπτες επέστρεφαν στο μεγάλο δρόμο της εθνικής και έφευγαν γι` άλλους προορισμούς. Εγώ όμως έμεινα για καιρό…

   Η Θρόφη γεννήθηκε και μεγάλωσε σ` αυτή την πόλη, έγινε εβδομήντα χρονών, ένα μεγάλο κορίτσι, δεν είχε σχέση με τον χρόνο, εκείνος έκανε τα δικά του και η Θρόφη κολυμπούσε σαν το σολομό προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμη και κόντρα στον χρόνο.
Με το ζωντανό χάρισμα του κορμιού της τάιζε τα ορφανά, τα πλούσια και τα φτωχόπαιδα της πόλης, τα μωρά που οι μάνες τους δεν κατέβαζαν γάλα και των άλλων που δεν ήθελαν να τραυματίσουν και να χαλάσουν το ερωτικό τους στήθος.
Δεν είχε δικά της παιδιά, είχε όμως μια πηγή για εκείνα, «παιγνίδια που κάνει η φύση» σκεφτόμουνα κι εγώ, γιατί και στα δικά μου μάτια φάνταζε τόσο απίθανο. Αργότερα έμαθα πόσο απίθανη είναι η ζωή… Για κάποιο λόγο η φύση ήθελε εκείνη η γυναίκα να είναι τροφός των παιδιών. Οι επιστήμονες την εξέταζαν κατά καιρούς και διατύπωναν νέες θεωρίες και τέλος κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: μια χρήσιμη ανωμαλία της φύσης. Κάποιες φορές ακούστηκε η άποψη ότι με μια μικρή χειρουργική επέμβαση εκείνος ο γαλακτοφόρος αδένας θα κοβόταν και όλα θα ήταν φυσιολογικά.
Αλλά… αν το γάλα έβρισκε άλλες εξόδους, από το στόμα ή ακόμη χειρότερα από το δέρμα; Φαντάσου μια γυναίκα που βγάζει γάλα από το δέρμα της. Μπορεί να ξυπνούσε στους άνδρες μνήμες και θα ήθελαν όλοι να τη γευτούν, θα γινόταν επικίνδυνη η Θρόφη ακόμη και σε εκείνη την ηλικία!
Θα μπορούσε, σύμφωνα με τα λογικά μυαλά που φρόντιζαν για την ασφάλεια της πόλης, να τη θέσει σε κίνδυνο. Να ανατρέψει την επικρατούσα τάξη της Κλειστής. Εφόσον δεν υπήρχε λογική εξήγηση θα μπορούσε απλά να εκδιωχθεί από την πόλη η γυναίκα. Οι άλλες γυναίκες όμως που ζητούσαν από την τροφό της πόλης να ταΐζει τα μωρά τους, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, απέρριψαν την ιδέα. Η Θρόφη ήταν χρήσιμη, όλοι ήξεραν όταν πριν χρόνια έπεσε σαν επιδημία οι νεαρές μητέρες της πόλης να μην κατεβάζουν γάλα, ότι η τροφός έκανε το καθήκον της.
Όλους βόλευε εκείνη η γαλακτερή ρουτίνα, όλοι συμβιβάστηκαν, όλοι κάτι κέρδισαν.
Η ίδια δεν είχε γνώμη, σαν να μην είχε φωνή, σπάνια άκουγαν τη φωνή της σε ένα σιγανό τραγούδι πάνω από τα κεφάλια των μωρών όταν τα τάιζε.
Μια φθινοπωρινή Κυριακή, θυμάμαι, 25 Σεπτεμβρίου, με γεμάτη κόσμο την κεντρική πλατεία, όταν τα αρώματα από τις αντιηλιακές κρέμες δεν είχαν εξατμιστεί ακόμη από τα ηλιοκαμένα δέρματα, η Θρόφη είχε κατέβει στην πλατεία και περιφερόταν ανάμεσα στο πλήθος.
Τα παιδιά εξοικειωμένα μαζί της της χαμογελούσαν, ακόμη μπλεκόντουσαν στα φουστάνια της και ζητούσαν αγκαλιές. Βίαια τα άρπαζαν οι γονείς τους και τα απομάκρυναν, ήταν κοινό μυστικό ότι η Θρόφη τάιζε εκείνα τα παιδιά, αλλά κανείς δεν ήθελε να το δείχνει μπροστά σε εκείνη τη φθινοπωρινή σύναξη. Τότε συνέβη κάτι που συγκλόνισε τη μικρή πόλη, την άρπαξε βίαια από την ηρεμία της και δεν την άφησε ποτέ!
Τα σημάδια επάνω στην μπλούζα της σαν δυο χείλη, σαν δυο μεγάλες σταγόνες ιδρώτα τη σημάδευαν στο ύψος του στήθους της. Ένας μικρός σκύλος την πλησίασε και κούνησε την ουρά του. Η Θρόφη, εκεί μπροστά σε όλους στην κεντρική πλατεία, εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου, έσκυψε, πήρε αγκαλιά το μικρό κουτάβι τόσο φυσικά, σαν να ήταν άνθρωπος μωρό, τράβηξε λίγο το ρούχο που σκέπαζε το στήθος της και με μια κίνηση απαλά του το πρόσφερε.    Εκείνο μύρισε το γάλα και σαν να ήταν κάτι που έκανε καθημερινά άρχισε να βυζαίνει.
Η Θρόφη το συνόδευσε με το τραγουδιστό της μουρμούρισμα.
Ο ήχος χάθηκε από την πλατεία, οι ανάσες κρατήθηκαν, τα μάτια πετάχτηκαν, χείλη δαγκώθηκαν! Και ξαφνικά ο αέρας μύρισε πυκνή σκόνη, έκρηξη οργής και οι άνθρωποι έφτυναν λάσπη μαζί με λέξεις, βρισιές, ούρλιαζαν στα τηλέφωνα, έσκιζαν τον αέρα με χειρονομίες. Έτρεχαν τα δίποδα να καλέσουν βοήθεια και άφηναν στο πέρασμα τους αρώματα και οργή και ιδρώτα και μια υποψία βρωμισμένης θάλασσας. Κάθε πλατεία κρύβει μια αρένα.
Το μικρό τετράποδο κούρνιασε πιο βαθιά στην αγκαλιά της Θρόφης γρυλίζοντας από φόβο γιατί ένιωσε την απειλή.
Ο αφελής σκύλος τρώγοντας ανθρώπινο γάλα δεν ανησύχησε καθόλου μήπως κολλήσει κάποιες από τις ανθρώπινες ασθένειες.
Δεν μπορούσε να φανταστεί το καημένο το ζώο πως θα ήταν αν ξαφνικά άρχιζε να αισθάνεται υπεροχή ανάμεσα στα άλλα είδη, τους άλλους σκύλους, τις γάτες, τους ρινόκερους, να ζούσε σαν να επρόκειτο να υπάρχει για τα επόμενα χίλια χρόνια και να κάνει σχέδια… Ενώ τώρα ζούσε καθημερινά τη σκυλίσια ευτυχία, έπρεπε να δίνει καθημερινή μάχη για να κατοχυρώνει την εφήμερη ύπαρξή του με το να σημαδεύει την περιοχή του και να αποσύρεται φοβισμένος μπροστά στα δόντια ενός άλλου σκύλου.
Αποθήκευε τα ξεροκόμματα που ίσως δεν θα έβρισκε ποτέ να φάει, αλλά δεν γνώριζε ότι έτσι τάιζε τη φύση, μια καλή πράξη από ένα σκύλο.
Σκύλος – Άνθρωπος 1-0. Αλλά μην αδικούμε και τον άνθρωπο, ταΐζει κι εκείνος τη φύση με το θάνατο του, αλλά αυτό δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται, είναι μια πράξη χωρίς τη θέληση του συνήθως… Φυσικά όλα τα πλάσματα το ίδιο κάνουν. Όπως βλέπουμε τα πάντα επιστρέφουν εκεί, στο τελικό φαγοπότι της φύσης. Ας δώσουμε λοιπόν για τελικό αποτέλεσμα Σκύλος Άνθρωπος 1-1, ισοπαλία! Μα πρόκειται για αγώνα;
Κι εγώ αυτή την απορία είχα!…
Οι άνθρωποι άρχισαν να αισθάνονται ή να φοβούνται παρενέργειες. Ο σκύλος σαν κατάλαβε τι σκεφτόντουσαν, γύρισε τους κοίταξε και τους έδειξε τα δόντια του, όχι άγρια, ήταν ένα χαμόγελο, ίσως ειρωνικό, αινιγματικό, όσο μπορεί ένας σκύλος να χαρίσει ένα τέτοιο χαμόγελο, να γίνει αινιγματικός. Αλλά τα πάντα εξαρτώνται από τη στιγμή , την τύχη, αν βρισκόταν ένας Νταβίντσι να ζωγραφίσει το χαμόγελο εκείνο ίσως όλοι μιλούσανε τώρα για τον σκύλο με το αινιγματικό χαμόγελο. Μα είναι δυνατόν ένας σκύλος να έχει δεύτερες σκέψεις; Γιατί μπορεί να έχει πρώτες;
Μπορεί αφού ήπιε γάλα ανθρώπου!..

   Οι άνθρωποι ένιωσαν πολύ προσβεβλημένοι, εξοργίστηκαν, πως ήταν δυνατόν από εκείνο το στήθος που θήλασαν οι ίδιοι και τα παιδιά τους τώρα να βυζαίνει ένας σκύλος! Θα μπορούσε αυτή η πράξη να διαταράξει την ισορροπία της φύσης, να αποχτήσουν άραγε συγγενικό δεσμό με τον σκύλο;
Το περιστατικό οδηγήθηκε στο δικαστήριο της πόλης, οι δικαστές φόρεσαν τα φρεσκοπλυμένα γουνάκια τους. Ο εισαγγελέας ήταν απαρηγόρητος, το ίδιο και οι ένορκοι, έκλαιγαν και έφτυναν τον κόρφο τους για το κακό που τους βρήκε! Να συγγενέψουν με έναν σκύλο; Να φάνε από το ίδιο βυζί με έναν σκύλο, δεν υπάρχει επιστροφή, ούτε συγχώρεση! Δεν χρειάστηκαν πολύ χρόνο, μέσα σε λυγμούς και κατάρες έβγαλαν απόφαση: να αφαιρέσουν το στήθος της Θρόφης!    Να το κόψουν όσο βαθύτερα, όπου δεν πίπτει λόγος ο λόγος γίνεται μαχαίρι!
Το θέμα δεν σταμάτησε όμως εκεί… Ο σύλλογος κυριών με τις καταπιεσμένες επιθυμίες έκανε μια φοβερή διαπίστωση που φώτισε άλλη μια πτυχή του θέματος. Όλοι αντιλήφθηκαν τότε ότι βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με στοιχεία πέρα από τον κόσμο των ανθρώπων…
Η Θρόφη όταν τάιζε τα παιδιά μουρμούριζε ένα τραγούδι, κάτι σαν ξόρκι είπανε οι κυρίες, την ώρα που το αθώο πλάσμα άγγιζε με το στόμα το στήθος της και παραδινόταν στην απόλαυση εκείνη το μάγευε!
«Είναι μάγισσα, αυτά που τραγουδάει είναι ξόρκια, θα μαγέψει τα παιδιά μας, μπορεί και τους άντρες μας, μην ξεχνάς πολλούς από αυτούς τους τάισε όταν ήταν μωρά. Είναι τυχαίο ότι πίνουν οι άντρες τόσο πολύ; Η μάγισσα, η σκύλα, σκύλας γέννα, σκύλου μάνα! Πως τόλμησε να μας το κάνει αυτό! Πώς να φτύσουμε το δηλητήριο που κάποτε ρουφήξαμε από αυτή και μας μάγεψε! Ίσως να ταΐζει και τα φίδια με το φεγγάρι, μπορεί να κοιμάται και μαζί τους, λίγα γίνονται; Μην κοιτάς εσύ που είσαι αθώος, ο κόσμος είναι πονηρός!»
Ακόμη αναφέρθηκε δημόσια το εξής γεγονός: Το στήθος της ήταν το πιο νεανικό μέρος του σώματος της, λευκό, χωρίς την κακοποίηση του χρόνου απαλό και «ποθητό» συμπλήρωσε η γραμματέας γλύφοντας ελαφρά τα χείλη της. Είναι αυτό φυσιολογικό; Δεν είναι σημάδι άλλων δυνάμεων «φτου και μόνο που το σκέφτομαι» είπε η πρόεδρος του συλλόγου.
Οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν εφιάλτες και να φοβούνται παρενέργειες.
«Και τώρα τι», σκέφτηκαν οι άνθρωποι, «μεγάλωσαν τα δόντια μου, θα σκέφτομαι σαν σκύλος και πως σκέφτονται τα τετράποδα, πως θα καταλάβω τη διαφορά; Προχθές η γυναίκα μου με είπε σκύλο, σκύλα θα γίνω και θα γαυγίσω, επιτρέπεται αυτό να το λέει μια γυναίκα; Τι εννοούσε; Και αν χάσω τον παράδεισο, δικαιούται ο σκύλος να μου κλέψει ένα κομμάτι παράδεισου;»
Το ζήτημα οδηγήθηκε και στη μεταφυσική, έπρεπε να πάρει θέση η εκκλησία, φιλόσοφοι, ρήτορες, επιβήτορες. Οι άρχοντες ανησύχησαν: οι σκύλοι μπορεί να αρχίσουν να διεκδικούν αυτά που δεν διεκδικούν οι άνθρωποι. Τι θα έχουν να χάσουν, δεν μεγάλωσαν με φόβους, «πρέπει» πειθαρχία, και συμβιβασμούς! Αδέσποτοι, άστεγοι για πάντα. Σαν σκύλοι μάχονται στα πεζοδρόμια και σαν σκύλοι πεθαίνουν στις ρόδες των αυτοκινήτων. Οι άρχοντες φοβήθηκαν μην απωλέσουν την αρχοντική εξουσία τους.
«Χάσαμε την καθαρότητα μας ως είδος», ούρλιαξε στην πλατεία ο φιλόσοφος! «Άλλο στα πορνεία με τα ζώα, εκεί ξέρεις ποιος είναι το αφεντικό, το ζώο είναι υπάλληλος με τα δικαιώματα του ζώου, αυτό έλειπε, εκεί όλα επιτρέπονται. Ο άνθρωπος κατέκτησε το δικαίωμα του να επιβάλλεται με όποιον τρόπο στη φύση. Το σεξ είναι ένας ακόμη… Αλλά το γάλα, η τροφή, το ιερό τοτέμ ρημάχτηκε, βρώμισε. Αν δεν κάνουμε κάτι ο Θεός να μας λυπηθεί!»
Μαζεύτηκε το Ανώτατο Συμβούλιο της Αρχής και επικύρωσε την απόφαση του δικαστηρίου.
Το πρωινό στις 25 Οκτωβρίου στο Δημοτικό νοσοκομείο της πόλης, εκτελέστηκε η απόφαση της Αρχής. Έκοψαν τα στήθη της Θρόφης αλλά οι φόβοι τους έγιναν πραγματικότητα. Τις επόμενες ώρες το γάλα της γυναίκας άρχισε να ξεχειλίζει από τους πόρους του δέρματος, τα μάτια, τα μαλλιά, η Θρόφη έγινε μια ζωντανή πηγή!
Μόλις κάτι την άγγιζε ακόμη και ένα έντομο ή ο αέρας, ακόμη και ο ήλιος που τη ζέσταινε, το γάλα πεταγόταν από το δέρμα της. Σύντομα η φύση ορμούσε λαίμαργα να ταϊστεί από τη Θρόφη, χόρταινε την πείνα της μετατρέποντας τη γυναίκα σε δικό της κομμάτι. Κάθε μέρα έσβηνε με υπομονή με το τραγουδιστό της μουρμούρισμα. Έτσι η Θρόφη τάισε με τις τελευταίες σταγόνες της ύπαρξής της τη φύση και εξαφανίστηκε σαν βροχή μέσα στο χώμα. Μια βροχή ζεστή και χορταστική.
Όλοι ησύχασαν στην πόλη, η τάξη επέστρεψε και από τότε δεν μίλησε κανείς για εκείνο το γεγονός. Οι φοβίες όμως που γεννήθηκαν απόχτησαν ρίζες βαθιές.
Οι κάτοικοι φοβόντουσαν τους σκύλους και κοιταζόντουσαν συνέχεια στους καθρέφτες μήπως άρχισαν να τους μοιάζουν. Σύγκριναν παλιότερες με καινούργιες φωτογραφίες.
Ακόμη έγιναν γνωστοί σε όλη τη χώρα για τις κακές φωνές τους.
Επίσης μάλωναν σαν σκύλοι…ΥΓ.
Φεύγοντας από την πόλη αγόρασα ένα μικρό καθρέφτη που δεν αποχωρίζομαι ποτέ.

Τ έ λ ο ς