Scroll Top

Πασχάλης Κατσίκας – Ο Θεός κι ο διάολος μαζί

   Ο Γιώργης, όταν σχόλασε εκείνο το απόγευμα του Ιούνη, κατέβηκε τις σκάλες του τριώροφου κτηρίου της εταιρείας σχεδόν χοροπηδώντας. Τρία τρία άφηνε πίσω τα σκαλοπάτια μουρμουρίζοντας. Όταν έφτασε στο πάρκινγκ, έκανε να βγάλει τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την τσέπη που, φυσικά, του έπεσαν στην καυτή άσφαλτο. Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο λεπτών που προσπαθούσε με τρεμάμενα χέρια να βρει τον στόχο της κλειδαρότρυπας, έβριζε και καταριόταν τη μοίρα του, τον Θεό, τους ανθρώπους, την κοινωνία, τις κυβερνήσεις, την κρίση, τον εαυτό του τον ίδιο εν τέλει.

Αφού κατάφερε να εισέλθει στο αμάξι, χώθηκε πίσω από το βολάν και βολεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα που είχε αρχίσει να σκάει από την πολυχρησία. Ήταν μια «μπέμπα» χιλίων οκτακοσίων κυβικών δεκαπενταετίας, απόκτημα αλλοτινών εποχών, τότε που το χρήμα έρεε άφθονο, τότε που ακόμη κι η ψείρα είχε αποκτήσει σπορ αμάξι. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και αποφάσισε να μην ξεκινήσει ώσπου να ηρεμίσει. Ήταν πια κοντά στα πενήντα, οικογενειάρχης με δύο ανήλικες κόρες και ζύγιζε διαφορετικά το βάρος της ευθύνης από όταν είχε πρωτοαγοράσει το μωρό του. Νεότερος και επιπόλαιος το πάταγε καμιά φορά λίγο περισσότερο ή οδηγούσε ακόμη κι αν είχε πιει ένα ποτηράκι παραπάνω.

Στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας εισαγωγών στην οποία εργαζόταν εδώ και 22 χρόνια: «Θέλω να σας εκφράσω την βαθύτατη λύπη μου κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αλλά η εταιρεία αν δεν προβεί σε νέες μειώσεις μισθών, δεν δύναται να επιβιώσει και θα είναι αναγκασμένη να οδηγηθεί σε απολύσεις». Ήταν η τρίτη μείωση που έπρεπε να δεχθούν από τότε που ξεκίνησε η κρίση, τα μνημόνια κι όλη αυτή η κατρακύλα. «Συνάδελφοι του κώλου», αναφώνησε δυνατά κι έσπευσε αμέσως να ελέγξει αν τα παράθυρα ήταν κλειστά κι αν υπήρχε άλλος τριγύρω στο πάρκινγκ. Γνώριζε πολύ καλά την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, αφού ήταν προϊστάμενος του λογιστηρίου. Όλες οι συναλλαγές και οι ισολογισμοί περνούσαν από τα χέρια του. Ήξερε πως ο τζίρος και τα κέρδη τα τελευταία χρόνια είχαν αυξηθεί. Ενώ αντιστρόφως ανάλογη ήταν η κατάσταση των μισθών, όπου η μείωση άγγιζε το 40%. Πώς να μην συνέβαινε κάτι τέτοιο, άλλωστε, σε μια χώρα που δεν παράγει, αντιθέτως μόνο εισάγει υπό μορφή προϊόντων τον κόπο άλλων;

Άπλωσε τα δυο χέρια και με δύναμη τα κατέβασε δις στην κορυφή του τιμονιού. Τους απατεώνες, σκέφθηκε, όλοι τα ίδια, βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον εργαζόμενο τώρα που υπάρχει μεγάλη προσφορά εργασίας. Για μια στιγμή το μυαλό του ξέφυγε, ταξίδεψε πριν είκοσι πέντε χρόνια, τότε που γεμάτος ελπίδες τελείωσε το Οικονομικό του Α.Π.Θ. Είχε επιλογές εκείνα τα χρόνια, θα μπορούσε να ανοίξει δικό του λογιστικό γραφείο όπως ο ξάδερφός του ο Παναγιώτης, που συνάντησε τυχαία προχθές στον δρόμο. Κι αυτός ο αθεόφοβος ήταν μεγάλο πειραχτήρι, από όταν ήταν συμφοιτητές, πάντα του άρεσε να τον «κουρδίζει».

—Πώς πάει ξαδερφάκι, η δουλειά, η σύζυγος, όλα καλά;

—Καλά Παναγή, τα ξέρεις, ζορίζουν τα πράματα μέρα με την ημέρα.

—Άσε, ρε Γιώργο, με έχει ταράξει αυτή η εφορεία. Θα το κλείσω το ρημάδι να ησυχάσω. Να βρεθούν στο δρόμο και τα δυο άτομα που απασχολώ, να δω τι θα καταλάβουν. Να τους δω μετά πώς θα φέρουν την ανάπτυξη.

—Γιατί, βρε ξάδερφε, δεν πάει καλά το γραφείο;

—Τι καλά; άλλαξαν πάλι τους συντελεστές και επειδή περνάω κάτι λίγο τα εξήντα χιλιάρικα, αλλάζω λέει κλίμακα και θα με γδάρουν. Ακούς εκεί! Γιατί ρε, μαζί τα δουλέψαμε; Έχουμε βάλει συνέταιρο το κράτος. Τα ίδια κι αυτοί με τους προηγούμενους, ανάπτυξη και κουραφέξαλα. Εσύ την έχεις καλά, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει ο μισθός καταβάλλεται ούτε άγχος, ούτε στρες. Αλλά άστα αυτά τώρα, ας πούμε κανένα ευχάριστο. Πού θα πάτε διακοπές φέτος με τη Μαρίνα και τα κορίτσια;

—Πού να πάμε ρε Παναγιώτη, με τη γυναίκα άνεργη και δυο παιδιά; Το πολύ-πολύ ως το πατρικό στο χωριό.

—Υπέροχα, σε ζηλεύω! Είναι όμορφο το ορεινό χωριό μας το καλοκαίρι, θα χορτάσεις δροσιά. Εμείς κλείσαμε για ένα δεκαήμερο, η γυναίκα δηλαδή, εγώ πού χρόνος για τέτοια, σε ένα υπέροχο ξενοδοχειακό συγκρότημα στη Χαλκιδική με all inclusive. Είπαμε να μην πάμε σε νησί φέτος, να πάρουμε και το παιδί μαζί. Το βρήκε ευκαιρία με διακόσια πενήντα ευρώ τη βραδιά για τριμελή οικογένεια. Μπροστά στη θάλασσα, μην τρέχουμε τώρα με τ’ αμάξι, από το δωμάτιο στην αμμουδιά.

   «Ακούς εκεί, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει», επανήλθε στην πραγματικότητα, «λίγο πάνω από τα εξήντα χιλιάρικα, πού τα πουλάς αυτά;», μονολογούσε δυνατά. Το πάρκινγκ είχε πια αδειάσει. «Τι είμαι εγώ, ρε, δημόσιος υπάλληλος;» Έβραζε που δεν τόλμησε να του αντιμιλήσει. «Αυτοί είναι που βούλιαξαν το κράτος. Όλη την ημέρα αραχτοί και το μηνιάτικο σταθερό, άσε το ωράριο. Πώς δεν χώθηκα κι εγώ σε μια τέτοια θέση;», αναρωτήθηκε. «Άλλωστε τώρα φτάσαμε να παίρνουμε τα ίδια. Άλλο τότε που ο μισθός μου ήταν διπλάσιος. Αυτοί αΐδρωτα λεφτά βγάζουν με τις μισές ώρες εργασίας. Ας όψεται που μπήκα σ’ αυτήν την εταιρεία για πρακτική άσκηση και γλυκάθηκα, μεγάλη εταιρεία, σταθερή δουλειά. Υπάρχει, βρε βλάκα, μεγαλύτερη σταθερότητα από το δημόσιο;». Άναψε τον κινητήρα και ξεκίνησε παρόλο που συνέχιζε να ‘ναι εκνευρισμένος. Οδηγώντας με το ένα χέρι, κουνούσε το άλλο στον αέρα: «κι αυτοί που μας κυβερνούν, όλοι ίδιοι! Έβαλε το πιστόλι στο τραπέζι ο πρώτος, που κατέληξε; Στον κρόταφό μας μ’ ένα Δ.Ν.Τ. ως σφαίρα σε ρώσικη ρουλέτα. Ήρθε ο επόμενος που θα έκανε επαναδιαπραγμάτευση με καλύτερους όρους, με κάτι Ζάππεια Ι, ΙΙ, ΙΙΙ… Βρε είδες ποτέ σίκουελ να είναι καλύτερο από την αρχική ταινία;». Εξακολουθούσε να παραληρεί: «Ο τρίτος πάλι, πρώτη φορά αριστερά, θα έσκιζε τα μνημόνια, θα έκαιγε τις συμφωνίες, αλλά κάπου στην πορεία έστριψε λάθος κι έχασε ψαλίδια κι αναπτήρες».

«Αμάν, συγκεντρώσου Γιώργη!» Επέπληξε τον εαυτό του και ξαναχτύπησε το χέρι στο τιμόνι. «Πώς το έκανα αυτό τώρα κι έστριψα εδώ; πάει χώθηκα στην κίνηση, άλλη μισή ώρα θα κάνω τώρα να φτάσω στο σπίτι. Ποιος την ακούει τη Μαρίνα;» Και συνέχισε, μετά το σύντομο διάλειμμα, «Ετούτος πάλι ο φετινός, πώς να μας σώσει; Εκατό χρόνια προσπαθεί η οικογένειά του κι όλο του το σόι και δεν το κατάφεραν. Αυτός θα φέρει την ανάπτυξη επειδή είναι ανοιχτομάτης; Οκτώ μήνες δεν είναι στην κυβέρνηση κι ορίστε, μας ήρθε η νέα μείωση κι απειλές για απολύσεις. Η κανονικότητα συνεχίζεται».

Έστριψε πάλι και χώθηκε σ’ ένα δρομάκι προσπαθώντας να κινηθεί περιφερειακά μήπως κερδίσει χρόνο. Ήταν τόσο στενά που περνούσε ξυστά από τους κάδους. Ξάφνου πετάχτηκε ένας ρακένδυτος άντρας. Ο Γιώργης έκανε έναν ελιγμό στα αριστερά, μα τα περιθώρια ήταν λίγα, βρήκε η ζάντα της μπέμπας στο πεζοδρόμιο και πείσμωσε. Αρνήθηκε να πάει πιο πέρα με αποτέλεσμα το δεξί φτερό της να πάρει ξυστά τον άνθρωπο. Ευτυχώς το χτύπημα ήταν ελαφρύ, γιατί το θύμα εξακολουθούσε να στέκεται όρθιο. Τον έβλεπε από τον καθρέφτη να τινάζει τα κουρελιασμένα ρούχα του και να μαζεύει κάτι κουτιά από άδειες κονσέρβες που του έπεσαν στο δρόμο. Ο Γιώργης κατέβηκε έξαλλος από το αμάξι. Κοίταξε πρώτα τη ζάντα που ήταν από τη μεριά του οδηγού και αμέσως μετά πήγε από την άλλη και διαπίστωσε πως μια καθόλου ευκαταφρόνητη λακκούβα είχε εμφανιστεί στο φτερό. Άρχισε τα μπινελίκια και τις χριστοπαναγίες. «Τον αντίθεό σου μέσα!» συνεχίζοντας με τις πασίγνωστες σε όλους μας, και στους τουρίστες πια, λέξεις από Μ… και Π…

Ο άνθρωπος γάτα, που μόλις είχε βγει από τον κάδο, με μια πρώτη ματιά δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς αν ήταν καλόγερος ή επαίτης. Είχε αδρά χαρακτηριστικά, ήταν ελάχιστος, ξερακιανός, με καμπουριασμένη πλάτη. Το ασυνήθιστα μικρό κεφάλι, αλλά ταιριαστό και σε απόλυτη αναλογία με τον σωματότυπό του, το κινούσε νευρικά αριστερά-δεξιά. Οι μύες του προσώπου έτρεμαν και το χρώμα του ήταν μελαμψό – ίσως και όχι – μπορεί απλώς να έπαιρνε το χρώμα της απλυσιάς. Είχε βλέμμα σπινθηροβόλο, αλλά μάτια βαθιά χωμένα στις κόγχες τους και τον κοιτούσε αμίλητος. «Σε σένα μιλάω!», ούρλιαξε με περισσότερο νεύρο ο Γιώργης, «Τι είσαι λάθρο, δεν μιλάς ελληνικά;». Το μετάνιωσε βέβαια αμέσως μόλις το ξεστόμισε, ακριβώς τη στιγμή που έφτασε στους κοχλίες των αυτιών του, αλλά ήταν αργά. Επισήμως ήταν πια κι ο ίδιος ρατσιστής, κι ας διατεινόταν μέχρι πρότινος σε συζητήσεις με φίλους το αντίθετο. Άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη.

Μεσολάβησε μια παύση δύο δευτερολέπτων και το βρισίδι συνεχίστηκε, δεν μπορούσε να ελέγξει τα νεύρα του. «Να πας να δουλέψεις, ρε, να μαζέψεις φράουλες ή πορτοκάλια, όχι σκουπίδια από τους κάδους». Ό,τι είχε βιώσει τα τελευταία χρόνια, ό,τι είχε μαζέψει εντός του, εκτοξευόταν από το στόμα του και είχαν στόχο τον μελαμψό άνδρα. Πιστεύοντας πως δεν τον καταλαβαίνει γινόταν το κυτίο των παραπόνων του. Τον πλησίασε μάλιστα με άγριες διαθέσεις, όταν ακούστηκε σε άψογα ελληνικά: «μην κάνετε έτσι, κύριε, είμαι καλά. Ευτυχώς χτυπήσατε μόνο τη σακούλα με τα ντενεκεδάκια που κρατούσα. Κοιτάξτε πώς χύθηκαν χάμω, πώς τσαλακώθηκαν. Άγιο είχαμε, δεν έπαθε κανείς από τους δυο μας κακό. Έτσι κι αλλιώς θα πήγαιναν στην ανακύκλωση να γίνουν μια άμορφη μάζα αλουμινίου, για να ξαναμπούν σε καλούπια, να δημιουργηθούν πάλι, για να γεμίσουν με τρόφιμα και να καλύψουν μία ακόμη φορά τις ορέξεις μας. Αυτή δεν είναι άλλωστε μια θαυμαστή ιδιότητα της ύλης; να αποδομείται, να ξαναζωντανεύει και να μας υπηρετεί για να καλύψει αποκλειστικά τις σωματικές μας ανάγκες; Εμείς να είμαστε καλά και να διαφυλάττουμε την ψυχή μας».

Ο Γιώργης θύμωσε ακόμη περισσότερο με αυτή την αναπάντεχη γλυκύτητα του συνομιλητή. Ενδόμυχα ήθελε να του εναντιωθεί, να ανταπαντήσει με βωμολοχίες, ώστε να εκτονωθεί και σωματικά εναντίον του. Όπως τον είχε μετρήσει με το μάτι, καχεκτικό κι αδύνατο κάτω από τα κουρέλια, πίστευε πως ήταν του χεριού του. Προχώρησε και τον σκούντησε: «Και ποιος θα πληρώσει την ζημιά ρε, οι αμπελοφιλοσοφίες σου;». Τον σκούντησε άλλη μία πιο δυνατά και τότε ο ξένος παραπατώντας έβγαλε από την τσέπη ένα μαχαίρι με λεπίδα γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά, και του απάντησε πάλι με ύφος πράο: «Μήπως επιθυμείτε κύριε να σας αποδείξω την φθαρτότητα της ύλης, σε αντίθεση με αυτήν της ψυχής;». Ο ήρωάς μας σαστισμένος έκανε τρία βήματα προς τα πίσω και ψέλλισε: «Μα ποιος, ποιος… είστε;»

«Όποιος κι εσείς κύριε, ο Θεός κι ο διάολος μαζί».