Το Σούπερ Μάρκετ είναι σχεδόν στο όριο πληρότητας, σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων που επιτρέπεται να βρίσκονται ταυτόχρονα στο ίδιο κατάστημα, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Λίγες κάρτες εισόδου έχουν μείνει να περιμένουν τους τελευταίους. Όσοι έρχονται μετά, θα περιμένουν στην ουρά να βγει ο ένας για να μπει ο άλλος. Καρότσια και καλάθια φορτώνονται.
Πού και πού από τα μεγάφωνα του καταστήματος ακούγονται κάποιες ανακοινώσεις οι οποίες, κύρια, απευθύνονται στο προσωπικό του: Η κυρία x να προσέλθει στο ταμείο 3, ο κύριος y να προσέλθει στο χώρο των αλλαντικών, και πάει λέγοντας. Έτσι τηστιγμή που ψάχνεις το καλύτερο τσίπουρο, ή που κάνεις λογαριασμούς για το ποσοστό της αύξησης στα όσπρια, ή που σκέφτεσαι να συντονίσεις τα νούμερα μεταξύ αλλαντικών και κρεοπωλείου, δε δίνεις σημασία στο περιεχόμενο των ανακοινώσεων. Από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν. Ώσπου κάποια στιγμή, μια ανακοίνωση που αφορούσε πελάτη, έγινε, όπως λέμε, viral στο χώρο του καταστήματος :
«Παρακαλείται ο κύριος που ακόμα είναι σε καραντίνα, να εξέλθει του καταστήματος», ακούστηκε από τα μεγάφωνα του καταστήματος.
Όσοι από την αρχή έτυχε να προσέξουν την ανακοίνωση, άρχισαν να δημιουργούν αποστάσεις ασφαλείας από τους κοντινούς τους «κυρίους». Άλλοι που δεν είχαν δώσει σημασία στο περιεχόμενο της ανακοίνωσης, απορούσαν με τα καχύποπτα βλέμματα που τους έριχναν οι διπλανοί τους. Σε λίγο, και αυτοί θα έκαναν το ίδιο. Τα κεφάλια είχαν σηκωθεί από τα ράφια και κινούνταν σαν φάροι περιπολικών. Όλο το κατάστημα είχε μετατραπεί σε χώρο υπόπτων. Ένα κυνήγι μαγισσών είχε ξεκινήσει για να εντοπισθεί ο ένοχος «κύριος», που κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν στην έξοδο.
Μια πελάτισσα μέσα στο κατάστημα, που μόνο αυτή γνώριζε το όνομα του «κυρίου», αγνάντευε με αυταρέσκεια την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Τη στιγμή της ανακοίνωσης, κατέβαινε από τον πάνω όροφο του καταστήματος και περίμενε να τον δει ταπεινωμένο και μέσα σε γιουχαΐσματα να βγαίνει από αυτό . Η ώρα της εκδίκησης για εκείνη είχε φτάσει. Και θα την απολάμβανε με απληστία, όπως μια αρκούδα απολαμβάνει τον ήλιο μόλις έχει ξυπνήσει από την χειμερία νάρκη.
Τι είχε συμβεί; Δύο ένοικοι της ίδιας πολυκατοικίας ήταν οι αόρατοι πρωταγωνιστές αυτής της ανακοίνωσης, καθώς η προσωπική αντιπαλότητα μεταξύ τους, είχε μεταφερθεί στο κατάστημα με πρωτοβουλία της κυρίας.
Από τότε που εκείνη είχε αναλάβει τη διαχείριση της πολυκατοικίας τους, ο εν λόγω «κύριος» της είχε κάνει τη ζωή δύσκολη. Αντιδρούσε σε κάθε της πρωτοβουλία. Στην απόφαση της συνέλευσης των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας να τοποθετηθούν ηλιακοί θερμοσίφωνες στην ταράτσα της, εκείνος, επειδή φοβόταν πως θα πέσει η στέγη και θα τον πλακώσει, μιας και έμεινε στον τελευταίο όροφο, ξεκίνησε έναν δικαστικό αγώνα. Έψαχνε και έλεγχε τις δαπάνες με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων. Ίσως, στα επόμενα κοινόχρηστα ο έλεγχος να φτάσει και στο τρίτο. Μετά συνέχισε με τον κηπουρό. Τον κατηγορούσε πως σε μια γωνία του κήπου δεν κούρευε καλά το χορτάρι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κρύβονται εκεί οι γάτες της γειτονιάς και να παραφυλάνε μήπως οι κοκκινολαίμηδες κατέβουν στο χαμηλότερο κλαρί και τους κάνουν έτσι ένα ωραίο μεζέ.
Η τελευταία του όμως διένεξη με τον κηπουρό την έβγαλε έξω από τα ρούχα της. Απαίτησε να αραιώνει την πυκνή συστάδα των φυτών στα παρτέρια, γιατί ένοιωθε, άκουσον –άκουσον-, «το αγκομαχητό των φυτών που βαριαναστέναζαν τα βράδια», και καθώς οι αναστεναγμοί τους έφταναν ως εκεί ψηλά, στον τελευταίο όροφο, δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Οι μέρες της διαχειρίστριας γίνονταν εφιαλτικές.
Για κάποιες μέρες δεν τον έβλεπε και είχαν σταματήσει οι ενοχλήσεις του προς εκείνη, ακόμα και τηλεφωνικά. Παραξενεύτηκε, και αναζητώντας το λόγο της αποχής του από τα «κοινά», έμαθε πως νοσεί από κορονοϊό, τον οποίο όμως πέρναγε ελαφρά γιατί ήταν εμβολιασμένος, και με την τρίτη δόση μάλιστα. Ευτυχώς γι’ αυτόν, η «αντισυστημικοτητά» του –ο ίδιος απέδιδε αυτό το χαρακτηριστικό στον εαυτό του– δεν τον απέτρεψε από το να κάνει το εμβόλιο. Και έτσι καθώς ένοιωθε καλά, βγήκε για ψώνια στο Σούπερ Μάρκετ. Για κακή του τύχη όμως, την ίδια ώρα ήταν μέσα στο ίδιο κατάστημα, κι έκανε τα ψώνια της, και η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας του. Μόλις εκείνη τον είδε, με ένα καλάθι στο χέρι, απορροφημένο στο ψυγείο με τα γιαούρτια, να ψάχνει, μάλλον, την συμφερότερη τιμή, γιατί ήταν και πολύ τσιγκούνης, ένοιωσε να της χαμογελά η τύχη της, να παραμονεύει το αναπάντεχο. «Αχ, γίνονται στ’ αλήθεια θαύματα!» ψέλλισε, καθώς απομακρύνονταν για να μην τη δει εκείνος. Η ευκαιρία ήταν μπροστά της. Δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ για το τι θα έπρεπε να κάνει. Την καθοδηγούσε η βιαιότητα ενός συναισθήματος που την είχε κατακλύσει:
«Να γίνει ρεζίλι ο παλιομαλάκας, που μας κάνει και μαθήματα περί ατομικής ευθύνης, του αξίζει».
Μια εκδικητική ηδονή, που η ίδια προκαλούσε, διογκώνονταν μέσα της. Καθώς ανέβαινε γρήγορα στον πάνω όροφο, όλο και διευρύνονταν η λογική βάση που θα στήριζε αυτό πού έπρεπε να κάνει. Έψαξε το κινητό της, μπήκε στη ρύθμιση «απόκρυψη» και κάλεσε τον αριθμό της υποδοχής του καταστήματος που τον είχε καταχωρημένο στις επαφές της, καθώς μερικές φορές παρήγγειλε αγορές από το σπίτι. «Θα σε φτιάξω τώρα παλιομαλάκα» σιγοψιθύριζε, περιμένοντας την απάντηση από την άλλη άκρη. Το τηλέφωνο ήταν κατειλημμένο. Ξανακάλεσε. Συνέχιζε να είναι απασχολημένο. Αγχώθηκε μην ο «ανάποδος» γείτονάς της τελειώσει τα ψώνια και προλάβει να βγει. Άρχισε να ιδρώνει στη σκέψη πως μπορούσε να χαθεί αυτή η χρυσή ευκαιρία, αυτό το «δώρο» των συμπτώσεων προς την ίδια. Έπρεπε να αποκαλυφθεί η επικίνδυνη ανευθυνότητα του γείτονά της. Σίγουρα και οι άλλοι στην πολυκατοικία θα ευχαριστιόνταν πολύ όταν θα το μάθαιναν. Της ήρθε να πάει η ίδια να τον καταγγείλει στην υποδοχή. Την τελευταία στιγμή δίστασε, γιατί ήταν πολύ πιθανό να την πάρει το μάτι του. Και τότε…Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας όμως όχι, και ο γείτονας θα γινόταν χειρότερος αν το μάθαινε. Μόνος δρόμος να συνεχίσει να καλεί. Ώσπου…
«Αυτή τη στιγμή στο κατάστημα σας βρίσκεται ένας κύριος κοντά στα εξήντα που νοσεί από κορονοϊό και έχει σπάσει την καραντίνα», είπε με σταθερή φωνή.
«Ποιο είναι το όνομά του να τον καλέσουμε για υπόθεσή του στην υποδοχή;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή.
Δεν την ικανοποίησε ο χειρισμός του θέματος που είχε κατά νου να κάνει η ρεσεψιόν. Ήταν κάτι σαν κουκούλωμα, ενώ εκείνη προσδοκούσε να αντικρύσει μια ταπείνωση του «παλιομαλάκα» γείτονά της. Όμως ήταν και κάτι άλλο: Αυτός ο άνθρωπος ήξερε να γεννά την αίσθηση της απειλής στη διαχειρίστρια. Δεν τολμούσε να πει το όνομά του. Ίσως να την είχε αντιληφθεί μέσα στο κατάστημα πριν εκείνη τον δει στα …γιαούρτια. Και τότε …
«Δεν κάνω φάρσα » ήταν οι τελευταίες της λέξεις, και το έκλεισε, περιμένοντας να δει τη μεγάλη στιγμή. Αγχώθηκε. Το βλέμμα της προσγειωνόταν νευρικά στα ράφια, στο πάτωμα, στα πρόσωπα των πελατών. Πήγε στα ράφια με τα βιβλία, σάρωσε τους τίτλους τους, λες και κάποιος θα της μιλούσε για την περίπτωσή της. Αν εκείνη τη στιγμή την έβλεπε ο «ανάποδος», σίγουρα θα τη ζύγιαζε πως είχε κάποιο πρόβλημα, πως κάτι είχε σκαρώσει και αισθανόταν ένοχές γι’ αυτό. Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά το στήθος της. Ώσπου για μια απειροελάχιστη στιγμή ένας ιλιγγιώδης ενθουσιασμός την κυρίευσε: Ένοιωσε να κρατάει στα χέρια της την εξάπλωση της πανδημίας. Λίγο μετά θα ακολουθούσε η ανακοίνωση. Κινήθηκε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο του καταστήματος και κοίταζε προς την έξοδο.
Και εκεί που νόμιζε, πως έφτασε η ώρα που όλα τα μάτια μέσα στο κατάστημα θα πέφταν πάνω στον ένοικο της πολυκατοικίας της, και όλα τα στόματα θα συντονίζονταν σε ένα ρυθμικό και βροντερό «Ου, Ου ου ου ..», έγινε κάτι το απίστευτο: Μια απόδραση από το Σούπερ Μάρκετ, σε αργή κίνηση, μπήκε σε εξέλιξη, λες κι αυτό είχε μετατραπεί σε σωφρονιστικό κατάστημα. Όχι μόνο «κύριοι», αλλά και «κυρίες»άρχισαν να κατευθύνονται βιαστικά προς την έξοδο, αφήνοντας όπου νά ‘ναι, μόνα τους, φορτωμένα καρότσια και καλάθια, που τόση ώρα γέμιζαν.
Μέσα σε αυτή την αποκάλυψη πως τόσοι άνθρωποι είχαν σπάσει την καραντίνα, τα πρόσωπα πέρασαν σε δεύτερο πλάνο. Ο γείτονάς της πέρασε απαρατήρητος μέσα στο πλήθος που έβγαινε από το κατάστημα. Η ανακοίνωση απευθυνόταν, τελικά, και σε άλλους, εκτός από τον «ανάποδο» γείτονα της διαχειρίστριας.
Τα ψώνια σταμάτησαν, ένας παράξενος βόμβος κάλυψε το κατάστημα, και ένα ετερόκλητο πλήθος σχημάτιζε πηγαδάκια. Οι μολυσματικοί είχαν φύγει, και όσοι έμειναν αισθάνονταν να ανήκουν στην ίδια υγιή ομάδα, στην ίδια «κοινωνική φούσκα».
«Δε μας σώζει τίποτα», επαναλάμβανε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που σήκωσε με σαστιμάρα το χέρι και το έφερε στο πρόσωπό της
Κάποιος κατέβασε τη μάσκα λέγοντας: «Τώρα δεν κινδυνεύουμε από κανένα».
Ένας άντρας ψηλός, με κάτι απείθαρχες μαύρες τούφες που πετιόνταν, σαν δραπέτες, έξω από τον σκούφο του, έκανε πλάκα σε μια εργαζόμενη στο κατάστημα:
«Κρατήστε τα καρότσια να έλθουν να τα πάρουν όταν λήξει η καραντίνα τους», της πρότεινε.
Μέσα σε αυτόν τον αναβρασμό, η διαχειρίστρια ένοιωθε περήφανη για αυτό που η ίδια προκάλεσε. Φαντασιωνόταν πως έβλεπε στην όψη των προσώπων την επιδοκιμασία της πράξης της. Το βλέμμα της στάθηκε σε έναν κύριο με θαμνώδη φρύδια και ένα μυτερό αγκαθωτό μαύρο γένι που το αυλάκωναν άσπρες πιτσιλιές. Της φάνηκε να την κοιτάζει συνωμοτικά, λες και σε συνεννόηση μαζί του «έδωσε» τον γείτονά της. Μπορεί και να της έκλεισε το μάτι. Έτσι νόμισε, ίσα για μια στιγμή, σε έναν δεσμό που αναπτύσσεις με αγνώστους, για ένα δευτερόλεπτο.
Τον κοίταξε ερευνητικά, σχεδόν σίγουρη ότι και αυτός θα μπορούσε να είχε τηλεφωνήσει αν βρισκόταν στη θέση της.
«Μήπως είστε διαχειριστής στην πολυκατοικία σας;» τον ρώτησε.
«Ευτυχώς την παρέδωσα πριν μπει ο Χειμώνας και γλύτωσα τη γκρίνια από τις αυξήσεις στο αέριο», της απάντησε.
«Τυχερός που είστε», ψέλλισε μέσα στη δική της διπλή ατυχία: και διαχειρίστρια τον καιρό της ακρίβειας και ο «ανάποδος» να τη βγάζει πριν λίγο καθαρή. «Τελικά υπάρχουν πολλοί σαν τον ανάποδο» μονολόγησε.
Η νευρική ένταση άρχισε να στραγγίζει από μέσα της, σαν να είχε πάρει μια μικρή δόση υπνωτικού. Ένοιωσε να τα έβαλε, έστω και χωρίς να φανερωθεί, ανώνυμα, με όλους αυτούς που θυμούνται την ατομική ευθύνη όταν κινδυνεύουν με πρόστιμο. Σαγηνευμένη από τη δύναμη των συμπτώσεων, με έκπληξη διαπίστωνε τι μπορεί να καταφέρει και μόνος του ένας άνθρωπος. Η εικόνα της «απόδρασης», έκανε όλους αυτούς, μικρούς στα μάτια της. Μαζί και το γείτονά της. Από δω και μπρος δε θα νοιώθει άοπλη και αδύναμη απέναντί του.
Έριξε μια ματιά στη λίστα με τα ψώνια για να συνεχίσει τις αγορές της. Μια άλλη λίστα, με ονόματα αυτή τη φορά, έφτιαχνε μέσα της, για να διηγηθεί την ιστορία για τους δραπέτες του Σούπερ Μάρκετ, που η ίδια προκάλεσε. Όσο για τους υπαλλήλους του καταστήματος; Ξεχύθηκαν στους διαδρόμους να μαζεύουν τα παρατημένα καρότσια και καλάθια, και να τοποθετήσουν τα ψώνια τους πάλι στα ράφια.