Scroll Top

Τζούλια Γκανάσου – Απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα «Γόνιμες Μέρες»

     Βεντούζες κολλάνε σε όλο σχεδόν το κρανίο. Τις συνοδεύουν καλώδια που συνδέονται με ένα «Κέντρο Ελέγχου». Το σώμα αποκτά νέα δομή στο κεφάλι, φυτρώνουν ουρές φτιαγμένες από σύρματα που έρχονται σε επαφή με τσιπάκια, ρωγμές, τεχνητές αρωγές, επεκτείνομαι ραγδαία λοιπόν, μεταμορφώνομαι τώρα σας λέω, η μηχανή που ταξιδεύει στον χρόνο, συνδέεται με τη μηχανή που προσφέρει οξυγόνο, με τη μηχανή που παρέχει τροφή, με τη μηχανή που τροφοδοτεί με νερό, φάρμακα, αίμα, ζωή, με τη μηχανή που διαβάζει τις σκέψεις, με τη μηχανή που μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες, με τη μηχανή που φτιάχνει ανθρώπινους κλώνους, με τη μηχανή που…
Είμαι συνδεδεμένος με ένα μηχάνημα που καταγράφει αντιδράσεις. Από όταν ενεργοποιήθηκε η λειτουργία της παρακολούθησης, ακούγεται διαρκώς ένας ήχος σαν σταγόνα που πέφτει.
Όταν αναστατώνομαι, ο ήχος συντονίζεται με τους παλμούς της καρδιάς.
Όταν εγείρεται κάποια ανάγκη, πεινάω ας πούμε ή διψάω, ένα καμπανάκι χτυπά.
Όταν πραγματοποιείται επαναφορά αναμνήσεων, παίζει ηλεκτρονική μουσική δυνατά.
Όταν επιθυμώ, ελπίζω ή εύχομαι, ο ήχος ξαφνικά σταματάει.
Καταγράφουν τα πάντα, λοιπόν. Κάτι ετοιμάζουν. Κάτι θα αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Προσπαθώ να επιθυμώ, να ελπίζω ή να εύχομαι ώστε να σωπαίνει η μηχανή.
Επιθυμώ να βρεθώ γυμνός κάτω από τρεχούμενο ζεστό νερό.
Ελπίζω να με αγαπούν όταν βγω από εδώ.
Εύχομαι να κολυμπήσω έστω για ένα λεπτό.
Επιθυμώ να επιστρέψω στο σπίτι.
Ελπίζω ότι θα επιστρέψω στο σπίτι.
Εύχομαι, προτού επιστρέψω στο σπίτι, να δω το πρόσωπό σου ξανά.
Το κρεβάτι μου βρίσκεται σε έναν κρύο άγνωστο χώρο. Κάνω απόπειρα να ανοίξω τα μάτια. Καταβάλω τεράστια προσπάθεια ώστε να ανορθώσω τα βλέφαρα, να φτιαχτεί μια σχισμή, να αποκτήσω μια εικόνα απ’ τον κόσμο. Καθώς σφίγγω τα ματόφυλλα, μια ανάγκη για ούρηση αναδύεται με ένταση. Χτυπά καμπανάκι. Δεν δίνουν σημασία. Με γδύνουν. Αναρωτιούνται αν έχω τεχνητή οδοντοστοιχία. Μου ανοίγουν το στόμα. Τραβάνε τα δόντια. Πονάνε τα ούλα. Σφηνώνουν εκεί σιδεράκια που κρατούν τις γνάθους σε απόσταση. Σηκώνουν το σώμα μου. Το τοποθετούν πάνω σε έναν κινούμενο ιμάντα τον οποίο προγραμματίζουν να σταματήσει όταν φτάσω στο εσωτερικό μιας κρύπτης. Ηχεί ένας επαναλαμβανόμενος βόμβος. Αλλάζει η υφή του αέρα. Ένα υγρό ρέει στις φλέβες, παραλύει τους μύες, μηδενίζει τη σάρκα που ορίζει τον δρόμο ή τον χρόνο που μεταμορφώνει το σώμα ή την τύχη που ελέγχει τα πάντα ή τη μηχανή που προεκτείνει την ύπαρξη ή την ψυχή που σπρώχνει τα γρανάζια την πιο δύσκολη ώρα…
Είμαι ασθενής! Αυτό δεν μετράει; Δεν με απαλλάσσει από τίποτα;

*  Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π..
  Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2006 και Παν/μιο του Εδιμβούργου «Παγκοσμιουπόλεις» 2007). «Ομφάλιος λώρος» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2011 – 4ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, 9ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Γλασκώβης). «Ως το τέλος» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» Λογοτ. Περιοδικό «Κλεψύδρα» και για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»). «Γονυπετείς» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2017, Γ’ Έκδοση – «Βραβείο Αφηγήματος «Η Μεσόγειος» 2018» Παν/μιο του Έξιτερ και «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018).